Σύνδεση συνδρομητών

Το βιβλίο της «Κυρίας»

Σάββατο, 01 Μαρτίου 2014 02:00

Η Στασινοπούλου έχει μάθει να βλέπει και να ακούει. Όχι ως δασκάλα, ως συγγραφέας. Οι περιγραφές των μικρών ηρώων της είναι ολιγόλογες και καίριες κι οι ατάκες τους αφοπλιστικές. Επίσης, ξέρει να γράφει. Η τρίτη έκδοση του βιβλίου της με 28, κατ’ αρχάς αυτοβιογραφικά, αφηγήματα από τα χρόνια που δίδασκε, ως φιλόλογος, στο σχολείο, επαναβεβαιώνει τη σχέση της συγγραφέα με την καθαρόαιμη αφήγηση. [ΤΒJ]

Μαρία Στασινοπούλου, Κυρία, με θυμάστε;, Κίχλη, γ’ έκδ. Αθήνα 2013, 100 σελ.

Με τη Μαρία Στασινοπούλου, φιλόλογο και κριτικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συναντήθηκα για πρώτη φορά σε μια εκδήλωση για τη φίλη της Άλκη Ζέη, στην ταράτσα του Μεταίχμιου στην οδό Ιπποκράτους, το καλοκαίρι του 2011. Μιλήσαμε, διαπιστώσαμε ότι είμαστε σχεδόν γείτονες, αφού εκείνη και ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος μένουν στο Θησείο κι εγώ στα Πετράλωνα, ανταλλάξαμε τις επόμενες ημέρες τηλεφωνήματα, επισκέψεις και βιβλία και, πριν καν εκπνεύσει εκείνο το πρώτο καλοκαίρι, είχαμε γίνει φίλοι.

Κάνω την εισαγωγή για να πω ότι γνώρισα την ίδια τη συγγραφέα, την ακριβώς συνομήλική μου, με τη θερμή παρουσία και το φωτεινό πρόσωπο κι ακόμα ακόμα ότι γνώρισα την ψυχωμένη «κυρία» του βιβλίου της προτού διαβάσω το βιβλίο και βρω να επαληθεύονται διεσταλμένα εκεί μέσα τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά.

Στο προλογικό κείμενο «Πριν χτυπήσει το κουδούνι» του βιβλίου της με τον τίτλο Κυρία, με θυμάστε; η Στασινοπούλου υποστηρίζει ότι τα επεισόδια και τα μικροσυμβάντα τα οποία περιγράφει, με ήρωες τους μαθητές της στα χρόνια που δίδασκε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση, «είναι όλα πραγματικά» κι ότι μόνο τα ονόματα και τους τόπους έχει λίγο παραλλάξει. Κοινοποιώ «της ζωής μου τα ανακοινώσιμα», προσθέτει η συγγραφέας και, φυσικά, κατόπιν τούτου, ο αναγνώστης προετοιμάζεται για ένα βιβλίο συγκρατημένα αποκαλυπτικό και αυτοβιογραφικό.

Είναι όμως πράγματι αυτοβιογραφικά τα 28 σύντομα αφηγήματα τού Κυρία, με θυμάστε; Ο αναγνώστης, κατ’ αρχήν, θα διαπιστώσει ότι η δασκάλα που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ονομάζεται Έλλη Μερτζάνη. Θα διαπιστώσει επίσης πως μόνον σε δύο περιπτώσεις η Έλλη Μερτζάνη μιλάει για τον εαυτό της: Στο 17ο αφήγημα στο οποίο μας αποκαλύπτει ότι δεν έχει κάνει παιδιά και στο 26ο, όπου περιγράφει με τρόπο ελλειπτικό την εμφάνισή της στα νιάτα της. Σε κανένα όμως από αυτά τα δύο αφηγήματα δεν περιαυτολογεί. Οι μικρές αποκαλύψεις της είναι συνδεδεμένες και οφείλονται αποκλειστικά σε κάτι που έχουν πει ή διαπράξει οι μαθητές μέσα στην τάξη. «Κυρία, έχετε παιδιά;», ρωτάει ο Γιωργάκης. Όχι, απαντά η δασκάλα. «Χάσανε!» ανταπαντά ο Γιωργάκης. Στη δεύτερη περίπτωση, όταν η κυρία Έλλη, που είναι ακόμη πολύ νέα, για κάποιον λόγο εξοργίζεται και χαστουκίζει έναν ταραξία έφηβο μαθητή, μέσα στην τάξη, ακούγεται η φωνή του διπλανού έφηβου να ψιθυρίζει το αμίμητο εκείνο «τυχεράκια!».

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΑ

Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με δύο γραμμές άμυνας. Από τη μία η συγγραφέας αναθέτει σε μία περσόνα της την αφήγηση και από την άλλη δεν μιλάει παρά μόνον ελάχιστα για τον εαυτό της. Ό,τι μαθαίνουμε γι’ αυτήν προέρχεται και προκύπτει από όσα λέει για τους άλλους, κυρίως για τους μαθητές της – και παρά ταύτα μαθαίνουμε πολλά. Η ιδιαίτερη ματιά της κυρίας Έλλης πάνω στα εκπαιδευτικά ζητήματα, η στάση της απέναντι στα παιδιά, ανάλογη με το συγκεκριμένο κάθε φορά παιδί, καθοδηγητική, φιλική, ακόμα και μητρική όπου χρειάστηκε, το χιούμορ και οι αποσιωπήσεις της, όταν κρίνει σκόπιμο ότι πρέπει να αφήσει κάτι άσχημο να περάσει απαρατήρητο και, κυρίως, η φτερούγα που απλώνει για να σκεπάσει όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά της μέσα στην τάξη, αποτυπώνουν πτυχές της προσωπικότητάς της σημαντικές. Είναι κι αυτό ένα είδος αυτοβιογραφίας. Διά της πλαγίας οδού. Αφηγείσαι συμβάντα από τις ζωές των άλλων και, κατ’ ουσίαν, μιλάς για τον εαυτό σου. Αντιδρά και παίρνει θέση η δασκάλα πάνω σε ζητήματα βιοτικά τρίτων και στην ουσία μαθαίνουμε για την ηθική στάση της γυναίκας συγγραφέως.

Η αλλαγή που επέφερε η Στασινοπούλου στη σειρά των αφηγημάτων στην τρίτη έκδοση του βιβλίου της (Κίχλη 2013), που κυκλοφόρησε πρόσφατα, το ότι δηλαδή τώρα μπαίνει ως τελευταίο το αφήγημα με τον τίτλο «Ο άνθρωπος πεθαίνει μόλις σταματήσει η μνήμη» είναι αποφασιστική. Η κυρία Έλλη συναντά ένα βράδυ στα Εξάρχεια μια παλιά της μαθήτρια, την Αθηνά. Η Αθηνά, που την έχει για πρότυπο, σπουδάζει στη Φιλοσοφική και θέλει κι εκείνη να διδάξει, αλλά η δασκάλα της, εξ αιτίας ενός ανεξήγητου και για την ίδια κενού μνήμης, δεν τη θυμάται. Θα τη θυμηθεί μόλις χωρίσουν. «Ήθελα να τρέξω πίσω να τη βρω», γράφει η Στασινοπούλου, «να απολογηθώ […] να της εξηγήσω ότι δεν είμαι τόσο σπουδαία, όσο με έχει κρατήσει στο μυαλό της, τα κενά μου είναι τεράστια, κι όχι μόνο στη μνήμη∙ να της μιλήσω για το παράπονο του ανθρώπου μόλις συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει τίποτε δικό του, τίποτε μοναδικό. Να της πω όσα δεν είπα ποτέ σε κανέναν. Να της λέω συνέχεια, χωρίς σταματημό. Την Αθηνά δεν την πήρα ποτέ τηλέφωνο, ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε την άλλη μέρα ούτε ποτέ».

Ακόμα κι έτσι όπως παρατίθεται εδώ, βίαια αποσπασμένος από το υπόλοιπο κείμενο, ο λόγος της συγγραφέως είναι σπαρακτικός και είναι σε αυτό, το τελευταίο στην τρίτη έκδοση, αφήγημα που η δασκάλα της αποκτά λογοτεχνική διάσταση πλήρη, και καθίσταται ολοζώντανος χαρακτήρας. Χωρίς να μας έχει δοθεί κανένα παραπάνω στοιχείο, από τα ανακοινώσιμα εκείνα τα οποία συναντάμε στις βιογραφίες και στα λήμματα των εγκυκλοπαιδειών, η Στασινοπούλου μάς έχει πει όλα όσα χρειάζεται να ξέρουμε για να ολοκληρώσουμε όχι μόνον την ηρωίδα της αλλά και το γλυκόπικρο σπονδυλωτό υλικό της.

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠ’ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Κατανοώ τους λόγους για τους οποίους προτάσσεται το προλογικό κείμενο «Πριν χτυπήσει το κουδούνι» στο βιβλίο της «κυρίας». Η παραδοχή π.χ. ότι η δασκάλα έμαθε από τα παιδιά της μέσα στην τάξη πιο πολλά από όσα η ίδια προσπάθησε να τα διδάξει, δεν αναδεικνύει μόνον ένα σημαντικό ζητούμενο της εκπαίδευσης, φωτίζει εκ προοιμίου και τη δασκάλα. Το ίδιο ισχύει και για τα πολύτιμα επιλογικά «Αποστάγματα» του τέλους, από τα οποία μού έχει εντυπωθεί η εικόνα της δασκάλας που είναι είκοσι πέντε κι ύστερα τριάντα, σαράντα, πενήντα ετών, ενώ οι μαθητές παραμένουν μονίμως δώδεκα με δεκαοκτώ. Προβάλλουν όμως, αναγκαστικά, και τα δύο αυτά κείμενα την εκπαιδευτική κυρίως πλευρά των αφηγήσεων και αφήνουν στη σκιά την πεζογραφική τους διάσταση, η οποία πάντως είναι εξ ίσου σημαντική. Εξακολουθώ, πράγματι, μετά από τρεις ευφρόσυνες αναγνώσεις, να πιστεύω ότι τα αφηγήματα της «κυρίας» αποτελούν συγγραφικό επίτευγμα και να είμαι της γνώμης ότι το τελευταίο αφήγημα της τρίτης έκδοσης του βιβλίου της αποτελεί την κορυφαία στιγμή της διηγηματογραφίας της.

Η Στασινοπούλου έχει μάθει να βλέπει και να ακούει. Όχι ως δασκάλα, ως συγγραφέας. Οι περιγραφές των μικρών ηρώων της είναι ολιγόλογες και καίριες κι οι ατάκες τους αφοπλιστικές. Η Στασινοπούλου ξέρει να γράφει. Παράδειγμα της εύστοχης γλώσσας της –ένα από τα πολλά– το κεφάλι του κοντούλη Αργύρη που «πρόβαλλε ανάμεσα από τους κυρτωμένους ώμους σαν της χελώνας» στο αφήγημα «Η γλώσσα είσαι εσύ». Παράδειγμα της συγγραφικής αίσθησής της, το κενό που νιώθει ο δάσκαλος όταν λείπουν από την αίθουσα κάποιοι συγκεκριμένοι μαθητές του, στο αφήγημα με τον τίτλο «Πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα».

Με τη συχνή, αλλά πολύ φυσική έως και ανεπαίσθητη, μετάβαση από τον αόριστο στον ενεστώτα, που περνάει μάλλον απαρατήρητη από τον αναγνώστη, το παρελθόν επανέρχεται στο προσκήνιο και οι αναμνήσεις γίνονται ολοζώντανο αφηγηματικό παρόν. Η πληροφορία, άλλωστε, που μας δίνεται από τη συγγραφέα, ότι δεν κρατούσε σημειώσεις των σχολικών εμπειριών της γιατί όντας νέα ήταν σίγουρη για τη μνήμη της, επιβεβαιώνει την υπόθεση της έντονης συγγραφικής επέμβασης. Το δημιουργικό αυτό ξαναστήσιμο των ιστοριών είναι που φωτίζει και δίνει αξία στα «συμβάντα» της, τα οποία, από την πένα ενός λιγότερο ικανού αφηγητή, το πιο πιθανό είναι ότι θα μετατρέπονταν σε μαθητικά ανέκδοτα ή σε ιστορίες σχολικού θηριοτροφείου. Αξίζει τω όντι να επισημανθεί ότι η Στασινοπούλου διαθέτει μία ιδιαίτερη, μία δική της, πεζογραφική ματιά. Μας δίνει με το βιβλίο της αυτό μερικά εξαιρετικά πορτρέτα των μελών της μαθητικής κοινότητας, μας δίνει το πορτρέτο μιας σπουδαίας δασκάλας, της κυρίας Έλλης, καθώς και την ατμόσφαιρα μέσα και έξω από την τάξη, κι εμείς τείνουμε να υποθέσουμε ότι τέτοιοι ήταν και είναι οι μαθητές και τέτοια η ατμόσφαιρα όπως την περιγράφει, αλλά κανείς και τίποτα απ’ όσα οι ίδιοι ξέρουμε δεν μας βεβαιώνει ότι η υπόθεσή μας είναι ορθή. Ο κόσμος της υφίσταται πάντως και επαληθεύεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου της, και αυτό είναι που μετράει και τη συστήνει ως συγγραφέα.

Το κρίσιμο κομμάτι της δουλειάς του πεζογράφου, αυτό που τον παιδεύει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι το κλείσιμο του διηγήματος ή του μυθιστορήματος. Η Στασινοπούλου, που φαίνεται να έχει σκεφτεί πολύ πάνω στους τίτλους της, αφού συχνά αντί για κανονικούς τίτλους προτάσσει επιμύθια, όταν φτάνει στο τέλος των αφηγημάτων της, δίνει την εντύπωση ότι δεν αντιμετωπίζει καμία δυσκολία. Τερματίζει, πάντοτε με αξιοζήλευτη φυσικότητα και πληρότητα τις αφηγήσεις της. Συνήθως με μία φράση ή με μία μόνο λέξη ενός από τα θαυμάσια πλάσματα που κατοικούν στη σχολική της τάξη.

Η συγγραφέας της «κυρίας» δεν μοιάζει να γράφει συγκινημένη. Η συνήθως ανάλαφρη διάθεσή της, η δροσιά και το χιούμορ των λιτών, σχεδόν ακαριαίων αφηγημάτων της, μαζί και η ολοφάνερα αγαπητική της σχέση με τα αγόρια και τα κορίτσια της, κανονικά μόνον την ευθυμία και το γέλιο θα έπρεπε να προκαλούν. Και ενώ πράγματι συμβαίνει τα χείλη του αναγνώστη να μειδιούν, την ίδια στιγμή, από μία περίεργη χημική αντίδραση, ένας σπινθήρας συγκίνησης προκύπτει και τα μάτια του δακρύζουν. Είναι συγκινησιογόνες εν τέλει οι ιστορίες της «κυρίας». Και είναι ευτύχημα που υπάρχουν αυτά τα αγόρια και τα κορίτσια της και τα δάκρυα χαράς που προκαλούν.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.