Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κωνσταντινούπολη ως παιδί ενός αρμένιου πατέρα και μιας ρωμιάς –ή πολίτισσας– μητέρας. Τώρα, βέβαια, το «γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη» είναι πολύ γενικό. Για να είμαι ακριβής, δε γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη – ή Πόλη, όπως τη λέμε εμείς οι Πολίτες–, αλλά στη Χάλκη, στο τρίτο από τα Πριγκηπόννησα. Εκεί πέρασα τα παιδικά μου χρόνια και εκεί πήγα στην αστική σχολή, όπως λέγεται το δημοτικό σχολείο, στην Πόλη.
Τίποτα απ’αυτή τη σύντομη περιγραφή της καταγωγής μου δεν ταιριάζει ούτε με τον τρόπο ζωής των μειονοτήτων, αλλά ούτε και με το σύστημα εκπαίδευσης των παιδιών των μειονοτήτων στην Πόλη. Παιδιά με αρμένιο πατέρα πήγαιναν σε αρμένικα σχολεία, παιδιά με πολίτη ή ρωμιό πατέρα σε ελληνικά. Οι μεικτοί γάμοι ήταν τότε, ακόμα και μεταξύ των μειονοτήτων, σπάνιοι.
Η δική μου μοίρα καθορίστηκε, ωστόσο, από μια ερωτική ιστορία.
Ο παππούς μου καταγότσν από μια πάμπλουτη αρμενική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Στο αρχοντικό τους είχαν μια ανδριώτισσα μαγείρισσα. Η μαγείρισσα αυτή ζήτησε μια μέρα από τον προπάππο μου την άδεια να φιλοξενήσει στο σπίτι μια ανιψιά της από την Ανδρο. Ο προπάππος μου δεν είχε αντίρρηση.
Η ανιψιά ήταν δεκαεπτά χρόνων και ο παππούς μου την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Πήγε στον πατέρα του και του ανακοίνωσε ότι θέλει να την παντρευτεί. Ο πατέρας του τον κοίταξε σαν να ήταν τρελός και του είπε:
«Θα παντρευτείς την ανιψιά της μαγείρισσάς μας, και μάλιστα Ελληνίδα. Ξέχασε το.»
Ο παππούς μου, όχι μόνο δεν το ξέχασε, αλλά επανερχόταν κάθε τόσο στο θέμα. Ωσπου ο πατέρας του βαρέθηκε και του είπε:
«Ακουσε, αν παντρευτείς αυτή την κοπέλα, εγώ θα σε αποκληρώσω την επόμενη μέρα».
Ο παππούς μου την παντρεύτηκε και ο πατέρας του τον αποκλήρωσε. Τότε, ο παππούς μου πήρε τη γυναίκα του, έφυγε από το αρχοντικό, εγκαταστάθηκε σε ένα δυάρι και από εκείνη τη μέρα δεν ξαναμίλησε αρμένικα. Εμαθε κουτσά-στραβά τη γλώσσα της γυναίκας του, έστειλε τα παιδιά του σε ελληνικά σχολεία, όλα τα παιδιά παντρεύτηκαν Ρωμιές και Ρωμιούς της Πόλης, και η οικογένεια εξελληνίσθηκε.
Αλλά, και στις λυκειακές σπουδές μου υπήρξα μια εξαίρεση. Η κανονική οδός για ένα παιδί της ελληνικής μειονότητας ήταν να πάει είτε σε ένα ελληνικό, είτε, σπανιότερα, σε ένα γαλλικό λύκειο. Εμένα, ο πατέρας μου με έστειλε στο αυστριακό λύκειο της Πόλης.
Η επιλογή του πατέρα μου απαιτεί μιαν εξήγηση. Ηταν τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και η αρχή του οικονομικού θαύματος της Δυτικής Γερμανίας. Ο πατέρας μου ήταν απολύτως πεπεισμένος ότι η γερμανική θα γινόταν η διεθνής επιχειρηματική γλώσσα. Συνεπώς, έπρεπε να μάθω γερμανικά, γιατί το δεύτερο όνειρό του ήταν να αναλάβω την επιχείρηση εισαγωγών που είχε στην Πόλη.
Διαψεύστηκε και στις δυο περιπτώσεις, Τα γερμανικά δεν έγιναν η διεθνής επχειρηματική γλώσσα και εγώ δεν ανέλαβα την επιχείρησή του. Εμαθα, όμως, γερμανικά, τα οποία σημάδεψαν ως ένα σημείο τη ζωή μου, ακόμα και στα γράμματα.
Η σχέση μου με την Πόλη άρχισε από το γυμνάσιο. Όπως είπα ήδη, πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στην Χάλκη. Ο πατέρας μου είχε καταστραφεί οικονομικά από το φόρο περιουσίας που είχε επιβάλει η τουρκική κυβέρνηση στις μειονότητες το 1942 και το 1943 – το περιβόητο «βαρλίκι». Το σπίτι στη Χάλκη ανήκε στην οικογένεια και ο πατέρας μου δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να διατηρήσει και μια κατοικία στην Πόλη.
Πήγαινα, λοιπόν, κάθε πρωί με το πλοίο στην Πόλη, στο σχολείο, και γύριζα το απόγευμα. Οποιος φαντάζεται ή αξιολογεί τη ζωή αυτή ως ειδυλλιακή, κάνει μεγάλο λάθος. Ηταν η ζωή της απόλυτης μοναξιάς, η οποία γινόταν ακόμα πιο αφόρητη από τη διαφορά μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα.
Τα Πριγκηπόνησα ήταν, και είναι ακόμα, κέντρα παραθερισμού. Το καλοκαίρι ήταν γεμάτα κόσμο και εγώ είχα πολλούς φίλους. Οι φίλοι μου, όμως, επέστρεφαν με τις οικογένειες τους στην Πόλη με την έναρξη του σχολικού έτους, και εγώ έμενα στο νησί με το ποδήλατο και τη μοναξιά μου.
Μόνο αφού τέλειωσα το γυμνάσιο και πέρασα στο λύκειο, απόκτησε ο πατέρας μου τη δυνατότητα να νοικιάσει ένα διαμέρισμα στην Πόλη.
Κάθε φορά που η σκέψη μου επιστρέφει στο παρελθόν, αναρωτιέμαι, αν η αγάπη μου για την Πόλη οφείλεται στη μοναξιά των εφηβικών μου χρόνων, ή στη μαγεία που που άσκησε πάνω μου η Πόλη. Πιστεύω πως ήταν μάλλον η μαγεία.
Ο ξένος, που επισκέπτεται για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη, ανακαλύπτει παντού την Ανατολή, είτε ως Βυζάντιο, είτε ως Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πάνω από ενενήντα χρόνια Τουρκικής Δημοκρατίας δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν την κυριαρχία της Ανατολής στην Πόλη. Σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται και η μοναδικότητα της.
Πουθενά αλλού στον κόσμο η χριστιανική θρησκεία και το Ισλάμ δε συνυπάρχουν τόσο κοντά η μια στην άλλη, όσο στην Πόλη. Το φαινόμενο αυτό έχει τις ρίζες του σε ένα είδος «ανατολίτικου πλουραλισμού». Γιατί και οι χριστιανικές θρησκείες της Πόλης, η ορθόδοξη και αρμένικη-γρηγοριανή, είναι ανατολικές θρησκείες. Αναρωτιέμαι, αν αυτή η συνύπαρξη θα ήταν εφικτή με μια δυτική θρησκεία, όπως π.χ. η καθολική. Το μόνο αρνητικό παράδειγμα που θα μπορούσα να αναφέρω είναι ότι η μεγαλύτερη καταστροφή της Πόλης δεν έγινε από τους Οθωμανούς μετά την Άλωση, αλλά από του Βενετούς σταυροφόρους στις αρχές του 13ου αιώνα.
Ο πολιτιστικός πλούτος της Πόλης είναι έργο των διαφορετικών εθνοτήτων, που την κατοικούν από αιώνες. Οι μειονότητες αυτές έβαλαν τη σφραγίδα τους. Ο πιο εύκολος τρόπος για να διαπιστώσει κανείς αυτή την επιρροή ήταν οι διαφορετικές γλώσσες που μιλιόντουσαν στην Πόλη της εποχής μου.
Το αυστριακό λύκειο βρίσκεται στη συνοικία Kuledibi. Είναι η συνοικία γύρω από τον ενετικό πύργο του Γαλατά. Το Kuledibi ήταν, ώς τα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, του περασμένου αιώνα, μια αμιγώς εβραϊκή συνοικία. Οταν τη διέσχιζα καθημερινά, άκουγα, εκτός από τα τούρκικα, σχεδόν αποκλειστικά τα λαντίνο, τα σεφαραδιτικά εβραϊκά.
Στη συνοικία των Ταταούλων, στα Ταταύλα, όπως τα λέμε κοινώς, όπου ζούσε η οικογένειά μου, οι κάτοικοι μιλούσαν κυρίως ελληνικά και εν μέρει αρμένικα. Ετσι ήταν συγκροτημένες οι περισσότερες συνοικίες της Πόλης. Ο Μπαλατάς, στον Κεράτειο Κόλπο, ήταν μια εβραϊκή συνοικία, αλλά το Φανάρι, όπου βρίσκονται η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και η Μεγάλη του Γένους Σχολή, ήταν μια ελληνική συνοικία του. Αντίθετα, τα Ψωμαθειά και η συνοικία της Λωξάντρας, το Μακροχώρι, ήταν μεικτές, ελληνικές και αρμένικες, συνοικίες.
Αν με ρωτήσετε πότε ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή μ’ αυτή τη γλωσσική ποικιλία, θα σας απαντήσω πώς άρχισα να τη συνειδητοποιώ στο μεσημβρινό διάλειμμα, όταν πήγαινα στο γυμνάσιο και ζούσα ακόμα στη Χάλκη. Συνήθως βγαίναμε τα μεσημέρια με τους συμμαθητές μου και πηγαίναμε βόλτα στην Μεγάλη Οδό του Πέραν. Το Πέρα, όπως το λέμε οι Πολίτες, ή την οδό Istiklal (οδός Ανεξαρτησίας), όπως την ονομάζουν οι Τούρκοι.
Η οδός του Πέρα ήταν εκείνη την εποχή ο κεντρικός εμπορικός δρόμος και ο κεντρικός δρόμος περιπάτου της Πόλης. Οταν τη διέσχιζα άκουγα ταυτόχρονα τούρκικα, ελληνικά, αρμένικα, σεφαραδίτικα εβραϊκά, αλλά και γαλλικά και ιταλικά. Η Πόλη ήταν στις δεκαετίες του σαράντα και του πενήντα ένα αστικό κέντρο σπάνιας πολυεθνικότητας. Ο διαβάτης άκουγε αυτόν τον γλωσσικό πλούτο, χωρίς καν να τον προσέχει. Ήταν μέρος της καθημερινότητάς του.
Πολλοί τούρκοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με αυτή την ειδική σχέση των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης με την πόλη τους. Ισως το πιο γνωστό διεθνώς από τα έργα αυτά να είναι το «Istanbul» του Ορχάν Παμούκ, προσωπικά, ωστόσο, αγαπώ πολύ περισσότερο τα μυθιστορήματα του Αχμέτ Χαμντί Τάνπιναρ, ο οποίος από πολλούς τούρκους μελετητές θεωρείται ο πρόδρομος του Παμούκ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το μυθιστόρημα του Μάριο Λεβί Η Ιστανμπούλ ήταν ένα Παραμύθι, που δεν ασχολείται μόνο με τη ζωή των Εβραίων της Πόλης, αλλά κυρίως με τη συμβίωση των μειονοτήτων.
Εντούτοις, αυτή η πολυεθνικότητα και η συναφής πολιτιστική ποικιλία ήταν έργο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όχι της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η καχυποψία και η εχθρότητα απέναντι στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε με τους Νεότουρκους. Οι Νεότουρκοι είχαν στόχο τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους και απεχθάνονταν αυτό που οι Γερμανοί ονομάζουν «multikulti».
Η ανοιχτή, πολυεθνική Πόλη ήταν για τους Νεότουρκους ένα απολίθωμα, που ανήκε στην ιστορία. Θύματα αυτής της αντίληψης υπήρξαν πρωτίστως οι μειονότητες. Οι διάδοχοι του Κεμάλ Ατατούρκ προώθησαν τη διαδικασία δημιουργίας ενός αμιγώς τουρκικού έθνους, πολύ πιο εντατικά και πολύ πιο βίαια, κυρίως κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν ο υπόλοιπος κόσμος δεν είχε ούτε χρόνο ούτε και μάτια, για να κοιτάξει την Τουρκία.
Η Πόλη και η Σμύρνη ήταν, την περίοδο τη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι μόνες πόλεις με μια ισχυρή και ανθούσα αστική τάξη. Ακόμα και οι Τούρκοι στις πόλεις αυτές ήταν ένα είδος μειονότητας, συγκρινόμενες με το επίπεδο των Τούρκων στην υπόλοιπη Τουρκία. Δυστυχώς, ο καλπάζων εθνικισμός παρέσυρε και μια μεγάλη μερίδα του τουρκικού, αστικού πληθυσμού των δυο πόλεων και δεν κατανόησαν ότι και εκείνοι ήταν, επίσης, μια μειοψηφία.
Το καθεστώς, που κυνήγησε τις μειονότητες δεν φέρθηκε ούτε στους αστούς Τούρκους με το γάντι. Με κάθε αφορμή τούς εδινε να καταλάβουν πως ήταν ξένο σώμα για το καθεστώς. Οι ιθύνοντες της Τουρκικής Δημοκρατίας επιχείρησαν με μια συντονισμένη πολιτική δεκατιών εσωτερικής μετανάστευσης να υπονομεύσουν την αστική τάξη και την αστική παράδοση της Πόλης, και το κατάφεραν. Σήμερα, τα υπολείμματα αυτής της αστικής τάξης ζουν σε γκέτο μέσα στην ίδια τους την πόλη.
***
Μια άλλη επιθυμία του πατέρα μου, συνυφασμένη με το όνειρό του να αναλάβω την επιχείρησή του, ήταν να σπουδάσω οικονομία. Εγώ δεν είχα καμιά διάθεση και κανένα ενδιαφέρον για σπουδές οικονομίας, αλλά στην Πόλη της δεκαετίας του πενήντα ήταν για έναν νεό αδιανόητο να διαφωνήσει με τον πατέρα του, και μάλιστα όταν ο νέος αυτός είχε μεγαλώσει μέσα στο κλειστό περιβάλλον μιας μειονότητας. Ο πατέρας μου είχε αποφασίσει να σπουδάσω οικονομικά και εκεί τελείωνε κάθε συζήτηση.
Οταν δεν μπορείς να φέρεις αντίρρηση στον πατέρα σου στην επιλογή των σπουδών σου, τότε έχεις μια δεύτερη γραμμή άμυνας: να γίνεις ένας κακός φοιτητής. Και εγώ ήμουν ένας άθλιος φοιτητής, ώσπου ο πατέρας μου κατάλαβε ότι δεν έπαιρνα καθόλου σοβαρά τις σπουδές μου. Και πάλι, όμως, δεν τα έβαλε κάτω. Μου έκανε την πρόταση να πάω για σπουδές στη Βιέννη.
Εδώ τίθεται ένα ερώτημα: γιατί ειδικά στη Βιέννη; Ηταν η Βιέννη τη δεκαετία του εξήντα μια τόσο φημισμένη πόλη για σπουδές πολιτικής οικονομίας; Στο κάτω κάτω, ο πατέρας μου ήταν, όπως είπα, μεγάλος θαυμαστής του γερμανικού οικονομικού θαύματος. Γιατί δε με έστειλε στη Γερμανία; Η απάντηση είναι απλή: η Βιέννη του ήταν πιο οικεία, επειδή είχε πολλούς επαγγελματικούς φίλους στη Βιέννη και την επισκεπτόταν συχνά.
Το δεύτερο εύλογο ερώτημα είναι: Γιατί δέχθηκα την πρόταση του πατέρα μου; Σκόπευα να κάνω στη Βιέννη τις σπουδές, που μου ήταν τόσο απωθητικές στην Πόλη;
Η απάντηση είναι όχι. Κυρίες και κύριοι, πρέπει να ομολογήσω ότι εξαπάτησα τον πατέρα μου. Δεν ήθελα να σπουδάσω οικονομία. Ηθελα απλώς να φύγω από την Πόλη.
Μπορώ να κατανοήσω την απορία σας, αλλά δεν ήθελα να φύγω από την πόλη, που τόσο αγαπούσα, ήθελα να φύγω από τη μειονότητα. Ζούσα σε μια καθημερινή αντίφαση. Από τη μια η ανοιχτή, κοσμοπολίτικη, Πόλη, από την άλλη η εσωστρεφής, συντηρητική, μειονότητα της ομογένειας. Μου ήταν αδύνατο να συμφιλιωθώ μ’ αυτή την αντίφαση.
Αυτή δεν ήταν μια ιδιαιτερότητα της κωνσταντινουπολίτικης, ορθόδοξης, μειονότητας. Ετσι ζούσαν όλες οι μειονότητες. Οχι μόνον δεν είχαν σχέση και επαφή με την τουρκική πλειονότητα, αλλά δεν είχαν επαφή ούτε μεταξύ τους.
Ολοι γνωρίζουμε τη ρήση του Διονύσιου Σολωμού: «μήγαρις έχω άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Αν επιχειρούσα να μεταφέρω τη ρήση αυτή στις μειονότητες, θα έλεγα: «μήγαρις έχω άλλο στο νου πάρεξ θρησκεία και γλώσσα;»
Με εξαίρεση τους Εβραίους, οι οποίοι παντού ανά τον κόσμο χρησιμοποιούν την επίσημη γλώσσα της χώρας, όλες οι υπόλοιπες μειονότητες αγωνίζονται για την επιβίωση της γλώσσας τους, της θρησκείας τους, και υπερασπίζονται με κάθε τρόπο τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Η περιχαράκωση, τα υψωμένα τείχη, είναι ένας εύκολος όσο και αποτελεσματικός τρόπος άμυνας.
Κάθε φορά που ακούω πολιτικούς της Κεντρικής Ευρώπης να καταγγέλουν ότι οι μετανάστες από το Ισλάμ αρνούνται να ενσωματωθούν, και ότι υπερασπίζονται τον τρόπο ζωής, τη θρησκεία και τις παραδόσεις τους, σχεδόν με αγωνιστικό πνεύμα, βάζω τα γέλια. Οι χριστιανικές μειονότητες της Πόλης δεν ήταν διαφορετικές. Η επαφή τους με την πλειονότητα ήταν αποκλειστικά εμπορική ή εργασιακή.
Νομίζω ότι διευκρίνισα επαρκώς τα κίνητρα που με οδήγησαν να εγκαταλείψω την Πόλη.
***
Στη Βιέννη ανακάλυψα τη Δύση. Δεν κυκλοφορούσα πια στη Μεγάλη Οδό του Πέραν, το βλέμμα μου δεν έπεφτε κάθε μέρα πάνω στην Αγία Σοφία, ή στο Μπλε Τζαμί.
Είχα μετακομίσει από μια ανατολική, αλλά πολυεθνική πόλη, σε μια δυτική, που δεν ήταν, όμως, πολυεθνική. Αν εξαιρούσε κανείς τις κοινότητες των Τσεχοσλοβάκων και των Ούγγρων, οι οποίοι ζούσαν εκεί λόγω παλαιών δεσμών με την Αυστροουγγρική Μοναρχία, η Βιέννη ήταν μια σχεδόν αμιγώς αυστριακή πόλη.
Υπήρχε, ωστόσο, και μια άλλη διαφορά. Η Βιέννη βρισκόταν στο κέντρο της Ευρώπης. Μπορούσα με αφετηρία τη Βιέννη να ταξιδεύω σε ολόκληρη την Ευρώπη, ακόμα και με το τουρκικό διαβατήριο, που είχα τότε.
Η πραγματική ανακάλυψη δεν ήταν για μένα η Βιέννη, αλλά η Ευρώπη. Άρχισα με τη Βουδαπέστη και την Πράγα και ταξίδεψα μετά σε ολόκληρη τη Δυτική Γερμανία. Ισως θα αναρωτηθείτε, γιατί δεν πήγα στο Παρίσι, στη Ρώμη, ή στο Λονδίνο. Η απάντηση είναι απλή: λόγω της γλώσσας.
Οταν έφυγα από την Πόλη ήμουν τρίγλωσσος. Μιλούσα και έγραφα εξ ίσου καλά τα ελληνικά, τα γερμανικά και τα τούρκικα. Στη Βιέννη και με αφετηρία τη Βιέννη ήθελα να μιλάω, σχεδόν δυο χρόνια, μόνο γερμανικά. Αν με ρωτήσετε γιατί, δεν μπορώ και σήμερα ακόμα να σας δώσω μιαν απάντηση. Ισως να συνδεόταν με το γεγονός ότι είχα ταυτίσει τη σχέση μου, όχι μόνο με τη Βιέννη, αλλά και με ολόκληρη την Κεντρική Ευρώπη, με τη γερμανική γλώσσα.
Το λέω αυτό και για έναν άλλο λόγο. Ολες τις αποφάσεις που αφορούσαν το μέλλον μου, τις πήρα στη Βιέννη. Κατ’ αρχήν ανακάλυψα στη Βιέννη το θέατρο. Για να είμαι πιο ακριβής, το ευρωπαϊκό θέατρο. Γιατί και στην Πόλη ήμουν ένας φανατικός του θεάτρου. Μόνο που το θέατρο στην Πόλη ήταν τότε στραμμένο προς την Αμερική. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες της Τουρκίας είχαν σπουδάσει στην Αμερική και, όταν δεν έπαιζαν έργα τούρκων συγγραφέων, το ρεπερτόριό τους ήταν προσανατολισμένο στα αμερικάνικα έργα.
Στη Βιέννη ανακάλυψα το ευρωπαϊκό θεάτρο και στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ, στο τότε Ανατολικό Βερολίνο, το θέατρο του Μπρεχτ, που στάθηκε καθοριστικό για το μέλλον μου, όχι μόνο ως θεατρικού συγγραφέα, αλλά και ως μυθιστοριογράφου.
Όπως βλέπετε, το μόνο που δεν έκανα ήταν οι σπουδές της οικονομίας.
Η δεύτερη απόφαση που καθόρισε το μέλλον μου είναι ότι στη Βιέννη επέλεξα οριστικά ως λογοτεχνική γλώσσα μου τα ελληνικά. Γιατί τα ελληνικά, τα οποία περιορίζονταν στα ελληνικά του δημοτικού της Χάλκης;
Αυτό έχει να κάνει με την αναχώρησή μου από την Πόλη. Τι είχα πάρει τότε στις αποσκευές μου; Τις τρεις γλώσσες, την πολυεθνική ταυτότητα, και τη μοναξιά των νεανικών μου χρόνων.
Γιατί και στη Βιέννη ήμουν μόνος. Ήμουν ένας ξένος σε μια ξένη πόλη. Οι αρχές της δεκαετίας του εξήντα δεν είχαν καμιά ομοιότητα με τη σημερινή εποχή, που σε κάθε μικρή και μεγάλη πόλη συναντάτε ξένους φοιτητές. Δεν υπήρχαν τότε ούτε το Erasmus ούτε άλλα φοιτητικά προγράμματα σπουδών. Οι ξένοι φοιτητές ήταν ελάχιστοι στη Βιέννη και οι Αυστριακοί είχαν τις δικές τους παρέες.
Πέραν αυτού, η Βιέννη ζούσε διαφορετικά από την Κωνσταντινούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη, οι δρόμοι, τα καφενεία και τα εστιατόρια είχαν κόσμο ώς αργά το βράδυ. Η πόλη ξενυχτούσε. Αντίθετα, η Βιέννη πήγαινε στις οχτώ το βράδυ για ύπνο.
Αυτός ήταν ο λόγος που έψαχνα για διαφυγή στα ταξίδια με ένα φτηνό εισιτήριο τρένου. Αυτή ήταν και η πηγή της νοσταλγίας μου για την οικογένειά μου και τη μητρική μου γλώσσα. Επειδή μου έλειπε η οκογένεια μου, μου έλειπε ταυτόχρονα και η γλώσσα της.
***
Αγαπώ πολύ τις πόλεις, κυρίως τα κέντρα των πόλεων. Αντίθετα, έχω μια εξαιρετικά λιτή σχέση με τη φύση. Ασφαλώς και μου αρέσει η φύση, πολλές φορές προξενεί το θαυμασμό μου, αλλά κατά βάθος με πλήττει. Μετά από μια εβδομάδα διακοπές κάπου στη φύση, έχω φτάσει στα όριά μου και θέλω να επιστρέψω στην πόλη.
Είχα την τύχη να ταξιδέψω πολύ στη ζωή μου και να επισκεφτώ πολλές πόλεις. Αυτές οι συνεχείς επισκέψεις σε καινούργιες πόλεις με βοήθησαν να διατυπώσω δυο κανόνες.
Ο πρώτος κανόνας είναι να επισκέπτομαι τελευταία τα μουσεία, και αφού έχω πρώτα γνωρίσει την πόλη. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να γνωρίσει κανείς μια πόλη: να την περπατήσει, και κατά προτίμηση χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Γιατί χωρίς συγκεκριμένο προορισμό; Γιατί είναι προτιμότερο να συναντάει η πόλη τον επισκέπτη παρά ο επισκέπτης την πόλη.
Μια πόλη δεν είναι μόνο τα μουσεία, οι δρόμοι και οι βιτρίνες της. Είναι και τα κτίρια της, παλιά και καινούργια, και κυρίως οι άνθρωποι που κυκλοφορούν σ’αυτήν. Και οι άνθρωποι κυκλοφορούν διαφορετικά σε κάθε πόλη. Κυκλοφορούν διαφορετικά στην Κωνσταντινούπολη από τη Βαρκελώνη, διαφορετικά στο Μιλάνο από τη Νάπολι, διαφορετικά στο Μόναχο από το Βερολίνο, διαφορετικά στην Αθήνα από το Λονδίνο.
Κάθε φορά που πέφτω σε μια πόλη πάνω σε τουριστικό λεωφορείο, που δείχνει στους ξένους τουρίστες τα αξιοθέατα, μου ’ρχεται να βάλω τις φωνές. Σκέφτομαι πως οι άνθρωποι αυτοί θ’ αφήσουν το βλέμμα τους να αιωρείται πάνω από την πόλη, θα επισκεφτούν κάποια μουσεία και δε θα καταλάβουν ποτέ ότι μια πόλη δεν είναι τα αξιοθέατά της.
Στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ Βίος του Γαλιλαίου, ο Γαλιλαίος εξηγεί, στην πρώτη σκηνή, στον νεαρό μαθητή του Αντρέα Σάρτι, το σύστημα του Πτολεμαίου. Κάποια στιγμή ο μαθητής λέει:
«Μα εγώ βλέπω ότι ο ήλιος βρίσκεται αλλού το πρωί και αλλού το βράδυ. Συνεπώς δεν μπορεί να μένει ακίνητος. Αποκλείεται!»
«Βλέπεις; Τι βλέπεις;» του απαντάει ο Γαλιλαίος. «Δε βλέπεις τίποτα. Χαζεύεις! Χαζεύω δε σημαίνει βλέπω».
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις πόλεις: να βλέπεις και να μη χαζεύεις.
Ο δεύτερος κανόνας είναι τα αρώματα, οι μυρωδιές της πόλης. Μια πόλη πρέπει να μυρίζει και εγώ να μπορώ να εισπνέω τις μυρωδιές της. Οταν δε μυρίζει, μου είναι δύσκολο να ξεπεράσω την απόσταση που με χωρίζει απ’ αυτήν.
Μου ήταν πολύ εύκολο να μυρίζω την Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη αναδύει παντού διαφορετικές μυρωδιές. Άλλες στο Βόσπορο, άλλες στα Πριγκηπόννησα, άλλες στην Αιγυπτιακή Αγορά και άλλες στην Κλειστή Αγορά. Οι μυρωδιές είναι διαφορετικές ακόμα και στις δυο πλευρές της οδού του Πέραν. Δεν ξέρω καμιά άλλη πόλη με παρόμοιο πλούτο σε μυρωδιές.
Θα με ρωτήσετε, και δικαίως: έχει μυρωδιές η Βιέννη; Όχι παντού, αλλά έχει: στις όχθες του Δούναβη και στο Πράτερ.
Οταν έφτασα στην Αθήνα, το πρώτο που έψαξα ήταν οι μυρωδιές. Ηρθα με την ελπίδα ότι θα μπορούσα να απολαύσω τις ίδιες μυρωδιές όπως και στην Κωνσταντινούπολη, και εν μέρει η ελπίδα μου επαληθεύτηκε σε όλο το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, κυρίως στο κομμάτι από την Ομόνοια ώς το Μοναστηράκι, στην Αθηνάς και στους κάθετους δρόμους, όπως για παράδειγμα τη Σοφοκλέους και την Ευριπίδου.
Η Αθήνα της δεκαετίας του εξήντα ήταν για μένα, τον μέτοικο με προέλευση από την Κωνσταντινούπολη και τη Βιέννη, μια επαρχιακή πόλη. Αυτό που αγάπησα, ωστόσο, στην Αθήνα από την πρώτη στιγμή, ήταν οι αντιθέσεις της. Η Κωνσταντινούπολη ήταν αμιγώς ανατολική, η Βιέννη αμιγώς δυτική, η Αθήνα ήταν Ευρώπη και Βαλκάνια μαζί.
Η πρώτη αντίθεση, που με κέρδισε ήταν η αντίθεση μεταξύ σκιάς και φωτός. Η Αθήνα έχει μια εξαιρετικά φιλική σχέση με τον ήλιο. Η Κωνσταντινούπολη δεν είναι ιδιαίτερα ηλιόλουστη πόλη. Τουναντίον, είναι πολύ πιο όμορφη με το ψιλόβροχο. Στη Βιέννη, ο ήλιος ήταν μια εξαίρεση, αλλά και μια ανορθογραφία. Μπορεί οι κάτοικοι της Βιέννης να εκλιπαρούν για λίγο ήλιο, αλλά ο ήλιος δεν ταιριάζει στην πόλη. Η ίδια η πόλη τον διώχνει. Αντίθετα, ο ήλιος μπορεί να έρχεται στην Αθήνα για διαμονή εβδομάδων ή και μηνών ακόμα, αλλά δε γίνεται ποτέ ενοχλητικός. Να μην παρεξηγηθώ: δε μιλάω για τη ζέστη, αλλά για το φως.
Μίλησα προηγουμένως για τις σκιές και για το φως. Η άλλη εντυπωσιακή αντίθεση στην Αθήνα είναι η αντίθεση μεταξύ μέρας και νύχτας. Στην πραγματικότητα, στην Αθήνα συγκατοικούν δυο πόλεις: η Αθήνα της μέρας και η Αθήνα της νύχτας. Και πάλι να μην παρεξηγηθώ: δεν αναφέρομαι στη νυχτερινή ζωή, αλλά σε δυο πόλεις. Γιατί με τη δύση του ηλίου η πόλη αποκτά μια τελείως διαφορετική όψη, γίνεται πιο όμορφη, πιο συναρπαστική. Οι δρόμοι της γίνονται πιο ελκυστικοί και οι, συχνά, κακόγουστες πολυκατοικίες της βουλιάζουν στο σκοτάδι.
Οταν το 2010 ένας γερμανικός εκδοτικός οίκος, ο οποίος εξέδιδε μια σειρά με τίτλο «Οι Συγγραφείς και οι Πόλεις τους», μου πρόετινε να γράψω ένα βιβλίο για την Αθήνα, θυμήθηκα το μεταφορικό μέσο που είχα αγαπήσει περισσότερο, όταν πάτησα το πόδι μου στην Αθήνα: τον ηλεκτρικό, τη σημερινή γραμμή 3 του μετρό.
Εγραψα, λοιπόν, ένα βιβλίο με τίτλο Η Αθήνα της μιας διαδρομής, που περιγράφει τη διαδρομή του ηλεκτρικού από τον Πειραιά στην Κηφισιά. Αυτή είναι η Αθήνα που αγάπησα και αγαπώ ακόμα.
Οποιος κάνει αυτή τη διαδρομή και κατεβαίνει σε κάθε σταθμό, για να περπατήσει στη συνοικία θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια συνύπαρξη της Αθήνας του σαράντα, του πενήντα και του εξήντα με τη σημερινή Αθήνα. Η μονοκατοικία συνυπάρχει ακόμα με τις πολυκατοικίες του πενήντα και του εξήντα και με τις σύγχρονες κατασκευές. Η περιήγηση αυτή αποκαλύπτει και μια άλλη πτυχή της Αθήνας, που δεν τη συνειδητοποιούμε. Η Αθήνα είναι η πόλη της συνύπαρξης και της συμφιλίωσης. Οι μονοκατοικίες συμφιλιώθηκαν με τις πολυκατοικίες, έστω και αν πολλές απ’ αυτές είναι κασκόγουστες. Τα πανωσηκώματα συνυπάρχουν με τις σύγχρονες κατασκευές.
Σε μια πόλη και σε μια χώρα όπου όλα είναι συγκρουσιακά και μετωπικά, αρχίζοντας από την πολιτική ζωή του τόπου, η Αθήνα δίνει ένα παράδειγμα συνύπαρξης και συμφιλίωσης.
Πέραν αυτών, όμως, η διαδρομή Πειραιάς-Κηφισιά ξεδιπλώνει και όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση της παραδοσιακής Αθήνας, από το λιμάνι του Πειραιά, στις ναυτικές συνοικίες του Νέου Φαλήρου και του Μοσχάτου, στις μικροαστικές και μέσοαστικές συνοικίες του κέντρου, ώψς τις αστικές συνοικίες του Αμαρουσίου και της Κηφισιάς.
Οι αντιθέσεις με τη συμφιλίωση και τη συνύπαρξη ζουν δίπλα-δίπλα στην Αθήνα και, δυστυχώς, ελάχιστοι το προσέχουν.
***
Υπάρχει ένα πολύ ωραίο ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, με τίτλο «Όλα Αλλάζουν».
Όλα αλλάζουν. Να ξαναρχίσεις
Μπορείς και μα την τελευταία σου πνοή.
Μα ό,τι έγινε, έγινε. Και το νερό
Που έβαλες στο κρασί σου
Δεν μπορείς να το ξαναβγάλεις.
Ό,τι έγινε, έγινε. Το νερό
Που έβαλες στο κρασί σου
Δεν μπορείς να τα ξαναβγάλεις, όμως
Όλα αλλάζουν. Να ξαναρχίσεις
Μπορείς και με την τελευταία σου πνοή.
Αγαπώ πολύ αυτό το ποίημα, ίσως επειδή αναγκάστηκα να ξεκινήσω στη ζωή μου πολλές φορές από την αρχή. Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας τόλμης, αλλά αποτέλεσμα των συνθηκών.
Ημουν παιδί μια μεικτής, αρμενοελληνικής οικογένειας, πλήρως εξελληνισμένης, όπως εξήγησα ήδη, η οποία μιλούσε στο σπίτι μόνο ελληνικά. Και όμως, στα δώδεκά μου χρόνια ξεκίνησα τις γυμνασιακές σπουδές μου σε μια γλώσσα, που μου ήταν εντελώς ξένη. Και οι δυο γονείς μου μιλούσαν γαλλικά ως ξένη γλώσσα, όπως ήταν σχεδόν κανόνας στην Κωνσταντινούπολη, όπου μεγάλωσα. Και όμως, αγάπησα τα γερμανικά και οικειοποιήθηκα τη γερμανική κουλτούρα.
Μετά, όμως, επέλεξα τα ελληνικά ως γλώσσα γραφής και ξανάρχισα να ανακαλύπτω την ελληνική γλώσσα. Η επιλογή της γλώσσας έφερε και την επιλογή της χώρας.
Η μόνη δυνατότητα που είχα για να αξιοποίησω και τις δυο γλώσσες ήταν η μετάφραση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ασχολήθηκα με τη μετάφραση περισσότερο από κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος. Ηταν μια πολύ απαιτητική εργασία, αλλά και μια εξαιρετική γλωσσική άσκηση. Και, αν μη τι άλλο, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, που κατόρθωσα να ολοκληρώσω τη μεταφραστική μου δραστηριότητα με ένα από τα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τη μετάφραση του Φάουστ.
Οι πόρτες του θεάτρου μού άνοιξαν με ένα έργο, που δεν είχε ως χώρο δράσης την Ελλάδα, αλλά την Τουρκία: την Ιστορία του Αλή Ρέτζο, και το οποίο ανέβηκε στη διάρκεια της δικτατορίας. Η λογοκρισία το επέτρεψε, γιατί φαντάστηκε ότι το έργο εξέθετε την Τουρκία. Οταν κατάλαβαν ότι το έργο ήταν κατά της δικτατορίας, η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη ώστε δεν τόλμησαν να το απαγορεύσουν.
Μετά από μια παράσταση του έργου, γνωρίστηκα με τον Θοδωρό Αγγελόπουλο, ο οποίος μου πρότεινε να συνεργαστώ στο σενάριο της δεύτερης ταινίας του, τις Μέρες του ’36.
Αυτή ήταν η αφετηρία μιας φιλίας που διάρκεσε σαράντα χρόνια, ώς το θάνατό του, πριν από τέσσερα χρόνια. Ταυτόχρονα ήταν για μένα μια καινούργια αρχή. Έκανα το άλμα από το θέατρο στον κινηματογράφο και έγινα σεναριογράφος.
***
Το 2006 έγραψα ένα εν μέρει αυτοβιογραφικό βιβλίο, με τον τίτλο Κατ’ εξακολούθηση. Στο βιβλίο αυτό αφηγούμαι, μεταξύ άλλων, πώς στη ζωή μου έκανα σχεδόν πάντα αυτό που δεν ήθελα να κάνω και είχα σε πολλές περιπτώσεις επιτυχία ενάντια στις προθέσεις μου. Δεν ήθελα να σπουδάσω οικονομικά, και όμως εργάστηκα έντεκα χρόνια στα Τσιμέντα Τιτάν. Όλες μου οι σπουδές ήταν στα γερμανικά, έχω μια γερμανική κουλτούρα, και όμως γράφω ελληνικά. Δεν ήθελα ποτέ να γίνω μυθιστοριογράφος και, όμως, οφείλω την επιτυχία μου ως συγγραφέας στα μυθιστορήματά μου. Ενίοτε αναρωτιέμαι πόσο αξίζουν και πόσο αποδίδουν οι σωστές αποφάσεις.
Στη διάρκεια μιας τηλεοπτικής σειράς, που έγραφα τα σενάρια της, και την οποία ίσως θυμάστε κάποιοι, την Ανατομία ενός Εγκλήματος, με επισκέφθηκε ο Κώστας Χαρίτος με την οικογένεια του. Όταν, μετά από ένα μήνα περίπου, αντιλήφθηκα ότι ο Χαρίτος ήταν αστυνομικός, έκανα άλλη μια καινούργια αρχή και έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα.
Να ξαναρχίσεις μπορείς και με την τελευταία σου πνοή.
Ευτυχώς, δεν ήταν η τελευταία μου πνοή, παρ’ όλα αυτά ήμουν πενήντα οκτώ χρόνων όταν κυκλοφόρησε το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημά μου στα ελληνικά.
Και έτσι φτάνουμε στο δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο αυτής της ομιλίας: το αστυνομικό και οι πόλεις. Οταν συγκέντρωνα τις εμπειρίες μου από τις διάφορες πόλεις, μαζί με την αγάπη μου γι’ αυτές, δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι οι εμπειρίες μου θα αποτυπώνονταν στα μυθιστορήματά μου, μετά από σαράντα χρόνια.
Το σύγχρονο ευρωπαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι μυθιστόρημα των μεγαλουπόλεων. Αυτή είναι η μισή αλήθεια. Γιατί η μεγαλούπολη δεν είναι στο σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα απλά ατμόσφαιρα ή περιβάλλον, αλλά ανήκει στους πρωταγωνιστές.
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: γιατί; Στη διάρκεια της ιστορίας του το ευρωπαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα δεν ήταν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μυθιστόρημα των πόλεων, και στην αντίθετη περίπτωση ήταν, συνήθως, ένα μυθιστόρημα των πόλεων, χωρίς πόλη. Θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ.
Πολλοί από τους φανατικούς αναγνώστες αστυνομικών μυθιστορημάτων ταυτίζονται, ακόμα και σήμερα, με το αγγλικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Αλλά και εκείνοι που δεν αγαπούν τα αστυνομικά τεκμηριώνουν συνήθως την άποψή τους με την απέχθειά τους για το αγγλικό αστυνομικό μυθιστόρημα.
Το αγγλικό αστυνομικό υπήρξε ο καθοδηγητής της αστυνομικής λογοτεχνίας για περίπου έναν αιώνα. Και όταν μιλάμε για το αγγλικό αστυνομικό, ο νους μας πηγαίνει αναπόφευκτα στην Άγκαθα Κρίστι. Σύμφωνοι, αλλά τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι, που εκτυλίσσονται στο Λονδίνο ή σε κάποια άλλη αγγλική πόλη, είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Τα μυθιστορήματά της μας πηγαίνουν στην ύπαιθρο, στην αγγλική «countryside», και έχουν ως χώρο επαύλεις και πύργους. Η προτίμηση αυτή έχει την προέλευση της στο Gothic novel, στο μυθιστόρημα τρόμου, που έχει μεγάλη παράδοση στην Αγγλία.
Αλλά και στα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι, που εκτυλίσσονται στο εξωτερικό, οι πόλεις δεν υπάρχουν. Στο Φόνο στον Νείλο είναι ο Νείλος, στο Φόνο στη Μεσοποταμία είναι η Μεσοποταμία, ή άλλοτε ένα μικρό νησί, όπως στο μυθιστόρημα Δέκα Μικροί Νέγροι. Βέβαια, υπάρχει και το μυθιστόρημα της Βαγδάτης, Ήρθαν στη Βαγδάτη, αλλά και πάλι η Βαγδάτη δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα. Υπάρχει μόνο το ξενοδοχείο.
Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι πολλά μυθιστορήματα του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ με τον Σέρλοκ Χολμς έχουν χώρο δράσης τους το Λονδίνο. Σύμφωνοι, μόνο που όταν διαλυθεί η ομίχλη, η περίφημη «fog», δεν υπάρχει η πόλη, αλλά μόνο η Baker street. Αλλωστε, ίσως το ωραιότερο μυθιστόρημα του Ντόυλ, Το Σκυλί των Μπάσκερβιλ, εκτυλίσσεται και αυτό στην ύπαιθρο. Στο Λονδίνο δεν θα ταίριαζαν ούτε το μυθιστόρημα ούτε το σκυλί.
Υπάρχει, ωστόσο, στο ευρωπαϊκό αστυνομικό μια εξαίρεση, που σήμερα αναγνωρίζεται ως πρωτοποριακή, και είναι ο Ζωρζ Σιμενόν. Τα μυθιστορήματα του Σιμενόν έχουν σκηνικό όχι μόνο το Παρίσι, αλλά και μια σειρά από μικρές, επαρχιακές, πόλεις. Όταν διασχίζετε με τον αστυνόμο Μαιγκρέ το Παρίσι, από το QuaidesOrfèvres, όπου βρίσκεται το αρχηγείο της αστυνομίας, προς τα προάστια, κυρίως τα προάστια του Σηκουάνα, όπως π.χ. στο μυθιστόρημα Το Ακέφαλο Πτώμα, έχετε την αίσθηση ότι φύγατε από μια πόλη και ήρθατε σε μιαν άλλη.
Το βάρος δεν πέφτει στην περιγραφή της πόλης, αλλά στην περιγραφή των ανθρώπων. Είπα και στην αρχή ότι μια πόλη είναι οι άνθρωποι της. Αυτό ακριβώς κάνει ο Σιμενόν. Περιγράφει την πόλη μέσα από τους ανθρώπους. Στον αναγνώστη δημιουργείται η εντύπωση ότι το Παρίσι και τα προάστιά του είναι δυο διαφορετικές πόλεις, επειδή οι άνθρωποι είναι τόσο διαφορετικοί. Αυτό είναι ακόμα πιο ευδιάκριτο στις μικρές, επαρχιακές, πόλεις του Σιμενόν. Οι πόλεις είναι μικρές και χωρίς προσωπικότητα, ομοίως και οι άνθρωποι, όπως π.χ. το Κονκαρνό στο μυθιστόρημα Ο Κίτρινος Σκύλος.
Το αμερικάνικο αστυνομικό πηγαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση. Είναι μυθιστόρημα πόλεων ή περιοχών. Τα μυθιστορήματα του Ντάσσιελ Χάμμετ είναι αναπόσπαστα από τη Νέα Υόρκη. Το ίδιο και τα μυθιστορήματα του Ραίημον Τσάντλερ από την περιοχή του Κόλπου της Καλιφόρνια, την «bay area», όπως την ονομάζουν οι Αμερικάνοι.
Το σύγχρονο ευρωπαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο κλασικό αμερικάνικο παρά στο αγγλικό. Στην πλειονότητά του είναι μυθιστόρημα των πόλεων, και μάλιστα σε σημείο όπου οι συγγραφείς του να ταυτίζονται με τις πόλεις στα έργα τους, όπως ο Ισπανός Μανουέλ Βάσκες Μονταλμπάν και η Βαρκελώνη, ο γάλλος Ζαν-Κλωντ Ιζζό και η Μασσαλία, αλλά και ο άγγλος Ίαν Ράνκιν και το Εδιμβούργο.
Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στο αστυνομικό μυθιστόρημα του ευρωπαϊκού Βορρά, δηλαδή το σουηδικό, το νορβηγικό και το ισλανδικό αστυνομικό μυθιστόρημα, και στο αστυνομικό μυθιστόρημα της Μεσογείου.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα του Βορρά είναι και αυτό εν πολλοίς ένα μυθιστόρημα των πόλεων. Τα μυθιστορήματα του Άρνε Νταλ και της Λίζας Μάρκλουντ έχουν χώρο δράσης τη Στοκχόλμη, εκείνα του Χέννινγκ Μάνκελ τη μικρή πόλη Ίσταντ, για να αναφέρω μερικά παραδείγματα.
Στα αστυνομικά της Μεσογείου, η συμβολή και η συμμετοχή της πόλης είναι πολύ πιο καθοριστικές. Επιπλέον, στα αστυνομικά της Μεσογείου υπάρχει μια προσωπική σχέση του συγγραφέα με την πόλη. Η πόλη ζει και αναπνέει μέσα στα μυθιστορήματα. Θα σας δώσω κάποια παραδείγματα, για να μη νομίσετε ότι υπερβάλλω.
Στην Τριλογία της Μασσαλίας του Ζαν-Κλωντ Ιζζό, έχετε την αίσθηση ότι τα μυθιστορήματα μυρίζουν μπουγιαμπέσα και θαλασσινά. Οποιος επισκεφθεί τη Μασσαλία και διαβάσει μετά τα μυθιστορήματα του Ιζζό, θα βρει μέσα τους τις μυρωδιές από ψάρια, μύδια και όστρακα. Γιατί η θάλασσα και τα ψάρια είναι κομμάτι της ψυχής της πόλης, αλλά και κομμάτι των μυθιστορημάτων του Ιζζό. Δεν είπα τυχαία ότι εγώ πρέπει να εισπνέω τις μυρωδιές της πόλης.
Αλλο ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος ξένος επισκέπτεται τη Βαρκελώνη και μιλάει άπταιστα καταλανικά, χωρίς καθόλου ξενική προφορά. Αν τύχει να πει σε κάποιον Βαρκελωνέζο ότι είναι λάτρης των μυθιστορημάτων του Μανουέλ Βάσκες Μονταλμπάν, ο Βαρκελωνέζος θα καταλάβει αμέσως ότι ο συνομιλητής του δεν είναι από τη Βαρκελώνη.
Γιατί κανείς στην Βαρκελώνη δεν αναφέρει τον Μονταλμπάν με το πλήρες όνομα του. Ολοι μιλάνε για τον «Μανόλο».
Μπορούν να σας ξεναγήσουν στους χώρους όπου ο Μανόλο πήγαινε περίπατο ή έπινε τον καφέ του. Θα σας συστήσουν πιθανότατα να πάτε στο εστιατόριο Casa Leopoldo, όπου ο Μανόλο έτρωγε και κατά καιρούς μαγείρευε κιόλας. Και αν είχατε την τύχη να συναντήσετε την ιδιοκτήτρια του εστιατορίου, την περίφημη Ρόζα, θα σας μιλούσε ώρες για τον Μανόλο και πώς της τηλεφωνούσε, για να της πει: «Ρόζα, απόψε θα έρθω με φίλους», και της έλεγε τι να μαγειρέψει. Ή μπορεί και να της έλεγε: «Ρόζα, θα έρθω απόψε να μαγειρέψω για τους φίλους μου.» Γιατί ήταν εξαιρετικός μάγειρας. Δεν υπάρχουν μόνο Οι συνταγές της Μαντάμ Μαιγκρέ σε βιβλίο. Υπάρχουν και Οι Ανήθικες Συνταγές του Μονταλμπάν.
Θα συμπληρώσω την εικόνα για τη σχέση του Μονταλμπάν με τη Βαρκελώνη και το αστυνομικό μυθιστόρημα της Μεσογείου, με μερικές παρατηρήσεις ακόμα.
Η Βαρκελώνη είναι μια πόλη στολισμένη με εικαστικά και αρχιτεκτονικά έργα τέχνης. Μπορεί κανείς να θαυμάσει τα έργα του Πικάσσο και του Νταλί. Μπορεί να επισκεφτεί τα αρχιτεκτονικά έργα του Γκαουντί: την εκκλησία La Sagreda Familia, το εξαιρετικό αρχιτεκτόνημα La Pedrera, ή το πάρκο Güell. Και αν κατεβείτε τις rablas με κατεύθυνση το λιμάνι, ίσως προσέξετε εκεί, στο τέλος, ένα σχέδιο πάνω στο πεζοδρόμιο. Είναι ένα σχέδιο του Χουάν Μιρό. Υπάρχουν τρεις rablas στη Βαρκελώνη με σχέδια του Μιρό.
Τα μεγάλα έργα τέχνης είναι του Πικάσσο, του Νταλί, του Γκαουντί και του Μιρό. Η πόλη, όμως, είναι ο Μονταλμπάν.
Το δεύτερο σήμα κατατεθέν του μεσογειακού αστυνομικού είναι η κουζίνα. Και εδώ, όμως, πρωτοπόρος είναι ο Σιμενόν. Η κυρία Μαιγκρέ μαγειρεύει, και μαγειρεύει πολύ νόστιμα. Μπορεί όλοι οι αστυνομικοί και ντετέκτιβ στα αστυνομικά μυθιστορήματα της Μεσογείου να μην είναι τόσο εξαιρετικοί μάγειροι, όπως ο Πέπε Καρβάγιο, ο ήρωας του Μονταλμπάν, όλοι έχουν, όμως, μια αδυναμία για το νόστιμο φαγητό.
Στα μυθιστορήματα του Αντρέα Καμιλλέρι, το πάθος του αστυνόμου του, του Commissario Montalbano, για το φαγητό, αγγίζει το όρια της ιλαρότητας. Κάθε φορά που απαιτείται η άμεση επέμβασή του, μαζεύει τους συνεργάτες του, τους δίνει οδηγίες, φροντίζει να οργανωθούν τα περιπολικά και τα συνεργεία και στο τέλος λέει: «Πάμε να φάμε πρώτα». Και πηγαίνουν συνήθως στην τρατορία του Enzo, για να απολαύσουν πρώτα το καλό φαγητό.
Αυτή η αγάπη για το καλό φαγητό στα αστυνομικά της Μεσογείου έχει να κάνει με την ευαισθησία των συγγραφέων τους στις γεύσεις. Σχεδόν όλοι μας καταγόμαστε από γενιές, για τις οποίες το νόστιμο φαγητό ήταν κάτι σαν καθημερινή τελετουργία. Μεγαλώσαμε σε οικογένειες, στις οποίες οι μητέρες ήταν ακόμα νοικοκυρές. Και η αξία της κάθε μητέρας και νοικοκυράς αξιολογούνταν με το πόσο καλή μαγείρισσα ήταν. Οι οικογένειες ήταν φτωχές, αλλά το φαγητό νόστιμο.
Στην Κεντρική και στη Βόρεια Ευρώπη, η απελευθέρωση της γυναίκας κατακτήθηκε πολύ νωρίτερα, Οι γυναίκες έπαψαν να είναι νοικοκυρές και έγιναν εργαζόμενες. Αυτό ήταν καλό για τις γυναίκες, αλλά κακό για την κουζίνα και το μυθιστόρημα.
Κάθε φορά που διαβάζω μυθιστορήματα του Μάνκελ ή του Ράνκιν μένω με την απορία πώς οι ήρωές τους, ο Βαλάντερ και ο Ρέμπους, μπορούν και ζουν μόνο με σάντουιτς, πίτσες και μπύρα. Μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος, περνάω συνήθως μια περίοδο απώθησης για τα σάντουιτς και τις πίτσες.
Αντίθετα, στο Νότο, η απελευθέρωση της γυναίκας καθυστέρησε. Οι γυναίκες παρέμειναν νοικοκυρές για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Αυτό ήταν κακό για τις γυναίκες, αλλά καλό για την κουζίνα και την οικογένεια.
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα από τα δικά μου αστυνομικά. Οι αναγνώστες μου ξέρουν ότι η Αδριανή, η γυναίκα του αστυνόμου Χαρίτου, φτιάχνει πολύ νόστιμα γεμιστά. Τα γεμιστά ανήκαν στις εξαιρετικές επιδόσεις μαγειρικής της μητέρας μου. Όταν έψαχνα να βρω ποιο ήταν το αγαπημένο φαγητό του αστυνόμου Χαρίτου, κατέληξα στα γεμιστά.
***
Είπα προηγουμένως ότι το σύγχρονο ευρωπαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα ακολουθεί τα ίχνη του αμερικάνικου. Αυτή είναι, όμως, η μισή αλήθεια.
Στην πραγματικότητα, η αφετηρία βρίσκεται πολύ πιο πίσω, στο αστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Αν θέλετε να γνωρίσετε το Παρίσι του 19ου αιώνα, θα πρέπει να διαβάσετε τους Αθλίους και κυρίως την Παναγία των Παρισίων, του Ουγκώ. Και αν θέλετε να γνωρίσετε το Λονδίνο του 19ου αιώνα, θα πρέπει να διαβάσετε τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, για να περιοριστώ σε δύο παραδείγματα.
Αλλά οι συγγραφείς αυτοί δεν περιορίζονταν στην περιγραφή των πόλεων. Το πρώτο μέλημά τους ήταν η κοινωνική πραγματικότητα και οι κοινωνικές συνθήκες στις πόλεις όπου ζούσαν.
Την ίδια πορεία ακολουθεί και το σύγχρονο ευρωπαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο πρώτος που το επιχείρησε ήταν ο Ιταλός Λεονάρντο Σάσα στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα. Τα μυθιστορήματά του έχουν θέμα τις σχέσεις της σικελιώτικης μαφίας με τους πολιτικούς της Σικελίας, και τις επιπτώσεις τους πάνω στο πολιτικό σύστημα της Ιταλίας.
Ωστόσο, δυο ημερομηνίες είναι καθοριστικές για την αλλαγή πλεύσης στο ευρωπαϊκό αστυνομικό. Η πρώτη είναι το 1986, που σηματοδοτεί τη γέννηση του σκανδιναβικού αστυνομικού μυθιστορήματος.
Το 1986 είναι ο χρόνος που δολοφονήθηκε ο Ούλοφ Πάλμε. Ο Άρνε Νταλ μου είπε κάποτε: «Πιστεύαμε ότι ζούσαμε σε μια ιδανική κοινωνία. Η δολοφονία του Πάλμε μας άνοιξε τα μάτια».
Μπορεί, αλλά την ίδια διαπίστωση έκανε και ο Ίψεν το 1880, όταν έγραφε τους Βρυκόλακες. Στις σημειώσεις του για το έργο γράφει: «Αυτή η κοινωνία κρύβει το μίασμά της». Τα σουηδικά αστυνομικά κάνουν ακριβώς αυτό. Προσπαθούν να βγάλουν το μίασμα στην επιφάνεια.
Ο δεύτερος σταθμός είναι το 1989 και η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τότε, το σύστημα της κομματικής νομενκλατούρας μετεξελίχθηκε εν πολλοίς σε ένα σύστημα μαφιόζικης νομενκλατούρας.
Υπάρχουν δυο μελέτες που περιγράφουν αυτή την πραγματικότητα. Η πρώτη είναι ήδη πολύ γνωστή. Πρόκειται για το βιβλίο του Ρομπέρτο Σαβιάνο Γόμορρα. Ο Σαβιάνο χρησιμοποιεί τη Νάπολι και την περιφέρειά της ως παράδειγμα μαφιόζικων δομών.
Η δεύτερη μελέτη είναι λιγότερο γνωστή. Πρόκειται για το βιβλίο ενός άγγλου δημοσιογράφου, του Μίσα Γκλέννυ (Misha Glenny), με τίτλο: Mc Mafia. Εγκλημα χωρίς Σύνορα. Ο Γκλέννυ έχει αφετηρία την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, αλλά χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τον εμφύλιο της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Στο βιβλίο του υποστηρίζει ότι το εμπάργκο πετρελαίου, που επιβλήθηκε στη Σερβία είχε καταστροφικές συνέπειες, γιατί εξέθρεψε ένα τέρας: τις μαφίες στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ενώ τα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας πολεμούσαν αλλήλους στα μέτωπα, οι μαφίες των ίδιων κρατών συνεργάζονταν για να προμηθεύουν παράνομα πετρέλαιο στην Σερβία. Η συνεργασία αυτή μετέτρεψε τη μαφία σε μια μεγάλη οικονομική δύναμη, ενδυνάμωσε και επέκτεινε τη βάση της.
Δε χρειάζεται να εξηγήσω ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων ξεπλένεται και διοχετεύεται στην κανονική, νόμιμη, ροή της οικονομίας.
Αυτός είναι και ένα από τους λόγους, για τους οποίους το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα μετακόμισε στις πόλεις, που είναι τα κέντρα των οικονομικών δραστηριοτήτων. Αν κάποιος από το ακροατήριο έχει την περιέργεια να ρίξει μια ματιά στη βιβλιογραφία για το οργανωμένο έγκλημα, το μαύρο χρήμα και το ξέπλυμα χρήματος, θα μείνει έκπληκτος, όταν διαπιστώσει πόσο εμπλουτίσθηκε η βιβλιογραφία αυτή τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Ας επιστρέψουμε στην Αθήνα. Όταν ήρθα στην Αθήνα εξαιτίας της γλώσσας δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι τριάντα χρόνια αργότερα, η Αθήνα θα γινόταν η πόλη των μυθιστορημάτων μου.
Ολοι ξέρουμε ότι ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της Αθήνας είναι μέτοικοι. Σ’ αυτούς ανήκουν και ο αστυνόμος Χαρίτος με τη γυναίκα του, την Αδριανή. Και οι δυο έχουν καταγωγή από την Ήπειρο. Η οικογένεια της Αδριανής ήρθε στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα. Ο Χαρίτος ήρθε λίγο αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα. Φοίτησε στη Σχολή της Αστυνομίας στη διάρκεια της δικτατορίας. Είναι γιος ενωμοτάρχη της χωροφυλακής και ήθελε να φύγει από το χωριό. Η μόνη επιλογή που είχε ήταν η Σχολή της Αστυνομίας στην Αθήνα.
Με ρωτάνε συχνά, αν ο Χαρίτος είναι το alter ego μου. Δεν είναι, αλλά έχουμε ένα κοινό σημείο: το βλέμμα μας πάνω στην πόλη και στους Αθηναίους. Ο Χαρίτος έχει το ίδιο ειρωνικό και αποστασιοποιημένο βλέμμα, όπως και εγώ. Ίσως αυτό να οφείλεται και στο γεγονός ότι και οι δυο μας δεν είμαστε Αθηναίοι εκ γενετής.
Υπάρχουν δυο τρόποι για να κατασκευάσει ο συγγραφέας ένα χαρακτήρα. Ο ένας είναι να καθίσει στο γραφείο του και να δημιουργήσει στο μυαλό του έναν χαρακτήρα, όπως τον χρειάζεται για το μυθιστόρημά του. Ο άλλος είναι να διαλέξει ως βάση ένα πραγματικό πρόσωπο, που γνωρίζει, και να χτίσει τον χαρακτήρα πάνω σ’αυτό το γνώριμό του πρόσωπο. Δεν τίθεται προς συζήτηση ποια μέθοδος είναι η καλύτερη. Κάποιοι συγγραφείς προτιμούν την πρώτη, κάποιοι άλλοι τη δεύτερη. Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Χτίζω πάντα τους χαρακτήρες μου πάνω σε πρόσωπα που γνωρίζω.
Ωστόσο, η μέθοδος αυτή παρά λίγο να μου αποβεί μοιραία στο μυθιστόρημά μου για την Κωνσταντινούπολη, το Παλιά, πολύ Παλιά, γιατί δεν μπορούσα να κρατήσω σε απόσταση το υλικό της ιστορίας και την ίδια την πόλη, κάτι που είχα εφαρμόσει σε όλα τα μυθιστορήματα που είχαν χώρο την Αθήνα.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν η πόλη των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων, ήταν η πόλη της οικογένειάς μου. Επεφτα διαρκώς πάνω σε έναν τοίχο από αναμνήσεις και συναισθήματα, που θόλωναν το βλέμμα μου. Αυτό μου έβαζε εμπόδια στο χτίσιμο της ιστορίας. Οι ιστορίες από τη ζωή μου στην Πόλη ήταν πιο βαθιά χαραγμένες μέσα μου από τις ιστορίες που επινοούσα για το μυθιστόρημα. Οι μνήμες εξωβέλιζαν τις ιδέες μου.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ήταν και η ίδια η Κωνσταντινούπολη, που μου επέβαλε μιαν άλλη ιστορία απ’ αυτή που ήθελα να αφηγηθώ. Από τη μια, γιατί η πόλη είχε αλλάξει πολύ αυτά τα χρόνια. Από την άλλη, επειδή και τα σημεία, που θύμιζαν την παλιά Πόλη αφηγούνταν και αυτά μια ιστορία από το παρελθόν εντελώς διαφορετική από τη δική μου.
Πέρασαν μήνες ώσπου να βρω τη λύση των προβλημάτων μου στο πρόσωπο μιας ηλικιωμένης γυναίκας, με το όνομα Μαρία Χάμπου. Η Μαρία Χάμπου ήταν η γυναίκα που μας είχε μεγαλώσει στην Πόλη, εμένα και κυρίως την αδελφή μου. Ετσι η Μαρία έγινε, μαζί με τον Χαρίτο, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος. Στο μυθιστόρημα υπάρχει με το πραγματικό της όνομα, όπως πρόσθεσα στον μυθιστορηματικό χαρακτήρα και πολλά στοιχεία από την πραγματική βιογραφία της Μαρίας Χάμπου.
Οι πόλεις αλλάζουν. Άλλαξε η Κωνσταντινούπολη. Η ανατολική, πολυεθνική Πόλη έχει μετατραπεί σε ένα μεγαθήριο νεοπλουτισμού, έχει γίνει η «mall city», όπως την αποκαλεί ειρωνικά ένας τούρκος φίλος μου σκιτσογράφος, γιατί τα εμπορικά κέντρα υψώνονται το ένα δίπλα στο άλλο.
Αλλαξε και η Αθήνα. Η μικρή, χαρούμενη πόλη που γνώρισα έχει εξελιχθεί σε μια μητρόπολη, που μαζεύει ακόμα τα ξεφτίδια των Ολυμπιακών Αγώνων, και ταυτόχρονα παλεύει να κρατηθεί όρθια στα χρόνια της κρίσης.
Οι πόλεις δεν πεθαίνουν. Ενίοτε παθαίνουν, όμως, αλτσχάιμερ. Διαγράφουν τη μνήμη τους.
Ελπίζω να μη σας κούρασα πολύ και σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.
*Το κείμενο του Πέτρου Μάρκαρη εκφωνήθηκε σε εκδήλωση του κύκλου «Καταθέσεις Πολιτισμού» της Τραπέζης της Ελλάδος, στις 22 Ιουνίου 2016.