Ο Σολάλ, το αριστούργημα του Αλμπέρ Κοέν, που μόλις κυκλοφόρησε σε έξοχη μετάφραση της Οντέτ Βαρών-Βασάρ από τις εκδόσεις Εξάντας, είναι το μυθιστόρημα της αμφιθυμίας. Ένα μεγαλειώδες έργο με επίκεντρο τον «ηλιακό» ήρωα Σολάλ, «ωραίο σαν κολασμένο αρχάγγελο», δύναμη της φύσης, αρχέτυπο του ήρωα που ξεκινάει το ταξίδι του με την ιερή απληστία εκείνου που θέλει όλα να τα δει και όλα να τα γευτεί, χωρίς ποτέ να καταφέρει να υπερβεί την εσωτερική αντίφαση, τη αδήριτη αναστολή που τον κατακαίει: την εβραϊκή καταγωγή του. Γραμμένο το 1930, μυθιστόρημα μαθητείας που εξελίσσεται ως ερωτικό ρομάντζο και καταλήγει ως ποιητική αλληγορία, το Σολάλ αντλεί τη δραματική του ένταση από τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κόσμους: την εβραϊκή κοινότητα από την οποία κατάγεται ο ήρωας, και τη Δύση προς την οποία τον ωθεί η ακαταμάχητη ορμή του προς την περιπέτεια. Ο ήρωας βιώνει έναν ανυπόφορο μετεωρισμό ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους, μια οδυνηρή ταλάντωση ανάμεσα στη δύναμη, την ομορφιά, την υλική ευημερία, την τύχη, τις ευκαιρίες που επιφυλάσσει η Δύση και την καρδιά, την αθωότητα, την ποίηση, την αφοσίωση στην οικογένεια, την κοινοτική αλληλεγγύη που χαρακτηρίζουν τον εβραϊσμό. Ανήμπορος να διαλέξει ανάμεσα στη Λογική και την Πίστη, την Ανατολή των προγόνων του και τη Δύση των φιλοδοξιών του, τον Έρωτα και το Θάνατο, ο Σολάλ είναι μια τραγική μορφή, ένας «παθιασμένος του απόλυτου», καταδικασμένος να κυνηγάει αδιάκοπα το ανέφικτο.
Η ποιητική της περιπέτειας
Πρώτο βιβλίο της άτυπης τετραλογίας του Αλμπέρ Κοέν την οποία οι εκδόσεις Gallimard εξέδωσαν πρόσφατα σε ένα τόμο 1.664 σελίδων, στη σειρά Quatro, με εισαγωγή και σημειώσεις του Φιλίπ Ζαρ υπό τον τίτλο Solal et les Solals (Ο Σολάλ και οι Σολάλ) [εκτός από τον Σολάλ, 1930, ο τόμος περιλαμβάνει τα έργα Mangeclous (Καρφοχάφτης, 1938), Belle du Seigneur (Η ωραία του Κυρίου, 1968) και Les Valeureux (Oι Γενναίοι, του 1969)], το βιβλίο είναι θεμελιωμένο στην ποιητική της περιπέτειας. Γραμμένο με επική ορμή, λυρική λεπτότητα, βέβηλο χιούμορ, είναι μια καινοτόμος σύνθεση που εισάγει το μοντερνισμό στη μυθιστορία, ιδίως μέσα από την πυκνή χρήση των εσωτερικών μονολόγων που εισβάλλουν στο κείμενο χωρίς ωστόσο, όπως στον Τζόυς, να καταργήσουν τη ρομαντική περιπέτεια. Η περιπέτεια εδώ μεταφράζεται στα διαδοχικά βήματα της κοινωνικής ανόδου του Σολάλ. Γόνος παλιάς οικογένειας ραβίνων από την Κεφαλονιά, αγαπημένος ανιψιός του «μικρούλη θείου» μέλους της ομάδας των πέντε σαματατζήδων συγγενών που πλαισιώνουν τον ήρωα, πέντε καρναβαλικών μορφών που αποκαλούνται «Γενναίοι» και λειτουργούν ως χορός του δράματος, ο ωραίος Σολάλ θα ξεκινήσει από χαμηλά και θα εκτοξευτεί στα ανώτατα αξιώματα, φτάνοντας από γραμματέας γερουσιαστή να γίνει σοσιαλιστής βουλευτής και πολύ σύντομα υπουργός – μια άνοδος που επισυμβαίνει μαγικά, σε πείσμα οποιουδήποτε ρεαλισμού.
Οι μελετητές του έργου του Αλμπέρ Κοέν έχουν εντοπίσει δύο πρότυπα που διαπερνούν την αφήγηση, αν και, όπως έχει επισημάνει ο καθηγητής ρωμανικών γλωσσών και γαλλικής λογοτεχνίας Τζακ Αμπεκασίς, ο Κοέν αντλεί μάλλον από τις βιβλικές ιστορίες που κινούνται πάνω στο δίπολο απόκρυψη ταυτότητας/αφομοίωση χωρίς απεμπόλησή της, όπως είναι το Βιβλίο της Εσθήρ.
Θυμίζω ότι η Εσθήρ είναι η Εβραιοπούλα που έγινε βασίλισσα των Περσών και κατάφερε να αποτρέψει τη σφαγή των συμπατριωτών της – μια ιστορία με ιδιαίτερο συμβολισμό για τους σεφαραδίτες Εβραίους που κατάγονται από προγόνους οι οποίοι, όπως και η Εσθήρ, αναγκάστηκαν να κρύβουν την ταυτότητά τους για να γλιτώσουν τις διώξεις της Ιεράς Εξέτασης. Ωστόσο, οι ανεξοικείωτοι προς την Τανάκ, την εβραϊκή Βίβλο, σχολιαστές του Σολάλ επιμείνουν περισσότερο στις συγγένειες του βιβλίου με τις Εξομολογήσεις του Ζαν Ζακ Ρουσώ ή το Κόκκινο και το Μαύρο του Σταντάλ, όπου το κοινωνικό σχήμα είναι παρόμοιο με αυτό που αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα του Κοέν: ένας παρίας ανέρχεται μέσα στην κλειστή κοινωνία της ανώτερης τάξης.
Πράγματι, ο Σολάλ θα μπορούσε κάλλιστα να πει, όπως ο Ρουσώ: «Δεν μοιάζω με κανέναν από τους ανθρώπους που γνώρισα· αν δεν είμαι καλύτερος, είμαι οπωσδήποτε αλλιώτικος». Δεν είναι τυχαίο που θα διατρανώσει τον δεσμό του με τους κατατρεγμένους, τους αποσυνάγωγους, τους διαφορετικούς, μπροστά «στο επίσημο, ρωμαϊκό άγαλμα του περιπλανώμενου, του κυνηγημένου από τους αξιωματικούς». «Ζαν Ζακ Ρουσώ πάω χαμένος», θα ψιθυρίσει στο άγαλμα, όταν προσαράζει στη Γενεύη χωρίς δεκάρα, σε αναζήτηση όχι απλώς της ερωμένης την οποία ο ίδιος παρέσυρε σε φυγή και στη συνέχεια εγκατέλειψε, αλλά του απροσδόκητου, αυτού που τόσο αδημονεί να το συναντήσει αλλά που όταν έρχεται τον κάνει να πλήττει.
Όμως ο Σολάλ δεν μοιάζει με τους μπαλζακικούς ήρωες που φεύγουν από την επαρχία για να κατακτήσουν την πρωτεύουσα μέσω ερωτικών ανδραγαθημάτων και αθέμιτων μεθοδεύσεων· δεν είναι Ραστινιάκ ούτε και Ζυλιέν Σορέλ. Μπορεί η ταξική διαφορά να λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη για τον Σολάλ, όπως και για τον Σορέλ στο Κόκκινο και το Μαύρο, όμως ο ιουδαίος τυχοδιώκτης ελάχιστα ανταποκρίνεται στο στερεότυπο της φυγής προς την πρωτεύουσα του ονειροπόλου νεαρού επαρχιώτη. Ο Σολάλ δεν έχει υποστηρικτές, φίλους, πατρίδα:
Δεν γνωρίζω κανέναν εδώ. Ούτε στο Παρίσι γνωρίζω κανέναν, εξάλλου. Ξέρεις τι είπε ο Πασκάλ σας: «Η ευγενής καταγωγή είναι μεγάλο πλεονέκτημα που κάνει έναν άντρα γνωστό κι αξιοσέβαστο από τα δεκαοχτώ του, όπως θα το κατόρθωνε κάποιος άλλος στα πενήντα του. Είναι τριάντα χρόνια εύκολα κερδισμένα». Κερδίζουν όλοι χρόνια. Έχουν πατεράδες στρογγυλοκαθισμένους ή φίλους. Πάντως μια πατρίδα.
Η ταυτότητα
Η ειρωνεία αποδυναμώνει το στερεότυπο. Ο Ζυλιέν Σορέλ, γεμάτος θαυμασμό για τα ιδεώδη του Ναπολέοντα, λαχταράει να ξεφύγει από τα δεσμά της φτωχής του καταγωγής και να κατακτήσει την καταξίωση και τον πλούτο στην παρακμιακή γαλλική κοινωνία της Παλινόρθωσης των Βουρβόνων. Ο Σολάλ δεν είναι το ίδιο. Μπορεί η αλματώδης εξέλιξη της πολιτικής του καριέρας, μπροστά στην ορμή της οποίας καταπίπτουν όλα τα εμπόδια με εξαιρετική ευκολία, να μας τον θυμίζει, όμως αυτό που ενδιαφέρει τον Αλμπέρ Κοέν δεν είναι η κοινωνική άνοδος του Σολάλ. Η πολιτική, στην οποία εμπλέκεται ο ήρωάς του, κλιμακώνεται όπως ο έρωτας – σφοδρή επιθυμία, κατάκτηση, απόλαυση, εξάντληση. Γι’ αυτό και είναι αδύνατον να καλύψει το αδηφάγο ανικανοποίητο του Σολάλ, όπως δεν μπορεί να το καλύψει ούτε ο έρωτας, παρά τη συνεχή παρουσία του στη ζωή του. Ο Σολάλ περιφρονεί την κοινωνική του άνοδο, όσο ακριβώς την επιθυμεί. Ένας κανόνας ορίζει τη ζωή του: το δέλεαρ της αποτυχίας. Μια ακαταμάχητη έλξη για την άβυσσο, που δυναμιτίζει την κοινωνική περιπέτεια και τη γραμμική του ανέλιξη. Μόνο προσωρινό μπορεί να είναι γι’ αυτόν το κοινωνικό παιχνίδι, αφού ο ίδιος εκπέμπει τη διαφορά και την υπερβολή από όλους του τους πόρους. Ξένος παντού, ακόμη και στο κρεβάτι της αγαπημένης του –της ερωτευμένης γυναίκας που είναι η μόνη πραγματική γέφυρα με τη Δύση, αφού με την αγάπη της καταργεί και υπερβαίνει τον αντισημιτισμό–, ο Σολάλ δεν ανήκει πουθενά.
Ο κύριος, βέβαια, παράγων αυτής της αίσθησης του μη ανήκειν είναι η εβραϊκότητά του. Ο Σολάλ απεχθάνεται και ταυτόχρονα μισεί τον Εβραίο μέσα του. Ντρέπεται για τους οικείους του και συνάμα νιώθει ενοχή απέναντί τους· τους αποκηρύσσει, γίνεται ώς και υβριστής, όπως όταν σχηματίζει μπροστά στο ραβίνο πατέρα του το σημείο του σταυρού για να επικυρώσει την αποκοπή του από την κοινότητα, και ταυτόχρονα ξαναγυρίζει αδιάκοπα στους κόλπους της με τίμημα την απώλεια όσων έχει κερδίσει προσωρινά με την «προδοσία» του. Από την αρχή, ο Σολάλ γνωρίζει ότι για να επιβιώσει στον κόσμο που τόσο λαχταράει να κατακτήσει (αφού, βέβαια, έχει πρώτα κατακτήσει τις γυναίκες του) πρέπει να γίνει Γάλλος. Ένα επίθετο είναι, ένας χαρακτηρισμός, όμως ανοίγει τις πύλες της γλώσσας μέσα από τις οποίες διεισδύουν κατά κύματα η ιδεολογία και το φαντασιακό. Όταν επιτέλους ο πατέρας της αγαπημένης του του φέρνει το έγγραφο της πολιτογράφησής του, ο Σολάλ «κοιτάζεται προσεκτικά στον καθρέφτη για να δει με τι έμοιαζε ένας Γαλάτης», ή μάλλον τι σημαίνει να εγκαταλείψεις την απροκάλυπτη ετερότητα του Εβραίου προς χάριν μιας ανησυχητικής «δίχως διφορούμενα» ενοποίησης με την κοινωνία της υποδοχής. Πώς μπορεί όμως να γίνει «καθαρός Γάλλος» ένας Εβραίος με τόσο βαριά κληρονομιά; Είναι δυνατή η αφομοίωση, η συμφιλίωση Εβραίου και Δυτικού στο ίδιο πρόσωπο;
Μέσα από τον Σολάλ, ο Αλμπέρ Κοέν μιλάει για την διττή ταυτότητα, για το διχασμό ανάμεσα στο εκεί και στο εδώ, στο πριν και στο μετά, για την αδυνατότητα της πλήρους αφομοίωσης, συναντώντας, από άλλο δρόμο, τον Γιόζεφ Ροτ και το μυθιστόρημά του, Ιώβ, που κυκλοφόρησε επίσης το 1930, όπου η προσπάθεια για ενσωμάτωση στη Δύση επισύρει τη μοναξιά και το θάνατο, την απώλεια της πίστης και της ταυτότητας. Όμως, αντίθετα με ορισμένους ήρωες όπως ο Άαρον Γκρέιντιγκερ στην Σώσα του Ι.Μπ. Σίνγκερ που αντί να φύγει για την Αμερική επιλέγει, παραμονές του Ολοκαυτώματος, να ξαναγυρίσει στο γκέτο ξαναβρίσκοντας την αγαπημένη των παιδικών του χρόνων και την παρηγορητική τρυφερότητα της κοινότητας, ο Σολάλ θα φτάσει στο τέλος της δοκιμασίας του, αυτόχειρας και νεκραναστημένος, όχι για να επανενταχθεί, αλλά για να ταυτιστεί απόλυτα με τον περιπλανώμενο Ιουδαίο, «τον κυνηγημένο, τον λεπρό, τον εξόριστο, τον σημαδεμένο». Η πορεία προς την αφομοίωσή του τον έχει οδηγήσει πολύ μακριά, τον έχει κάνει να απεκδυθεί όλα όσα τον συνιστούσαν. Ματωμένος, εξευτελισμένος, σαν άλλος Ιησούς Χριστός στον Γολγοθά του, θα αυτοκτονήσει και θα νεκραναστηθεί, για να αναδυθεί ως ο υπέρτατος ήρωας, έτοιμος να οδεύσει «προς το αύριο και τη θαυμάσια ήττα του».