Σύνδεση συνδρομητών

Ανατριχιαστικό πορτρέτο παιδικής ζωής

Τρίτη, 13 Ιουλίου 2021 07:31
Ο/η Μαρίκε Λούκας Ράινεφελντ. Η φωτογραφία από τον λογαριασμό του/της συγγραφέα στο facebook.
facebook
Ο/η Μαρίκε Λούκας Ράινεφελντ. Η φωτογραφία από τον λογαριασμό του/της συγγραφέα στο facebook.

Μαρίκε Λούκας Ράινεφελντ, Δυσφορεί η νύχτα, μετάφραση από τα ολλανδικά: Άγγελος και Μαρία Αγγελίδου Ίκαρος, Αθήνα 2021, 332 σελ. 

Το Booker για το 2020 δόθηκε σε πρωτοεμφανιζόμενο/η συγγραφέα, τον/την Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ από την Ολλανδία. Αφηγείται την ιστορία της δεκάχρονης Τζάκετ που μια μέρα, νευριασμένη με τον αδελφό της, τον Μάτις, ο οποίος δεν την πήρε μαζί του σε αγώνες παγοδρομίας και φοβούμενη, συγχρόνως, πως ο πατέρας της, σκληρός οπαδός μιας προτεσταντικής σέχτας, θα ετοιμάσει το κουνέλι της για το γιορτινό τραπέζι, καθώς δεν είχε αγοράσει κρέας, απευθύνει μια διεστραμμένη προσευχή: «Παρακάλεσα τον Θεό να μην πάρει το κουνέλι μου, να πάρει αν μπορούσε τον αδελφό μου τον Μάτις: “Αμήν”». Και ο αδελφός της πεθαίνει όντως σε δυστύχημα, κατά τη διάρκεια των αγώνων... Αναδημοσίευση από το Books' Journal, τχ. #119*.

Το πρώτο εικοσαήμερο του Απριλίου κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το –ήδη– παγκόσμιο μπεστ σέλερ, βραβευμένο με το Διεθνές Βραβείο Booker του 2020, διαβόητο λογοτεχνικό ντεμπούτο του/της Μαρίκε Λούκας Ράινεφελντ, Δυσφορεί η νύχτα, σε μετάφραση Αγγέλου και Μαρίας Αγγελίδου, από τις εκδόσεις Ίκαρος. Το όνομά του/της απασχόλησε πρόσφατα την επικαιρότητα καθώς επιλέχθηκε να μεταφράσει στα ολλανδικά  το ποίημα “The Hill We Climb” που συνέθεσε και απήγγειλε η ποιήτρια Amanda Gorman στην ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, για να παραιτηθεί μια μέρα μετά την ανάληψη της δουλειάς, καθώς ο εκδότης του/της δέχθηκε σφοδρή κριτική για την επιλογή ενός/μιας λευκού/ής μεταφραστή/στριας και όχι ενός/μιας μαύρης. Το ολλανδικό, και, εν συνεχεία, το διεθνές κοινό επεφύλαξε θερμή υποδοχή στο βιβλίο, ενώ η κριτική χαρακτήρισε τον/την νεαρό/ή συγγραφέα (μόλις 29 ετών), μια γήινη και επινοητική φωνή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η πλοκή του βιβλίου, όντως επινοητική σε πρόζα και θέμα, ακολουθεί τη δεκάχρονη Τζάκετ, η οποία ζει σ’ ένα χωριό της βόρειας Ολλανδίας μαζί με τη θρησκόληπτη (ανήκουν σε μια αυστηρή προτεσταντική σέχτα), κτηνοτροφική οικογένειά της.

Μια μέρα η Τζάκετ, νευριασμένη με τον αδελφό της, τον Μάτις, που δεν την πήρε μαζί του στους αγώνες παγοδρομίας στους οποίους συμμετείχε και φοβούμενη, συγχρόνως, πως ο πατέρας της θα ετοιμάσει το κουνέλι της για το γιορτινό τραπέζι, καθώς δεν είχε αγοράσει κρέας, ως συνήθως, απευθύνει μια διεστραμμένη προσευχή: «Παρακάλεσα τον Θεό να μην πάρει το κουνέλι μου, να πάρει αν μπορούσε τον αδελφό μου τον Μάτις: “Αμήν”». Και ο αδελφός της πεθαίνει όντως σε ένα δυστύχημα, κατά τη διάρκεια των αγώνων.

 

Πένθος και κατάρρευση

Αυτό που ακολουθεί είναι η σπαρακτική καταβύθιση μιας οικογένειας στο πένθος της απρόσμενης και πρόωρης απώλειας του πρωτότοκου παιδιού της και η σταδιακή κατάρρευσή της. Το ρήμα «δυσφορεί» στον τίτλο του βιβλίου (στα αγγλικά “discomfort”) θέτει πολύ απαλά, σχεδόν ανώδυνα, το θέμα του ίδιου του βιβλίου. Αν και αναφέρεται στο σημείο εκείνο της νύχτας όπου οι αγελάδες (η αφήγηση της Τζάκετ συνδέει σχεδόν τα πάντα με τις αγελάδες, μια και η οικογένειά της εκτρέφει βοοειδή) δυσκολεύονται να σταθούν όρθιες από το βάρος των –γεμάτων γάλα– μασταριών τους, η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την άβυσσο της απώλειας και από μια λύτρωση που δεν θα έρθει ποτέ. Από τον θάνατο του Μάτις και μετά, η Τζάκετ δεν ξαναβγάζει ποτέ το κόκκινο τζάκετ της. Το φοράει παντού και πάντα, ακόμα και στον ύπνο. Ταλαιπωρημένο, πολυφορεμένο, βρωμερό –με απαίσια μυρωδιά– και με τις τσέπες γεμάτες από πράγματα που η Τζάκετ φυλάει σαν ιερά αντικείμενα προστασίας: δύο αληθινά βατράχια (που θέλει να τα κάνει να ζευγαρώσουν), τα μουστάκια του κουνελιού της, έναν τυροκλέφτη, ασημόχαρτα κ.ά. Έχει πείσει μάλιστα τον εαυτό της πως, αν το βγάλει, θα αρρωστήσει. 

Ο άλλος αδελφός της, ο Όμπε, χτυπάει το κεφάλι του διαρκώς στο κάγκελο του κρεβατιού του, ενώ κοιμάται, προχωρώντας παράλληλα σε θυσίες ζώων. Και η αδελφή της, η Χάνα, ονειρεύεται να εγκαταλείψει για πάντα τη φάρμα και τους γονείς της. Η μαμά τους, από την άλλη, αρνείται σταδιακά να φάει πολλά τρόφιμα από μια –διαρκώς επεκτεινόμενη– λίστα που έχει καταρτίσει μετά τον θάνατο του Μάτις.

Στο Δυσφορεί η νύχτα, οι πρωταγωνιστές «ζορίζουν» τα όρια –ψυχικά και σωματικά– των ίδιων αλλά και των άλλων. Σε μια σκηνή, ο πατέρας τής Τζάκετ σπρώχνει κομμάτια πράσινου σαπουνιού στον πρωκτό της Τζάκετ, σαν μια λύση στο πρόβλημα δυσκοιλιότητας που βασανίζει τη μικρή. Σε άλλο σημείο, η Χάνα χώνει τη γλώσσα της στο στόμα της αδελφής της. Ο/Η Ρίνεβελντ δεν διστάζει να δώσει πολύ δυσάρεστες σκηνές, τεστάροντας τα όρια των αναγνωστών. Στο βιβλίο διαβάζουμε περιγραφές για βρώμικα δάχτυλα που χώνονται σε ανεπιθύμητα μέρη, σε μια ακατανόητη –για τα δεδομένα μας– εξερεύνηση της σεξουαλικότητας, της θνητότητας αλλά και γενικότερα του κόσμου των ενηλίκων: κόσμου για τον οποίο τα παιδιά γνωρίζουν ελάχιστα, μια και οι γονείς τους αρνούνται την όποια συζήτηση μαζί τους. Υπάρχει ακόμα μια τρομακτικά ενοχλητική σκηνή με έναν σωλήνα σπερματέγχυσης να διεισδύει κάπου που δεν θα έπρεπε. 

Όλα αυτά όμως είναι απλά ψήγματα της γραφής τού/τής Ρίνεβελντ, καθώς πάντα επιστρέφουμε στην Τζάκετ και στο αλληγορικό και βρωμερό τζάκετ της. Είναι άλλωστε η δική της ιστορία. Μια ιστορία τόλμης, πένθους και απόρριψης. Πώς άραγε αντιμετωπίζει ένα παιδί την απώλεια του αδελφού και κατόπιν την «απώλεια» της οικογένειας; Η Τζάκετ κλείνεται στο τζάκετ και τις σκέψεις της. Το τζάκετ –που δεν το αποχωρίζεται– συμβολίζει την ασφάλεια, τη θαλπωρή και τη φροντίδα που στερείται από τους γονείς της μετά το θάνατο του Μάτις. «Τη δική μου καρδιά κανείς δεν την ξέρει. Είναι κρυμμένη βαθιά κάτω απ’ το τζάκετ μου, κάτω απ’ το δέρμα μου, κάτω απ’ τα πλευρά μου [...]. [Κ]ανείς δεν ανησυχεί πια για τους χτύπους της, κανείς δεν νοιάζεται αν χτυπάει αρκετές φορές κάθε ώρα, αν κόβεται και σταματάει, ή αν χτυπάει σαν τρελή από φόβο ή αγωνία», γράφει, ενώ σε άλλο σημείο της αφήγησης σημειώνει: «Το τζάκετ μου είναι η πανοπλία μου». 

Το πιο σπαρακτικό από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το βιβλίο είναι η παραμέληση των παιδιών από τους γονείς, μετά το θάνατο του πρωτότοκου γιου. Η –ήδη– μη λειτουργική σχέση γονιών-παιδιών, ως απόρροια των θρησκόληπτων-συντηρητικών αντιλήψεων και της άρνησης να συζητήσουν και να ενημερώσουν τα παιδιά τους, επιδεινώνεται μετά το θάνατο του Μάτις. Είναι χαρακτηριστικά τα αποσπάσματα στα οποία, τόσο η Τζάκετ όσο και τα αδέλφια της, αποζητούν το γονικό ενδιαφέρον, την τρυφερότητα, τη συζήτηση, ακόμα και ένα βλέμμα. «Ώρες ώρες», γράφει η Τζάκετ για τον πατέρα της, «θα ’θελα να τον βιδώσω στο έδαφος, να μπορεί να κάνει δύο πράγματα: να βλέπει και ν’ ακούει· ν’ ακούει πολύ». 

Όσο τα δεινά «χτυπούν» την οικογένεια, καθώς εκτός από το πένθος της απώλειας του πρωτότοκου τα μέλη της καλούνται να διαχειριστούν και την επιδημία αφθώδους πυρετού των βοοειδών, με αποτέλεσμα να θανατώσουν ολόκληρο το κοπάδι (το μυθιστόρημα τοποθετείται χρονικά στις αρχές της δεκαετίας του 2000), η στάση των γονιών απέναντι στα παιδιά γίνεται όλο και πιο σκληρή, όλο και πιο απόμακρη, ενώ τα παιδιά βυθίζονται βαθύτερα στο πένθος και στη μιζέρια, νιώθοντας πως δεν υπάρχει πια αγάπη. Η Τζάκετ αναφέρει πως «τρίψανε» τις Μπάρμπι στο πρόσωπο «με συρμάτινο σφουγγαράκι και με λίγο σαπούνι για να τους σβήσουν το χαμόγελο».  «Δεν θέλαμε να περάσει από το μυαλό της μαμάς η σκέψη ότι υπήρχε εδώ ο παραμικρός λόγος για γέλια, προπάντων τώρα που αρρώστησαν και οι αγελάδες», προσθέτει.



Η τυραννία της νεότητας

Μέσα σε αυτό το συγκλονιστικό μα συνάμα ανατριχιαστικό πορτρέτο παιδικής ζωής, με τις εντυπωσιακές παρατηρήσεις της Τζάκετ, μέσω των οποίων προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο των μεγάλων, δεν είναι όλα τέλεια. Η γλώσσα του/της συγγραφέα μοιάζει υπερβολικά ακατέργαστη και απλοϊκή –οριακά βαρετή– χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει πως του λείπουν τρόποι για να εντυπωσιάζει ούτε σχήματα λόγου που ενισχύουν το ύφος του: «οι γρατσουνισμένοι κόμποι των δακτύλων μοιάζουν με σπασμένα κεφάλια γαρίδων». Αλλά η Τζάκετ, η αφηγήτρια, είναι μια δεκάχρονη κι η συγγραφική τέχνη απαιτεί, μέσω ενός περιορισμένου και άτσαλου νεανικού/παιδικού λεξιλογίου, να τεκμηριωθεί αφηγηματικά η μικρή Τζάκετ, όχι μόνο ψυχικά αλλά και γλωσσικά. Το εγχείρημα είναι ενδιαφέρον, οδηγεί το μυθιστόρημα αλλά δεν μπορεί να το υπηρετήσει απολύτως ώς το τέλος. Από την αρχή του τρίτου και τελευταίου μέρους, ο/η συγγραφέας πασχίζει να βρει ένα τέλος για την ιστορία, ενώ οι περισσότερες από τις «παιδικές» αυταπάτες της Τζάκετ, όπως και η πεποίθησή της πως η μαμά της κρύβει Εβραίους στο υπόγειο του σπιτιού τους, είναι αυθαίρετες, υπερβολικές και στερούνται ανάπτυξης, διείσδυσης και περαιτέρω ανάλυσης. Πόση αυθαιρεσία μπορεί να στηρίξει τον ήρωα ενός αφηγηματικού σύμπαντος που, για τον αναγνώστη, πρέπει να είναι ευεξήγητο και να προκύπτει μέσω των αφηγηματικών αναφορών;

Δεν μπορώ να μην αναφέρω, πως, το γεγονός της βράβευσης με μια τέτοια διάκριση, όπως το Διεθνές Booker, σε τόσο νεαρή ηλικία, δημιουργεί μεγάλο άγχος και προσδοκίες για τη συνέχεια και τη λογοτεχνική εξέλιξη ενός συγγραφέα. Ο Γιώργος Λαμπράκος επικρίνει αυτή την πρακτική, την τάση πρόωρης επιβράβευσης (με τόσο μεγάλης δημοσιότητας και κύρους βραβεία) νέων συγγραφέων, συχνά μάλιστα πρωτοεμφανιζόμενων (4 στα 6 μυθιστορήματα υποψήφια για το Booker ήταν η πρώτη εμφάνιση των συγγραφέων τους). Σημειώνει:

Πώς μπορεί κανείς μετά την αποδοχή ενός τόσο «prestigious», όπως λέγεται, βραβείου (Νόμπελ, Booker, κ.λπ.) να συνεχίσει απερίσπαστος να γράφει καλά; Ο Μπέκετ αναφώνησε «Καταστροφή!» όταν ανακοινώθηκε η βράβευσή του με το Νόμπελ και κρύφτηκε στο καβούκι του, στέλνοντας τον εκδότη να το παραλάβει. Κάποιοι νομπελίστες είχαν το θάρρος να ομολογήσουν πως, μετά τη βράβευσή τους, δεν κατάφεραν να φτάσουν στο πρότερο συγγραφικό τους επίπεδο – παρεμπιπτόντως, δεν είχαμε ανάγκη την ομολογία τους, το διαπιστώνουμε μόλις διαβάσουμε το έργο τους πριν και μετά. [...] Σε αντίθεση με τη μουσική, τα μαθηματικά και το σκάκι, στη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες τα παιδιά-θαύματα σπανίζουν: είναι απίθανο το πρώτο βιβλίο ή ο πρώτος πίνακας ζωγραφικής ή η πρώτη κινηματογραφική ταινία να αποτελεί το σπουδαιότερο έργο ενός δημιουργού[1].

Μένει λοιπόν να δούμε κατά πόσο ο/η Μαρίκε Λούκας Ράινεφελντ θα μας προσφέρει κι άλλα ολοκληρωμένα μυθιστορήματα όπως το Δυσφορεί η νύχτα, αν θα συνεχίσει να εξελίσσεται γλωσσικά και τεχνικά κι αν θα εξακολουθεί να αποτελεί «μια γήινη και επινοητική φωνή της παγκόσμιας λογοτεχνίας» ή αν θα επιβεβαιώσει όσους ισχυρίζονται ότι το Booker, για να το προσέχουν, τείνει να ανακαλύπτει βιβλία παιδιών-πυροτεχνημάτων (δίνοντάς τους την ψευδαίσθηση πως είναι ολοκληρωμένοι συγγραφείς) που τα εντυπωσιακά βιβλία τους θα ξεχαστούν μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.

 

[1] Γιώργος Λαμπράκος, «Ο νέος είναι ωραίος, αλλά...», The Books’ Journal, τχ. 114, Δεκέμβριος 2020. Και https://booksjournal.gr/paremvaseis/3129-o-neos-einai-oraios-alla

 

*ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Στη χάρτινη έκδοση, το όνομα του/της συγγραφέα τυπώθηκε, αποδοσμένο στα ελληνικά, ως Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ. Στο μεταξύ, μια επιστολή της Αναστασίας Πούλου και η διασταύρωσή της υποχρεώνει σε αναθεώρηση του ονόματος. Στο επόμενο τεύχος, #120, στη στήλη του διαλόγου, υπάρχει η εξήγηση της αναθεώρησης:

Ονοματολογία

Το ονοματεπώνυμο του/της Ολλανδού/ής συγγραφέα προφέρεται Μαρίκε Λούκας Ράινεφελντ και σε καμία περίπτωση Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ, όπως είναι γραμμένο στο BooksJournal.

-Αναστασία Πούλου

 Ο συνεργάτης μας Γιάννης Παπαδόπουλος απαντά:

Έχετε δίκιο. Παρασύρθηκα από την απόδοση του ονόματος στο βιβλίο, που έγινε με ευθύνη των μεταφραστών και του εκδοτικού οίκου Ίκαρος – και εγώ, όπως και οι μεγάλες εφημερίδες (Το Βήμα, Καθημερινή) και ο κόμβος της biblionet.

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.