Η μεταπολίτευση ή η μετάβαση, όπως ονομάζεται στην Ισπανία, από τη δικτατορία του Φράνκο στη δημοκρατία βρήκε το 1975 τις δυνάμεις της Δεξιάς, των νικητών, αλλά κυρίως της Αριστεράς, των ηττημένων, με την καθοριστική συμβολή του νέου μονάρχη Χουάν Κάρλος, έτοιμες και ώριμες να καταλήξουν σ’ αυτό που ονόμασαν «συμπεφωνημένη λήθη» για όσα συνέβησαν από το 1939 έως το 1975 (παρότι η δικτατορία είχε προχωρήσει σε εκτελέσεις μόλις δυο μήνες πριν από το θάνατο του Φράνκο). Το 1975, η Αριστερά αποδέχθηκε τη λήθη και το 1982 η Δεξιά αποδέχθηκε την ήττα της από τους, υπό τον Φελίπε Γκονζάλες, σοσιαλιστές.
Μόνο μετά την είσοδο στον 21ο αιώνα τέθηκε σε νέα βάση το ζήτημα της ιστορικής μνήμης. Το έθεσε η ιστοριογραφία σε βάθος χρόνου αλλά και ο Θέρκας, αμέσως με την είσοδο της νέας χιλιετίας. Στους Στρατιώτες της Σαλαμίνας (2001, στα ελληνικά σε μετάφραση Ελίσσως Λογοθέτη, Πατάκη), ένας δημοσιογράφος αφηγείται τη σωτηρία, από έναν ανώνυμο στρατιώτη των Δημοκρατικών, όχι ενός τυχαίου φαλαγγίτη αλλά του Ραφαέλ Σάντεθ Μένας, ποιητή και ιδεολογικού ηγέτη της Φάλαγγας. Κατηγορήθηκε τότε ο Θέρκας πως επινόησε έναν δημοκρατικό ήρωα για «να αποκρύψει» το γεγονός ότι η οικογένειά του τάχθηκε με τον Φράνκο. Οι δυο παππούδες του συγγραφέα, ο «πλούσιος» δεξιός κομματάρχης Πάκος Θέρκας από την πλευρά του πατέρα, αλλά και ο πραγματικά φτωχός βοσκός Χουάν Μένα από την πλευρά της μητέρας, και ευρύτερα η οικογένειά του, τάχθηκαν με τον Φράνκο. Ο συγγραφέας δεν θέλει να το αποκρύψει αυτό, ούτε θέλει να απαλλάξει τους δικούς του από τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι φρανκιστές και οι φαλαγγίτες. Τα μέλη της οικογένειάς του από την πλευρά του πατέρα του είχαν την εξουσία στο χωριό Ιμπαερνάντο στην επαρχία του Κάθερες. Αυτοί, αν και δεν έκαναν όλα όσα ήταν δυνατόν για να προστατέψουν τους αριστερούς του χωριού από τη βία, σε κάποιες περιπτώσεις προστάτεψαν κάποιους απ’ αυτούς.
Πολεμώντας για τον Φράνκο
Στον Μονάρχη των σκιών αφηγητής είναι πότε ο ίδιος ο συγγραφέας και πότε ένα τρίτο πρόσωπο. Αλλά η έμφαση, από την πορεία προς την άνοδο στην εξουσία ενός φρανκιστή που σώθηκε από έναν υποστηρικτή της Δημοκρατίας, μεταφέρεται στην πορεία της ζωής ενός νέου που πολέμησε με τους Φαλαγγίτες και σκοτώθηκε για τον Φράνκο. Αυτός ήταν ο Μανουέλ Μέτα, θείος του Θέρκας από την πλευρά της μητέρας του. Ο ίδιος ο συγγραφέας φαίνεται όντως να προβληματίζεται για τις πολιτικές επιλογές της οικογένειάς του, γι’ αυτό αναλαμβάνει το εγχείρημα –μέσα από αρχεία, επιστολές και προσωπικές μαρτυρίες επιζώντων του Εμφυλίου– να παρακολουθήσει τις συνθήκες που οδήγησαν αυτόν τον νέο να πολεμήσει στη λάθος πλευρά και να σκοτωθεί για λάθος σκοπό. Αυτό το κάνει και με τη βοήθεια του σκηνοθέτη του πρώτου του βιβλίου για τον Εμφύλιο, του Νταβίδ Τρουέμπα, ο οποίος λειτουργεί σαν αλογόμυγα που τσιμπά τη συνείδηση του συγγραφέα.
Ο συγγραφέας δεν «κρατά ίσες αποστάσεις». Δεν το μπορεί και δεν το θέλει. Ο Θέρκας δεν ταλαντεύεται να λάβει θέση υπέρ των μαχητών της Δημοκρατίας κατά των στρατευμάτων του Φράνκο. Δεν είναι απ’ αυτούς τους «κεντρώους» που, αρνούμενοι να λάβουν κατηγορηματική θέση για τους δύο αντιπάλους, ουσιαστικά αθωώνουν τα εγκλήματα των νικητών. Αναζητεί εδώ το γιατί ο Μανουέλ Μένα πήγε με τον Φράνκο, αν και προερχόταν από μη ευκατάστατη οικογένεια. Γιατί πήγε στον πόλεμο, τι έκανε στο μέτωπο, γιατί σκοτώθηκε το 1938 στην περίφημη μάχη του ποταμού Έβρου σε ηλικία 19 ετών;
Ο θείος Μανουέλ ακολούθησε τους φαλαγγίτες και όχι τον Φράνκο, γιατί τον ενέπνευσε ο ηγέτης τους, Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, ο οποίος αρνούνταν τη διάκριση Αριστερά- Δεξιά και πρότεινε τη σύνθεσή της σ’ έναν αντικαπιταλιστικό αγώνα, με σκοπό την αναγέννηση της Ισπανίας σε υγιείς καθαρές εθνικές βάσεις. Με λίγα λόγια, πόνταρε στα άλογα του εθνικισμού και της επανάστασης για την ισότητα. Πόνταρε όμως σε λάθος άλογα. Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως υπήρχε σοβαρή διαφορά μεταξύ φρανκιστών και φαλαγγιτών. Υπήρξε μια μάχη εξουσίας των πρώτων που ήταν «οι γέροι» κατά των δεύτερων που ήταν «οι νέοι», ανάμεσα στους αριβίστες πρώτους και στους ιδεαλιστές δεύτερους. Επικράτησαν οι πρώτοι, αν και άνθρωποι σαν τον «γέρο» παππού του, Πάκος, δεν έπαψαν να θεωρούν τους φρανκιστές κακοποιούς και ένιωθαν γι’ αυτούς απύθμενη περιφρόνηση. Η αντίθεση φρανκιστών - φαλαγγιτών είναι ιδεαλιστική και δεν αποδίδει την πλήρη αλήθεια. Όπως όμως υποστηρίζει ο Θέρκας, αυτό το βιβλίο δεν επιδιώκει να περιοριστεί στην αλήθεια των γεγονότων, αν και ο ίδιος πολλές φορές γίνεται ιστορικός αναζητώντας τις ρίζες του Εμφυλίου στις ρίζες της Δημοκρατίας του 1931.
Στο ξεκίνημά της, η Δημοκρατία υπολόγιζε σε δυο θεμελιώδη στηρίγματα – αφενός στο προλεταριάτο, αστικό και αγροτικό απ’ όπου προερχόταν και ο Μένα, αφετέρου σε ένα σημαντικό τμήμα της μεσαίας τάξης απ’ όπου προερχόταν ο Πάκος Θέρκας. Αντίπαλός της ήταν η αριστοκρατική ολιγαρχία και η καθολική εκκλησία. Η Δεύτερη Δημοκρατία δεν είχε την πολυτέλεια για σφάλματα όσον αφορά τις συμμαχίες της με τους εργάτες, τους ακτήμονες αλλά και τους μικροκτηματίες αγρότες και τη μεσαία τάξη. Δυστυχώς όμως, η Δημοκρατία υπέπεσε σε μεγάλα σφάλματα που διέρρηξαν αυτή τη συμμαχία και οδήγησαν ανθρώπους σαν τον Μανουέλ και τον Πάκος στη λάθος πλευρά. Ο φρανκισμός, ακόμη και το θολό αντικαπιταλιστικό και εθνικιστικό όραμα των φαλαγγιτών, ήταν η λάθος πλευρά.
Αν και η Δεύτερη Δημοκρατία «λειτούργησε με αφέλεια, με αδεξιότητα, κάποτε και με δογματισμό, και σχεδόν πάντα με περισσότερη καλή θέληση και φιλοδοξία παρά με σύνεση, προβαίνοντας σε όλες τις τεράστιες μεταρρυθμίσεις που χρειαζόταν η χώρα ταυτόχρονα και όχι διαδοχικά ή κλιμακωτά, δίχως να ζυγιάσει ρεαλιστικά τις δυνάμεις ή τις δυνάμεις των αντιπάλων της και δημιουργώντας στους οπαδούς της προσδοκίες που ήταν αδύνατον να ικανοποιήσει, κυρίως σε ορισμένους οπαδούς της, στους πιο ενδεείς πολίτες και τους οπαδούς της Άκρας Αριστεράς, σε όλο εκείνο το μαστιζόμενο πλήθος που η αλαζονεία των ισχυρών ταπείνωνε και το έκανε να αγανακτεί. Ήταν ένα μοιραίο σφάλμα» (σ. 83), ήταν η σωστή πλευρά. Αν και ο εμφύλιος ήταν μια τραγωδία που πλήρωσαν και οι δυο πλευρές, αν και είναι λαθεμένη η αντίληψη πως όλοι οι δημοκρατικοί ήταν αγγελούδια και όλοι οι φρανκιστές διάβολοι, ο Θέρκας δεν κρύβει τα πράγματα πίσω από τις προσωπικές διαδρομές του ενός ή του άλλου «ήρωά» του. Αυτό που συνέβη το 1936 δεν ήταν η σύγκρουση της άκρας Αριστεράς με την άκρα Δεξιά, όπως αναθεωρητικές, «δεξιές» και ρηχότατες ερμηνείες υποστηρίζουν βάζοντας στο μίξερ της ιστορίας κιμά με πορτοκάλια. «Αυτό εδώ ήταν ένα πραξικόπημα κατά της δημοκρατίας με την υποστήριξη της ολιγαρχίας και της εκκλησίας» (σ. 222). Αυτό είναι η ουσία. Η Δημοκρατία όμως δεν κατόρθωσε να ενώσει αυτούς που δεν είχαν να φάνε με αυτούς που είχαν, εναντίον αυτών που τα είχαν όλα. Οι άνθρωποι που δεν είχαν να φάνε μισούσαν αυτούς που είχαν και αυτοί που είχαν φοβούνταν αυτούς που δεν είχαν. Έτσι άνθρωποι σαν την οικογένεια του συγγραφέα, που είχαν να φάνε αλλά φοβούνταν, πήγαν με αυτούς που τα είχαν όλα. Τάχθηκαν με τον Φράνκο και πήγαν στον πόλεμο επειδή νόμιζαν ότι υπερασπίζονται την πατρίδα τους. Ο ιδεαλιστής θείος Μένα μέθυσε «από τα φλογερά κηρύγματα για τον ρομαντισμό της μάχης και την εξαγνιστική ομορφιά του πολέμου» (σ. 139). Στρατεύτηκε νομίζοντας πως πολεμά για την οικογένεια, τον Θεό και την πατρίδα και πέθανε για τον Φράνκο και τους αριβίστες του. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, όλοι αυτοί δεν κέρδισαν τίποτα. «Άλλοι τα κονόμησαν και έφαγαν με χρυσά κουτάλια, αυτοί όμως όχι» (σ. 224). Και όμως, το αμείλικτο ερώτημα που του θέτει ο φίλος του σκηνοθέτης Νταβίδ Τρουέμπα παραμένει. «Εξάλλου για πες μου, είναι δυνατόν να είναι κανείς ευγενής και αγνός και ταυτόχρονα να αγωνίζεται για λάθος σκοπό;» (σ. 159). Μήπως τελικά στην Ιστορία δεν υπάρχουν δικαιολογίες αλλά μόνο αποτελέσματα; θα αναρωτιόμουν. Και θα διαφωνούσα με την ίδια μου την ερώτηση. Γιατί τελικά έχουν σημασία και οι προθέσεις, έστω κι αν με αυτές στρώνεται ο δρόμος προς τη δαντική κόλαση. Αυτό που έχει όμως καίρια σημασία είναι αν κάποιος αγωνίζεται για έναν άδικο ή για έναν δίκαιο σκοπό. Αυτό, νομίζω, που έχει αξία δεν είναι μόνο να πεθαίνεις για αξίες, αλλά και αυτές να είναι άξιες αυτού του θανάτου.
Ο αγώνας του θείου ήταν μάταιος σαν τον αγώνα του υπολοχαγού Ντόγκο; Αυτός είναι ο ήρωας στο βιβλίο του Ντίνο Μπουτζάτι, Η έρημος των Ταρτάρων (μετάφραση: Μαρία Οικονομίδου, Μεταίχμιο) που, διψασμένος για δόξα και μάχες, περιμένει μια ζωή τους Ταρτάρους να έρθουν, και αυτοί έρχονται μόνο όταν είναι πλέον γέρος και εκτός μάχης. Ή ήταν μάταιος, σαν τον θάνατο του νεαρού πρίγκιπα στο έργο του Ντανίλο Κις, Η εγκυκλοπαίδεια των νεκρών (μετάφραση: Μαρία Κεσίνη, Καστανιώτη); Αυτός πηγαίνει στην κρεμάλα ελπίζοντας στο ότι θα λάβει χάρη την τελευταία στιγμή, επειδή η μητέρα του του έδωσε τέτοια πληροφορία. Ο Θέρκας αναρωτιέται γιατί το έκανε. Γιατί ήθελε να αντιμετωπίσει ο γιος της τον θάνατο χωρίς φόβο ή για να μη ντροπιάσει λόγω του φόβου του την οικογένειά του την ώρα του θανάτου ή, τέλος, γιατί και η ίδια εξαπατήθηκε; Αυτό όμως που περισσότερο θλίβει τον Θέρκας είναι όχι μόνο το ότι ο θείος του πέθανε για έναν άδικο σκοπό, αλλά το ότι πέθανε παλεύοντας για συμφέροντα που δεν ήταν δικά του, ούτε της οικογένειάς του. Πέθανε για το τίποτα. Ο συγγραφέας αναρωτιέται γιατί ο θείος του, που είχε όλη τη ζωή μπροστά του, αλλά και ο παππούς του Χουάν Μένα που ήταν απλός μεροκαματιάρης πήγαν με τον Φράνκο. Και εδώ ρίχνει μια ανατρεπτική ματιά. Το έκαναν γιατί αυτοί, οι πτωχοί Μένα, αλλά και οι «πλούσιοι» Θέρκας, πάνω και από το βιοτικό τους επίπεδο έβαζαν την τάξη. Το κόμμα του «νόμου και της τάξης» είναι διαχρονικό και διεθνικό. Μια τάξη που κατ’ αυτούς διασάλευε και απειλούσε η Δημοκρατία. Βεβαίως, ο πόλεμος δεν έγινε μόνο για ιδανικά ή για φοβίες. Τότε σκότωναν για ψύλλου πήδημα, από μνησικακία, από ζήλεια, για δυο κουβέντες παραπάνω.
Ο θάνατος είναι βέβαιος
Ποιος όμως είναι τότε ο μονάρχης των σκιών; Όταν ο Οδυσσέας επισκέφτηκε στον Άδη τον Αχιλλέα, προσπάθησε να τον παρηγορήσει λέγοντάς του ότι αυτός πέθανε σαν ήρωας, ότι είχε έναν «όμορφο» θάνατο. Και ο Αχιλλέας του απάντησε πως θα προτιμούσε να ζούσε έστω και ως δούλος στον Πάνω Κόσμο, παρά να βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο και να είναι άρχοντας των σκιών. Πολλοί από τους νικητές «ήρωες» του Ισπανικού Εμφυλίου θα προτιμούσαν να ζουν, παρά να τους τιμούν οι άνθρωποι που εκμεταλλεύτηκαν τη θυσία τους για να κυριαρχήσουν στον Πάνω Κόσμο και οι ίδιοι να είναι άρχοντες των σκιών, ήρωες στον κόσμο των νεκρών. Ο συγγραφέας αναρωτιέται αν «η πρόσκαιρη ζωή της μνήμης δεν είναι η αιώνια ζωή, αλλά απλώς ένας εφήμερος θρύλος, ένα κενό υποκατάστατο της ζωής και ότι μονάχα ο θάνατος είναι βέβαιος» (σ. 325). Αλλά μήπως και αυτό δεν είναι σίγουρο;
Ο Μένα, πιστεύει ο ανιψιός του Θέρκας, δεν πέθανε έχοντας γνωρίσει μόνο την ευγενή και όμορφη παλιά αναπαράσταση του πολέμου, όπως αυτή στον πίνακα του Βελάσκεθ Η παράδοση της Μπρέντα, όπου οι ηττημένοι Ολλανδοί αντιμετωπίζονται με τιμές από τους νικητές Ισπανούς. Πιο κοντά στον θάνατο του Μένα είναι ο πίνακας του Γκόγια Εκτελέσεις της 3ης Μαΐου 1803 όπου τα ναπολεόντεια στρατεύματα εκτελούν ισπανούς πολίτες, και η σειρά 83 χαρακτικών του ιδίου με τίτλο «Συμφορές του πολέμου». Ο Μένα πέθανε το 1938 με τη σκέψη πως τούτος ο πόλεμος δεν ήταν αυτός που νόμιζε στην αρχή. Ο δεκαεννιάχρονος πέθανε χωρίς αμφιβολία για πολιτικά λάθος λόγους. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο και από ηθικής άποψης; Ο συγγραφέας δυσκολεύεται να απαντήσει θετικά ή αρνητικά σ’ αυτό το ερώτημα. Ούτε το ότι ο θάνατός του ήταν ένας «όμορφος» θάνατος, σαν αυτόν που ήταν το ηθικό ιδεώδες των αρχαίων Ελλήνων, είναι σε θέση να υποστηρίξει με κατηγορηματικό τρόπο. Για τον συγγραφέα ούτε είναι απολύτως αληθές πως την ιστορία τη γράφουν μόνο οι νικητές, αλλά ούτε είναι σίγουρο πως μόνο ο θάνατος είναι βέβαιος. Για το μόνο που ο συγγραφέας είναι κατηγορηματικός είναι πως τέτοιοι θάνατοι διευρύνουν τον κύκλο των ανθρώπων που μπορούν να κλάψουν για το ανθρώπινο δράμα της ζωής.
Θα ήταν μεγάλο σφάλμα να διαβαστεί αυτό το βιβλίο μόνο ως πολιτικό μυθιστόρημα. Αλλά επίσης σφάλμα θα ήταν να θεωρήσουμε ως άποψη του συγγραφέα την αναφορά του, ότι μόνο «ο θάνατος είναι βέβαιος» – ή, έστω, ο όμορφος θάνατος των ομηρικών επών. Ένα είναι βέβαιο. Τέτοια βιβλία γράφονται μόνο για να διευρύνουν τον κύκλο των ανθρώπων που μπορούν με σθένος να αντιμετωπίσουν το δράμα της ζωής (τους). Ο Θέρκας είναι ο συγγραφέας εκείνης της ζωής που αναζητεί την πηγή της στα όμορφα ιδανικά και όχι στις εφήμερες νίκες συμφερόντων. Γι’ αυτό έγραψε και αυτό το υπέροχο βιβλίο. Ένα βιβλίο για το πόσο χειρότεροι μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι στον πόλεμο απ’ όσο μπορούν να φανταστούν εκείνοι που δεν έχουν πάει. Ένα βιβλίο που ο συγγραφέας του εξομολογείται ότι του λείπει να είναι ερωτευμένος (σ. 165) και γράφει για τον πόλεμο για να εξορκίσει αυτή την απουσία. Διηγείται όμως αυτή την ιστορία όχι σαν ιστορικός, με την απαιτούμενη αποστασιοποίηση και ουδετερότητα, αλλά σαν «ιστορία μιας ιστορίας». Για το πώς δηλαδή αποφάσισε να τη διηγηθεί, όχι σαν αναζήτηση της αλήθειας αλλά σαν αναζήτηση του έρωτα για μια ζωή με αρχές και ιδανικά.
Η μετάφραση δεν κόβει σε κανένα σημείο τους γρήγορους ρυθμούς του βιβλίου, αντιθέτως το προσαρμόζει απόλυτα σε στρωτά και όμορφα ελληνικά. Οι εκδόσεις Πατάκη μάς χάρισαν άλλο ένα υπέροχο βιβλίο του Θέρκας.