«Τον ρώτησα κάποτε αν τον αγαπούσε η μητέρα του. "Αστειεύεσαι;”, μου, είπε. “Από τη στιγμή που έγινα τριών ετών και μπορούσα να μιλήσω, με λάτρεψε!"»
Edna O Brien
Το 2010, ο πιο χαρισματικός και παραγωγικός εν ζωή αμερικανός πεζογράφος ανακοίνωσε ότι μετά από 31 βιβλία «παραιτείται». Εκατομμύρια θαυμαστών του σε όλο τον κόσμο πένθησαν και απόρησαν. Πώς μπορεί να πετάξει τη γραφομηχανή του ένας άνθρωπος που έζησε για τις λέξεις, με τις λέξεις, από τις λέξεις; Οι δυο διάσημοι συνοδοιπόροι του στα γράμματα, o Τζον Απντάικ και ο Σωλ Μπέλλοου συνέχισαν να γράφουν μέχρι τελικής πτώσεως.
Φυσικά, τι κινεί και τι παραλύει έναν συγγραφέα μόνο ο ίδιος το ξέρει, αλλά τα παράδοξα δεν σταμάτησαν εδώ. Ο άνθρωπος που διαολόστελνε τους δημοσιογράφους οι οποίοι διαγκωνίζονταν να κάνουν το πορτρέτο του, που απέλυε τους φωτογράφους όταν του ζητούσαν να χαμογελάσει, που βαριόταν να δώσει συμβουλές στους νέους συγγραφείς οι οποίοι τον πλεύριζαν, αίφνης δέχτηκε να μιλήσει στη δημοσιογράφο Κλώντια Ροθ Πιερπόντ, που ήθελε να κάνει ένα κομμάτι γι’ αυτόν. Η ίδια, που δηλώνει ανοιχτά μεγάλη θαυμάστριά του, πίστευε ότι θα της μιλούσε για καμιά ώρα και θα την ξεφορτωνόταν. Με τεράστια έκπληξη διαπίστωσε κολακευμένη πως το γέρικο λιοντάρι δεν σταματούσε μέρες επί ημερών, υγιής ή άρρωστος, να της μιλάει για τη δουλειά του και τη ζωή του, μέχρι που συγκέντρωσε υλικό για ένα ολόκληρο βιβλίο. Το σκεπτικό του, λέει η ίδια, ήταν ότι κάποιος θα γράψει την εργοβιογραφία του postmortem. Δεν το γλιτώνεις αυτό. Ας γίνει τουλάχιστον σωστά. Και από μια γυναίκα που τον θαύμαζε, συμπληρώνω εγώ.
Ο θαυμασμός των γυναικών ήταν ανέκαθεν ένα τεράστιο κίνητρο γι’ αυτόν. Όταν το γυναικείο κίνημα τον κατηγόρησε πως κατασκεύασε ηρωίδες με (κυρίως ωραίο) σώμα αλλά χωρίς ψυχή, όταν ακόμα εκατοντάδες άρθρα τον αποκαλούσαν μισογύνη, ήταν φανερό πως δεν καταλάβαινε την κατηγορία. Και μιας και ήταν μία από τις δύο μεγαλύτερες καταγγελίες που έχει δεχτεί (η άλλη φυσικά αφορούσε την προδοσία απέναντι στους ομόθρησκούς του εβραίους[1]) ανέθεσε στη βιογράφο του να την αντικρούσει: «Οι άντρες είναι πολύ χειρότερα όντα στα βιβλία του», είπε σε μια συνέντευξή της. Σωστά αλλά είναι τουλάχιστον ολοκληρωμένα ανθρώπινα όντα και όχι αντανακλάσεις της επιθυμίας των γυναικών, απάντησαν αυτές. Ο ίδιος μέσω του διαβόητου και εξαίσιου Αλεξάντερ Πορτνόυ εξήγησε τα πάντα με μια φράση: «γαμούσα σαν να επρόκειτο με το γαμήσι να ανακαλύψω την Αμερική». Νομίζω πως αυτό τα λέει όλα. Το σεξ είναι για τον Ροθ και τους ήρωές του κάτι πολύ μεγαλύτερο από το σκέτο σεξ: «αντιπροσώπευε τη διαρκή επιθυμία που μ’ έκαιγε για το καινούργιο, το άγριο, το ασύλληπτο».
Το κυνήγι των «διορθώσεων» συνεχίστηκε. Υπέγραψε (και κατά κάποιον τρόπο προκάλεσε[2]) συμφωνία με τη Library of America, τον μάλλον συντηρητικό μη κερδοσκοπικό οργανισμό που σκοπό έχει να τυπώνει τα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνικής κληρονομιάς, χρηματοδοτημένο από το National Endowment for the Humanities και το Ίδρυμα Ford, να κυκλοφορήσει σε 9 τόμους το πλήρες έργο του (The complete Philip Roth Collection). Έκπληξη ξανά. Η Library of America τυπώνει το έργο των νεκρών συγγραφέων έτσι ώστε να κυκλοφορεί για πάντα στα βιβλιοπωλεία. Ο Ροθ ήταν φυσικά πολύ ζωντανός και πολύ δημοφιλής στο αναγνωστικό κοινό. Και αγωνιούσε πολύ για την τελική αποτύπωση της δουλειάς του. Έπρεπε να γίνει σωστά και υπό την επίβλεψή του.
Στο πλαίσιο του διορθωτικού οίστρου έφτασε το 2012 στο σημείο να στείλει επιστολή στη Wikipedia παρακαλώντας τη να διορθώσει ένα λάθος στο λήμμα που αφορούσε το Humanstain. Αυτός που ενέπνευσε τον ήρωα του δεν ήταν ο συγγραφέας Α. Μπρόγυαρντ αλλά ο φίλος του, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Princeton, Μέλβιν Τιούμιν. Ο διαχειριστής του ιστότοπου του απάντησε με την ξεκαρδιστικά γραφειοκρατική φράση: «αντιλαμβανόμαστε την άποψή σας πως ο συγγραφέας έχει την αυθεντική ερμηνεία όταν μιλάμε για το έργο του, αλλά… χρειαζόμαστε δευτερογενείς πηγές». Και τότε ο Ροθ δημοσίευσε μια μακροσκελή επιστολή στον NewYorker όπου εξηγούσε καταλεπτώς και ειρωνικότατα στον γραφειοκράτη πώς διαστρέβλωνε την πραγματικότητα.
Η ερώτηση είναι: πόση σημασία έχει για το έργο του Ροθ αν το εμπνεύστηκε από τον Α και όχι από τον Β πραγματικό άνθρωπο; Νομίζω καμία απολύτως. Εκτός αν το έργο σου ισοδυναμεί με τη ζωή σου. Όσοι γράφουμε ξέρουμε καλά πως, ακόμα κι αν δεν υπάρχει ούτε μια αυτοβιογραφική αράδα στα βιβλία μας, η φόδρα τους είναι πάντα η ζωή μας. Όποιος μας διαβάζει προσεκτικά μάς ξέρει καλύτερα κι από τη μάνα μας. Στον Ροθ όμως η ζωή ισοδυναμεί σχεδόν με το έργο. Οι ήρωές του του μοιάζουν, σκέφτονται όπως αυτός, ξεμυαλίζονται με τις ίδιες γυναίκες, μερικές φορές έχουν και το όνομά του. Ο πατέρας του θα κουνούσε το κεφάλι αν διάβαζε την περιγραφή του στην Πατρική Κληρονομιά. Ο ίδιος έχει τύψεις, βλέπει εφιάλτες ότι ο πατέρας του τον βρίζει ότι του ’βαλε λάθος κοστούμι στην κηδεία του: «Συνειδητοποίησα πως αναφερόταν σ’ αυτό εδώ το βιβλίο, το οποίο, σύμφωνα με την έλλειψη σεμνότητας που έχει το επάγγελμά μου, έγραφα όσο καιρό ήταν άρρωστος εκείνος και ψυχορραγούσε». Το αποδέχεται ως παράπλευρη απώλεια όμως. Το έργο κλέβει αναίσχυντα τη ζωή γιατί είναι πολύ πιο σημαντικό από τη ζωή. Αυτό το επιχείρημα αντέταξε στην εξοργισμένη τέως σύζυγο του Κλαιρ Μπλουμ που διαπίστωσε ότι στο Deception σκιαγραφείται υβριστικά η οικογένειά της αλλά και η ίδια, μέσω της «μεσήλικης και γκρινιάρας» συζύγου του ήρωα που φθονεί τα νιάτα της ερωμένης του. Λίγο αργότερα, η ίδια, στα απομνημονεύματά της (Leaving a doll’s house, 1996), περιγράφει μια ξεκαρδιστική α λα Γούντυ Άλλεν σκηνή όπου εκείνη τον παρακαλούσε να αλλάξει τουλάχιστον το όνομα ώστε να μην εξευτελιστεί εντελώς κι εκείνος προσπαθούσε να την πείσει να το αφήσει, γιατί έτσι «αυξάνεται η πυκνότητα του κειμένου». Τελικά το άλλαξε, φοβούμενος την αύξηση της πυκνότητας της οργής της.
Το χειρότερο: οι ήρωές του γεράσανε μαζί του. Αντιστάθηκε όσο μπορούσε, φυσικά. Οι γυναίκες στα βιβλία του παρέβλεπαν την ηλικία του –μία μάλιστα τον εύρισκε πολύ νέο για τα γούστα της, έψαχνε έναν παράλυτο εκατοντάχρονο. Η ζωή όμως έχει τον τρόπο της να σου τρίβει στα μούτρα την μαύρη αλήθεια. Γι’ αυτό και τα τελευταία βιβλία του πενθούν. Ο Νταίηβιντ Κέπες στο Dying animal και ο Ναθάνιελ Ζούκερμαν στο Exit ghost, όπως ακριβώς κι ο Ροθ, εξοργίζονται που δεν μπορούν με τις λέξεις να αναστείλουν με την αμείλικτη φθορά του σώματος την απώλεια του σεξ, δηλαδή το κλείσιμο της λαγότρυπας που τους οδηγούσε πάντα σε μια θαυμαστή έξοδο κινδύνου.
Η ζωή και το έργο ολοκληρώθηκαν λοιπόν. Το όνομά του έγινε brand-name. Στη γενέτειρά του, το Νιούαρκ, υπάρχει το Roth-tour με λεωφορείο για τουρίστες. Ο μόνος κίνδυνος τώρα πια είναι να παρανοήσουν, να στερεοτυπήσουν, να στρεβλώσουν το έργο του, δηλαδή τη ζωή του την ίδια. Γι’ αυτό άλλωστε συμφώνησε πρόσφατα να δώσει συνέντευξη στον δημοσιογράφο των Times ενώ υποψιάστηκε ότι απλώς ήθελε να φρεσκάρει τον επικήδειο που υπάρχει ήδη γραμμένος στα συρτάρια του.
Μόνο ένα πράγμα τον ταράζει: Κάποτε οι Times είχαν δημοσιεύσει αρνητική κριτική γι’ αυτόν και, μοιραία, θα την αναφέρουν στο επιμνημόσυνο δημοσίευμα. Τον διαολίζει αυτό που διαολίζει όλους τους συγγραφείς ανά τους αιώνες: δεν τη γλυτώνεις ποτέ όσο καλός να σαι. «Ακόμα και στο θάνατο μπορεί να πάρεις κακή κριτική»[3]
[1] Το σοκ των (πιστών) Αμερικανοεβραίων ξεκίνησε όταν ήταν εικοσάρης ακόμα, το 1959, με τη δημοσίευση του πρώτου του κιόλας βιβλίου, του Goodbye, Columbus and Five Short Stories. Όπως λέει ο Μάρτιν Έιμις, από τότε άρχισαν οι σοκαρισμένοι ραβίνοι να αναρωτιούνται πώς θα γίνει να βουλώσουν το στόμα αυτού του νεαρού. Το πράγμα χόντρυνε μετά τη δημοσίευση του ιδιοφυώς αστείου Portnoy’scomplaint, όπου το νεαρό εβραιόπουλο αρχίζει πηδώντας ένα συκώτι και μεγαλώνει επιθυμώντας αντί να νοικοκυρευτεί με μια αγνή εβραιοπούλα, να βάλει το πουλί του σε όσο το δυνατόν περισσότερες ξανθιές, πληθωρικές και ελαφρώς χαζές shiksas. Η Haaretz έγραψε ότι είναι το βιβλίο για το οποίο προσεύχονταν όλοι οι αντισημίτες. Στη συνέχεια η οργή αυτή μετριάστηκε από την υπερηφάνεια για το ταλέντο του (http://www.nytimes.com/2013/10/20/books/review/claudia-roth-pierponts-roth-unbound.html?_r=0).
[2] Βλ. τις εξηγήσεις που έδωσε ο Μαξ Ράντιν εκ μέρους του οίκου για την επιλογή του, όπου διαφαίνεται πως η πρόταση έπεσε στο τραπέζι από τον ατζέντη τού Ροθ που, εκείνη την εποχή, διαπραγματευόταν τη δημοσίευση του επίσης πελάτη Σωλ Μπέλλοου (http://www.jbooks.com/interviews/index/IP_Rudin.htm).
[3] Το επεισόδιο αναφέρει η βιογράφος του Claudia Roth Pierpont, Roth unbound, a writer and his books, Farrar, Straus and Giroux, New York, 2013