Η πιο ευχάριστη θέση απέναντι σε ένα βιβλίο είναι εκείνη του αναγνώστη που ξέρει ελάχιστα για τον συγγραφέα του. Πριν από μερικές μέρες τέλειωσα την Κιμωλία του Δημήτρη Κωστόπουλου, την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας αποκαλεί «μελόδραμα». 238 σελίδες περιηγούνται τους αναγνώστες στην παγκόσμια ιστορία, με κέντρο τη μικρή Λέρο: ένας παγκόσμιος πόλεμος, ιταλοκρατία, εμφύλιος, ψυχιατρείο, χούντα, 21ος αιώνας, πρόσφυγες), με έναν τρόπο που προσωπικά με έκανε να ανακαλέσω τον γάλλο σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ και τη θέση του ότι «όσο πιο τοπικό, τόσο πιο οικουμενικό».
Στις 18 Απριλίου 1938, Μεγάλη Δευτέρα για τους Έλληνες, Δευτέρα του Πάσχα για τους καθολικούς Ιταλούς, o ψαράς Αποστόλης Νταλλαρής μαχαιρώνει στην κεντρική πλατεία της Λέρου τον αξιωματικό του ιταλικού στρατού Σαλβατόρε Μπονάνο χωρίς προφανή λόγο. Λίγο αργότερα αυτοκτονεί πηδώντας στη θάλασσα κατά τη μεταφορά του στη Ρόδο, παίρνοντας μαζί του το μυστικό. Το φλερτ με το noir έχει ξεκινήσει και, σαν άλυτο μυστήριο, παραμένει στη σκιά της αφήγησης, για να κορυφωθεί στο τέλος με μια καθαρόαιμη noir ιστορία, η οποία και δίνει την απάντηση στο μυστήριο. Απάντηση η οποία αποκαλύπτεται μόνο στους αναγνώστες, καθώς οι κατεστραμμένοι από τα τυχαία γεγονότα αλλά και την αδυσώπητη ιστορία του 20ού αιώνα πρωταγωνιστές της ιστορίας την αγνοούν.
Ουσιαστικό όμως θύμα της ιστορίας είναι η αρραβωνιαστικιά του Μπονάνο (ένας από τους πολλούς μεικτούς γάμους), η Αρεζίνα, η οποία «έβλεπε τη ζωή που ονειρεύτηκε να περνά μπροστά της». Κόρη ενός γάμου μεταξύ δυο διακεκριμένων αντιπροσωπευτικών αστικών οικογενειών του νησιού. Οι Αγγέλοφ και οι Χατζηρούσσοι, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του ακμάζοντος ελληνισμού της Εσπερίας, επιστρέφουν κάποια στιγμή στα μεγαλοπρεπή έως και σήμερα νεοκλασικά κτίρια του νησιού, σιτέμποροι της θάλασσας του Αζόφ οι μεν, βαμβακέμποροι της Αλεξάνδρειας οι δε, δίνοντας την ευκαιρία στο συγγραφέα να περιγράψει την ατμόσφαιρα της εποχής σε αυτές τις δυο μεγάλες νησίδες κοσμοπολιτισμού. Αλλά και την ιδιαιτερότητα της σικελικής γης, με τη Μαφία πανταχού παρούσα στην περίπτωση της οικογένειας Μπονάνο.
Ιστορίες και ιστορία
Αυτή είναι η μια από τις δυο παράλληλες ιστορίες της αφήγησης: ο αστικός κόσμος του κοσμοπολιτισμού. Η άλλη είναι η ταπεινή αλλά τραγική ιστορία ενός εξόριστου στη Λέρο, του υδραυλικού Σταμάτη Ροδίου, που χαραμίζει τη ζωή του ταυτισμένος με την ιδέα της κομμουνιστικής ανανέωσης και του ΚΚΕ εσωτερικού, αλλά και του γιού του Σωτήρη, που τον μεγάλωσε μόνος του στη Νέα Ιωνία της Αθήνας. καθώς επιστρέφοντας από την εξορία στη Νέα Ιωνία του Βόλου βρήκε τη γυναίκα του ερωμένη ενός αριστερού γιατρού που, φρονίμως ποιών, είχε υπογράψει και φύγει από τη Γυάρο. Εκτός των άλλων, το αφήγημα μεταφέρει όλη τη μεταπολιτευτική διαδρομή της χώρας, από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ μέχρι την κρίση και το δημοψήφισμα του 2015. Αλλά η κεντρική ιδέα είναι το πώς, σε ένα μικρό νησί όπως η Λέρος, μπορεί να αποτυπωθεί η ιστορία ενός ολόκληρου αιώνα.
Ο Κωστόπουλος προσεγγίζει την ιστορία μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων στη δίνη της. Τα πρόσωπα που ενσαρκώνει αφηγηματικά είναι κάθε καρυδιάς καρύδι: αστοί, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες, απατεώνες, επαγγελματίες εραστές. Μια πινακοθήκη περιπτώσεων με δύσκολες διαδρομές βρίσκονται στο κέντρο του αφηγήματός του – και το κέντρο δεν είναι άλλο από τη Λέρο, τον τόπο όπου συνυπάρχουν οι ιστορίες των ηρώων του με τη μεγάλη ιστορία. Πρόσωπα που τα συναντάμε στη Λέρο κάνουν τη διαδρομή από την Αλεξάνδρεια στο Αζόφ και από τη Σικελία στο Χαλέπι της Συρίας. Από τη Νέα Ιωνία του Βόλου στη Νέα Ιωνία της Αθήνας και από τα Εξάρχεια στη Ζάκυνθο. «Κι ο ήλιος κυκλοδίωκτος και με φως και με θάνατον,ακαταπαύστως».
Ένα από τα στοιχεία που αναδεικνύει η αφήγηση είναι η υπεράσπιση του έντυπου λόγου, των τυπωμένων παλιών φωτογραφιών αλλά κυρίως των εφημερίδων. Αυτές είναι τελικά που δίνουν απάντηση στο μυστήριο “γιατί” του ανεξήγητου φόνου. Αλλά είναι και μια φωτογραφία στο περιοδικό National Geographic που αλλάζει τη ζωή της Μπαχριέ από την Παλμύρα η οποία παντρεύεται έναν βιομήχανο στο Χαλέπι της Συρίας, πριν τελικά αυτή η φωτογραφία την οδηγήσει σε μια μεγάλη και σύντομη ερωτική στιγμή που πληρώνει με τη ζωή της.
Tο βιβλίο του Κωστόπουλου έχει τόσο υλικό που ο συγγραφέας του θα μπορούσε να φτιάξει ένα μυθιστόρημα χιλίων σελίδων και να το πει «μυθιστόρημα- ποταμός». Το πιθανότερο είναι πως, χωρίς την αίσθηση της οικονομία, ένα τέτοιο βιβλίο θα γινόταν «έλος».
Αντ’ αυτού, ο συγγραφέας προτιμά να μείνει ένας φωτογράφος στιγμιοτύπων, που τα παραθέτει ανακατεμένα χρονολογικά, με μεγάλη οικονομία, στακάτο ρυθμό, μικρές κοφτές φράσεις που πάντως δεν κάνουν τον αναγνώστη να «λαχανιάσει». Στιγμές, εκλάμψεις και σκοτάδια σε ένα «ασυνεχές συνεχές», κι όλα αυτά τιθασευμένα από έναν επιδέξιο αφηγητή που φαίνεται να γνωρίζει την οικονομία της αφήγησης. Ξέρει την τεχνική, άλλωστε σημειώνει ότι «κάποτε η φωτογραφία ήταν μια σημαντική, από τις πιο σημαντικές στιγμές στη ζωή των ανθρώπων, μια προαίσθηση αθανασίας. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τις φυλάγανε ευλαβικά».
Ανάλογη ικανότητα λογοτεχνίας των στιγμών, τα τελευταία χρόνια, έχω βρει μόνο στον νεαρό Malcolm Mackay της Τριλογίας της Γλασκώβης[1].
Αλλά γιατί Κιμωλία; Απαντάει ο ίδιος ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του: διότι «η ανθρώπινη ύπαρξη μοιάζει με μια κιμωλία. Λεία και στιλπνή στην αρχή που αφήνει τα ίχνη της, μικρά ή μεγάλα στον μαυροπίνακα της ζωής. Στο τέλος όμως, όλα σκόνη». Μέσα στον ιστορικό ορυμαγδό, οι άνθρωποι αγαπιούνται, σχετίζονται απ’ ανάγκη, εγκαταλείπονται, πάσχουν ανεκπλήρωτα, κάποιοι σκοτώνουν και σκοτώνονται ή πεθαίνουν ξαφνικά και κάποιοι επιβιώνουν προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσουν την ύπαρξή τους...
Ο Σωτήρης που, σε πρώτο επίπεδο, είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος στη ζωή της κιμωλίας, στη φάση που θέλει να γίνει σκόνη, είναι εκείνος που ακόμα αφήνει το μεγαλύτερο αποτύπωμα στον «απάνω κόσμο», συνομιλώντας με ζώντες και τεθνεώτες.
Μεγάλη υπόθεση, εν τέλει, να κάνεις γραφή τα στιγμιότυπα μιας πολαρόιντ.
Και αυτό ο Δημήτρης Κωστόπουλος το πετυχαίνει θαυμάσια.
Μελοδραματική γραφή
Επισήμανα και στην αρχή αυτού του κειμένου την επιλογή του Κωστόπουλου να δηλώσει εξαρχής ότι έγραψε ένα «μελόδραμα». Ουσιαστικά επιδίωξε να επαναφέρει στο προσκήνιο το μελόδραμα, ένα ξεχασμένο λογοτεχνικό είδος, που επιβιώνει βέβαια μουσικά στις διαχρονικά συναρπαστικές όπερες (όπως π.χ. Η κυρία με τις καμέλιες του Αλέξανδρου Δουμά υιού ως Τραβιάτα του Βέρντι), αλλά και κινηματογραφικά, με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τον Ντάγκλας Σερκ στην χολιγουντιανή εκδοχή του, αλλά και τον Ράινερ Φασμπίντερ στην αντίστοιχη εναλλακτική και χαμηλότονη γερμανική ή τον Άκι Καουρισμάκι. Αλλά αυτό το, με γαλλική καταγωγή, mélodrame, ως απλό λαϊκό αφήγημα που εκφυλίστηκε σε κινηματογραφικό μελό τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ή πιο πρόσφατα σε λογοτεχνικό αφήγημα τσέπης που ευδοκιμεί εκδοτικά με συναρπαστικές κυκλοφορίες και στην χώρα μας, δεν θα αξιζε σχολιασμό αν δεν είχε μια αξιομνημόνευτη πρωτοτυπία. Την ανάμειξή του με το noir, μέσω του οποίου το είδος προσγειώνεται στην πραγματικότητα χωρίς τον φτηνό αιφνιδιασμό των συναισθημάτων του αναγνώστη από επιτηδευμένες συγκινήσεις. Οδηγός του συγγραφέα, η ταχύτητα στην περιγραφή και η εμβάθυνση – η συσχέτιση των ιστοριών των ηρώων του με το ρεαλισμό, του πάθους τους με το βάθος που απαιτεί η κοινωνική οπτική του.
Εδώ βρίσκεται η συγκίνηση. Και πάνω απ’ όλα, βρίσκεται σε όσα ο καθένας φυλά στο συρτάρι του, από φωτογραφίες, σημειώματα των προγιαγιάδων και των προπαπούδων μας, των μανάδων μας και των πατεράδων μας. Είναι τα σπίτια, τα χαλάσματα και η ζώσα μνήμη ενός αιώνα.
[1] Στα ελληνικά, και τα τρία βιβλία της Τριλογίας της Γλασκώβης κυκλοφορούν στις εκδόσεις Πόλις: Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ (2014), Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο (2016), Όταν η βία πλησιάζει (2017).