Τι έχει απομείνει στις ημέρες μας από εκείνο που κάποτε μακαρίως ονομάζαμε «ταξιδιωτική λογοτεχνία»; Τι έχει άραγε διασωθεί από τα αλλοτινά ταξίδια των συγγραφέων-περιηγητών, που αναλάμβαναν με πλήρη πεποίθηση να ξεναγήσουν τους αναγνώστες σε τόπους τους οποίους κατά πάσα πιθανότητα δεν είχαν δει ποτέ ή οι οποίοι, ακόμα κι αν τους είχαν δει, αποκαλύπτονταν εντελώς διαφορετικοί στα μάτια τους; Και πάλι, γιατί «εντελώς διαφορετικοί»; Μα, εκείνο που πρωτίστως βοηθούσε την παλαιότερη ταξιδιωτική λογοτεχνία στην αποκάλυψη της άλλης, της απρόσμενης εικόνας του ξένου ή του οικείου τόπου ήταν ο πληροφοριακός της πλούτος – η γενναία βουτιά σε ένα αχανές ιστοριογραφικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό και γεωγραφικό υλικό, το οποίο ερχόταν να ξεδιπλωθεί σαν ανάγλυφος χάρτης ενώπιον ενός επίσης ταξιδευτή (νοερού) αναγνώστη ο οποίος έσπευδε μετά μανίας να σβήσει την ακόρεστη δίψα του.
Ταξιδιωτικά κείμενα δεν έχουν πάψει να γράφονται και να διαβάζονται μέχρι και σήμερα. Νε την κρίσιμη διαφορά πως ο πληροφοριακός όγκος έχει θρυμματιστεί και πως τα διαλυμένα πια ψηφία του, ακόμα κι αν αποτελούν κυψέλες πληροφοριών πυκνότερες από τις κυψέλες που φιλοτεχνούσαν οι παλαιότεροι ταξιδιωτικοί συγγραφείς, δεν μπορούν να συγκροτήσουν (ούτε καν να διεκδικήσουν) έναν ενιαίο ιστό. Σε αυτή τη γραμμή κινείται η Όλγκα Τοκάρτσουκ, που έδωσε στην Πολωνία το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2018, με τους Πλάνητες να έχουν προλάβει να αποσπάσουν το Βραβείο Μπούκερ για την ίδια χρονιά.
Ιστορία και καθημερινότητα
Η Τοκάρτσουκ ταξιδεύει σε μιαν έκκεντρη, πολυμερή και πολυδιασπασμένη Ευρώπη, ανακατεύοντας το ιστορικό παρελθόν με ένα σύγχρονο, απολύτως καθημερινό παρόν: τα παλάτια των σουλτάνων με τις αίθουσες αναχωρήσεων των μοντέρνων αεροδρομίων· την ιστορία ενός άντρα η οικογένεια του οποίου εξαφανίζεται σε ένα νησί των Δαλματικών Ακτών με την περίπτωση μιας καθηγήτριας κλασικών σπουδών που συμμετέχει κάθε χρόνο σε μια κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά παρέα με τον επίσης κλασικιστική και κατά πολύ μεγαλύτερο ηλικιακά σύζυγό της· την περιπλάνηση μιας Ρωσίδας στη Μόσχα με την επιστροφή μιας γυναίκας στην Πολωνία ύστερα από παρατεταμένη απουσία· και την επιστολή της Γιοζεφίνε Ζόλιμαν στον αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο τον Πρώτο με ένα χαρέμι που επιτρέπει στα μυστικά του να ξεφύγουν μέσα από τους τοίχους.
Όλα έκθετα, σκόρπια, παραχωμένα το ένα μέσα στο άλλο, χωρίς σύνορα και διαχωριστικές γραμμές, χωρίς μέση, αρχή και τέλος, σε ένα άναρχο πλην εξαιρετικά ζωντανό, χειροπιαστό και αεικίνητο σύνολο, όπου το δοκίμιο αγκαλιάζει τα ψήγματα κάποιων φιλοσοφικών στοχασμών και οι ιστορίες των φασματικών ηρώων μοιάζουν με χωρία από ατελείς, παρατημένες στην τύχη τους μυθιστορηματικές αφηγήσεις. Κι εκείνο που δεσπόζει εν προκειμένω δεν είναι η ένταξη των μερών σε ένα οποιοδήποτε όλο, αλλά η ένταση την οποία διεκδικεί η διάνοιξη του χώρου και του χρόνου της ατομικής στιγμής στο εσωτερικό μιας ούτως ή άλλως υποκειμενικής αφήγησης.
Ανατομία, ταρίχευση, ακρωτηριασμός
Αποσπάσματα, ρετάλια και μισοσβησμένα ίχνη ταξιδιού συνυφαίνονται στους Πλάνητες με μια ποιητική της ανατομίας, της ταρίχευσης και του ακρωτηριασμού. Ένας Ολλανδός του 17ου αιώνα που ανατέμνει και σχεδιάζει το κομμένο του πόδι· ένας σκλάβος του 18ου αιώνα που ταριχεύεται για να εκτεθεί στην Αυστρία· και η πορεία την οποία ακολουθεί κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η καρδιά του Σοπέν από το Παρίσι προς τη Βαρσοβία. Και μαζί πλήθος άλλες μακρόσυρτες, επίμονες, σχεδόν εμμονικές περιγραφές του σώματος: των νεκρών μελών και της διαφύλαξης και της διατήρησης των οργάνων του, της εσωτερικής αρχιτεκτονικής του σε σχέση με τον φυσικό κόσμο, όπως και των πολλαπλών λειτουργιών, εμφανέστερων ή αφανέστερων, του οργανισμού του. Όπως οι ασπόνδυλες περιπέτειες των πρωταγωνιστών της Τοκάρτσουκ δεν κατρακυλούν από τη μυθιστορηματική σκαλωσιά της, όσο ασυντόνιστες κι αν δείχνουν, όσο σκιώδεις κι αν καταλήγουν, έτσι και το τρίδυμο της ανατομίας, της ταρίχευσης και του ακρωτηριασμού δεν θυμίζει ποτέ ιατρικό εργαστήριο και δεν αποπνέει ποτέ φορμόλη. Κι όπως οι ανθρώπινες ιστορίες πριμοδοτούν μιαν αέναη, γεμάτη ζωή και σθένος κίνηση (μια ακατάβλητη μετατόπιση από σημείο σε σημείο και μια ευεργετική διασπορά σημασιών), έτσι και οι εικόνες της ανθρώπινης ανατομίας καταφέρνουν να τρυπήσουν το κουκούλι του θανάτου το οποίο, ab initio, τις περιβάλλει και να μεταβληθούν σε έναν ύμνο για την ομορφιά του σώματος και τη γνωστική δύναμη της ιατρικής και της βιολογίας. Κι ας έχουμε πια σχεδόν ξεχάσει από πού ξεκινήσαμε και πού βρεθήκαμε, τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με το ταξίδι, όπως και το πώς είναι δυνατόν να συνεχιστεί εν γένει ο λόγος περί ταξιδιού.
Δεν είμαι σε θέση να υποθέσω τι ακριβώς θα καταλαβαίναμε για τους Πλάνητες, ούτε πώς θα επικοινωνούσαμε με τις άπειρες εσωτερικές και εξωτερικές τους διαδρομές, αποκωδικοποιώντας και τη δύστροπη οικονομία τους, χωρίς τη μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Και δεν πρόκειται μόνο για τα σπάνια και ποιητικής έμπνευσης ελληνικά της, αλλά και για το κατόρθωμά της να δημιουργήσει μια σύνθεση εκ του μηδενός. Γιατί αν η Τοκάρτσουκ πιάνει έναν σβώλο χώμα και τον μεταμορφώνει σε χρυσάφι, η μεταφράστριά της εξορύσσει χρυσό από χρυσό, δίχως ουδέποτε να τη βαρύνει το μέταλλό της, χωρίς ούτε λεπτό να την τυφλώσει με τη λάμψη του.