Σύνδεση συνδρομητών

Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο του Νίκου Καζαντζάκη

Παρασκευή, 19 Μαρτίου 2021 22:42
1914. Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός στο Άγιον Όρος.
Αρχείο του Μουσείου Καζαντζάκη
1914. Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός στο Άγιον Όρος.

Νίκος Καζαντζάκης, Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1914. Ημερολόγιο, επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια: Χριστίνα Ντουνιά, Παρασκευή Βασιλειάδη, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, Ηράκλειο 2020,  144 σελ.

Το τελευταίο δίμηνο του 1914, ο Νίκος Καζαντζάκης με τη συντροφιά του Άγγελου Σικελιανού, τον οποίο έχει γνωρίσει λίγες μέρες πριν, αναχωρούν για το «Περιβόλι της Παναγίας», εφοδιασμένοι με συστατική επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου, που τους εξασφαλίζει πρόσβαση στα χειρόγραφα των Μονών. Το προσκυνηματικό αυτό ταξίδι, που ολοκληρώνεται τα Χριστούγεννα του 1914, μνημειώνουν οι δύο φίλοι, ο καθένας στο δικό του Ημερολόγιο. Του Σικελιανού είχε κυκλοφορήσει παλιότερα. Του Καζαντζάκη, μόλις κυκλοφόρησε. [ΤΒJ]

Αποτελεί γεγονός κάθε έκδοση νέου κειμένου του Νίκου Καζαντζάκη. Ο πλέον διαβασμένος και συζητημένος νεοέλληνας συγγραφέας έχει ακόμη πτυχές που παραμένουν ελάχιστα γνωστές στο αναγνωστικό κοινό και σχετικά ανεξερεύνητες από τους μελετητές – και μία απ’ αυτές είναι τα σημειωματάρια-ημερολόγιά του[1], που φυλάσσονται στο Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στη Μυρτιά (το Αρχείο του οποίου είναι ένα από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά αρχεία της Ελλάδας, με περισσότερα από πενήντα χιλιάδες τεκμήρια). Ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα σχετικά τεκμήρια είναι το Ημερολόγιο Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1914, το οποίο τώρα δημοσιεύεται αυτούσιο, σε μια καλαίσθητη έκδοση του Μουσείου Καζαντζάκη, με επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια της Χριστίνας Ντουνιά, καθηγήτριας νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και της Παρασκευής Βασιλειάδη, υποψήφιας διδάκτορος νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπεύθυνης Αρχείου του Μουσείου.

Το βιβλίο (με την εκδοτική φροντίδα της Βαρβάρας Τσάκα, διευθύντριας του Μουσείου Καζαντζάκη) απαρτίζεται από το «Προλογικό σημείωμα» του καθηγητή και Προέδρου του Δ.Σ. του Μουσείου Καζαντζάκη Μιχάλη Ταρουδάκη, την «Εισαγωγή» των δύο επιμελητριών της έκδοσης, τη μεταγραφή του καζαντζακικού Ημερολογίου και τον σχολιασμό του, καθώς και «Παράρτημα», όπου παρουσιάζονται επιλεγμένες σελίδες του Ημερολογίου, σκίτσα, επιστολικά δελτάρια και φωτογραφίες που σχετίζονται με την επίσκεψη του συγγραφέα στο Άγιον Όρος, σελίδες του Αγιορείτικου Ημερολογίου του Σικελιανού και σημειώσεις του Καζαντζάκη με τίτλο «Σικελιανός», που αναφέρονται στη γνωριμία και τη σχέση του με τον Σικελιανό.

 

Πρώτη επίσκεψη στο Άγιον Όρος

Το Ημερολόγιο Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1914 καλύπτει το πρώτο ταξίδι του Καζαντζάκη στο Άγιον Όρος, το οποίο ο συγγραφέας πραγματοποιεί το τελευταίο δίμηνο του 1914, με τη συντροφιά του Άγγελου Σικελιανού: οι δύο άντρες γνωρίζονται στα γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1914 και τρεις ημέρες αργότερα αναχωρούν για το «Περιβόλι της Παναγίας», εφοδιασμένοι με συστατική επιστολή του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθερίου Βενιζέλου, που τους εξασφαλίζει πρόσβαση στα χειρόγραφα των Μονών. Το προσκυνηματικό αυτό ταξίδι, που ολοκληρώνεται τα Χριστούγεννα του 1914, μνημειώνουν οι δύο φίλοι, ο καθένας στο δικό του Ημερολόγιο – το Ημερολόγιο του Σικελιανού φυλάσσεται στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης και έχει ήδη εκδοθεί το 1988 από το Ίδρυμα Ουράνη, με φιλολογική επιμέλεια της Ιωάννας Κωνσταντουλάκη-Χάντζου[2].

Στη λίαν κατατοπιστική και εμπεριστατωμένη εισαγωγή τους η Ντουνιά και η Βασιλειάδη επισημαίνουν ότι οι εγγραφές του αγιορείτικου Ημερολογίου του Καζαντζάκη αξιοποιούνται από τον συγγραφέα σε ένα ευρύ φάσμα κειμένων, το οποίο περιλαμβάνει: πέντε άρθρα (γραμμένα στη γαλλική γλώσσα) που δημοσιεύονται στην εφημερίδα Messager dAthènes το 1915, τρία κείμενα στο περιοδικό Νεολαία το 1939, ένα συγκινητικό κεφάλαιο στην αυτοβιογραφική Αναφορά στον Γκρέκο, με τίτλο «Ο φίλος μου ο ποιητής – Άγιον Όρος», τις τραγωδίες Νικηφόρος Φωκάς και Χριστός, τα μυθιστορήματα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Οι αδερφοφάδες και Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, το πολύ ιδιαίτερο Συμπόσιον και τα ταξιδιωτικά κείμενά του (σ. xx-xxii). Οι δύο μελετήτριες σημειώνουν ότι ο τίτλος της έκδοσης δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Καζαντζάκης έχει σημειώσει με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα που χρησιμοποιεί για τις υπογραμμίσεις του, στην πρώτη σελίδα του οδοιπορικού, τον τίτλο «Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1944» (σ. xxiv)· επιπλέον, αιτιολογούν διεξοδικά τις –πολύ προσεγμένες– εκδοτικές τους επιλογές (πολύ επιτυχημένη η προσπάθεια διατήρησης στοιχείων που ανακαλούν το «αρχικό κείμενο», όπως η αρχική σελιδοποίηση του χειρογράφου, και χρησιμότατη η επισήμανση λέξεων ή φράσεων που είναι υπογραμμισμένες ή γραμμένες με διαφορετικά υλικά γραφής πέρα από το μολύβι), παραθέτουν αναλυτικό κατάλογο με τις ελάχιστες αναγκαίες ορθογραφικές επεμβάσεις στο καζαντζακικό κείμενο (σ. xxx-xxxiii) και δίνουν έμφαση στο ζήτημα της χρονολόγησης του χειρογράφου, σημειώνοντας εύστοχα ότι «το Ημερολόγιο συνιστά ένα είδος παλίμψηστου διαφορετικών γραφών και απαιτείται προσοχή για να εκτιμηθούν τυχόν μεταγενέστερες επεμβάσεις στο χειρόγραφο» (σ. xxiv).

Το Ημερολόγιο αποτυπώνει όλους τους σταθμούς του ταξιδιού του Καζαντζάκη και του Σικελιανού από τις 14 Νοεμβρίου 1914 ώς τις 25 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Από τις συχνά λακωνικές αλλά πάντα ουσιαστικές εγγραφές παρελαύνουν ονόματα μονών στις οποίες οι δύο φίλοι διαμένουν, ονόματα και χαρακτήρες μοναχών, τοιχογραφίες, εικόνες, χειρόγραφα, τοπία, παραθέματα από πατερικά κείμενα και λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα. Ο 31χρονος τότε διανοούμενος βιώνει και μνημειώνει το ταξίδι του ως μιαν ευκαιρία ενδοσκόπησης, ως ένα σημαντικό βήμα στη μακρόχρονη και συχνά επώδυνη ιδεολογική του περιπλάνηση, ως μιαν αφορμή για να έρθει σε στενότερη επαφή με τη βυζαντινή τέχνη, αλλά και ως μιαν αφετηρία για να διαλογιστεί πάνω στη μελλοντική δημιουργία του.

Ειδικά το τελευταίο θέμα, αυτό της άντλησης έμπνευσης από τις παραστάσεις του προσκυνηματικού ταξιδιού για ένα μελλοντικό «έργο ζωής» που θα αγκαλιάζει την ανθρωπότητα και θα συνενώνει τρεις συμβολικές μορφές, τον Διόνυσο, τον Χριστό και το αινιγματικό Θα, εμφανίζεται σταθερά στις ημερολογιακές σημειώσεις του Καζαντζάκη. Η αγωνία του είναι να συγκεραστούν οι τρεις μορφές σε έναν μύθο: η πρώτη μορφή αντιπροσωπεύει την ανθρώπινη ψυχή που στη νεότητά της χαίρεται και ανακαλύπτει τα πάντα, η δεύτερη αποτυπώνει την ανθρώπινη ψυχή που σε ηλικία τριάντα τριών ετών (όσα και τα χρόνια του Χριστού) αποζητά την αιωνιότητα και η τρίτη την ανθρώπινη ψυχή που στην ωριμότητά της ανακαλύπτει την αθανασία (σ. 72). Και σε άλλες εγγραφές ο Διόνυσος και ο Χριστός ταυτίζονται με την αρχαία και τη βυζαντινή ψυχή της ελληνικής ράτσας, ενώ το Θα ταυτίζεται με τη νέα θρησκεία (σ. 73) και βρίσκεται «υπεράνω χρόνου» (σ. 69). Αυτές οι σημειώσεις για την πλατιά, φιλόδοξη σύνθεση που οραματίζεται ο Καζαντζάκης ανακαλούν, όπως βάσιμα υπογραμμίζουν η Ντουνιά και η Βασιλειάδη στην εισαγωγή τους, την Οδύσεια, το έργο ζωής που αρχίζει να γράφει μια δεκαετία αργότερα (σ. xxv).

Ο συγγραφέας, επίσης, προσφέρει έξοχες εικόνες της ζωής των μοναχών του Όρους. Για παράδειγμα, δίνει μια γλαφυρή περιγραφή της τελετουργίας του δείπνου στη μονή Καρακάλλου, όπου κυριαρχούν η σιωπή και η βραδύτητα:

Βράδυ· δειπνούν όλοι οι μοναχοί σιωπηλοί. Ο Ηγούμενος στην κορφή τραπέζης με το Χριστό αδυσώπητο αποπάνω. Σιγή βαθιά και τάξη· μόνον οι γάτοι λεύτεροι πηγαίνουν κι έρχουνται. Ένας βαρύς ρυθμός οδηγεί τα πάντα κι η επιβαλλόμενη σιγή γίνεται απροσπάθεια αρετής και λευτερίας. (σ. 35)

Ταυτόχρονα, προσφέρει και μεμονωμένα πορτρέτα μοναχών, δίνοντας μέσα σε μια σύντομη παράγραφο τα βασικά χαρακτηριστικά τους, όπως κάνει συχνά και με διάφορους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του: «Αχ! Ο Φιλήμων, τι σβέλτο κορμί, σα δαμασκί σπαθί, σαν άγγελος όλο φλόγα. Χαίρεται στη διακονία, τι ευπείθεια χαρά και δεν μπορεί να κρατήσει το γέλιο…» (σ. 28). Και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, θεωρεί ότι η μοναστική ζωή, παρά τις όποιες αρνητικές πτυχές της (την έλλειψη μόρφωσης και την ανηθικότητά της), είναι ανώτερη από την κοινωνική (σ. 9).

Περιγραφές του αγιορείτικου τοπίου προαναγγέλλουν τις λαμπρές ταξιδιωτικές σελίδες του Καζαντζάκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναφορά στον περιβάλλοντα χώρο της μονής Μεγίστης Λαύρας:

Ποτέ δε θα ξεχάσω τη μυρωδιά από μουσμουλιές φυτεμένες μπρος στη Βιβλιοθήκη την ώρα που μας άνοιγαν να δούμε τα σκωληκοφαγωμένα κιτάπια.

Κι έπειτα τον περίπατό μας στο χλοησμένο κάμπο, στον ήλιο. Η γη εμύριζε, μαργαρίτες λευκές και ακρίδες. Ελιές, νερά πέφταν δεξιά μας και κάτω η θάλασσα εκυμάτιζε αλαφρά και σαν γλάροι αλαφροσπούσαν βαθιά τα κυματάκια.

Κυπαρίσσα στη γραμμή φαινόνταν μπρος στο πέλαγο και κάτω δεξιά ένας βυζαντινός πύργος. (σ. 46)

 

Η των ονομάτων επίσκεψις

Παράλληλα, στις σημειώσεις του Καζαντζάκη διαπλέκονται γοητευτικά δημιουργοί όλων των εποχών: ο συγγραφέας ενθουσιάζεται με τις ευλαβικές αγιογραφίες του Μανουήλ Πανσέληνου (σ. 19, 40, 57, 79), που αντιπροσωπεύουν «όλο το Βυζάντιο» (σ. 40), μνημονεύει με σεβασμό τον Διονύσιο Σολωμό (για την ακριβολογία του στον καθορισμό της τέχνης του, σ. 33), ξεχωρίζει τον «βαθύ, πλατύ, γαλήνιο και ισορροπημένο» Έρωτα ως τον μόνο δρόμο στη δημιουργία (αναφέροντας ως παραδείγματα τον Πλάτωνα, τον Dante, τον Beethoven και τον Rodin, σ. 54), συλλογίζεται τον Dante ως πρότυπο του μεγάλου έργου που φιλοδοξεί να συνθέσει (σ. 73), εκθειάζει ένα αντίγραφο του φημισμένου πίνακα «Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής» του Leonardo Da Vinci (σ. 89).

Επιπρόσθετα, και η φιλοσοφική σκέψη του νεαρού διανοούμενου αναδύεται από τις σελίδες του ημερολογίου. Έτσι σχεδιάζει την ιδανική προσωπική βιβλιοθήκη του (που περιλαμβάνει τον Χριστό, τον Βούδα, τον Μωυσή, τον Bergson, τον Eücken και τον Nietzsche, σ. 37). Ο Bergson είναι παρών όχι μόνο στην προαναφερθείσα ιδανική βιβλιοθήκη, αλλά και ως μοντέλο για την επαναδιατύπωση της χριστιανικής θρησκείας (σ. 85). Μνημονεύονται, επίσης, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, πρωτεργάτης της αναβίωσης της ελληνικής παιδείας στη Δυτική Ευρώπη (σ. 14), ο μαθητής του Βησσαρίων (σ. 13), ο Μάρκος Αυρήλιος (σ. 55).

Ίσως το πιο συγκινητικό και γοητευτικό σημείο του Ημερολογίου αυτού είναι οι σημειώσεις του Καζαντζάκη για ένα βιβλίο που θα μνημειώνει την επίσκεψη τη δική του και του Σικελιανού στο Άγιον Όρος, ένα βιβλίο το οποίο οραματίζεται σαν το Les Cathédrales του Auguste Rodin, που μόλις έχει εκδοθεί στη Γαλλία. Το συγκεκριμένο απόσπασμα –με  συχνή χρήση πρώτου πληθυντικού προσώπου– υπενθυμίζει ότι σε αυτό το ταξίδι «δένεται» η φιλία του με τον Σικελιανό, καθώς οι δύο άντρες αποκτούν εμπειρίες ζωής και συζητούν για τα κοινά τους οράματα και τις πνευματικές ανησυχίες τους, προτάσσοντας πάντοτε την ψυχή:

Ένα βιβλίο όπως οι Cathédrales του Rodin. Το πνευματικό μας προσκύνημα στο Άγιον Όρος.

Πώς εζήσαμε τη ράτσα μας, την πίστη των πατέρων, πώς υψώσαμε παντού την ψυχή, πώς εχαιρετίσαμε τη ζωή που υψώνεται, σα σαΐτα της θείας χάρης προς τα ουράνια.

Η τέχνη, η πίστη που οδήγησε τα φρένα του ζωγράφου, του αρχιτέχτονα, του μουσικού, του ξυλοσκαλιστή.

Η πίστη θρησκεία που υψώνει τα πάντα.

Πώς διαβάζαμε Dante, Boudha, Ευαγγέλιο.

Πώς μιλούσαμε για την Ελλάδα και τη ζωή.

Η Παναγία, ο Χριστός, οι Αγγέλοι.

Η φύση, ο αμόλευτος από γυναίκες αέρας. (σ. 98)

Η φιλία των δύο αντρών, άλλωστε, ήδη από τις πρώτες σελίδες του ημερολογίου, περιβάλλεται από μιαν αχλύ εξιδανίκευσης και το αγιορείτικο ταξίδι τους προβάλλεται ως μια υψηλή και ιερή αποστολή, στην οποία υποτάσσονται οι πάντες και τα πάντα:

Δυο νέοι εξεκίνησαν μαζί να ποτιστούν της πιο ευγενικής και πλούσιας ράτσας των ανθρώπων, εξεκίνησαν να ποτιστούν με τη βυζαντινή εποχή και να ζήσουν ό,τι οι πατέρες τους έζησαν σε δόξα και θλίψη και ανάσταση.

Και όλα, θάλασσα, γη, άνθρωποι, υποτάχτηκαν στην ιερότητα της αποστολής τους. (σ. 12)

Πολύτιμη συμβολή στον χώρο των καζαντζακικών σπουδών, υποστηριγμένη από την άρτια φιλολογική επιμέλεια και το μεστό εισαγωγικό σημείωμα των Ντουνιά-Βασιλειάδη, θησαυρός πληροφοριών για τον στοχασμό και τα διαβάσματα του διασημότερου Έλληνα συγγραφέα στα νεανικά του χρόνια, το Ημερολόγιο Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1914 αποτελεί μια πολύ φροντισμένη και χρηστική έκδοση, που προσφέρει ερεθίσματα στον αναγνώστη για ένα συνολικό ξανακοίταγμα του δημιουργού του Ζορμπά.

 

[1] Για τη σημασία των ημερολογίων του Καζαντζάκη, βλ. Παντελής Πρεβελάκης, «Συμβολή στη χρονογραφία του βίου του», Νέα Εστία, τχ. 779 (25 Δεκεμβρίου 1959), σ. 2-30: 3· Peter Bien, Η πολιτική του πνεύματος, τόμ. Α΄, μτφρ. Ασπασία Δ. Λαμπρινίδου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001, σ. xii.

[2] Άγγελος Σικελιανός, Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο, εισαγωγή - φιλολογική επιμέλεια: Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, Ακαδημία Αθηνών, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1988.

Θανάσης Αγάθος

Αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: Από το "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" στο "Zorba the Greek" (2007), Η εποχή του μυθιστορήματος (2014), Η κινηματογραφική όψη του Γρηγορίου Ξενοπούλου (2016), Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο (2017), Ο Άγγελος Τερζάκης και ο κινηματογράφος (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.