Και τώρα που η ζωή – και η ηλικία– το ’φεραν να έχω κι εγώ μαθητές, πιάνω τον εαυτό μου να απαντά σε κάποιες ερωτήσεις: «Κοίτα φίλε, εγώ πιστεύω αυτό, ο δάσκαλός μου ο Γιώργος Σεβαστίκογλου υποστήριζε το αντίθετο – με τα εξής επιχειρήματα. Πρέπει τώρα εσύ μόνος σου να διαλέξεις και να βρεις τον δρόμο σου». Όπως ο Γιώργος έλεγε για τον δικό του δάσκαλο, τον Κουν: «Ο Κάρολος ήθελε να δώσει την αίσθηση μιας σκηνής, εγώ τη διάθεση. Είναι πιο ενεργητικό. Διαφέραμε».
Είναι πλέον θεμιτό να πούμε ότι η Αγγέλα ανήκει σε μια τριάδα θεατρικών έργων, όλων γραμμένων τη δεκαετία του 1950, που κατά κάποιον τρόπο ιδρύουν το μεταπολεμικό νεοελληνικό θέατρο. Τα άλλα δύο είναι, βέβαια, η Αυλή των θαυμάτων του Ιάκωβου Καμπανέλλη, αλλά και η παραγνωρισμένη Αντιγόνη του Άρη Αλεξάνδρου. Και οι τρεις συγγραφείς ανδρώθηκαν μέσα στην Κατοχή και σημαδεύτηκαν από την εμπειρία της και από τα τραύματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Γράφουν και οι τρεις, σε μια ολοφάνερα συνειδητή προσπάθεια ανανέωσης της θεατρικής γλώσσας, δίχως να επικοινωνούν μεταξύ τους. Ο Καμπανέλλης στην Αθήνα έπειτα από τα ναζιστικά στρατόπεδα, ο Σεβαστίκογλου στη Μόσχα σε αναγκαστική υπερορία, ο Αλεξάνδρου στη Μακρόνησο και στην εξορία. Τους ενώνει η προσπάθεια να μιλήσουν πέρα από τη μιζέρια και τις απαγορεύσεις της εποχής τους.
Η Αγγέλα γράφτηκε λοιπόν μακριά από την Αθήνα, στη Μόσχα, το 1957. Ανέβηκε σχεδόν αμέσως από το περίφημο Θέατρο Βαχτάνγκοφ, το 1958. Στην Αθήνα χρειάστηκε να φτάσουμε στο «δημοκρατικό διάλειμμα» για να δει τα φώτα της σκηνής, στο Θέατρο Τέχνης, το 1964. Από τότε, κι ιδιαίτερα μετά το 1974, ευτύχησε σε πολλά κι εξαιρετικά ανεβάσματα σε όλη την Ελλάδα.
ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΠΟΥ ΑΝΤΕΞΕ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Προσπαθώ να απαντήσω στο ερώτημα γιατί αυτό το έργο αντέχει τόσο επίμονα στον χρόνο; γιατί δεν παύει να ανεβαίνει, και μάλιστα με επιτυχία και ανταπόκριση; γιατί αρέσει τόσο στους νέους ηθοποιούς; γιατί «δουλεύεται» τόσο στις δραματικές σχολές;
Τέσσερα σημεία :
Α. Η Πολυκατοικία
Στην οργάνωση του δραματικού υλικού της Αγγέλας καθοριστικό ρόλο παίζει η ίδια η πολυκατοικία, όπου εξελίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της δράσης. Η δράση κυκλοφορεί από την είσοδο στο δρόμο, μέχρι την ταράτσα˙ στην πολυκατοικία με την πλατιά μαρμάρινη σκάλα των αφεντικών και την πίσω σκάλα που ανεβοκατεβαίνουν οι υπηρέτριες. (Έχει αμέσως εδώ, προφανώς, ενδιαφέρον η συσχέτιση κι η αντιπαράθεση αυτού του ιεραρχημένου χώρου της Αγγέλας με την εξισωτική «αυλή» της Αυλής των θαυμάτων). Προσοχή! δεν πρόκειται εδώ για τις άσχημες και στενόχωρες πολυκατοικίες της Αθήνας της αστυφιλίας και της δικτατορίας, αλλά μάλλον για τις αστικές και μεσοαστικές προπολεμικές πολυκατοικίες που δόξασαν την Πατησίων, την πλατεία Βικτωρίας και το Μουσείο. Τρίπατη ή τετραώροφη, αν υπολογίζω καλά. Στο άνετο πολυτελές διαμέρισμα υπάρχει ένα κελί για την «υπερεσία» ψυχοκόρη, η πίσω σκάλα δημιουργεί μια παράλληλη ζωή, η μπουγάδα απλώνεται στην ταράτσα, εκεί όπου τα ζεστά βράδια ξεδίνουν οι υπηρέτριες. Και δίπλα ένα υπαίθριο σινεμά γητεύει τα μικρά κορίτσια…
Από όλες τις παραστάσεις της Αγγέλας που έχω δει, μόνο ο Τάσος Μπαντής θέλησε να δείξει αυτή την ιεραρχία του χώρου, αξιοποιώντας με τη σκηνογράφο Ελένη Μανωλοπούλου όλο το ύψος του θεάτρου Εμπρός.
Β. Δομή σεναρίου
Μπορεί η Άλκη Ζέη να σπούδασε σενάριο, αλλά είναι ο Γιώργος Σεβαστίκογλου που έγραψε την Αγγέλα με σαφή χαρακτηριστικά κινηματογραφικής δομής. Είναι η πολλαπλότητα των χώρων πρώτα απ’ όλα. Το έργο «με πρόλογο κι επτά εικόνες» κινείται ελεύθερα σε διάφορους χώρους, πέρα από τους συμβατικούς καταναγκασμούς της σκηνής. Εκτός από την πολυκατοικία με τους πολλούς υπο-χώρους της (από την είσοδο μέχρι την ταράτσα) σημειώνονται επίσης: ένα ταβερνάκι στην ακροθαλασσιά και η κάμαρα φτηνού ξενοδοχείου, όπου συνευρίσκονται η Αγγέλα με τον Λάμπρο. Το θέατρο, βέβαια, έχει αφαιρετικούς υπαινικτικούς τρόπους να τα αναπαραστήσει όλα αυτά, αλλά η δομή δεν παύει να είναι κινηματογραφική. Η εναλλαγή και η αλληλουχία των χώρων δράσης είναι καθοριστικής σημασίας και για τις σχέσεις και για τα πρόσωπα – για το παίξιμο δηλαδή των ηθοποιών.
Στην παράμετρο της κινηματογραφικότητας, ας προσθέσουμε: τη συστηματική χρήση της μουσικής και των ήχων, on και off, τις δράσεις εκτός σκηνής, τις βουβές δράσεις…
Γ. Η προφορικότητα
Η Αγγέλα καταγράφει στο χαρτί έναν ιδιόλεκτο προφορικό λόγο, θρυμματισμένο και ελλειπτικό. Τρεις τελείες σημαίνουν μια ανακοπή της σκέψης, μια αναστολή ή μια εκκρεμότητα. Ερωτήσεις μένουν αναπάντητες, για να απαντηθούν ίσως μερικές αράδες πιο κάτω. Πολύ λίγα λόγια αρκούν εδώ για να εκφράσουν με δυσκολία αυτό που νιώθουν τα πρόσωπα – και όχι οι μακροσκελείς εξηγητικοί μονόλογοι του παλιότερου θεάτρου. Προκύπτει ένας διάλογος σε κρίση, εξαιρετικά πλούσιος σε χρώματα και σημασίες, που αξιοποιεί όλα τα διδάγματα της θεατρικής γραφής από τον Τσέχοφ και πέρα. Κι ίσως εδώ να βρίσκεται η μεγαλύτερη πρόκληση για τον σημερινό ηθοποιό.
Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου μιλούσε κάποια από τα ωραιότερα ελληνικά που έχω ακούσει. Στρωτά ελληνικά, δίχως μεγάλα λόγια˙ μπορούσε με σαφήνεια να μεταδώσει με απλές λέξεις την πιο δύσκολη έννοια. Τα αστικά ελληνικά της γενιάς του και των πρότυπων σχολείων του Μεσοπολέμου. Ο θρύλος λέει ότι στα βουνά του Εμφυλίου γύρναγε μ’ ένα μπλοκάκι και σημείωνε λέξεις, φράσεις και λεκτικά σχήματα. Τα μπλοκάκια αυτά δεν έχουν σωθεί, αλλά ο πλούτος της προφορικότητας καταγράφεται στους διαλόγους του (και στην Αγγέλα και στις μεταφράσεις του). Όταν μια φίλη γλωσσολόγος χρειάστηκε υλικό καταγραφής και διάκρισης του προφορικού ελληνικού λόγου από τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες του γραπτού, στα κείμενα του Σεβαστίκογλου ανέτρεξε. Στις «ανακολουθίες» και τα «λάθη», στις έτοιμες δανεικές φράσεις και τα λεκτικά σχήματα που αλλάζουν νόημα ανάλογα με τη χρήση. Ένας θησαυρός για τους ηθοποιούς!
Ίσως κάποιες από αυτές τις λέξεις και εκφράσεις σήμερα να ηχούν παραπάνω χρωματισμένες από όσο αντέχει η σύγχρονη γλωσσική ευαισθησία. Ένα τωρινό ανέβασμα πρέπει να αντιμετωπίσει το δίλημμα ανάμεσα στη γοητεία που ασκεί το παλιό υλικό και στην ανάγκη κινηματογραφικής ρεαλιστικής αμεσότητας που επιβάλλει το έργο. Αναρωτιέμαι τι θα έκανε ο ίδιος ο Γιώργος που άλλαζε κάθε μέρα λέξεις στην πρόβα, και που τόσο ταλαιπωρούσε τους εκδότες του μέχρι να τους δώσει τελικό κείμενο.
Δ. Η «άλλη όψη του φεγγαριού»
Στην Αγγέλα ακόμη και τα πιο αρνητικά πρόσωπα έχουν μια πλευρά γοητευτική, συμπαθητική (ο Στράτος, η Γεωργία). Αλλά ακόμη και τα πιο θετικά μια πλευρά σκοτεινή, αβυσσαλέα (η Αγγέλα, ο Λάμπρος).
Μιλώντας με σύγχρονους όρους: η παρουσία των προσώπων είναι ισχυρότερη και σημαντικότερη από τις προθέσεις τους ή ακόμη κι από τον τελικό ρόλο τους στη δράση. Κι ο ηθοποιός που ενσαρκώνει αυτά τα πρόσωπα δεν πρέπει επ’ ουδενί να παίζει με στόχο το αποτέλεσμα, να εκμαιεύει μια κρίση, θετική ή αρνητική, πάνω στους ήρωες, αλλά με θέρμη τις στιγμές τους, σαν να μη ξέρει τη συνέχεια. Δες την «άλλη όψη του φεγγαριού», έλεγε συχνά ο Σεβαστίκογλου στις πρόβες.
Αυτή η αντιφατική σύλληψη των προσώπων είναι προφανώς το απαύγασμα του ρεαλισμού, μακριά από τις επιταγές και τις σχηματοποιήσεις του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού».
ΜΕ ΔΙΑΘΕΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Θα έλεγα ότι πρόκειται για μια γενικότερη ηθική στάση του Γιώργου Σεβαστίκογλου που τον συνόδεψε σε όλες τις κακοτοπιές της ζωής και της Ιστορίας. Δεν τον άκουσα ποτέ να κακολογεί κανέναν, όσο οξυδερκής κι αμείλικτος κι αν ήταν στις πράξεις των ανθρώπων (και στις θέσεις τους). Για τα ίδια τα πρόσωπα διατηρούσε πάντα μια στάση ήπιας συγκατάβασης και σχεδόν μια διάθεση κατανόησης.
Και συχνά πολλή ειρωνεία.