Σύνδεση συνδρομητών

Φυλετική ή/και έμφυλη ταυτότητα στη Ρέα Γαλανάκη

Σάββατο, 01 Μαρτίου 2014 02:00

Στο έργο της Ρέας Γαλανάκη έχει διαπιστωθεί η σταθερή αναφορά της σε ζητήματα που άπτονται της ιστορίας. Πρόσωπα και γεγονότα ιστορικά αναπλάθονται μυθιστορηματικά και οι ήρωές της, αν και υπόκεινται σε ιστορικό υπόβαθρο, διαμορφώνονται μέσα από τη μυθοπλαστική τους δράση σε υποκείμενα με έντονη την αυτοσυνειδησία, τον προβληματισμό και τις ψυχολογικές επιπτώσεις των γεγονότων τα οποία βιώνουν. Οδηγοί τρεις μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, ένας ήρωας και δυο ηρωίδες, από τρία μυθιστορήματά της. [ΤΒJ]

Ρέα Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, Καστανιώτη, Αθήνα 1989, τελευτ. έκδ. 2008, 231 σελ.

Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας, Άγρα, Αθήνα 1998, τελευτ. έκδ. Καστανιώτη 2004, 282 σελ.

Ρέα Γαλανάκη, Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα, Καστανιώτη, Αθήνα 2009, 270 σελ.

«Έτσι κι εγώ εξηγώ τα ανεξήγητα εκείνης της νύχτας, ότι κλείνοντας τους κύκλους της η μοίρα εκδικείται όποια γυναίκα προσπαθεί να δραπετεύσει από την προκαθορισμένη επανάληψή της».

 Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας.

Η έννοια της ταυτότητας καλύπτει μια μεγάλη σειρά γνωρισμάτων και ιδιοτήτων που προσδιορίζονται ιστορικά, ιδεολογικά και πολιτικά αλλά και  γενετικά, φυλετική δηλαδή και έμφυλη ταυτότητα. Η προσέγγιση στο έργο της Γαλανάκη θα περιοριστεί σε εκείνες τις περιπτώσεις χαρακτήρων που ο προβληματισμός τους συνιστά μια μορφή μετεωρισμού ανάμεσα στη στερεοτυπική αντίληψη για την ταυτότητα ως μονοδιάστατο μόρφωμα και την ταυτότητα ως μύθευμα και κατασκευή, είτε πρόκειται για φυλετική ή έμφυλη ταυτότητα είτε για τον συνδυασμό και των δύο. Ούτως ή άλλως, η κατηγοριοποίηση ταυτοτήτων  επικαθορίζεται από την πολιτική πράξη και την ιστορική  συγκυρία, καθώς και από τα στοιχεία καταγωγής και πολιτισμικής εμπειρίας.

Η αναγνώριση της ταυτότητας συνίσταται σε μια σειρά στοιχείων που έχουν αντικειμενική υπόσταση. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η βίωση της ταυτότητας ενός εκάστου προκύπτει ως υποκειμενική αίσθηση. Συχνά, μάλιστα, είναι το αποτέλεσμα μιας γενικευμένης πεποίθησης που επιβάλλει στο υποκείμενο μια δεδομένη αντίληψη. Πεποίθηση που ανήκει στο κοινωνικό περιβάλλον, ως ταυτότητα της ομάδας. Η  αναγνώριση της πληθυντικής υπόστασης της έννοιας ταυτότητα  συνιστά μια επιβεβαίωση της ύπαρξης του στοιχείου της πολλαπλότητας στην έννοια αυτή. Είναι, επομένως, σημαίνουσα η αναζήτηση των στοιχείων που συνθέτουν την ταυτότητα του υποκειμένου, τη συναρμογή αλλά και τη συγκρουσιακή αντιπαράθεση ταυτοτήτων στο εκάστοτε υποκείμενο. Επίσης, τόπος και χρόνος στη διαπλοκή τους διαμορφώνουν μια μεταβλητή σε σχέση με τον καθορισμό της ταυτότητας. Η ταυτότητα, όπως και αν αυτή προσδιοριστεί, τίθεται σε διαρκή αίρεση μέσα στο πλαίσιο τοπικών και χρονικών εναλλαγών. Δεν νοείται ως αμετακίνητη και σταθερή οντότητα και δεν παραμένει αμετάβλητη στην τοπική και χρονική μεταβολή.

Στο έργο της Ρέας Γαλανάκη έχει διαπιστωθεί η σταθερή αναφορά της σε ζητήματα που άπτονται της ιστορίας. Πρόσωπα και γεγονότα ιστορικά αναπλάθονται μυθιστορηματικά και οι ήρωές της, αν και υπόκεινται σε ιστορικό υπόβαθρο, διαμορφώνονται μέσα από τη μυθοπλαστική τους δράση σε υποκείμενα με έντονη την αυτοσυνειδησία, τον προβληματισμό και τις ψυχολογικές επιπτώσεις των γεγονότων τα οποία βιώνουν.

Η κλιμάκωση στην παρουσίαση των συγκεκριμένων μυθιστορηματικών ηρώων την οποία θα ακολουθήσουμε έχει αφ’ ενός χρονικό στίγμα, αφ’ ετέρου σχετίζεται με την εξέλιξη των φυλετικών και έμφυλων γνωρισμάτων των ηρώων, την οποία θα επιχειρήσουμε να υποστηρίξουμε. Επίσης, δεν θα προσεγγίσουμε το σύνολο των μυθιστορηματικών ηρώων και τον σχετικό προβληματισμό τους αλλά θα κινηθούμε τόσο επιλεκτικά όσο και παραδειγματικά.

Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά(1989)

Ο κύριος ήρωας Ισμαήλ παρουσιάζεται ως η παραδειγματική περίπτωση διττής ταυτότητας. Η σύγκρουση εντοπίζεται στον πυρήνα της ιστορικής συγκυρίας που μετέτρεψε το σκλαβωμένο κρητικόπουλο σε αιγύπτιο πασά, υποχρεωμένον να κατακτήσει για λογαριασμό της δεύτερης πατρίδας του τη γενέθλια γη. Ωστόσο, η Γαλανάκη, μέσα από τη μυθοπλασία, αναπτύσσει κυρίως τις ψυχολογικές επιπτώσεις ενός τέτοιου διχασμού. Οι ιστορικές πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της είναι η αφορμή για να αναπτύξει τον προβληματισμό της για ζητήματα φυλετικής ταυτότητας. Η αντίληψή της περνάει μέσα από τη σχέση καταγωγής και αγωγής και πραγματεύεται το ζήτημα της μεταβολής που υφίσταται το υποκείμενο μέσα στους συγκρουόμενους ρόλους. Η προσχώρηση στη νέα ταυτότητα μέσα από την αγωγή συνεπάγεται μια μορφή προδοσίας προς την ταυτότητα καταγωγής. Ο ήρωας, όμως, δεν εμφανίζεται με αρνητικό τρόπο, όπως θα τον αντιμετώπιζε μια καθαρά ελληνοκεντρική οπτική, αλλά αντίθετα παρουσιάζεται ψυχολογικά βυθισμένος στο υπαρξιακό του κενό. Η Γαλανάκη, με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο, κάνει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ιδεολογικό άνοιγμα προς μορφές ζωής που εντάσσουν την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων στα υποκείμενα. Θέτοντας στο επίκεντρο του προβληματισμού της τις ιστορικές τύχες, αναδεικνύει  τη σχέση τής εκάστοτε ταυτότητας με τους ρόλους που αναλαμβάνει κάθε υποκείμενο στη διάρκεια του βίου του, αλλά και με τη σημασία που παίρνει στον καθορισμό της ταυτότητας η σχέση του με την εξουσία. Η παρουσία της γενέθλιας γης, ο ρόλος της μνήμης και η δύναμη του αίματος συνιστούν την έδρα της συνειδησιακής σύγκρουσης ανάμεσα στην ταυτότητα του υποκειμένου κατά τη γέννησή του και στο ρόλο που έχει αναλάβει, και την εξουσία που ασκεί μέσα από την ταυτότητα που απέκτησε κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του. Με τον τρόπο αυτό, μέσω του Ισμαήλ Φερίκ πασά, αναδεικνύεται το διπολικό σχήμα εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας ως κομβικό σημείο του υπαρξιακού του διχασμού . 

Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει η περιορισμένης εμβέλειας παρουσία του ομογάλακτου αδελφού του Ισμαήλ, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον στερεοτυπικό χαρακτήρα της μονοδιάστατης εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Πρόκειται για τον Αντώνη Παπαδάκη, ο οποίος μάλιστα μετέχει της ελλαδικής εξουσίας και υπήρξε παράγοντας ενίσχυσης των κρητών επαναστατών. Ωστόσο,  ο γεννημένος Εμμανουήλ Καμπάνης Παπαδάκης που η μοιραία συγκυρία τον όρισε κατακτητή της γενέτειράς του ως Ισμαήλ Φερίκ Πασά, παρέμεινε ώς το τέλος του βίου του (είτε αυτοκτονώντας είτε δολοφονημένος) ο αληθινά τραγικός ήρωας. Το ιστορικό πλαίσιο που αξιοποιεί η Γαλανάκη γίνεται, σε μεγάλο βαθμό, ο καμβάς για να αναπτύξει τους προβληματισμούς της φυλετικής ταυτότητας μέσα από μία μυθοπλαστική κατασκευή.

Ελένη ή ο Κανένας (1998)

Μια δεκαετία μετά τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά, η συγγραφέας επανέρχεται στο θέμα της ταυτότητας, εντοπίζοντας αυτή τη φορά το ευπαθές πεδίο της έμφυλης ταυτότητας. Αν και αυτό το μυθιστόρημα βασίζεται σε ιστορικό πυρήνα, σε μια πραγματική ιστορία και κυρίως σε ένα πραγματικό πρόσωπο, την Ελένη Αλταμούρα - Μπούκουρα, η μυθιστορηματική διαχείρισή της στοχεύει κυρίως στο ζήτημα της επιδίωξης της τέχνης σε καιρούς που μια γυναίκα δεν μπορούσε να υποστηρίξει την καλλιτεχνική της προσωπικότητα παρά μόνο μέσα από την παρενδυσία. Η Ελένη υπήρξε η πρώτη σπουδαγμένη ελληνίδα ζωγράφος, που οδηγήθηκε εξαναγκαστικά, εξαιτίας των κοινωνικών απαγορεύσεων, στη μίμηση του άλλου φύλου προκειμένου να υπηρετήσει τον στόχο της. Η αφήγηση της Γαλανάκη επικεντρώνεται στη ιδιότυπη αυτή μεταμφίεση που σκοπό έχει την παράκαμψη των προκαταλήψεων. Η Ελένη Αλταμούρα αντιπαλεύει τα εμπόδια που της στερούν τη δημιουργικότητά της, έχοντας τη στήριξη του καπετάνιου πατέρα της, που αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητά της στο πλαίσιο της δικής του ανδρικής αντίληψης περί ελευθερίας.  Συγχρόνως, όμως, η Ελένη συγκρούεται με την ίδια της την ταυτότητα. Για την ακρίβεια, χάνει  τον έλεγχο της  θηλυκής της ιδιοσυστασίας και οδηγείται σε μία διχασμένη συμπεριφορά. Η ταυτότητα της ηρωίδας υπερβαίνει στην πράξη το φύλο, γυναικείο ή ανδρικό, και μεταβάλλεται σε ταύτιση με την ίδια την τέχνη, δηλαδή με τον σκοπό που την ώθησε στην παρενδυσία. Η ενδιαφέρουσα αυτή τροπή, που εδράζεται πάνω σε οριακές αρνήσεις συμβολίζει τον αγώνα της γυναικείας καλλιτεχνικής απελευθέρωσης, αλλά οδήγησε στην πρώιμη αυτή φάση την ηρωίδα σε μια αυτοκαταστροφική πορεία. Ωστόσο, η Γαλανάκη κατορθώνει να αναδείξει τη σημασία της πολιτικής των ελεύθερων επιλογών.

Η υπέρβαση των στερεοτύπων δεν είναι χωρίς συνέπειες και οι πρωτοπόροι σε κάθε ανατροπή σημαδεύουν καθοριστικά τα μελλούμενα. Το ιδεολογικό στίγμα της Γαλανάκη υποδεικνύει αυτή την υπέρβαση  και συνάμα καλλιεργεί την ιδέα της τέχνης ως προσδιορισμό ή ίσως και υποκατάστατο ταυτότητας πέρα από τον έμφυλο προσδιορισμό. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, στο σημείο αυτό, ότι εν τέλει η ταυτότητα ενός υποκειμένου βρίσκεται σε μια διαρκή διαπάλη με τις ποικίλες ιδιότητές του, σε μία βασανιστική κλιμάκωση, μέσα από πολλαπλές αντιθέσεις και συγκρούσεις στην προσδοκία μιας σύνθεσης, που μόνο καλειδοσκοπικά μπορεί να νοηθεί.

Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα (2009)

Λίγο μετά τη συμπλήρωση μιας ακόμη δεκαετίας η Γαλανάκη προχωρά σε μια συνθετότερη κατασκευή. Στην περίπτωση αυτή το μυθιστόρημά της επινοεί χαρακτήρες οι οποίοι όμως ζουν και δρουν σε ένα περιβάλλον που απηχεί πραγματικότητες. Πρόκειται για συμβάντα που ακουμπούν σε ένα αναγνωρίσιμο ορεινό χωριό της Κρήτης, όπου η παράδοση συλλειτουργεί με τα νέα δεδομένα που διαμορφώνουν μια ζωή στα όρια νομιμότητας και παρανομίας. Το έθιμο της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας έχει γίνει όργανο παράνομων πράξεων. Το έθιμο της καύσης του Ιούδα το Μέγα Σάββατο έχει μεταβληθεί σε εθνικιστική και ρατσιστική τελετή. Σε αυτό το χωριό φθάνει το 2000 η Μάρθα, νεαρή δασκάλα ελληνοεβραϊκής καταγωγής. Μια γυναίκα έρχεται να δώσει και εδώ το στίγμα των ιδεολογικών επιλογών της Γαλανάκη, καθώς η ηρωίδα της κατέχει τη διπλή ταυτότητα φυλής και φύλου, που στην προκειμένη περίπτωση συνιστά διπλή αρνητική φόρτιση για το περιβάλλον. Στην ανάπτυξη της μυθοπλασίας της η Γαλανάκη συνδέει άρρηκτα δύο μύθους, αυτόν του αιμομίκτη Οιδίποδα και του αμαρτωλού Ιούδα, αξιοποιώντας μια ποιητική μυθιστορία, που προέρχεται από την κρητική Αναγέννηση. Δεν θα επιμείνω στα ζητήματα των πηγών της. Αντίθετα, θα παραμείνω στον προβληματισμό ταυτότητας, έτσι όπως προκύπτει από μια σειρά χαρακτήρων, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικών, που ωστόσο συνθέτουν ένα πανόραμα ιδιαιτεροτήτων και συμπληρώνουν την ιδέα της πολυπλοκότητας αλλά και της πολλαπλότητας στο ζήτημα του προσδιορισμού της ταυτότητας. Στη σύνθετη αυτή κατασκευή η Γαλανάκη κατορθώνει να δημιουργήσει εκείνες τις χαρακτηρολογικές εκδοχές ως προς τα δρώντα υποκείμενα, συνδέοντας την εκάστοτε ταυτότητα με τους ρόλους εξουσίας που καλείται κάθε φορά να παίξει το υποκείμενο.

Παρατηρούμε ότι υπάρχουν, έστω και σχηματικά, ήρωες που αντιπαρατίθενται και περιγράφονται με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Η ελληνοεβραία δασκάλα Μάρθα, αν και κανείς κατ’ αρχήν δεν γνωρίζει τη φυλετική της καταγωγή ούτε και τη σχέση των προγόνων της με το συγκεκριμένο χωριό, αποφασίζει να έλθει ως δασκάλα με απώτερο στόχο να αποκαλύψει στον εαυτό της το μυστικό που συνέδεε τη μητέρα της με αυτόν τον τόπο. Η συσχέτιση τόσο της καταγωγής όσο και της φυλετικής συνέχειας είναι υπόθεση των γυναικών – της σχέσης κόρης με μητέρα. Δεν είναι, βεβαίως, τυχαία η ανάδειξη αυτής της σχέσης, καθώς όπως είναι γνωστό, η εβραϊκότητα καθορίζεται γενετικά από τη μητέρα. Παράλληλα, σημειώνουμε  ότι σε πρώτο επίπεδο η υποδοχή μιας γυναίκας-δασκάλας  σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης με αυστηρά ανδροκρατική δομή δημιουργεί από την αρχή όρους καχυποψίας στο πρόσωπό της και προκαλεί τόσο την περιέργεια όσο και την αρνητική στάση στους παράγοντες της τοπικής εξουσίας. Κύριος εκφραστής εμφανίζεται να είναι ο προϊστάμενός της δάσκαλος, ο επονομαζόμενος  Χάρακας, από την παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας μετά ξύλου που ακολουθεί. Ήδη η πρώτη αντιπαράθεση δημιουργείται στο επίπεδο άσκησης της εξουσίας, αποτέλεσμα της σχέσης της νεότερης δασκάλας με τον διευθυντή της. Ο Χάρακας εμφανίζεται με έντονα τα χαρακτηριστικά της εθνικιστικής του ταυτότητας και τη σύνδεσή του με την κατεστημένη ιδεολογία. Συνδεδεμένος με την πιο σκληροπυρηνική άποψη για την τοπική παράδοση και δρώντας στο πλαίσιο της «εκσυγχρονισμένης» εκδοχής της που ταυτίζεται με τις πρακτικές παρανομίας των χωριανών, ο Χάρακας αντιπροσωπεύει με προφανή τρόπο τη συμβολική μορφοποίηση του «κακού». Από την άλλη, η Μάρθα επιλέγει την ερωτική συνεύρεσή της με το βοσκό που ξεχωρίζει από το σύνολο των συγχωριανών του κυρίως μέσα από τη λογική της περιθωριοποιημένης στάσης ζωής του. Οι αρχές τις οποίες ακολουθεί ο ερωτικός της σύντροφος, παρά το γεγονός ότι δεν τον απομακρύνουν από τις καθαρά παραδοσιακές δομές της κοινωνίας του, τον απομονώνουν όμως απόλυτα από αυτήν, καθώς βρίσκεται στον αντίποδα των παράνομων πρακτικών που έχουν πλέον κυριαρχήσει στην τοπική κοινότητα. Η απόπειρα βιασμού της Μάρθας από τον Χάρακα και  η δολοφονία του βοσκού υποδηλώνουν την αμείλικτη αντιμετώπιση του διαφορετικού, του κάθε «άλλου», από το σύστημα εξουσίας που διέπει τη μικρή κοινωνία και δεν επιτρέπει την ύπαρξη χώρου διαφυγής. Η σύγκρουση, λοιπόν, είναι αναπότρεπτη.

Η Μάρθα πάλι έρχεται αντιμέτωπη με το γεγονός ότι αυτή είναι υπόχρεη, ως δασκάλα, να οργανώσει την τελετή της καύσης του Ιούδα, που τα παιδιά του σχολείου περιμένουν με μεγάλο ενθουσιασμό να ετοιμάσουν για το Μεγάλο Σάββατο. Η δυνατότητά της να αντιδράσει είναι περιορισμένη στο ελάχιστο, καθώς η τελετή αυτή με τον αρχέγονο χαρακτήρα της αποτελεί μέρος μιας παράδοσης, που έχει και αυτή μεταβληθεί σταδιακά σε συμβολική πράξη εξόντωσης της διαφορετικότητας – σημείο αναφοράς του υφέρποντος ρατσισμού που καλλιεργείται από την ψευδεπίγραφη εθνικοφροσύνη των προυχόντων.

Στο σημείο αυτό, και καθώς η όλη αφήγηση οδηγείται σε αποκαλύψεις όλων των κρυμμένων μυστικών της μικρής κοινωνίας, η Μάρθα βρίσκεται στο επίκεντρο και γύρω της αναπτύσσεται ο ιδιότυπος κλοιός προστασίας των γυναικών. Απλές γυναίκες του χωριού, όπως η Αγγελικώ και η Φροσύνη, που είναι και ο αδύναμος κρίκος της κοινότητας, θα αποκαλύψουν στη Μάρθα το μυστικό που έδιωξε τη μάνα της από το χωριό και είναι οι ίδιες  που θα ζώσουν και θα σώσουν, με την προστασία της αλληλεγγύης, τη Μάρθα από τα δεινά που την απειλούν. Ως άλλος χορός της αρχαίας τραγωδίας αποκαλύπτουν στον αναγνώστη τη σημασία της αντι-εξουσίας ως πρόταγμα κατά της μισαλλοδοξίας και  κατά του ρατσισμού. Οι ταπεινές αυτές γυναίκες παίρνουν την εκδίκηση με τον τρόπο που ορίζει η παράδοσή τους: με την αυτοδικία. Ωστόσο, η πράξη τους αυτή, αν και συνιστά ριζική τομή στην έως εκείνη τη στιγμή στάση ζωής τους, δεν απομακρύνεται από την πρακτική της ανδροκρατούμενης παράδοσης της κοινότητάς τους.

Αν το έργο της Γαλανάκη γεννιέται μέσα από ιστορικά συμφραζόμενα δεν συνιστά ιστορικό μυθιστόρημα, όπως συχνά κατηγοριοποιήθηκε από την κριτική. Η συγγραφέας περισσότερο προκρίνει μια μέθοδο την οποία, τηρουμένων των αναλογιών, θα θεωρούσα πως προσιδιάζει στην καβαφική πρόσληψη και χρήση της ιστορίας στο πλαίσιο της μικροϊστορίας. Από ιστορικά πρόσωπα, που χάθηκε σχεδόν η μνήμη τους, αναδεικνύει τον υπαρξιακό αγώνα και τις επιπτώσεις της ιστορικής συγκυρίας στη διαμόρφωση του βίου τους, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του Ισμαήλ Φερίκ πασά και της Ελένης Αλταμούρα. Αλλά από ιστορικές πραγματικότητες, όπως η ζωή και ο βίος των κατοίκων ενός ορεινού χωριού της Κρήτης, η Γαλανάκη επινοεί τα πρόσωπα εκείνα που θα αναδείξουν τη σύγκρουση του παλαιού με το νέο, τα δρώντα πρόσωπα μιας καθημερινής τραγωδίας. Καθοριστικός παράγοντας που θα σπρώξει τα πράγματα προς την αλλαγή και την κάθαρση, η ανεξίγνωμη στάση των γυναικών, αυτών ακριβώς των θυμάτων των κοινωνικών στερεοτύπων.

Με το μυθιστόρημά της Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα η Γαλανάκη έδωσε μια μεγαλύτερη ώθηση στον προβληματισμό της. Από τις ατομικές περιπτώσεις των δύο πρώτων μυθιστορημάτων της και την υπαρξιακή διάσταση και εσωτερική σύγκρουση των ηρώων της ως προς τον καθορισμό της ταυτότητάς τους, κατόρθωσε να περάσει στο συλλογικό πεδίο και να αποδώσει με συνθετικό τρόπο την κοινωνική διάσταση της σύγκρουσης. Τα πρόσωπα του δράματος βιώνουν το σκληρό πρόσωπο της αναμέτρησης με το Άλλο και υφίστανται τις πολλαπλές εκδοχές της σύγκρουσης αυτής. Φυλετική ή έμφυλη ταυτότητα στη συνύπαρξή τους με περιθωριοποιημένες εκδοχές βίου αναμετρώνται με την εξουσία, μετασχηματίζοντας την τοπική παράδοση σε συμβολική πράξη αλληλεγγύης.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.