Μπορεί στο μέλλον, διαβάζοντας αυτά μου τα παιχνίδια,
να νομίσει κανείς όλα δικά μου του έρωτα τα βάσανα·
μα εγώ γράφω για λογαριασμό όλων εκείνων
που αγαπούν τ’ αγόρια, γιατί σε τούτο μ’ έταξε ο θεός.[1]
Στράτων
Ι. Ένα «κοινόχρηστο» βιβλίο
Το Καυτό μέλι, ένα ακόμη έργο του Σπύρου Καρυδάκη, αποτελεί καρπό ενδελεχούς καταβύθισης στην αρχαία γραμματεία. Συνιστώντας μία ανθολογία, πλήρη σχεδόν, της αρχαιοελληνικής ομοερωτικής ποίησης, ο Καρυδάκης διεκδικεί με αυτή του την εργασία την προσοχή ενός διευρυμένου αναγνωστικού κοινού και εγείρει αξιώσεις έναντι των ειδικότερων μελετητών.[2]
Το έργο αποτελεί τυπικά μία συναγωγή αρχαίων ποιητικών κειμένων, τα οποία ο Καρυδάκης αποδίδει στα νέα ελληνικά, συνοδεύοντάς τα από εκτενείς σημειώσεις – φιλολογικά μιλώντας, έχουμε να κάνουμε με μία σχολιασμένη έκδοση με παράλληλη μετάφραση. Ειδικότερα, στο βιβλίο ανθολογούνται 419 κείμενα από 95 αρχαίους συγγραφείς με κοινό θεματικό άξονα των έρωτα μεταξύ ανδρών (παιδικά).[3] Ως προς τα τυπικά της χαρακτηριστικά, η ανθολογία ανταποκρίνεται στις παγιωμένες φιλολογικές απαιτήσεις: Προτάσσεται εισαγωγή σχετικά με τους στόχους και τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε, γίνεται ακροθιγώς επισκόπηση της βασικής βιβλιογραφίας, ενώ υπάρχουν κατατοπιστικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την παιδεραστία (σ. 15-26)· ακολούθως, ο αναγνώστης βρίσκει το αρχαίο κείμενο συνοδευόμενο από τη νεοελληνική του απόδοση (σ. 27-213)· έπονται τα εκτενή σχόλια, τα οποία έχουν καταταχθεί σύμφωνα με τη σειρά εμφάνισης των κειμένων και ανταποκρίνονται σε θεματικές ορίζουσες (σ. 215-516)· τέλος, παρατίθενται βιογραφικά στοιχεία για τους αρχαίους συγγραφείς (σ. 517-520), μία ενδεικτική επιλογή της σύγχρονης επί του θέματος βιβλιογραφίας (σ. 521-522), οι αρχαίες πηγές (σ. 523-530) μαζί με τις επιγραφές (σ. 531) που χρησιμοποιήθηκαν, ένα (από πολλές απόψεις πολύτιμο) «λεξιλόγιο ερωτολογικής αργκό», όπου καταχωρούνται οι ερωτικές σημασίες λέξεων (σ. 532-561), και το απαραίτητο ευρετήριο (σ. 562-572). Αξίζει να σημειωθεί ότι στη λιτή και καλαίσθητη έκδοση του Στιγμού και της σειράς «Studiolo», στην οποία περιλαμβάνεται το έργο, παρεμβάλλονται τα σχέδια του Κωνσταντίνου Μιχαήλ που διακρίνονται για την ένταση και τη δυναμική τους.
Η φιλολογική σκευή τού Καρυδάκη είναι στέρεη και εδράζεται στη διερεύνηση των πηγών – καλύτερα: στην επανεπίσκεψη του συνόλου σχεδόν της αρχαίας γραμματείας. Από την αναδίφησή του ο Καρυδάκης επιλέγει έναν διόλου ευκαταφρόνητο όγκο υλικού, τον οποίο αρχικά προσπαθεί να συναρμόσει στην ανθολογία του. Κύρια πηγή των ποιητικών κειμένων, τα οποία μεταφράζει, είναι ως εικός η Ελληνική Ανθολογία, ωστόσο τα κείμενα αντλούνται και από το ποιητικό corpus άλλων ποιητών και μάλιστα από το περιθώριο του έργου τους, αφού πολλές φορές επιλέγονται αποσπάσματα από μη εξ ολοκλήρου σωζόμενα έργα. Αν ο Στράτων και ο Μελέαγρος, δημιουργοί των ενοτήτων «Μούσα Παιδική» και «Στέφανος» αντίστοιχα της Ελληνικής Ανθολογίας, είναι η ασφαλής οδός για την επιτυχία μιας ανθολογίας παρόμοιας θεματικής, ο Καρυδάκης πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, εντάσσοντας στο έργο ποιήματα ανακρεόντεια ή αποσπάσματα των Κωμικών, μη φοβούμενος να αναμετρηθεί με την αρχαϊκή λυρική ποίηση ή αδέσποτα επιγράμματα των ελληνιστικών χρόνων. Η αλφαβητική κατάταξη των κειμένων βάσει του δημιουργού τους προκρίνει τον συμπλησιασμό των ιστορικών περιόδων και τη συμπλοκή ποιητικών τρόπων με σκοπό την ανάδειξη μοτίβων και θεμάτων κοινών ή και πολύ διαφορετικών μεταξύ τους. Η ρητή δήλωση του Καρυδάκη ήδη από την πρώτη σελίδα, δηλαδή ότι συμπεριέλαβε «όλα τα ομοφυλοφιλικής θεματολογίας αρχαία ποιήματα» (σ. 15), αν και μπορεί ασφαλώς να σχετικοποιηθεί, εφ’ όσον κάποια ομόθεμα κείμενα δεν έχουν ανθολογηθεί, μέχρι έναν βαθμό επιτυγχάνεται, αφού ο αναγνώστης απολαμβάνει τον Θεόκριτο, τον Βακχυλίδη, τον Σόλωνα και τον Πίνδαρο δίπλα στον Φανοκλή, τον Χριστόδωρο και τον Ριανό. Προβληματική ως προς τη μεθοδολογία είναι σίγουρα η ένταξη του Αριστοφάνη και του Σοφοκλή με αποσπάσματα από έργα τους – κατακερματίζεται το νόημα, σαφώς – και του εκτός αλφαβητικής κατάταξης αλλά τιμής ένεκεν Ομήρου – ευεξήγητη, βέβαια, είναι η ένταξή του ως αρχετυπική μήτρα του ομοερωτισμού Αχιλλέως-Πατρόκλου.
Το Καυτό μέλι, πάντως, δεν αποτελεί άλλη μία συναγωγή επιγραμμάτων ούτε μία απλή και μονοδιάστατη ανθολόγηση αρχαίων ομοερωτικών κειμένων και αυτό το αντιλαμβάνεται ευθύς εξ αρχής ο αναγνώστης από τις μεταφραστικές επιλογές του ανθολόγου. Παρά το γεγονός ότι ήδη διαθέτουμε αρκετές νεοελληνικές αποδόσεις πολλών από τα ανθολογούμενα κείμενα, ο Καρυδάκης επέλεξε τη δύσβατη οδό τής εκ νέου απόδοσης. Ο ανθολόγος προφανώς γνωρίζει τα ανάλογα εγχειρήματα του Γιώργου Ιωάννου,[4] του Ανδρέα Λεντάκη,[5] του Βασίλη Λαζανά[6] κ.ά., ωστόσο φαίνεται ότι δεν αγκιστρώνεται σε αυτά, επιμένοντας στη σύμπνοια του ύφους του αρχαίου κειμένου προς το νεοελληνικό του ομόλογο· είναι αισθητή, βέβαια, μία εκλεκτική συγγένεια με την απόδοση του Ιωάννου ενίοτε. Ευθέως μιλώντας, ο Καρυδάκης διαρρηγνύει το σεμνότυφο κέλυφος με το οποίο έχει επενδυθεί ο αρχαιοελληνικός λόγος και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει λέξεις και τρόπους της καθημερινότητας, της αργκό, τις λεγόμενες «χυδαίες» και «απρεπείς», προκειμένου να αποδώσει τις λέξεις και τις εκφράσεις της αρχαίας, πλησιάζοντας, κατά το δυνατόν, την ουσία του νοηματικού πυρήνα των τελευταίων.
Η αναμέτρηση του Καρυδάκη με το πρωτότυπο είναι στις πλείστες των περιπτώσεων επιτυχημένη, πράγμα το οποίο οφείλεται και στο γλωσσικό αισθητήριο και στην τριβή του με τα αρχαία κείμενα. Από τις ευτυχείς στιγμές της μεταφραστικής του προσπάθειας είναι η απόδοση των ποιημάτων της Ελληνικής Ανθολογίας και των κωμικών ποιητών. Ο λόγος των δημιουργών ξαναζωντανεύει μέσα από τη μεταφραστική προσπάθεια του Καρυδάκη και ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τη γλαφυρότητα ενός παρελθόντος, το οποίο μπορεί να μιλήσει στο παρόν του χωρίς περιστροφές:
Το μπούτι, βλέπω, Νίκανδρε, μαλλιάζει· αλλά φυλάξου
μην πάθει ίδια και το κωλαράκι σου και πάει χαμένο,
– τότε θα δεις ερωτευμένων πόση σπάνις.
Είναι καιρός ακόμα, την αμετάκλητη σκέψου τη νιότη σου!
(Αλκαίος ο Μεσσήνιος, σ. 44)
Και ποτέ, ηγέτη Περικλή κι εσύ Μιλτιάδη,
δεν επιτρέψατε να στρατηγεύουν παιδαρέλια που πηδιούνται
και με τα κωλομέρια κατακτούν τη στρατηγία!
(Εύπολις, σ. 129)
Ότι γαμεί ο Φαβωρίνος δεν πιστεύεις· πίστεψέ το!
Το πώς γαμεί, μου το ’δειξε με το ίδιο του το στόμα.
(Μελέαγρος, σ. 146)
Εκείνους του αγέρωχους και πορφυροστολισμένους παίδαρους,
που εμείς ούτε τολμάμε να τους μιλήσουμε,
σαν σύκα ώριμα σε ακρολοφιές και σε γκρεμούς
τους ξεσκίζουν, Δίφιλε, οι γύπες και οι κόρακες.
(Στράτων, σ. 173)
Πλήρως εναρμονισμένες είναι οι μεταφραστικές επιλογές με την πρόθεση του ανθολόγου «να συνθέσει ένα κοινόχρηστο βιβλίο το οποίο να παρουσιάζει όσο μπορεί πιο τεκμηριωμένα και ζωντανά την αίσθηση της ομορφιάς, του χιούμορ, της ηδονής, της στοχαστικότητας, του πάθους, της αγάπης για την ελευθερία που μπορεί να εμπνεύσει η γνώση της πιο παρερμηνευμένης πλευράς της αρχαίας Ελλάδας, του ανδρικού έρωτα […]» (σ. 16). Ένα από τα επιτεύγματα του Καρυδάκη είναι και τούτο, ότι σχεδίασε ένα «κοινόχρηστο» βιβλίο, μία εν τέλει χρηστική έκδοση, η οποία δεν κάνει ποιοτικές εκπτώσεις.
ΙΙ. Μια ιστορία των εννοιών
Το Καυτό μέλι δεν θα διεκδικούσε τη θέση φιλολογικού ή αναγνωστικού σημαίνοντος γεγονότος, αν ο Καρυδάκης απλώς ανθολογούσε και μετέφερε στο σύγχρονο ιδίωμα τα αρχαία κείμενα. Πολύ πέρα από όλα αυτά, το μεγαλύτερο κατόρθωμα του εγχειρήματος είναι τα ενδελεχή και άκρως ενδιαφέροντα σχόλια, τα οποία εξ άλλου καταλαμβάνουν και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Ειδικότερα, τα σχόλια μπορούν να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα θεματικά και τα επεξηγηματικά. Από αυτά, τα δεύτερα είναι κατά κανόνα σύντομα και αφορούν ερμηνευτικές προτάσεις ή διευκρινίσεις για το νόημα συγκεκριμένων στίχων. Τα πρώτα, τα οποία και θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια, λειτουργούν μεν σε συνάρτηση με τα ανθολογούμενα κείμενα, αλλά μπορούν να διαβαστούν, κατά το μάλλον ή ήττον, και αυτόνομα, συνθέτοντας με αυτόν τον τρόπο θεματικά λήμματα, τα οποία – ενωμένα – προβάλλουν όχι μόνο την αρχαιογνωστική δεινότητα του Καρυδάκη αλλά καλύπτουν, από την άποψη των πηγών, και βασικά θέματα συνδεδεμένα με την παιδεραστία και τον ομοερωτισμό, αγγίζοντας τις παρυφές της σεξουαλικότητας συλλήβδην.
Ένα καλό παράδειγμα της μεθοδολογίας που ο σχολιαστής εφαρμόζει είναι αυτό για τις λέξεις που περιγράφουν το άτομο που υφίσταται τη σεξουαλική πράξη ή/και διείσδυση – δηλαδή (με σημερινούς όρους, τους οποίους, μάλλον κακώς, δεν αποφεύγει ο Καρυδάκης) τον ομοφυλόφιλο άνδρα που λαμβάνει παθητικό ρόλο, μιλώντας για ενήλικες, και τον ερώμενο, δηλαδή τον παίδα, μιλώντας για ανήλικους. Έτσι, στο οικείο σχόλιο (σ. 266-276 και passim) ο Καρυδάκης αποδύεται σε μία κατ’ ουσίαν ιστορία των εννοιών μέσω της (αρχαίας και μεσαιωνικής) λεξικογραφίας, της αρχαίας (ή και λίγο μεταγενέστερης) γραμματείας, της επιγραφικής και της σύγχρονης γλωσσολογίας. Σχετικά με τον κίναιδο, λοιπόν, αρχαίοι και βυζαντινοί λεξικογράφοι τον ετυμολογούν από το ρήμα κινώ και το αιδοίον (ανδρικά γεννητικά όργανα), επειδή οι κινούμενοι («κουνιστοί») κινούν τους γλουτούς ή κινητοποιούν τα αιδοία των εραστών τους («ενεργητικοί ομοφυλόφιλοι») κ.τ.ό. Από την άλλη, παρατίθεται μία ακόμη αρχαία μαρτυρία, από το κινώ (διαταράσσω) την αιδώ, ετυμολογία την οποία η σύγχρονη έρευνα απορρίπτει. Βασιζόμενος στον Ωρίωνα, ο σχολιαστής συνδέει τον κίναιδο με τον/το κίναδο (αλεπού), ερμηνεύοντάς το ως ζώο ευκίνητο και πονηρό. Προσπαθώντας να συνεισφέρει στην αβέβαιη αρχαία ετυμολογία, συνδέει, αρχικά, το κινώ με το άδην (πάρα πολύ) και το πολλαπλώς γραφόμενο άδος (κατά κόρον, ηδονή, χαρά)· κατόπιν, επικαλούμενος κλασικά κείμενα, Σχολιαστές και βυζαντινούς λεξικογράφους, επιβεβαιώνει ότι ο/το κίναδος αναφερόταν σε κάθε σαρκοβόρο ζώο και, έπειτα από νοηματική στένωση, δήλωνε την αλεπού· ακολούθως, συνδέει μία σειρά από ομόρριζα, όπως τα (σ)κεδώ, (σ)κίδναμαι, σκαδάννυμι (όλα: σκορπίζω, ξεσκίζω) και κίνδυνος, κίνδαξ (ευκίνητος) και κίω (πηγαίνω, ορμώ), προκειμένου να δικαιολογηθεί η αρχαία ερμηνεία του κίναδος ως επικίνδυνου ζώου (αλεπού) αλλά και πονηρού, ευπροσάρμοστου κτλ.· μέσω του κιναιδίου (σουσουράδα) και των μαγικών του χρήσεων («δέσιμο» και τιμωρία εραστών, πρόκληση στυτικής δυσλειτουργίας, μετατροπή «ετεροφυλόφιλου» άνδρα σε «ομοφυλόφιλο»), της μυθολογικής σύνδεσής του τόσο με την Αφροδίτη (ήταν ιερό της ζώο) όσο και με τον Ιξίωνα (δέθηκε σε τροχό, όπως η σουσουράδα στη μαγική της χρήση για να προκληθεί ίλιγγος στους εραστές), την Ίυγγα (η Ήρα την μετέτρεψε σε σουσουράδα, επειδή προσπάθησε να αποπλανήσει τον Δία) κτλ., ο Καρυδάκης εν τέλει συναρμόζει τα διεστώτα. Έτσι, ο κίναιδος ως προσδιορισμός επί ανθρώπων σήμαινε άπιστος, πορνικός, πονηρός μα και σεξουαλικά επιθυμητός, εκτός βέβαια από νεαρός άνω των 20-22 ετών (μειράκιον), ο οποίος λάμβανε θέση «παθητικού ομοφυλόφιλου», άρα και διεισδυόμενου (ξεχωριστή κατηγορία από πορνευόμενους και εταιριζόμενους). Τα συμπεράσματά του ο Καρυδάκης τα συγκρίνει με τη σημερινή λέξη «πούστης», η οποία περιλαμβάνει όλο το παραπάνω σημασιακό φορτίο, δημιουργώντας έτσι συνεκτικούς δεσμούς σε επίπεδο σημαινομένων.
Ο κίναιδος όμως είναι πάντα σχεδόν πάσχων/πασχητιών (υφίσταται διείσδυση), ενώ μία σωρεία λέξεων συνδέονται μαζί του και δηλώνουν την εκθήλυνσή του: μαλακός, γυναικοήθης, γύν(ν)ις, θηλυγενής, παράθηλυς, ημίανδρος, ανδρόθηλυς κτλ. Δίπλα σε αυτά πρέπει να τοποθετήσουμε λέξεις που δηλώνουν και τους πορνευόμενους νέους και συνεκδοχικά τους κιναίδους: ανδρομανής, λάσταυρος, καταπύγων, ευρύπρωκτος, βινούμενος, λαίσιτος κτλ. Τέλος, ο εκμαυλισμός των κιναίδων και η κοινωνική κατακραυγή που επέσυραν μπορούσε να δηλωθεί με επίθετα όπως ασελγής, αισχρουργός, ακόλαστος, επίψογος κτλ. Τι ακριβώς, λοιπόν, αποπειράται να κάνει ο Καρυδάκης με την έρευνά του;
Η έμφαση στις λέξεις και τα σημαινόμενά τους, τόσο στο παραπάνω παράδειγμα του κιναίδου όσο και σε πολλές άλλες περιπτώσεις σχολίων, δηλώνει μία μέριμνα, η οποία ξεφεύγει από το αυστηρά φιλολογικό πλαίσιο και ακολουθεί τις ατραπούς της ιστορίας. Ο Καρυδάκης κινείται, εκών-άκων, εν γνώσει και εν αγνοία του, ανάμεσα στην ιστορική σημασιολογία και την ιστορία των εννοιών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στη γαλλική και τη γερμανική παράδοση αντίστοιχα.[7] Η χειρονομία του, μία κίνηση αποδέσμευσης από την επιστημολογία της κλασικής φιλολογίας, είναι σημαίνουσα, αφού θέτει επί τάπητος ιστορικά και όχι γλωσσικά ζητήματα. Η μέριμνα του σχολιαστή είναι ιστορική και οπωσδήποτε ξεκινάει από το παρόν του – χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις αναδρομικής προβολής του παρόντος στο υπό μελέτη παρελθόν. Η ιστορική ευαισθησία τού Καρυδάκη είναι πολλαπλώς ορατή, αλλά αυτό που αξίζει να προσέξουμε είναι η μεθοδολογία του, η οποία εκ πρώτης όψεως δεν γίνεται αντιληπτή. Μέσω της ανασύστασης του εννοιολογικού πλαισίου, ο σχολιαστής μπορεί να προσπελάσει το ιστορικό συνεχές και να φτάσει στην καρδιά των πραγμάτων, δίνοντας στον αναγνώστη τα απαραίτητα εφόδια, προκειμένου να γίνει κατανοητή η τέχνη εντός του ιστορικού, κοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο παρήχθη.
ΙΙΙ. Μια (παράλληλη) ιστορία των ηδονών
Το Καυτό μέλι συμμετέχει σε έναν δημόσιο διάλογο και στο μεγαλύτερο μέρος του, στα σχόλια, πραγματεύεται αυτό που οι Ρωμαίοι αποκάλεσαν mos Graecorum. Η αρχαιοελληνική «ομοφυλοφιλία» έχει αποτελέσει, ως γνωστόν, σημείο αντιλεγόμενο στην ιστορική έρευνα, παρ’ ότι δεν είναι λίγες οι φορές που η ιστορική πεποίθηση συμφύρεται με την ιστορική γνώση, παράγοντας στρεβλώσεις.
Ο υποψιασμένος αναγνώστης οφείλει εν προκειμένω να γνωρίζει ότι το Καυτό μέλι εμπλέκεται στη μεγάλη εκείνη συζήτηση, η οποία έχει ξεκινήσει ήδη με το πολυσυζητημένο έργο του J.A. Symonds, A Problem in Greek Ethics (1867). Εκεί, κατ’ ουσίαν ο βικτωριανός συγγραφέας προβληματοποιεί το θέμα της αρχαίας «ομοφυλοφιλίας», προσφέροντας έκτοτε ερείσματα στην οξφορδιανή διανόηση της εποχής του αλλά και μετέπειτα για την ουτοπική θεώρηση της αρχαίας Ελλάδας. Ο «ελληνικός έρως» (Greek love) είναι εκείνο ακριβώς το ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο νομιμοποιεί στη βικτωριανή Αγγλία τη συζήτηση σχετικά με τη σύγχρονη ομοσεξουαλικότητα, παράγει κοινωνικούς λόγους γύρω από αυτήν και δημιουργεί τις προϋποθέσεις της καλλιτεχνικής παραγωγής του ύστερου 19ου αι. με την ομοερωτική θεματολογία (W. Pater, O. Wilde, κύκλος των «ουράνιων» ποιητών κ.τ.ό.).
Το έργο του K.J. Dover, Greek Homosexuality (1978), είναι αυτό που μας εισάγει στη σύγχρονη ερμηνευτική γύρω από το θέμα της «ομοφυλοφιλίας» στην αρχαία Ελλάδα. Με μία σειρά μελετών, ήδη από τη δεκαετία του 1960, ο μεγάλος κλασικός φιλόλογος προσπάθησε να αναδείξει τη σωματικότητα του «ελληνικού έρωτος», μεταξύ άλλων, και μέσω του σχήματος εραστής-ερώμενος/ ενεργητικός-παθητικός «ομοφυλόφιλος»/ διεισδύων-διεισδυόμενος. Η συμβολή του Dover πρέπει να κριθεί μάλλον ως ένας αντίλογος στο εξιδανικευτικό και άκρως ιδεαλιστικό πρίσμα της παιδεραστίας αποκλειστικά σχεδόν ως μαθητείας, θέση η οποία αναπτύχθηκε μεσοπολεμικά ήδη.
Το ομολογουμένως επιδραστικό έργο του Dover είναι εκείνο που μέσω της έρευνας έφερε στο φως ένα πλήθος αναφορών της αρχαίας γραμματείας για την παιδεραστία όσο και για τον ομοερωτισμό μεταξύ ανδρών κατά την αρχαιότητα, πέραν του σχήματος που εγκαθίδρυε στην καρδία των πραγμάτων και των ερμηνευτικών του προτάσεων. Η δεκαετία του 1970 είναι όμως η περίοδος κατά την οποία ο M. Foucault καταπιάνεται με το μεγαλεπήβολο σχέδιο της Histoire de la sexualité (τ. Α΄ 1976, τ. Β΄-Γ΄ 1984, τ. Δ΄ 2018 [μεταθανάτια έκδοση]). Στόχος του Foucault είναι να αναδείξει τα καθεστώτα αλήθειας γύρω από την σεξουαλικότητα, όπως προηγουμένως είχε επιχειρήσει να κάνει με τις μελέτες του για ανάλογα αντικείμενα. Ο σκοπός του Foucault δεν είναι αμιγώς ιστοριογραφικός και έτσι μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη σταδιακή επεξεργασία του ερμηνευτικού του σχήματος γύρω από τα αφροδίσια μεταξύ των δεκαετιών 1970 και 1980. Παρά τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης, μπορούμε να πούμε ότι ο Foucault αφ’ ενός αντιπαρατέθηκε στον Dover και αφ’ ετέρου εισηγήθηκε μία διαφορετική θεώρηση συλλήβδην των σεξουαλικών πρακτικών της αρχαιότητας, εμμένοντας κυρίως στις ανακατατάξεις της ελληνιστικής περιόδου. Σε ό,τι έχει να κάνει ειδικότερα με την παιδεραστία, ο γάλλος φιλόσοφος υποστήριξε ότι στην αντίληψη της αρχαιότητας υπάρχει διαφορά μεταξύ του έρωτα προς τις γυναίκες και του έρωτα προς τους παίδας· ο έρως είναι συναίσθημα, τύπος σχέσης, δέσμη υποχρεώσεων, τα οποία συνδέονται με την αρχή του ισομορφισμού (ισοτιμία ενεργητικού-παθητικού όσο και αναλογία μεταξύ σεξουαλικότητας και άλλων πεδίων, όπως κοινωνικό, οικονομικό κτλ.) και την αρχή της ενεργητικότητας (πρωτεύον το υποκείμενο που ενεργεί/διεισδύει)·στα αφροδίσια ο Foucault εντόπισε τις τεχνολογίες ενός εαυτού που υποχρεούται να λέει την αλήθεια, δηλαδή την αντιφατική διαδικασία μέσω της οποίας πρέπει η αφροδισιακή ασυμμετρία μεταξύ εραστή και ερώμενου να μετατραπεί σε ισομορφισμό μέσω μιας «παιδαγωγικής» διαδικασίας, όπου ο παις θα αναδυθεί ως υποκείμενο.[8] Σε ό,τι έχει να κάνει και πάλι με την παιδεραστία, είναι σαφές ότι ο Foucault πηγαίνει τη συζήτηση ένα βήμα παραπέρα από εκεί που την είχε αφήσει ο Dover, ωστόσο και οι δύο υιοθετούν το σχήμα διεισδύων-διεισδυόμενος.
Όπως είναι σαφές, η μέριμνα του Foucault στρέφεται προς άλλη κατεύθυνση με σκοπό να δώσει μία συνολικότερη θεώρηση. Παρά τις επί μέρους κριτικές που δέχτηκαν τα έργα του Dover και του Foucault, η έρευνα και τα ερμηνευτικά σχήματα των μελετητών μέχρι πρότινος φαίνεται ότι δεσμεύονταν από τις παραπάνω θεωρήσεις – όχι άδικα, φυσικά. Στην αυγή του 21ου αι. ο ιστορικός J. Davidson έρχεται να δείξει το εν πολλοίς παράλληλο των καθιερωμένων ερμηνευτικών σχημάτων, υποστηρίζοντας ότι η αρχαία «ομοφυλοφιλία» σεξουαλικοποιείται από μία σειρά σύγχρονων πολιτισμικών και επιστημονικών πρακτικών. Στο προσφάτως μεταφρασμένο στα ελληνικά The Greeks and Greek Love (2007)[9] ο Davidson επισημαίνει τις γενεαλογίες του σύγχρονου, δικού μας, βλέμματος επί των πηγών και επί της αρχαιότητας, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, και τα επιστημολογικά προαπαιτούμενα της έρευνας για την παιδεραστία. Η εν μέρει αναγκαία σχετικοποίηση των προηγούμενων θεωρήσεων που επιχειρεί ο ιστορικός τοποθετεί τη φιλία στο κέντρο της συζήτησης, αναδεικνύοντας παράλληλα τον ομοερωτισμό ως στοιχείο της αρχαίας κοινωνίας. Ο αποφενακισμός που επιχειρεί ο Davidson, έχει ως στόχο και την κατάρριψη της βικτωριανής αντίληψης περί ουτοπικού παρελθόντος και την ανάδειξη εν τέλει της διελκυστίνδας ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, ανάμεσα εν ολίγοις στην ιστορική πεποίθηση και την ιστορική έρευνα.
Στο Καυτό μέλι ο Καρυδάκης έχει υπ’ όψιν του τα συμφραζόμενα εντός των οποίων αρθρώνει τον λόγο του, είναι βιβλιογραφικά ενημερωμένος και υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες μπορούμε να αντιληφθούμε την ύπαρξη θεωρητικών δεσμεύσεων. Αυτές οι δεσμεύσεις είναι πρωτίστως αντλημένες από τον Dover και το παράδειγμά του και ίσως δικαίως, εφ’ όσον ο Καρυδάκης θέλει να αποτυπώσει ιστορικοφιλολογικά τις ηδονές της αρχαιότητας, όπως αυτές εκφράστηκαν μέσω της ποίησης, μη αγνοώντας εντελώς την τοποθέτηση του Foucault.
***
Τι εν τέλει μάς δείχνει υπομειδιώντας ο Καρυδάκης; Σε μία από τις στιγμές εκείνες κατά τις οποίες τα υποκείμενα του παρελθόντος είχαν συνείδηση του ρόλου τους μέσα στην πόλιν και την πεποίθηση ότι ο λόγος τους θα επιβιώσει και μετά τον θάνατό τους, ο Θέογνις έγραψε στον νεαρό Κύρνο για την ίδια τη λειτουργία της ποίησης – μιας ποίησης-δημόσιου λόγου, η οποία μπορεί να διαιωνίσει τη μνήμη του αγαπημένου:
Σου ’δωσα φτερά για να πετάξεις πάνω από τ’ απέραντο
πέλαγο και να υψωθείς ανάλαφρα απ’ τη γη,
σε γιορτές και σε τραπέζια να βρεθείς,
σε στόματα πολλά που θα λεν για σένα επαίνους,
και με λυγερόφωνους αυλούς νεαροί άντρες,
φρόνιμα ερωτιάρηδες, τραγούδια θα λεν για σε
όμορφα και γλυκά. Κι όταν θα μπεις στο μαύρο χώμα,
στ’ ανάκτορα του Άδη που βουίζουν απ’ τους θρήνους,
δεν θα χάσεις τη δόξα, ούτε και τότε που θα ’σαι πεθαμένος,
μα θα σε τραγουδούν οι άνθρωποι και θα ’χεις όνομα αθάνατο,
Κύρνε […]·
και οι κατοπινοί το ίδιο
θα τραγουδούν για σένα, όσο θα υπάρχουν Γη και Ήλιος.
(Θέογνις, σ. 89, στ. 237-247, 251-252)
[1] Όλα τα παραθέματα και οι αριθμοί σελίδας εντός του κυρίως κειμένου προέρχονται από το υπό συζήτηση βιβλίο. Ευχαριστώ τον συνάδελφο Γιώργο Σπαθή για τις γόνιμες παρατηρήσεις του.
[2] Σημειώνω ότι το έργο κυκλοφόρησε πρώτη φορά σε ιδιωτική έκδοση από τον Καρυδάκη το 2013, δέχτηκε ευμενείς κριτικές και μέχρι πρότινος ήταν εξαντλημένο.
[3] Οι αρχαίοι όροι μονοτονίζονται και πλαγιάζονται σε όλη την έκταση του κειμένου. Διευκρινίζω ότι διαχωρίζω τη σύγχρονη παιδοφιλία από την αρχαία παιδεραστία.
[4] Βλ. Στράτων, Μούσα παιδική, Γ. Ιωάννου (μτφ.), Β. Βασιλειάδης (σχέδια), Αθήνα, Κέδρος, 1979.
[5] Βλ. Παλατινή Ανθολογία, Α. Λεντάκης (μτφ.-ανθολόγηση), Αθήνα, Κέδρος, 1972.
[6] Κατά καιρούς μετέφρασε πολλά βιβλία της Ανθολογίας, ωστόσο κυρίως βλ. Τα αρχαία ελληνικά ερωτικά επιγράμματα. Ολόκληρο το V βιβλίο της ελληνικής ή παλατινής ανθολογίας, Β.Ι. Λαζανάς (επιμ.), Αθήνα, Παπαδήμας, 1990.
[7] Βλ. πρόχειρα και Αλ. Σφοίνη (επιμ.), Ιστορία των εννοιών. Διαδρομές της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας, Αθήνα, Ε.Μ.Ν.Ε.-Μνήμων, 2006.
[8] Κατ’ ουσίαν, εδώ προσπαθώ να συνοψίσω τις αναφορές στην παιδεραστία και το ερμηνευτικό σχήμα που δίνει σε αυτήν ο Foucault βάσει του τ. Β΄ της Ιστορίας της σεξουαλικότητας και των παραδόσεών του στο College de France το ακαδημαϊκό έτος 1980-1981.
[9] Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρως, Λύο Καλοβυρνάς (μτφ.), Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2019.