Το ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί ένα ενδιαφέρον, αλλά και εξαιρετικά δύσκολο υποείδος. Από την αρχαιότητα μέχρι τη βικτωριανή εποχή κι από την Κίνα μέχρι το Βυζάντιο, την Παρισινή Κομμούνα και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (στον Ψυχρό Πόλεμο μεταβάλλεται και αυτονομείται σε κατασκοπικό πλέον), καθώς ο αστυνομικός γρίφος επιχειρεί να διεισδύσει στο μακρινό παρελθόν, πρέπει να ενταχθεί στις ιδιόμορφες συνθήκες του ιστορικά τετελεσμένου, που ναι μεν παρέχει έμπνευση και περιθώρια στη μυθοπλασία, παράλληλα όμως δημιουργεί ένα σύνολο δεσμεύσεων στις οποίες υποτάσσεται η συγγραφική φαντασία.
Ο Αντώνης Παπαϊωάννου επιχειρεί ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό «πείραμα», με αφορμή και τους επικείμενους επετειακούς εορτασμούς, αφηγούμενος την εξιχνίαση ενός εγκλήματος στην «ιερή πόλη του Μεσολογγίου» και δημιουργώντας ετεροχρονισμένα, πριν ακόμα από τα πρώτα αστυνομικά διηγήματα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε και την έλευση του Αυγούστου Ντυπαίν (1841, 1844), τον πρώτο «ερασιτέχνη ντετέκτιβ» στη σύγχρονη νεοελληνική αστυνομική λογοτεχνία, τον Γιωργάκη Σγουρδέλη: κάτοικο Μεσολογγίου, στοιχειοθέτη στα Ελληνικά Χρονικά του Ελβετού φιλέλληνα Ιωάννου Ιακώβου Μάγερ (ο οποίος άφησε παρακαταθήκη, ακόμα και στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, τη ρήση «Η δημοσίευσις είναι ψυχή της δικαιοσύνης»), με κοσμοπολίτικες εμπειρίες στην Τεργέστη και σε στενή φιλία με την πλέον αντιφατική και πληθωρική φυσιογνωμία της Ελληνικής Επανάστασης, τον στρατηγό Γεώργιο Καραϊσκάκη, από τη φράση του οποίου («Άμα θέλω γίνομαι άγγελος, άμα θέλω γίνομαι διάβολος») δανείζεται και τον τίτλο του αστυνομικού μυθιστορήματός του.
Οι «καημοί της λιμνοθάλασσας» εδώ παίρνουν άλλη χροιά και τροπή. Στα βαλτόνερα ο ήρωας ανακαλύπτει το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας, κόρης ενός πρόκριτου της πόλης, για την οποία έτρεφε κρυφή αδυναμία. Οι πρώτες του απόπειρες να αναζητήσει τον δράστη, με επιχείρημα να βοηθήσει το έργο της αστυνομίας, αυτονόητα, προσκρούουν στην απροθυμία των αρχών (Αστυνομία Αιτωλίας, υπό τη διοίκηση του Ιωάννη Ταμπακάκη), αλλά και στη δυσθυμία επιφανών δημοτών της πόλης (λόρδος Μπάυρον, πρόκριτος Βάλβης και πατέρας του θύματος κ.ά.). Ο Γιωργάκης Σγουρδέλης, «αγύριστο κεφάλι», σαν το είδωλό του, τον αθυρόστομο και απρόβλεπτο Καραϊσκάκη, δεν θα το βάλει κάτω, παρά τα εμπόδια που κάθε τόσο προβάλλουν στο διάβα του, έχοντας την ανοχή του «εργοδότη» του, Μάγερ, ως γνώμονα τα λόγια του Καραϊσκάκη (το κείμενο της καταδικαστικής απόφασης του στρατιωτικού δικαστηρίου εις βάρος του στρατηγού θα πρέπει ο ίδιος να το στοιχειοθετήσει μετά πόνου ψυχής) και τη στήριξη μιας Σουλιώτισσας παρακόρης στην οικία του Βάλβη, που παίρνει τη θέση της «βοηθού» στις έρευνες (κάτι σαν άτυπο, και μάλλον παράταιρο, δίδυμο Χολμς-Ουώτσον!), οι οποίες θα οδηγήσουν σε σκοτεινές ατραπούς που σχετίζονται και με επιχειρηματικά συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών της πόλης, εν είδει «διαπλοκής» στα χρόνια της Επανάστασης.
Ιστορίες μέσα στην Ιστορία
Ο παντεπόπτης αφηγητής ξετυλίγει, κατά βάση γραμμικά, το νήμα της πλοκής με ενδιάμεσα επεισόδια, περιγραφές της καθημερινότητας και των εν γένει πιεστικών συνθηκών στην πόλη του Μεσολογγίου μέχρι την ηρωική Έξοδο, καθώς και με εμβόλιμες καταγραφές είτε προηγούμενων συμβάντων, π.χ. τα χρόνια της Τεργέστης, τις συνομιλίες του με τον Στρατηγό κ.ά., είτε με την αυτούσια παράθεση δημοσιευμάτων από τα Ελληνικά Χρονικά (δυστυχώς, σε μονοτονικό!, αποστερώντας έτσι και την ψευδαίσθηση του τεκμηρίου, αλλά και την αναγνωστική απόλαυση της αναδημοσίευσης), που ως «ειδησεογραφικό υλικό» τεκμηριώνουν την εποχή (κηδεία Μπάυρον, δίωξη Καραϊσκάκη, επιστολές). Η ιστορία συμβαδίζει με την Ιστορία, η δράση κορυφώνεται παράλληλα με τη δεύτερη πολιορκία και τη συνακόλουθη Έξοδο, ο γρίφος λύνεται από τις ίδιες τις δραματικές εξελίξεις που θα επισκιάσουν τους δύο φόνους: η αίσια έκβαση, η εξιχνίαση του εγκλήματος και η δικαίωση του ήρωα, έστω κι αν τελικά μείνει μόνος με ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο, έστω κι αν «κανείς δεν άκουσε γι’ αυτόν κάτι από τότε».
Η προσπάθεια του συγγραφέα είναι αρκούντως φιλόδοξη και η ιδέα πρωτότυπη. Το εγχείρημα για ένα ιστορικό-αστυνομικό ανάγνωσμα παρουσιάζει ενδιαφέρον ως σύλληψη, και υλοποιείται με ικανοποιητικά αποτελέσματα σε αρκετά κεφάλαια του βιβλίου (π.χ. στην εκτύπωση του Ύμνου προς την Ελευθερίαν και το αναγνωστικό ρίγος που προκαλεί), όπως και η ιστορική τεκμηρίωση κυρίως μέσα από το ανεξάντλητο υλικό των Ελληνικών Χρονικών. Όμως, τόσο η φόρμα του «αστυνομικού» και το ιστορικό φόντο όσο και η συνακόλουθη λογοτεχνικότητα, με άλλα λόγια η μυθοπλαστική επεξεργασία πλοκής και περιγραφής, έχει κανείς την αίσθηση σε αρκετά σημεία πως, κάπου χάνουν τον (προσδοκώμενο) συγχρωτισμό τους.
Μπορεί η μυστηριώδης υπόθεση (φόνος, εξιχνίαση εγκλήματος, ύποπτοι, κίνητρα, σκοτεινά συμφέροντα) να αρθρώνεται στοιχειωδώς, απουσιάζει όμως η αναγκαία ατμοσφαιρικότητα, από την οποία έχει ανάγκη κάθε whodunit αστυνομικό αφήγημα, που θα καθήλωνε τον αναγνώστη, και θα «ζωντάνευε» τις φιγούρες (πρωταγωνιστές της Ιστορίας και φανταστικοί ήρωες), ως δρώντα ιστορικά υποκείμενα στα ταραγμένα χρόνια της Επανάστασης – αρκεί κανείς να θυμηθεί, στον αντίποδα, τη Βαβυλωνία, του Δημητρίου Βυζαντίου ή κάποια ανάλογα έργα του Δημήτρη Γιαννουκάκη, του Μ. Καραγάτση και του Γιάννη Μαρή.
Παρ’ όλα αυτά, ο συγγραφέας παραδίδει ένα ενδιαφέρον και αρκούντως γλαφυρό ιστορικό, περιπετειώδες αφήγημα, που ο αναγνώστης απολαμβάνει και χωρίς τον χαρακτηρισμό του «αστυνομικού», ως μάλλον ατελέσφορη προστιθέμενη αξία.