Το καλογραμμένο ιστορικό μυθιστόρημα μπορεί να είναι μια ευχάριστη αναγνωστική διαδρομή στους δαιδάλους της ιστορίας. Όταν όμως είναι γραμμένο από έναν συγγραφέα τόσο μεγάλο όπως ο Γιόζεφ Ροτ δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από μια έκκληση ενός απεγνωσμένου γραφιά υπέρ της ανάδειξης του κόσμου των «μικρών» και «ταπεινών. Ο Ροτ γράφει υπέρ αυτών που λειτουργούν όχι ως ατμομηχανές της ιστορίας, που θα έλεγαν και οι Λένιν-Στάλιν, αλλά ως γρανάζια της, τα οποία όμως κρύβουν τεράστιο μεγαλείο ψυχής. Γράφει για τους απλούς ανθρώπους της Αυστροουγγαρίας και το πώς οι «τύχες» τους διαπλέκονταν με αυτές των ισχυρών.
Οι τσιγγάνοι της Πούστα, οι Ουκρανοί πέρα απ’ τα Καρπάθια, οι εβραίοι αμαξάδες της Γαλικίας, οι δικοί μου συγγενείς, οι σλοβένοι καστανάδες απ’ το Σιπόλιε, οι σβάμποι καπνοπαραγωγοί από την Μπάκσα, οι εκτροφείς αλόγων της στέπας, οι τούρκοι sibersna, εκείνοι απ’ τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, οι έμποροι αλόγων από τα Χανακάι της Μοραβίας, οι υφαντουργοί απ’ το Ερτσγκεμπίργκε, οι μυλωνάδες κι οι έμποροί κοραλλιών από την κάτω Ουκρανία, όλοι αυτοί συντηρούσαν γενναιόδωρα την Αυστρία. Όσο φτωχότεροι, τόσο πιο γενναιόδωροι.[1]
Αυτούς αναδεικνύει ο Ροτ σ’ όλο το υπέροχο συγγραφικό του έργο.
Η διαδρομή του
Ο Μόζες Γιόζεφ Ροτ (1894-1939), εβραϊκής καταγωγής –αν και κάποια στιγμή, πολύ πριν το 1933, προσπάθησε να κρύψει την καταγωγή του– γεννήθηκε στην κωμόπολη Μπρόντυ της Γαλικίας (ουκρανική σήμερα), που τότε ανήκε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, ίσως τη μόνη υπερεθνική αυτοκρατορία στην ιστορία. Πολυεθνικές αυτοκρατορίες έχουν υπάρξει πολλές, πολυπολιτισμικές κοινωνίες υπήρξαν και υπάρχουν, υπερεθνική όμως ήταν μόνο η Αυστροουγγαρία. Μια αυτοκρατορία που η αίσθηση της εθνικής ταυτότητας, όπως τη γνωρίσαμε τον 20ό και τον 21ο αιώνα, χανόταν μέσα στη διεθνικότητά του 19ου και στα πρώτα σκιρτήματα των εθνικών παλιγγενεσιών. Αυστρία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία, Ουκρανία, Σλοβακία, αλλά και τμήματα της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Ιταλίας συνυπήρχαν μέσα σ’ αυτή την αυτοκρατορία, μαζί με τις γλώσσες τους. Υπολογίζεται πως μόνο ένας στους τέσσερις είχε τα γερμανικά ως μητρική γλώσσα και πάνω από τους μισούς δεν τα καταλάβαιναν καθόλου. Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε να αισθάνονται μέρος μιας ετερογενούς αυτοκρατορίας και να μοιράζονται τη δύναμη και τη δόξα της, που τις αισθάνονταν δικές τους – κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να πούμε για τους εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βαλκανικούς λαούς. Η κατάρρευση της Αυστροοουγαρίας, όμως, το 1918, ανέσυρε στην επιφάνεια μια σειρά κρυμμένων και καταπιεσμένων εθνικών ανησυχιών και σκιρτημάτων που έως τότε βρίσκονταν στον βυθό της ιστορίας αυτής της υπερεθνικής ολότητας.
Τα περισσότερα έργα του Ροτ διαδραματίζονται στην Κεντρική (Mitteleuropa) και την Ανατολική Ευρώπη των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Σ’ αυτά τα έργα διασταυρώνονται οι τύχες απλών και αδύναμων ανθρώπων με τους πλουσιότερους και ισχυρούς. Στο Hotel Savoy (1923), λίγο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο ομώνυμο ξενοδοχείο συνυπάρχει η χλιδή των πλουσίων των πάνω ορόφων με τη μιζέρια των φτωχών των κάτω. Αυτοί οι άνθρωποι, όσο και να διαφέρει το ταξικό και το οικονομικό στάτους τους, ζουν και ονειρεύονται έναν διαφορετικό κόσμο απ’ αυτόν που ήξεραν ώς τότε. Σ’ αυτό το διάστημα του Μεσοπολέμου, ο Ροτ εργάστηκε δημοσιογράφος στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Το 1926 έζησε τέσσερις μήνες στη Σοβιετική Ένωση. Το 1929 έγραψε το πρώτο του «ιστορικό» μυθιστόρημα, τον Βουβό προφήτη, όπου ο κεντρικός ήρωας Φρίντριχ, με αυστριακό πατέρα και ρωσίδα μητέρα, αφήνει την Τεργέστη για να συμμετάσχει στους επαναστατικούς κύκλους της τσαρικής Ρωσίας του 1908. Το 1916 τον βρίσκουμε στους ρωσικούς επαναστατικούς κύκλους, να γνωρίζει τον μοχθηρό Καυκάσιο Σαβέλι (Στάλιν). Ο Σαβέλι «επιμένει να γυρίζει χωρίς γραβάτα για να δείξει την αντίθεσή του με μας, με τον Ρ. και μένα, με τους “διανοούμενους” γενικά. Δεν είναι απλή κοκεταρία η δικιά του, είναι πραγματικά μίσος».[2] Μετά τη Ρωσική Επανάσταση, ο Σαβέλι, που φοβόταν μόνο τον σύντροφο Λ. (Λένιν) και μισούσε τον Ρ. (Τρότσκι), δημιούργησε ένα ολοκληρωτικό σύστημα το οποίο ο Φρίντριχ δεν ανέχτηκε καταλήγοντας εξόριστος στη Σιβηρία. Ο Φρίντριχ κινείται ανάμεσα στην υπόσχεση για τον καλύτερο κόσμο που υπόσχεται κάθε επανάσταση και στα αποκαΐδια των «χαμένων ψευδαισθήσεων» που μένουν όταν οι επαναστάσεις καούν όμορφα ή άσχημα. Ο βουβός προφήτης του ολοκληρωτισμού δεν είναι άλλος από τον Τρότσκι-Ροτ. Ο ειρηνιστής και φιλελεύθερος Ροτ στρατεύτηκε ως εθελοντής και αγαπούσε τις επαναστάσεις.
Το πολυδιαβασμένο Εμβατήριο Ραντέτσκυ (1932) είναι το χρονικό της ανόδου και της πτώσης της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, την οποία παρακολουθεί μέσω της ανόδου και της πτώσης της οικογένειας Τρόττα. Ο πατριάρχης της οικογένειας, ένας απλός σλοβένος στρατιώτης, από μια συγκυρία γίνεται μέλος της κατώτερης αριστοκρατίας, ο γιος του γίνεται κρατικός υπάλληλος, έπαρχος, και ο έγγονός του Καρλ Γιόζεφ στρατιωτικός. Η συγκυρία μετέτρεψε την οικογένεια σε αριστοκρατική, αλλά η ιστορία τη συνέθλιψε μαζί με την αίγλη των Αψβούργων.
Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ημέρα της ανόδου του Χίτλερ στην καγκελαρία, ο Γιόζεφ Ροτ έφυγε για το Παρίσι, για να αποφύγει την εγκαθίδρυση της βαρβαρότητας και της βασιλείας της κόλασης, όπως έγραφε. Το 1938 τυπώθηκε η Κρύπτη των καπουτσίνων. Εξόριστος, χωρίς πατρίδα και ταυτότητα, έβαζε τον πλούσιο, στρατιωτικό αλλά χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές φιλοδοξίες Φραγκίσκο Φερδινάνδο Τρόττα να συναναστρέφεται απλούς ανθρώπους και, με το ξέσπασμα του πολέμου, να βιώνει την αίσθηση του χαμένου μεγαλείου της Αυτοκρατορίας.
Όντας φιλελεύθερος, ο Ροτ ποτέ του δεν έκρυψε το θαυμασμό του για τον πολυπολιτισμό της Αυστροουγγαρίας. Προφανώς, ο πολυπολιτισμός αυτός δεν ήταν σαν τον σημερινό: διάφοροι πολιτισμοί, ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς αναμεταξύ τους επικοινωνία. Ήταν ένας διαδραστικός πολυπολιτισμός. Μέσα σ’ αυτόν έμπαινες με την καταγωγή σου και έβγαινες με την «ταυτότητα» του μέλους μιας υπερεθνικής οντότητας – αυτονόητες ήταν οι μεγάλες ταξικές ανισότητες. Ο Μεγάλος Πόλεμος έδειξε τα όρια αυτού του «πολυπολιτισμού», ή καλύτερα της υπερεθνικής ταυτότητας, αλλά ώς το 1918 ο πολυπολιτισμός αυτός, στα μάτια του Ροτ, ήταν μεγάλη υπόθεση. Ίσως επειδή τον έβλεπε με τα μάτια του μικρού, του Εβραίου, που έξω απ’ αυτόν θα ένιωθε και θα ζούσε μεγαλύτερες απειλές – ίσως παρόμοια τον έβλεπε και κάθε Πολωνός, Ρουμάνος, Ουκρανός που φοβούνταν περισσότερο και υπέφεραν τα χειρότερα από την τσαρική Ρωσία ή από τη στρατοκρατική Πρωσία, αλλά όχι και ένας Αυστριακός ή ένας Βαυαρός. Σήμερα όμως θα απορούσε αν έβλεπε πόσο ρηχές είναι οι απόψεις ορισμένων που τάσσονται υπέρ ή κατά των πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Η πίστη του σ’ αυτή την υπερεθνική Αυτοκρατορία φαίνεται και από το γεγονός πως, το 1916, είχε στρατευτεί ως εθελοντής στον αυστριακό στρατό. Ο Ροτ νοσταλγούσε το πνεύμα της Αυτοκρατορίας ώς το τέλος της ζωής του. Έγραφε, πάλι στην Κρύπτη των Καπουτσίνων:
Μιλώ για το πνεύμα της παλαιάς Μοναρχίας, που τόσο το έχουν παρεξηγήσει και τόσο το έχουν εκμεταλλευτεί. Χάρη σ’ αυτό το πνεύμα, ένιωθα σπίτι μου τόσο στο Ζλότογκροντ και το μακρινό Σιπόλιε, όσο και στη Βιέννη. [...] Όλα αυτά ήταν πατρίδα, κάτι δυνατότερο και μεγαλύτερο από τον τόπο όπου έχει κανείς γεννηθεί, κάτι απέραντο και πολύχρωμο κι όμως γνώριμο και οικείο απ’ άκρου εις άκρον. Πατρίδα: η Αυτοκρατορική και Βασιλική Μοναρχία.[3]
Ο Ροτ άρχισε να γράφει την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Την εποχή της μάχης των ιστορικών συμβόλων, όταν ο ίδιος είχε απογοητευθεί από την κατάπτωση της Αυτοκρατορίας και «η ολόψυχη δέσμευση στη Βαϊμάρη απαιτούσε την παραίτηση απ’ όλη αυτή τη μυθολογία. Στην ουσία της η Δημοκρατία ήταν μια υπολογισμένη προβολή στους ήρωες και στα στερεότυπα που ήξερε κάθε γερμανόπουλο, που επικαλούνταν πολλοί Γερμανοί πολιτικοί και όπως αποδείχθηκε αγαπούσαν και πολλοί Γερμανοί».[4] Δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα νέα παιδιά στρατεύτηκαν με την Ακροδεξιά και τους εθνικοσοσιαλιστές ενστερνιζόμενα αυτή τη μυθολογία. Η βία είναι αισθητικά «όμορφη» για ορισμένους που, δυστυχώς, πολλές φορές δεν είναι και λίγοι. Την ίδια περίοδο, αρκετοί γερμανοί ιστορικοί, αντί να προσφέρουν στη Γερμανία καθαρότητα και σαφήνεια για τον εαυτό της, της έδιναν μόνο νοσταλγία για τον παλιό της εαυτό και μια μονομερή εσφαλμένη ανάγνωση της πρόσφατης ιστορίας της. Αντί της αυτογνωσίας κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του καλλιτεχνικού και του πολιτικού ανορθολογισμού ή, σύμφωνα με τον όρο του Τζέφρεϋ Χερφ, οι δυνάμεις του «αντιδραστικού μοντερνισμού». «Το επίτευγμα των οποίων μέσα στη συντηρητική επανάσταση ήταν πως μετέτρεψαν σε αρετή την ανάγκη οικειοποίησης της τεχνολογίας, μεταφέροντάς την από τη σφαίρα της Zivilisation στη σφαίρα της Kultur. […] Από τα πολιτιστικά ρεύματα της Βαϊμάρης, ο αντιδραστικός μοντερνισμός ήταν το μοναδικό που συνδύαζε τον ανορθολογισμό με τον ενθουσιασμό για την τεχνολογία».[5] Αυτά τα τεχνοκρατικά οράματα όμως δεν αφορούσαν μόνο τους αντιδραστικούς. Εύρισκαν απήχηση και «στη λαχτάρα των φιλελεύθερων να χρησιμοποιήσουν τα τεχνολογικά επιτεύγματα για να αυξήσουν την παραγωγικότητα και να κατευνάσουν τις κοινωνικές συγκρούσεις».[6] Ακόμη και το «αριστερό» μπαουχάουζ εναγκαλίστηκε χωρίς προϋποθέσεις την τεχνολογία ως κομμάτι της νεωτερικότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η εποχή που κυριαρχούσε το γνωστό λενινιστικό σύνθημα: κομμουνισμός = σοβιέτ + εξηλεκτρισμός.
Ο Ναπολέων και μια υπηρέτρια
Στις 23 Μαΐου 1939, o σαρανταπεντάχρονος Ροτ, βυθισμένος στο ποτό των χαμένων του ψευδαισθήσεων αλλά και στο πραγματικό αλκοόλ, μαθαίνει για την αυτοκτονία ενός μεγάλου επαναστάτη και πολύ φίλου του, του συγγραφέα Ερνστ Τόλλερ.[7] Καταρρέει επιτόπου και, τέσσερις μέρες αργότερα, πεθαίνει στο νοσοκομείο από πνευμονία και delirium tremens. Είχε όμως προλάβει, ανάμεσα στο Εμβατήριο Ραντέτσκυ που γράφηκε το 1932, λίγο πριν το τέλος της Βαϊμάρης, και την Κρύπτη που γράφηκε το 1938, τη χρονιά της Νύχτας των Κρυστάλλων, να γράψει το 1935, χρονιά των φυλετικών νόμων της Νυρεμβέργης, τις Εκατό μέρες. Το βιβλίο αυτό όπως και ο Βουβός προφήτης (1929) αναδεικνύουν, μέσω δύο «μεγάλων», Τρότσκι και Ναπολέοντα, το μεγαλείο των «μικρών». Αν κατά τον Στέφαν Τσβάιχ[8] το Εμβατήριο Ραντέτσκυ είναι ένα βιβλίο αποχαιρετισμού για την Αυτοκρατορία και η Κρύπτη των Καπουτσίνων είναι ο τελευταίος ασπασμός της, ο Ιώβ, η ζωή ενός απλού ανθρώπου (1930)[9] είναι το πρελούδιο μιας ανθρώπινης συμφωνίας για τη σχέση των ταπεινών με τους ισχυρούς. Εκεί εξιστορούνταν η ζωή ενός καθημερινού απλού Εβραίου, του Μέντελ Σίνγκερ, μέσα από την πορεία του από τα γκέτο της τσαρικής Ρωσίας στους «κακόφημους» δρόμους της Νέας Υόρκης. Οι Εκατό μέρες θα μπορούσαν να θεωρηθούν το φινάλε αυτής της συμφωνίας. Ο Ιώβ επανέρχεται ως Ναπολέων στις Εκατό μέρες. Όταν ο Ναπολέων επιστρέφει στο Παρίσι μετά το Βατερλώ, τα πλήθη φωνάζουν «“Δεν είναι ο αυτοκράτορας Ναπολέων αυτός! Ο Ιώβ είναι. Δεν είναι ο αυτοκράτορας!… Ο αυτοκράτορας Ιώβ!” επανέλαβαν οι τροχοί της άμαξας».[10]
Οι Εκατό μέρες επικεντρώνονται στην επιστροφή του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’ από την εξορία του στον Έλβα, την 1η Μαρτίου 1815, έως την τελική του πτώση στις 18 Ιουνίου του 1815 στο Βατερλώ, αλλά γίνονται και αναδρομές στα χρόνια της ανόδου του στην εξουσία. Το βιβλίο διηγείται τη σχέση των ευρισκόμενων προς το τέλος της ισχύος τους ισχυρών με τους αδύναμους που, αν αισθάνονται κάποτε ισχυροί, είναι μόνο μέσα από την ισχύ των μεγάλων ανδρών και γυναικών της ιστορίας. Όταν όμως οι ισχυροί και οι ισχυρές πέφτουν, τότε φαίνεται πως οι ανίσχυροι είναι πάντα ανίσχυροι. Στο βιβλίο δεν υπάρχει η παραμικρή νότα αισιοδοξίας. Περισσεύει όμως ο ηρωισμός και το μεγαλείο ψυχής ανθρώπων όπως ο πολωνός τσαγκάρης, Γιαν Βοκούρκα. Αυτός στρατεύτηκε με τον Ναπολέοντα, ελπίζοντας πως ο Αυτοκράτορας θα απελευθερώσει και τη δική του πατρίδα. Αντ’ αυτού έχασε το πόδι του και, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, έχασε και τη σύνταξη που του έδινε η ναπολεόντεια αυτοκρατορία. Ποτέ όμως δεν έχασε την πίστη του στην ελευθερία και την αγάπη του στην υπηρέτρια Αντζελίνα. Ο Βοκούρκα είναι η πιο συμπαθητική αλλά και η πιο ηθική περσόνα στο μυθιστόρημα. Δεν είναι όμως καθόλου άσχετο με τον φιλελεύθερο αντιεθνικισμό του Ροτ που τοποθετεί σ’ αυτό το υψηλό ηθικό σκαλοπάτι έναν Πολωνό και όχι έναν Γάλλο, συμπατριώτη του Ναπολέοντα. Εξάλλου, οι Τρόττα στο Εμβατήριο Ραντέτσκυ και στην Κρύπτη ήταν Σλοβένοι, ενώ και ο Φρίντριχ στον Βουβό προφήτη δεν ήταν καθαρός Αυστριακός. Επίσης, στον Ιώβ, ο ήρωας Σίνγκερ είναι απλά ένας Εβραίος.
Ο αυτοκράτορας επιστρέφει στο Παρίσι την 1η Μαρτίου 1815 και διώχνει το βασιλιά Λουδοβίκο ΧVΙΙΙ. Η ίδια η φύση είναι ντυμένη στα χρώματα που είχε η γαλλική σημαία της Εθνοσυνέλευσης του 1794, στο κόκκινο, το λευκό και το μπλε. Ο λαός του Παρισιού τον υποδέχεται με ζητωκραυγές. Αλλά ο αυτοκράτορας, από τη φωνή του λαού του, αγαπά περισσότερο τους κτύπους του ρολογιού που καταγράφει την κίνηση της ιστορίας. «Ο λαός ήταν φίλος άπιστος, καμία εμπιστοσύνη δεν μπορούσες να του έχεις· ο χρόνος όμως ήταν εχθρός πιστός και αφοσιωμένος».[11] Ο αυτοκράτορας, σαν τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι, δεν αγαπά τον λαό, είναι όμως υποχρεωμένος να δείξει αγάπη σ’ αυτούς που δεν αγαπούσε. «Δεν αγαπούσε τον λαό, δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στις ζητωκραυγές του, στον ενθουσιασμό του, στη μυρωδιά του».[12] Εκεί παρατηρεί για πρώτη φορά την κορσικανή υπηρέτρια Αντζελίνα, η οποία για χρόνια δούλευε πλύστρα στο αυτοκρατορικό παλάτι. Αυτή τον είχε ερωτευτεί από απόσταση γιατί τον πίστευε, αυτός δεν την πρόσεξε γιατί δεν αγαπά τους ταπεινούς. Συναντά όμως και τους στρατιώτες του, τους οποίους υποκρίνεται πως γνωρίζει προσωπικά έναν έναν, συναντά και τον Πασκάλ Πιέτρι, μικρό γιο της Αντζελίνα. Ο μικρός, ακολουθώντας τα βήματα του στρατιωτικού πατέρα του, είχε καταταχθεί τυμπανιστής στον στρατό του αυτοκράτορα. Ενός αυτοκράτορα που στην επιστροφή του «χρειαζόταν όπλα, στρατιώτες και μια μεγάλη παρέλαση. Για να τον δουν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού τους οποίους περιφρονούσε· οι στρατιώτες του, τους οποίους αγαπούσε· οι ιερείς της πίστης τους οποίους δεν εκτιμούσε· και ο λαός του Παρισίου, την αγάπη του οποίου φοβόταν».[13] Οι παλιοί στρατιώτες του τον αγαπούν, αλλά οι νεοσύλλεκτοι αναρωτιούνται τι τον θέλει τον νέο πόλεμο ο αυτοκράτορας. Στην πανύψηλη εξέδρα που στέκεται, τον κυριεύει η μοναξιά του ηγέτη. Αυτού που, όπως λέει στον αδελφό του, καταλαβαίνει ότι το λάθος του, το οποίο δεν καταλαβαίνει ο «λαός», είναι πως αυτός ταπείνωσε τους βασιλιάδες. Μεγαλείο και μοναξιά, δυστυχία και μεγαλοπρέπεια, κενό και μεταμφίεση είναι ο δρόμος του ηγέτη· πίστη και απογοήτευση, ελπίδα και ήττες, ταπεινότητα και αγανάκτηση είναι ο δρόμος του «λαού», τονίζει ο Ροτ. Στη μητέρα του, που του ζητά να προχωρεί προσεκτικά και με υπομονή, όπως ο πατέρας του, απαντά ότι η μοίρα του είναι άλλη.
Η Αντζελίνα δεν γνωρίζει τον μεγάλο κόσμο, αγαπά όμως τον αυτοκράτορα. Μάλλον τον πιστεύει περισσότερο απ’ όσο τον αγαπά. Ερωτεύεται τον λοχία Ζοστέν Λεβαντούρ, ανιψιό του Ναπολέοντα και λοχία του ιππικού, αλλά παρότι αυτός δέχεται να παντρευτεί την έγκυο από τον ίδιο Αντζελίνα, εκείνη του το αρνείται. Αλλά μένει μαζί του μέχρι την ημέρα που ακούει αυτόν και τους συναδέλφους του να ειρωνεύονται τον αυτοκράτορα. Να τον αποκαλούν «απερίσκεπτο», «ασυνείδητο», «πονηρό», «επιπόλαιο» και, κυρίως, «προδότη της ελευθερίας του λαού». «Οι κοινοί υπήκοοί του αυτοκράτορα ένιωθαν την τρομερή του βιασύνη, έβλεπαν ότι αυτός είναι ικανός για σπουδαίες αλλά ποταπές πράξεις, ικανός να φερθεί έξυπνα αλλά και ανόητα, με καλοσύνη αλλά και με κακία – όπως όλοι τους».[14] Αλλά, για την Αντζελίνα, ο αυτοκράτορας δεν μπορεί να είναι όπως όλοι. Μια τέτοια παραδοχή αποτελεί πολιτισμικό σοκ γι’ αυτή, που τη βυθίζει στην αγωνία και στην απελπισία για το μέλλον του αυτοκράτορα. Γεννά τον μικρό Πασκάλ και συνεχίζει για πολλά χρόνια να είναι πλύστρα στο παλάτι μέχρι να τη διώξουν, την πρώτη φορά που ανετράπη ο Ναπολέων. Στο μεταξύ είχε «κλέψει» ένα μαντίλι του αυτοκράτορα που έκτοτε το κρατούσε στον κόρφο της. Μετά την πρώτη φυγή του Ναπολέοντα, το 1814, διωγμένη από τον νέο βασιλιά, κατέφυγε στο σπίτι του πολωνού στρατιώτη-τσαγκάρη Γιαν Βοκούρκα, ο οποίος της πρότεινε να τον παντρευτεί και να φύγουν για την Πολωνία. Λίγο πριν αναχωρήσουν, επιστρέφει ο αυτοκράτορας και εκείνη τον ακολουθεί στα καθήκοντα της πλύστρας, εγκαταλείποντας τον Γιαν. Γιατί, παρά τους εφήμερους έρωτές της, «ένιωθε αρραβωνιασμένη μ’ αυτόν τον ανώτερο απ’ όλους τους άρχοντες στην ιστορία του κόσμου».[15] Όσο και αν ο Βοκούρκα προσπαθεί να την πείσει πως οι μικροί δεν πρέπει να αφήνουν τους μεγάλους να τους κλέβουν τη ζωή, πως όταν οι μεγάλοι κερδίζουν οι μικροί χάνουν, ενώ όταν οι μεγάλοι χάνουν οι μικροί υποφέρουν, αυτή μένει αφιερωμένη στον μεγάλο στρατηλάτη «αρραβωνιαστικό» της. «Ανήκε στον μεγάλο αυτοκράτορα, μα αυτός δεν την ήξερε, δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν».[16] Θα μάθει γι’ αυτήν μόνο έπειτα από μια τραγική σύμπτωση.
Ο θάνατος
Και ο αυτοκράτορας; Αυτός ζει το δράμα της νέας και τελικής ήττας, την τραγωδία της πτώσης του. Ηττημένος πλέον, δεν προσεύχεται στον Θεό, ποτέ δεν πίστεψε σ’ Αυτόν. Προσεύχεται στο θάνατο. Προσεύχεται να πεθάνει την ώρα της ήττας του στο πεδίο της μάχης και, όταν αυτό δεν γίνεται, εύχεται να τον συναντήσει πριν τον συλλάβουν οι νικητές του. «Ω, Θάνατε! Γλυκέ, καλέ Θάνατε, σε περιμένω, έλα. Έφτασε το πλήρωμα των ημερών, φωνάζει».[17] Λίγα χρόνια αργότερα, οι επαναστατημένοι Έλληνες φώναζαν «Ελευθερία ή Θάνατος», αλλά το 1936, εκατό είκοσι ένα χρόνια αργότερα, οι ισπανοί φαλαγγίτες, υπό τον στρατηγό Μιλιάν Αστράι φώναζαν μόνο «Ζήτω ο Θάνατος». Γεγονός που προκάλεσε την έκρηξη του μεγάλου φιλόσοφου Μιγκέλ ντε Ουναμούνο. Ο οποίος, ακούγοντας μέσα στο ιστορικό Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα –ένα από τα πρώτα– αυτή την κραυγή, σηκώθηκε από τη θέση του και είπε:
Πριν από λίγο άκουσα μια παράλογη και νεκρόφιλη κραυγή: «Ζήτω ο θάνατος». Πρέπει να σας πω ότι αυτή την παραδοξολογία τη θεωρώ αποκρουστική. Ο στρατηγός Μίλιαν Αστράι είναι ένας ανάπηρος. Και αυτό το λέω χωρίς το παραμικρό υπονοούμενο. Είναι ανάπηρος πολέμου. Και ο Θερβάντες ήταν ανάπηρος πολέμου. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή στην Ισπανία υπάρχουν πάρα πολλοί ανάπηροι. Και σίγουρα θα υπάρξουν πολλοί περισσότεροι, αν δεν μας βοηθήσει ο Θεός. Υποφέρω στη σκέψη ότι ο στρατηγός Μιλιάν Αστράι θα μπορούσε να βάλει τις βάσεις μιας ψυχολογίας του όχλου. Ένας ανάπηρος που δεν έχει το πνευματικό μεγαλείο του Θερβάντες, συνήθως, προσπαθεί να βρει ανακούφιση ακρωτηριάζοντας ό,τι μπορεί γύρω του. Βρισκόμαστε στο ναό του πνεύματος και της διανόησης. Εγώ είμαι ο αρχιερέας του. Εσείς βεβηλώνετε τον άγιο χώρο του. Θα νικήσετε γιατί έχετε περισσότερη κτηνώδη δύναμη. Αλλά δεν θα κερδίσετε ουσιαστικά κανέναν. Για να κερδίσετε, χρειάζεται να πείσετε. Και για να πείσετε, σας χρειάζεται αυτό ακριβώς που σας λείπει: Λογική και Δικαιοσύνη στον αγώνα. Το θεωρώ ανώφελο να σας παροτρύνω να σκεφθείτε την Ισπανία. Τελείωσα». Δεν είχε όμως τελειώσει, κατεβαίνοντας και απαντώντας στο σύνθημα «Θάνατος στους διανοούμενους» φώναξε «Ζήτω η σκεπτόμενη δημοκρατία».
Το ίδιο ακριβώς ισχυριζόταν και ο Ροτ. Δεν αγάπησε το θάνατο, αν και αναφέρθηκε εκτενέστατα σ’ αυτόν. Παρά την απογοήτευσή του από την άνοδο του Χίτλερ, ποτέ δεν πίστεψε στο θάνατο. Πίστεψε μόνο στην ελεύθερη ζωή και στη σκεπτόμενη δημοκρατία. Το βιβλίο τελειώνει με τον ηττημένο Ναπολέοντα να βρίσκει στη μάχη το πτώμα του μικρού τυμπανιστή Πασκάλ και να τον θάβει με τα ίδια του τα χέρια. Ο ίδιος ανακοινώνει τη θλιβερή είδηση στην Αντζελίνα. Αυτή όμως, λίγο αργότερα, όταν ο αυτοκράτορας βρίσκεται στο δρόμο για την παράδοσή του στους Βρετανούς, ορμά εναντίον του πλήθους που πανηγύριζε για την ήττα του Ναπολέοντα. Και το πλήθος την λυντσάρει.
Τέτοιο είναι τελικά το τέλος των μικρών ανθρώπων; Το 1916, ο μετέπειτα δικτάτορας Λένιν, κριτικάροντας τις πασιφιστικές θέσεις των Σπαρτακιστών και της Λούξεμπουργκ, φώναζε: «Ειρήνη στα καλύβια, πόλεμος στα παλάτια». Η απαισιόδοξη ματιά του Ροτ, 21 χρόνια αργότερα, υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο.
Πάντα οι απλοί και ασήμαντοι νιώθουν πρώτοι τα χτυπήματα της συμφοράς, αυτοί πρώτοι αρχίζουν να τρέμουν. Οι απλοί και ασήμαντοι είναι αθώοι, καμία σχέση δεν έχουν με τα λάθη, τα σφάλματα, τις αμαρτίες και το πεπρωμένο των ισχυρών. Μα αυτοί πληρώνουν ακριβότερα από τους σπουδαίους. Οι θύελλες κάνουν σκόνη τα φτωχικά καλύβια, αλλά περνούν μουγκρίζοντας έξω από τα πέτρινα αρχοντικά, χωρίς να τα χαλάσουν.[18]
Έχει δίκιο όσον αφορά την τύχη των αδύναμων στους πολέμους. Αλλά και οι δυνατοί, όταν γίνονται αδύναμοι. συμμερίζονται την ίδια μοίρα. Ο παντοδύναμος μέγας Ναπολέων, παραδομένος μόνος του πλέον στους Βρετανούς, αναλογίζεται: «Αλλά εγώ, εγώ τώρα αγαπώ την αδυναμία. Την αδυναμία αγαπώ! Ήμουν τόσον καιρό αξιοθρήνητα μεγάλος: Θέλω πια να ’μαι μικρός κι ευτυχισμένος»[19] (σ. 202).
Αυτή όμως δεν είναι η φωνή του Ναπολέοντα της ιστορίας αλλά η φωνή του υπέροχου μυθιστοριογράφου Γιόζεφ Ροτ, σε μια ακόμη εκπληκτική μετάφρασή του στα ελληνικά. Ο Γιόζεφ Ροτ και ο Χανς Φάλαντα, δυο μεγάλοι εκπρόσωποι της γερμανόφωνης λογοτεχνίας της ήττας, είχαν κοινή μοίρα. Αυτή του απογοητευμένου από τη ζωή που τον παρηγορεί το ποτό. Πέθαναν κι οι δυο πολύ νέοι, όχι από τους εχθρούς τους αλλά από τον αλκοολισμό τους.
Για μια ακόμη φορά και για ακόμα ένα έργο του Γιόζεφ Ροτ οφείλουμε πάρα πολλά στην εξαιρετική μεταφράστρια, Μαρία Αγγελίδου. Έχεις την αίσθηση ότι το έργο έχει γραφεί στα ελληνικά.
[1] Joseph Roth, Η Κρύπτη των Καπουτσίνων, μτφρ.: Νίκος Δεληβοριάς, Οδυσσέας, 1985, σ. 59.
[2] Γιόζεφ Ροτ, Ο βουβός προφήτης, μτφρ.: Σωτήρης Χαλικιάς, Οδυσσέας, 2005, σ. 159
[3] Joseph Roth, Η Κρύπτη των Καπουτσίνων, μτφρ.: Μαρία Αγγελίδου, Άγρα, Αθήνα 2014, σ. 65-66
[4] Peter Gay, Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (Γερμανία 1918-1933), μτφρ.: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, 2011, σ. 78.
[5] Jeffrey Herf, Αντιδραστικός μοντερνισμός. Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και στο Τρίτο Ράιχ, μτφρ.: Παρασκευάς Ματάλας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996, σ. 47
[6] Ό.π., σ. 48.
[7] Ernest Toller, Ήμουν ένας Γερμανός. Η αυτοβιογραφία ενός επαναστάτη, μτφρ.: Μιλτιάδης Αργυρόπουλος, Ερατώ, Αθήνα 2016.
[8] St. Zweig, «Αποχαιρετισμός στον Γιόζεφ Ροτ», στο επίμετρο της έκδοσης της Κρύπτης των Καπουτσίνων από την Άγρα.
[9] Joseph Roth, Ιώβ, η ζωή ενός απλού ανθρώπου, μτφρ.: Μαρία Αγγελίδου, Άγρα, Αθήνα 2014.
[10] Joseph Roth, Οι εκατό μέρες, μτφρ.: Μαρία Αγγελίδου, Άγρα, Αθήνα 2014, σ. 188.
[11] Ό.π., σ. 39.
[12] Ό.π., σ. 43.
[13] Ό.π., σ. 56.
[14] Ό.π., σ. 133.
[15] Ό.π., σ. 121.
[16] Ό.π., σ. 170.
[17] Ό.π., σ. 179.
[18] Οι εκατό μέρες, ό.π., σ. 141.
[19] Ό.π., σ. 202.