Σύνδεση συνδρομητών

Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα

Παρασκευή, 30 Απριλίου 2021 12:43
H Lady Ottoline Morrell φωτογραφίζει στη βρετανική ύπαιθρο μια συντροφιά νεαρών λογίων, που αργότερα θα γίνονταν σημαντικοί στον τομέα τους. Από αριστερά: ένας άγνωστος, ο γάλλος συγγραφέας Jean de Menasce, ο βρετανός συνάδελφός του Leslie Poles (“L.P.”) Hartley, o νομικός και τραπεζίτης Sylvester Govett Gates και ο συγγραφέας και βοτανολόγος Robert Gathorne-Hardy.
Lady Ottoline Morrell
H Lady Ottoline Morrell φωτογραφίζει στη βρετανική ύπαιθρο μια συντροφιά νεαρών λογίων, που αργότερα θα γίνονταν σημαντικοί στον τομέα τους. Από αριστερά: ένας άγνωστος, ο γάλλος συγγραφέας Jean de Menasce, ο βρετανός συνάδελφός του Leslie Poles (“L.P.”) Hartley, o νομικός και τραπεζίτης Sylvester Govett Gates και ο συγγραφέας και βοτανολόγος Robert Gathorne-Hardy.

Λέσλι Πόουλς Χάρτλεϊ, Ο μεσάζων, εισαγωγή: Λέσλι Πόουλς Χάρτλεϊ, επίμετρο: Κολμ Τομπίν, μετάφραση από τα αγγλικά: Τόνια Κοβαλένκο, Καστανιώτη, Αθήνα 2020, 420 σελ.

«Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: Τα κάνουν όλα διαφορετικά εκεί». Μ’ αυτή την αμφιλεγόμενη φράση, που έγινε στους φιλολογικούς κύκλους πιο διάσημη κι απ’ το ίδιο το βιβλίο του, Ο μεσάζων, ξεκινά ο Λέσλι Πόουλς Χάρτλεϊ την αφήγησή του. Θέλει, μάλλον, με τον τρόπο αυτό να διευκολύνει τους αναγνώστες τού 1953, να μεταφερθούν στο 1900, τελευταία χρονιά του δέκατου ένατου αιώνα.

Το μυθιστόρημα ξεκινά μ’ έναν πρόλογο: ο πενηντάχρονος, κεντρικός ήρωας και αφηγητής, Λίο Κόλστον, βρίσκει σ’ ένα παλιό τενεκεδένιο κουτί –μαζί με κάθε είδους περίεργα αντικείμενα που συλλέγει ένα παιδί– το ημερολόγιο που κρατούσε ως δεκατριάχρονος, εικονογραφημένο με τον ζωδιακό κύκλο. Αυτό του ερεθίζει τη μνήμη. Επιστρέφει λοιπόν χρονικά στο σχολείο του, τους πρώτους μήνες του 1900. Μας γνωρίζει τον δεκατριάχρονο Λίο Κόλστον (από εδώ και πέρα ο νεαρός Λίο αναλαμβάνει την αφήγηση) και τον φίλο του Μάρκους Μόντσλεϊ. Χρειάζεται ακόμα να ξέρουμε ότι ο Λίο ζει σ’ έναν κόσμο συμβόλων και πρόληψης, καθώς έχει ταυτίσει τον ζωδιακό κύκλο με τον περιβάλλοντα κόσμο∙ τα ζώδια Λέων, Ταύρος και Κριός του φαίνονται ανδροπρεπή και παρόλο που αυτός είναι Λέων δεν μπορεί να ταυτιστεί μ’ αυτό∙ κι ότι εκστασιάζεται με το μόνο θηλυκό ζώδιο την Παρθένο, την παγκόσμια βασίλισσα που ελέγχει τα πάντα, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη για τη συνεχή χρήση αλληγοριών και συμβόλων. Επιπροσθέτως, ο Λίο μαθαίνει να μην κάνει πίσω αλλά να αντιμετωπίζει την κακοποίηση από τους παλικαράδες συμμαθητές του μέσω της μαύρης μαγείας, της οποίας πιστεύει ότι είναι κυρίαρχος. Αυτό του δίνει αυτοπεποίθηση και κύρος, είναι η αιτία που παίρνει την πρόσκληση από τον Μάρκους να φιλοξενηθεί στο Μπράνταμ Χολ.
Από εκεί και πέρα αρχίζει η κυρίως διήγηση του Λίο, διαρθρωμένη σε 23 κεφάλαια, που ακολουθεί χρονικά τις αναγραφές του ημερολογίου του από τις 9 έως τις 27 Ιουλίου. Περιγράφονται η επίσκεψή του, το παράξενα ζεστό καλοκαίρι του 1900, το σπίτι του συμμαθητή του Μάρκους, η έπαυλη Μπράνταμ Χολ στο Νόρφολκ της ανατολικής Αγγλίας.
Ο Λίο, λοιπόν, καταφθάνει στο Μπράνταμ Χολ λίγες μέρες πριν από τα δέκατα τρίτα γενέθλιά του. Εκεί, εκτός από τον Μάρκους, συναντά την κυρία και τον κύριο Μόντσλεϊ, μητέρα και πατέρα (πλούσιο τραπεζίτη), τη Μάριαν, αδελφή, και τον Ντένις, αδελφό του συμμαθητή του. Αργότερα συναντά τον ιδιοκτήτη της έπαυλης (οι Μόντσλεϊ είναι ενοικιαστές) και του κτήματος που το περιβάλλει, Χιου Τρίμινχαμ, ένατο υποκόμη Γουίνλαβ.
Τελειώνει, με τον επίλογο, στον οποίο η αφήγηση κάνει ένα χρονικό πήδημα, επανερχόμενη στο 1952. Αναστοχάζεται τα γεγονότα του 1900 και, ακολούθως, επιστρέφει στο Μπράνταμ Χολ, αναζητώντας να μάθει πως εξελίχθηκαν τα πράγματα μετά τη φυγή του. Συγκρίνει την πραγματικότητα του 1952 με τα όνειρα και τις ελπίδες που δημιούργησε ο εικοστός αιώνας στο ξεκίνημά του.

Γάμος, έρωτας, επιθυμία
Η αφήγηση του Λ.Π. Χάρτλεϊ (1895-1972) είναι πολυεπίπεδη. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, μέσω της ματιάς ενός αγοριού που όλα είναι καινούργια γι’ αυτό, επικεντρώνεται σε μια οικογένεια της άρχουσας τάξης, για να εξετάσει την καθημερινή ζωή, τις τελετές, τις γιορτές και τις σχέσεις της κοινωνίας, καθώς και το οικιστικό και φυσικό περιβάλλον, την αγγλική ύπαιθρο, το 1900.
Ο αστικής καταγωγής, σχετικά φτωχός Λίο, εντυπωσιάζεται από την έπαυλη και τα ιδιόκτητα περιβάλλοντα κτήματα: δάση, χωράφια, θημωνιές, αγροτόσπιτα, ποτάμι, υδατοφράκτη και λιμνούλα. Σ’ αυτήν συναντά τον αγρότη Τεντ Μπέρτζες, αγαπημένο των γυναικών και ικανό σε πολλούς τομείς, την ώρα που κάνει γυμνός μπάνιο, και τον θαυμάζει για την ομορφιά και το ρωμαλέο σώμα του.
Όλα μοιάζουν όμορφα, ο ήλιος λάμπει, οι σχέσεις εμφανίζονται αρμονικές, η καθημερινότητα σταθερή και ελεγμένη με σοφό και μαγευτικό τρόπο. Ο πυρήνας των σχέσεων βρίσκεται στο τρίγωνο Μάριαν - λόρδος Χιου Τρίμινχαμ - Τεντ Μπέρτζες, η οποία πρόκειται να παντρευτεί τον πρώτο, ενώ έχει ερωτική σχέση με τον δεύτερο. Στον Λίο αυτό αποκαλύπτεται αργά και ξαφνικά –έχει αναλάβει να μεταφέρει μηνύματα από τους δύο άνδρες προς και από την Μάριαν– όταν διαβάζει ένα μήνυμα της Μάριαν στον Τεντ.
Βρισκόμαστε στην ύστερη Βικτωριανή/Εδουαρδιανή εποχή κατά την οποία οι γάμοι γίνονται με κριτήριο την άνεση, το οικονομικό και κοινωνικό στάτους και όχι με την αγάπη. Όλοι το θεωρούν δεδομένο, κάτι σαν φυσικό φαινόμενο, δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση τού πώς και τι, το μόνο που εκκρεμεί είναι ο κατάλληλος χρόνος για την επίσημη αναγγελία. Η Μάριαν δέχεται ότι είναι υποχρεωμένη να παντρευτεί τον Τρίμινχαμ και να διασφαλίσει το επίπεδο ζωής της οικογένειάς της στο Μπράνταμ Χολ. Ο Λίο το ενστερνίζεται, αλλά όταν ανακαλύπτει το τρίγωνο είναι ο μόνος που αναρωτιέται και ακολουθεί η παρακάτω σκηνή:

«Μάριαν, γιατί δεν παντρεύεσαι τον Τεντ;»
Διάρκεσε μια στιγμή μονάχα, αλλά μέσα στη στιγμή εκείνη καθρεφτίστηκε στο πρόσωπό της όλο το μαρτύριο που ζούσε: μέσα σ’ ένα βλέμμα πέρασε ολόκληρη η ιστορία της καρδιάς της.
«Δεν γίνεται, δεν γίνεται!» θρήνησε. «Δεν καταλαβαίνεις γιατί;» […]
«Γιατί όμως ετοιμάζεσαι να παντρευτείς τον Χιου, αφού δεν θέλεις;»
«Επειδή πρέπει να τον παντρευτώ», είπε. «Δεν μπορώ να σου εξηγήσω, μα πρέπει. Είμαι αναγκασμένη να το κάνω!»

Σ’ ένα επόμενο επίπεδο το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί από την σκοπιά της ψυχολογίας του νεαρού. Της εξέλιξής του, όταν αρχίζουν τα σκιρτήματα του έρωτα, από την παιδικότητα στην εφηβεία.
Έχει καταφέρει να αντιμετωπίζεται όχι ως παιδί, αλλά ως ισότιμο μέλος μιας παρέας ενηλίκων, ενώ τα συναισθήματά του παλινδρομούν καθώς αντιλαμβάνεται, μέσα από τα μηνύματα που μεταφέρει, ότι ο Τεντ και η Μάριαν είναι ερωτευμένοι, συναντιούνται κρυφά, ενώ αυτή είναι αρραβωνιασμένη και πρόκειται να παντρευτεί τον λόρδο Τρίμινχαμ. Η παιδική του αθωότητα δέχεται πλήγμα, η οπτική του για τον κόσμο διευρύνεται αλλά ακόμη δεν μπορεί να επεξεργαστεί την εμπειρία αυτή και να περάσει στην ψυχολογία του ενήλικου.
Επιπλέον μπορεί να δει κανείς τις διαμορφούμενες ερωτικές προτιμήσεις του. Η αγάπη του για τη Μάριαν έχει πλατωνικό χαρακτήρα∙ είναι καλή και όμορφη, ουδέποτε όμως τη βλέπει σαρκικά∙ ούτε την περιγράφει, εκτός για να πει ότι έχει γερακίσια εμφάνιση προσώπου∙ στη φαντασία του είναι η Παρθένος του ζωδιακού κύκλου, με την οποία είναι ταυτισμένος∙ αντίθετα βλέπει και θαυμάζει το σώμα του Τεντ, τα δυνατά του χέρια, τα μούσκουλα των ποδιών και των γλουτών του και την κατατομή του προσώπου του.
Απ’ αυτόν ζητά να του περιγράψει τη σαρκική πλευρά του έρωτα, το κουτάλιασμα (spooning), όπως λαϊκά το αποκαλεί. Ο Τεντ αρνείται, παρά την υπόσχεση που του είχε δώσει. Του παραδίδει όμως μαθήματα καθαρισμού όπλου – που ο Λίο το αισθάνεται ως σαρκική συνέχεια του Τεντ. Με φροϋδικούς όρους, είναι μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.
Η τοπογραφία και ο καιρός χρησιμοποιούνται για να συμβολίσει την καλή διάθεση και την ελπιδοφόρα πορεία των πράγματων με τον λαμπρό ήλιο και την υψηλή θερμοκρασία, ενώ η ώρα της αποκάλυψης του σκανδάλου συνοδεύεται με βαριά καταιγίδα που συμβολίζει την αντιστροφή των αντιλήψεων του παιδιού για τα τεκταινόμενα.
Ο Τρίμινχαμ κάποια στιγμή χαρακτηρίζει τον Τεντ φονικό γυναικά. Αυτή η φράση εντυπώνεται στο μυαλό του Λίο. Προσπαθεί να καταλάβει. Εμπλέκει την ακαθόριστη και σκοτεινή γι’ αυτόν σεξουαλική πράξη με τον φόνο, πρώτα της γυναίκας από τον άνδρα και αργότερα του άνδρα από τη γυναίκα.

Πάλη και συνύπαρξη των τάξεων
Ένα τρίτο επίπεδο αφορά τις κοινωνικές τάξεις, καθώς και τη σχέση τους και την εμπλοκή τους με την εξουσία. Σ’ αυτή την οπτική μπορούμε να δούμε το Μπράνταμ Χολ ως το κέλυφος της εξουσίας, στο οποίο συγκατοικεί η παλιά αριστοκρατική τάξη –την εκπροσωπεί ο τραυματισμένος στον πόλεμο των Μπόερς, Τρίμινχαμ– και η μεγαλοαστική, ο τραπεζίτης Μόντσλεϊ με την οικογένειά του.
Εκεί φιλοξενείται το μέλος της κατώτερης μεσαίας τάξης που το 1900 ακόμη εκκολάπτεται, ο Λίο Κόλστον, που γρήγορα ενσωματώνεται κι αισθάνεται άνετα στο νέο περιβάλλον.
Οι άρχοντες τον αποδέχονται ως μέλος της ομήγυρης. Όμως υπάρχει μια ανορθογραφία: φοράει ακατάλληλα ρούχα για καλοκαίρι. Αυτό προσβάλλει την αισθητική των αρχόντων. Επισημαίνεται από τη Μάριαν που αναλαμβάνει τη νέα ένδυση του Λίο. Πηγαίνουν μαζί στο γειτονικό Νόργουιτς και του αγοράζει ένα πλήρες σετ ρούχων, δωρεά της οικογένειας. Διηγείται ο Λίο:

Η εξόρμηση στο Νόργουιτς υπήρξε μια αποφασιστική καμπή: άλλαξε τα πάντα. […] Η ιδέα ότι ήμουν κατά κάποιον τρόπο συνδεδεμένος με ό,τι φορούσα ήταν για μένα αποκάλυψη […]. Γύρισα πίσω στο Μπράνταμ Χολ, όχι μόνο νιώθοντας υπέροχα για τον εαυτό μου, αλλά και πλημμυρισμένος από ικανοποίηση για την εικόνα που αυτός παρουσίαζε.

Η νέα μεσαία τάξη ενδύεται με τα ρούχα της άρχουσας και αναλαμβάνει καθήκοντα: να διαμεσολαβεί και να μεταφέρει κρυφά μηνύματα μεταξύ της ανώτερης και κατώτερης τάξης και αντιστρόφως: εν προκειμένω, τα μηνύματα που ανταλλάσσουν η μεγαλοαστή Μάριαν και το προικισμένο μέλος και φυσικός εκπρόσωπος των εργαζόμενων στο κτήμα, Τεντ Μπέρτζες.
Η μεγαλοαστική τάξη δεν θέλει να αποστεί από τη σχέση με την παλιά τάξη των γαιοκτημόνων. Έτσι η Μάριαν έχει αρραβωνιαστικό τον Τρίμινχαμ και εραστή τον Μπέρτζες. Η ηγεμονία της εξουσίας πραγματοποιείται με εκκλησιασμούς, εμβληματικές τελετές, χορούς, πάρτι, μουσικές εκδηλώσεις. Ως συμβολικό τερέν ανταγωνισμού των τάξεων χρησιμεύει το κρίκετ. Στον αγώνα από την πλευρά του Χολ, ιδιαίτεροι παίκτες είναι ο λόρδος και ο τραπεζίτης ενώ θριαμβευτής από τη μεριά του χωριού ο αγρότης Μπέρτζες. Τη νίκη παίρνει το Χολ, με την απροσδόκητη παρέμβαση του Λίο που νικά προσωπικά τον Μπέρτζες. Η συγκροτούμενη στις αρχές του αιώνα μεσαία τάξη, αποκτά αυτοπεποίθηση διά του Λίο:

Είχα ανέβει τόσο πολύ στα δικά μου μάτια, ώστε δεν υπήρχε ανάγκη για διαβεβαιώσεις ή επεξηγήσεις στον εαυτό μου. Εγώ ήμουν εγώ. Χάρη σ’ εμένα είχαμε κερδίσει στο κρίκετ∙ χάρη σ’ εμένα είχε στεφθεί με τόση επιτυχία η μουσική γιορτή. Αυτά ήταν γεγονότα αναντίρρητα.

Συγχρόνως ονειρεύεται, πιστεύει και προσδοκά ότι η άρχουσα τάξη οδηγεί σ’ έναν χρυσό αιώνα δίχως συγκρούσεις και πολέμους, με γαλήνη και ευημερία.
Ο Ερμής, όπως έχουν ονομάσει τον Λίο που σαν τον αρχαίο θεό παίζει το ρόλο του ταχυδρόμου, ως εκπρόσωπος της αναδυόμενης στις αρχές του εικοστού αιώνα μεσαίας τάξης, αγαπάει και αποδέχεται τους άνω αλλά είναι ερωτευμένος με τους κάτω. Είναι ουδέτερος, δεν γνωρίζει και ούτε θέλει να μάθει τον χαρακτήρα των μηνυμάτων που μεταφέρει. Τυχαία αποκαλύπτονται τα πάντα. Πιστεύοντας την ιεραρχία του κοινωνικού συστήματος ως ιερή και απαράβατη, προσπαθεί να αποτρέψει την προδοσία της Μάριαν προς τον Τρίμινχαμ. Φοβάται τη διάλυση της συμμαχίας των δύο τμημάτων της εξουσίας. Δεν σταματά τη μεταφορά μηνυμάτων –θεωρεί ότι είναι δουλειά του παρά την πολλαπλή παλινδρόμηση των συναισθημάτων του– αλλά αλλοιώνει το περιεχόμενο τους. Τα αποτελέσματα είναι αντίθετα, αποκαλύπτεται η προδοσία. Η μεσαία τάξη αισθάνεται ότι απέτυχε. Ο Λίο καταρρέει. Κλείνεται στον εαυτό του και αποχωρεί.
Πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά, ο Λίο βρίσκει τη δύναμη να επανασυνδεθεί με το περιβάλλον από το οποίο αποχώρησε απότομα. Έκπληκτος βλέπει ότι η προδοσία της Μάριαν και η αυτοκτονία του Μπέρτζες δεν σταμάτησαν την κοινωνική συσσωμάτωση των γαιοκτημόνων με τους αστούς. Ο γάμος της Μάριαν και του Τρίμινχαμ έγινε∙ αυτός δέχτηκε ως γιο του τον καρπό του έρωτα της Μάριαν με τον Τεντ. Το γεγονός άλλαξε και ανανέωσε το προφίλ των νέων αρχόντων. Οι παλιές άρχουσες τάξεις και οι σχέσεις με τις κατώτερες μεταλλάχτηκαν.
Κάνει τον απολογισμό του: «Τι είχαν απογίνει, όμως τα εγκώμια που έπλεκα τότε, το αίσθημα ευγνωμοσύνης που με διακατείχε; Τι είχε απογίνει το τραγούδι που ερμήνευα με τέτοιο πάθος, το “Αιωνίως θα εξυμνώ το έλεός σου”; […] Υπήρχε τόσος λίγος χώρος για δοξολογίες ή απόδοση ευχαριστιών στον σύγχρονο κόσμο, κι όσο για το έλεος Θεού, στο οποίο οι άνθρωποι παραδίνονταν με την πρώτη ευκαιρία, αυτό το είχα αφήσει πίσω μου».
Στη νέα κατάσταση ο πενηντάχρονος Λίο καλείται και πάλι να μεταφέρει μηνύματα μεταξύ των τμημάτων της νέας εξουσίας για την ανασυγκρότησή της. Ο συγγραφέας δεν μας λέει αν το κάνει , όμως μοιάζει να μην μπορεί να το αποφύγει.

Δύναμη και βάθος
Η πολυεπίπεδη ανάγνωση δίνει δύναμη και βάθος στο βιβλίο. Οι περιγραφές είναι ψιλοβελονιά, λεπτομερείς, ακριβείς και γοητευτικές. Η εξέλιξη της ιστορίας όπως τη διηγείται ένα παιδί είναι μη αναμενόμενη, υπάρχει συνεχής αγωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο είναι σήμερα κλασικό κείμενο αναφοράς. Επιπλέον, η καλή μετάφραση της Τόνιας Κοβαλένκο κάνει το βιβλίο ευκολοδιάβαστο και απολαυστικό και για τον έλληνα αναγνώστη.
H ιστορία μεταφέρθηκε στην κινηματογραφική οθόνη, σε σενάριο Χάρολντ Πίντερ και σκηνοθεσία Τζόζεφ Λόουζι, με τους Τζούλι Κρίστι και Άλαν Μπαίητς. Σήμερα, επανεκδίδεται και ξαναδιαβάζεται σε Βρετανία και Αμερική. Ισως επειδή το 1953, οπότε γράφτηκε, είναι πια παρελθόν – μια ξένη χώρα όπου όλα γίνονταν διαφορετικά εκεί.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.