Ο κύπριος συγγραφέας Σταύρος Χριστοδούλου δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Το μυθιστόρημά του Hotel National, που κυκλοφόρησε δυο χρόνια νωρίτερα από τις εκδόσεις Καλέντη, είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού για έναν νέο συγγραφέα με σημαντική δημοσιογραφική πορεία σε εφημερίδες και περιοδικά της Κύπρου. Επιστρέφοντας φέτος από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο ίδιος άνθρωπος επιχειρεί να μας ταράξει με ένα καθαρόαιμο noir, ή μάλλον με κάτι που υπερβαίνει το noir, πράγμα καθόλου ιερόσυλο ή εκκεντρικό.
Με μίτο την απόλυτη συγγραφική σιγουριά που είναι αισθητή σε κάθε αράδα του βιβλίου, ο αναγνώστης αποκλείεται να χάσει τον δρόμο του, η πλοήγηση δεν είναι πάντως εύκολη. Πριν παρεισφρήσει κανείς θα πρέπει προηγουμένως να έχει αφήσει τα παπούτσια του έξω από τον αφηγηματικό αυτό λαβύρινθο γιατί, με τις έτοιμες παραδοχές και με τις λίγες ή πολλές απαιτήσεις που έχουμε από την αστυνομική λογοτεχνία, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν παραχωρεί την αλήθεια του. Χρειάζονται αντοχές για να μπεις στα σκοτάδια του και, πηδώντας από αρμό σε αρμό, να συναρμολογήσεις τα πολλά μοτίβα του και να δεις πανοραμικά τη μεγάλη ιστορία του.
Αποτίοντας τα δέοντα στην αστυνομική λογοτεχνία, το πρώτο που έβαλα καλά στο μυαλό μου γράφοντας αυτό το σημείωμα ήταν να προσέξω να μη σας μαρτυρήσω τον δολοφόνο. Να μην παρασυρθώ καν σε σπόντες και υπονοούμενα, στους ωραίους πειρασμούς που σε υποβάλλει συχνά το είδος. Όμως όχι. Ο Σταύρος Χριστοδούλου δεν σου αφήνει καμία ευκολία απ’ αυτές που ήξερες. Αποσύροντας και επανεμφανίζοντας δυνητικούς υπόπτους δεν «φουσκώνει» την ιστορία του ροκανίζοντας σελίδες, αφηγηματικό χρόνο και ακρίβεια. Απεναντίας, πυκνώνει το θέμα του, βαθαίνει τις αιτίες, μπλέκει το πιθανό με το απίθανο έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα μπλεγμένα. Ας κλέψουμε μερικές εικόνες, ας φτιάξουμε ένα τρέιλερ.
Το τρέιλερ μιας αστυνομικής πλοκής
Βουδαπέστη: Μέσα στο φαρμακερό κρύο, τέλη της ενδιάμεσης δεκαετίας του 1980 που προετοιμάζει μια αδιευκρίνιστων προθέσεων νέα εποχή για την Ευρώπη , ένα αγόρι μένει πεντάρφανο πριν καλά καλά γεννηθεί. Και ο ποταμός παγώνει, γίνεται γλιστερή λεωφόρος προς τις χώρες του Νότου, κατάλληλη μόνον για παράταιρους και απελπισμένους.
2012, Αθήνα, οδός Λυκαβηττού: Ένας παλιάς κοπής θυρωρός και η σύζυγός του συζητούν για το φονικό του εβδόμου ορόφου. Ο νεκρός, ένας sui generis καλλιτέχνης. Ο αστυνομικός, μια παλιά καραβάνα της υπηρεσίας που, μαζί με τα παλιά αντανακλαστικά του, χάνει σιγα σιγά τις αντιστάσεις του απέναντι στη Χρυσή Αυγή. Ο ρεπόρτερ, μια επίσης παλιά καραβάνα των εφημεριδάδων που στις μέρες μας γίνονται όλο και λιγότεροι. Ο θυρωρός θ’ ανοίξει πρόθυμα το τεφτέρι του, τα «μαύρα κατάστιχα» όπως τα λέει, εκεί που από πλήξη ή από ψυχαναγκασμό καταγράφει κάθε μέρα τα σούρτα-φέρτα στα διαμερίσματα της επικράτειάς του με ακρίβεια δευτερολέπτου. Και το μυστήριο, αντί να διαλευκανθεί, θα σκαλώσει σαν ξεχαρβαλωμένο ασανσέρ ανάμεσα στους ορόφους, θα γίνει σκιά που κατεβαίνει κουτρουβαλώντας τις φιδωτές μαρμάρινες σκάλες. Αν όχι αυτός ή εκείνος, τότε ποιος το έκανε; Και κυρίως, γιατί; Αναζητώντας αυτουργό και κίνητρα θα μπούμε σε καταστάσεις και σύμπαντα που δεν θα θέλαμε να ξέρουμε. Μήπως φταις λίγο κι εσύ που κάνεις τον ανήξερο;
Μοιράζεται η ενοχή; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο συγγραφέας τα καταφέρνει να φύγουμε από το βιβλίο όλοι μας, λίγο έως πολύ ένοχοι. Όχι επειδή ξέραμε αλλά επειδή δεν ξέραμε ότι…
Ότι ένα αγόρι από τη Βουδαπέστη που βγάζει τα προς το ζην στις πιάτσες του αγοραίου έρωτα και στα καταγώγια της Αθήνας είναι δυνατόν να είναι ταυτόχρονα τρελά ερωτευμένο με ένα κορίτσι από σπίτι και το κορίτσι από σπίτι να τον αγαπά κι εκείνο, κλείνοντας (ή μισοκλείνοντας) τα μάτια του σε ό,τι αφορά τις παράλληλες δραστηριότητές του. Το θέμα είναι ότι, με μάτια κλειστά ή και ανοιχτά, συνεχίζουν να ονειρεύονται μαζί και θα συνεχίσουν μέχρι τέλους, ναι αυτό θέλω να σας το αποκαλύψω, γιατί…
Γιατί εντωμεταξύ θα έχουμε εισπνεύσει την κλεισούρα, την αποφορά και τους αλκοολικούς δακτυλίους από τα υπόγεια μπαρ της Αθήνας, το άβατο των απόκληρων οι οποίοι όμως έχουν βρει μια τρύπα να λατρέψουν συφοριασμένους θεούς, δαίμονες και έρωτες που στον ατμοσφαιρικό αέρα διαλύονται και γίνονται άφαντοι μέχρι να βρουν χώρο κατάλληλο για να ανακτήσουν σώμα, επιθυμίες και αντοχές. Να ξαναβρούν ομοίους και να ξεκόψουν απ’ αυτούς όπως…
Όπως ο άνθρωπος που θα απορροφήσει την ενοχή και θα αναλάβει την ευθύνη. Το ’κανε; Δεν το ’κανε; Κι αν δεν το ’κανε τότε γιατί κάνει σαν να το έχει κάνει; Να μια καλή ερώτηση, στην πραγματικότητα το ζουμί του βιβλίου, που θα σας συνοδεύσει και μετά την τελευταία σελίδα. Μια άλλη ανάγνωση της νέας ευρωπαϊκής κοινωνίας που είναι τόσο μαύρη όσο το noir μυθιστόρημα όταν πατάει στα κάρβουνα και δεν κόβει δρόμο προς την ωραία και ανακουφιστική του πεπατημένη.