Μια από τις πολλές συνέπειες του εφιαλτικού καλοκαιριού του 2015, που η πρώτη αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας μας ανάγκασε να ζήσουμε –με την επιβολή των capital controls, το δημοψήφισμα-παρωδία, τη νέα συμφωνία με τους εταίρους για παραμονή της χώρας στο ευρώ και την προκήρυξη νέων εκλογών σε εννέα μήνες– ήταν ότι πολλά βιβλία που εκδόθηκαν πριν από τον περασμένο Ιούνιο καταδικάστηκαν στην αφάνεια. Υποτίθεται ότι με την έλευση του καλοκαιριού, το ελληνικό κοινό θα έβρισκε και θα διέθετε περισσότερο χρόνο για ανάγνωση. Ο χρόνος αυτός δεν βρέθηκε ποτέ – πώς να βρεθεί άλλωστε, όταν αγωνιάς αν θα ξυπνήσεις σε μια χώρα όπου το νόμισμα θα είναι είτε η μνα είτε η ρουπία. Το να μιλάς ή να γράφεις για λογοτεχνία το καλοκαίρι του 2015 έμοιαζε με ανέκδοτο.
Τώρα, προχωρημένο φθινόπωρο πια, και ενώ η κατάσταση της χώρας μόνο θετική δεν προοιωνίζεται, αξίζει να ξανασκεφτούμε ότι η λογοτεχνία λυτρώνει, ότι κάθε άλλο παρά ανέκδοτο ή πολυτέλεια είναι. Ενα δείγμα τέτοιας λογοτεχνίας είναι το βιβλίο του πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, με τίτλο Βιβλίο, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος, σε υποδειγματική μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά.
Είναι παρακινδυνευμένο να γράφεις για πράγματα που δεν έχεις ζήσει, γιατί ζουν πολλοί άνθρωποι που μπορούν να αφηγηθούν την ιστορία όπως την έζησαν. Στη γενιά μου, οι παλαιότεροι μας θυμίζουν πάντα, όσα δεν ζήσαμε, τη δικτατορία, τον αποικιοκρατικό πόλεμο, τη μετανάστευση. Είμαστε μια γενιά που ορίζεται από αυτό που δεν έζησε, γιατί γεννηθήκαμε την εποχή που άλλαζε η ιστορία της χώρας.
Αυτά σημείωνε ο πορτογάλος συγγραφέας Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, σε συνέντευξή του στην ισπανική εφημερίδα El Pais, το Νοέμβριο του 2011. Η γενιά στην οποία αναφέρεται είναι αυτή που γεννήθηκε μετά το 1974 και την Επανάσταση των Γαρυφάλλων, η οποία έθεσε τελος στη δικατορία του Σαλαζάρ, είναι η γενιά που μεγάλωσε στην πορτογαλική μεταπολίτευση. Στο Βιβλίο, ο Πεϊσότο πραγματεύεται αυτά ακριβώς που δεν έζησε: κυρίως τη δύσκολη και ενίοτε επώδυνη μεταμόρφωση της χώρας του, από μια οπισθοδρομική αγροτική κοινωνία σε ένα κράτος που απαλλάσσεται από μια δικτατορία σχεδόν 50 ετών και αρχίζει να κοιτάζει μπροστά.
Το Βιβλίο αρχίζει με μια σπαρακτική σκηνή: το 1948, σε ένα χωριό της Πορτογαλίας, μια μητέρα εγκαταλείπει τον εξάχρονο γιο της για να μετοικήσει στη Γαλλία. Δεν του εξηγεί τίποτε και το μόνο που του αφήνει είναι ένα βιβλίο. Το παιδί, τον Ιλίντιο, αναλαμβάνει να μεγαλώσει ο Ζοζουέ, ένας αμόρφωτος χτίστης. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, η ποιητική, ονειρική γραφή του Πεϊσότο καθηλώνει. Χωρίς να υποκύπτει στο συναισθηματισμό, ο συγγραφέας μιλάει για την καινούργια ζωή του παιδιού σε ένα άγνωστο σπίτι:
Ο Ιλίντιο μπήκε μέσα, μύρισε μια κρύα και παράξενη μυρωδιά, αλμυρή, παντού σε κάθε γωνιά. Ψάχνοντας κοίταξε ως και τα καδρόνια της οροφής, μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο και βγήκε τρέχοντας, μπήκε μετά σ’ ένα μικρότερο δωμάτιο, το μόνο που απέμενε και βγήκε νεκρός. Πίστεψε πως δεν θα έβλεπε τη μάνα του ποτέ ξανά. (σ. 21)
Ο Ιλίντιο μεγαλώνει. Το χωριό, παγωμένο στο χρόνο και στη δικτατορία του Σαλαζάρ, αλλάζει μόνο χάρη στους ανθρώπινους χαρακτήρες που το αποικούν. Οι παιδικοί φίλοι του Ιλίντιο, ο Κόσμε και ο αγαθός Γκαλοπίν με τον ανάπηρο αδελφό του, η γεροντοκόρη Λουμπέλια που κοιμάται με το φέρετρό της κάτω από το κρεβάτι της, το οποίο παρήγγειλε να της φτιάξουν «γιατί δεν ήθελε να χρωστά χάρες σε κανένα» (σελ. 62) και η ανιψιά της, η Αντελαΐντε, που ζει μαζί της και που θα ερωτευτεί τον Ιλίντιο.
Οι σκηνές της ζωής στο χωριό είναι βαθιά ανθρώπινες και εξαιρετικά σκληρές: αναδίδουν τη στέρηση της αγροτικής ζωής σε μια απομονωμένη από την Ευρώπη, καθολική χώρα, σε περίοδο δικτατορίας, σε όλο της το μεγαλείο. Παιδιά παπαδοπαίδια («ο Κόσμε με τη χωρίστρα στο πλάι και τη νερουλή μπριγιαντίνη, με λευκό άμφιο και πρόσωπο αγίου», σ. 33) που αυνανίζονται σε αχυρώνες. Η ιεροτελεστία των χοιροσφαγίων («τα γρυλίσματα του χοίρου ακούγονταν ασφαλώς σε όλο το χωριό», σ. 30), οι γιορτές σε αποθήκες που μυρίζουν ξύδι και χαλασμένο φαΐ...
Μέσα σε αυτό το σκοταδιστικό περιβάλλον, η μόνη ακτίνα φωτός είναι το ραδιόφωνο που μαζεύονται οι χωριανοί να ακούσουν στο «Σπίτι του Λαού», το οποίο, όπως μας διαφωτίζει η Αθηνά Ψυλλιά, μεταφράστρια του βιβλίου και με βαθιά γνώση των πορτογαλικών πραγμάτων, ήταν σαλαζαρικός θεσμός, η μικρότερη μονάδα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Η αίθουσα
χωρούσε πέντε έξι σειρές καρέκλες για τις γυναίκες, στραμμένες προς το ραδιόφωνο, που βρισκόταν σε ένα τραπέζι, τακτοποιημένο στο βάθος. Οι άντρες ακουμπούσαν όπου μπορούσαν ή μαζεύονταν στην πόρτα. Τα παιδιά κάθονταν στο πάτωμα, με σκυλιά ξαπλωμένα ανάμεσα στα πόδια τους, σαν κορμούς δέντρων. Το χειμώνα έβαζαν μαγκάλια. (σ. 60)
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Η μόνη οδός διαφυγής από αυτή την σκληρότητα, είναι τα τρένα και τα φορτηγά αυτοκίνητα που πάνε στην Ευρώπη. Αυτά που μεταφέρουν πορτογάλους μετανάστες στη Γαλλία. Ένα τέτοιο δύσκολο ταξίδι κάνουν χωριστά ο Ιλίντιο και η Αντελαΐντε. Η εμπειρία τους αποδεικνύεται οδυνηρή. «Οι Πορτογάλοι που μετανάστευαν στη Γαλλία, το έκαναν παράνομα», λέει ο συγγραφέας στην El Pais, «στην Πορτογαλία τούς κυνηγούσε η αστυνομία, στην Ισπανία η πολιτοφυλακή και στη Γαλλία όταν έφταναν η κατάσταση που συναντούσαν ήταν πολύ χειρότερη από αυτή που άφηναν πίσω τους. Στη Γαλλία ζούσαν έντεκα μήνες με στερήσεις για να περάσουν έναν άνετο καλοκαιρινό μήνα στην Πορτογαλία».
Τη δεκαετία του 1960, στη Γαλλία ζούσαν 1,5 εκατομμύριο Πορτογάλοι, το 15% του πληθυσμού της χώρας. Ανάμεσά τους, και οι γονείς του Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο. Οι πορτογάλοι μετανάστες ζούσαν συχνά σε παράγκες, οι γυναίκες δούλευαν ως υπηρέτριες και καθαρίστριες, όπως η Αντελαΐντε του Βιβλίου, οι άντρες ως οικοδόμοι ή νυχτοφύλακες, παρέα με Πολωνούς και Άραβες.
Ο συγγραφέας όμως έχει στο μυαλό του όχι μόνο τους πορτογάλους μετανάστες αλλά και «όλους όσοι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν, και ασφαλώς τους ανθρώπους της εποχής μας». Ο Πεϊσότο επίσης δεν ξεχνά ότι, μέσα σε λίγα χρόνια, η Πορτογαλία έγινε από χώρα που οι κάτοικοί της μετανάστευαν, χώρα υποδοχής μεταναστών. Άρχισαν να φτάνουν άνθρωποι από την Ανατολική Ευρώπη, από τη Βραζιλία και από άλλες πρώην αποικίες. Οι Πορτογάλοι ωστόσο δεν αφομοίωσαν τη δική τους εμπειρία τους ως μετανάστες, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμαβάνονται την οπτική γωνία των άλλων, των ξένων, και να μη συμπεριφέρονται σωστά στους μετανάστες. Και εδώ έγκειται για τον Πεϊσότο, η δύναμη της λογοτεχνίας «που έχει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα: να σου δώσει την οπτική των άλλων. Είμαστε η ιστορία μας και πρέπει να την αποδεχτούμε για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε».
ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Ο συγγραφέας του Βιβλίου εκπροσωπεί τη νέα γενιά πορτογάλων συγγραφέων που, μετά τον Ζοζέ Σαραμάγκο και τον Αντούνο Λόπες, δεν θεωρούν τους εαυτούς τους στρατευμένους. Ο Πεϊσότο είχε την τύχη να γεννηθεί και να μεγαλώσει σε ευρωπαϊκή δημοκρατία, που του έδωσε την ευκαιρία να μορφωθεί και να ξεφύγει από το χωριό Γκαλβέιας των χιλίων κατοίκων όπου έζησε μέχρι τα 18 του και όπου βιβλία έβρισκε μόνο σε πλανόδιες βιβλιοθήκες. Και με την άνεση ενός ανθρώπου που μεγάλωσε σε αγροτική περιοχή αλλά έγινε πολίτης του κόσμου –τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες και ο ίδιος ταξιδεύει ακατάπαυστα με αφορμή την κυκλοφορία τους αλλά και τη λαχτάρα του να γνωρίσει τον κόσμο–, είναι απαλλαγμένος από ιδεολογικές εμμονές.
Στο Βιβλίο του, αποδομεί τον γαλλικό Μάη του 1968, μέσα από την σκιαγράφηση του Κονσταντίνο, ενός κομμουνιστή Πορτογάλου ο οποίος ζει με το επίδομα που του στέλνει ο πατέρας του από τη Λισσαβώνα (το ότι δηλώνει κομμουνιστής δεν εμποδίζει τον συγγραφέα να τον αοκαλεί «λιγδιάρη φασίστα» (σ. 185). Ο Κονσταντίνο, όπως όλοι οι συνεπείς κομμουνιστές της εποχής του που ζούσαν σε δυτικές χώρες, αναλίσκεται σε ατέρμονες συζητήσεις με συντρόφους μετανάστες, ενώ η αριστεροσύνη του δεν τον εμποδίζει να φέρεται με σκαιό –στα όρια του σεξισμού– τρόπο στην Αντελαΐντε, και αργότερα να λέει στον γιο του, όταν μεγαλώνει, ότι του λείπει η κατεύθυνση, λες και ο ίδιος την είχε βρει ποτέ...
Ο Κονσταντίνο έζησε περιτριγυρισμένος από βιβλία, όμως το βιβλίο που με ευλάβεια φύλαγε η Αντελαΐντε –δώρο του Ιλίντιο την εποχή του έρωτά τους, το ίδιο βιβλίο που είχε εμπιστευτεί στον Ιλίντιο η μητέρα του όταν τον εγκατέλειψε– δεν μπήκε στον κόπο ούτε καν να το ξεφυλλίσει. Δεν μαθαίνουμε ποτέ ποιο ήταν το βιβλίο αυτό. Αντίθετα, χάρη σε ένα καταπληκτικό εύρημα –θα είναι κρίμα να το αποκαλύψουμε–, στο δεύτερο μέρος, ο Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο γράφει έναν ύμνο στη λογοτεχνία και στα βιβλία που καθόρισαν τη ζωή του.
Ταυτόχρονα εκφράζει την αγάπη του στους αναγνώστες. Στην προτελευταία σελίδα, διαβάζουμε:
Κρατάς το όνομά μου. Το βιβλίο αυτό που διαβάζεις και που γράφω, όπου βρισκόμαστε, είναι το ίδιο που η μάνα μου ακούμπησε στα χέρια μου όπως στην πρώτη πρόταση. Κι εκείνο το βιβλίο είναι αυτό.
Ο πορτογάλος συγγραφέας κλείνει έτσι το βιβλίο του διαγράφοντας έναν κύκλο. Και εμείς, πεπεισμένοι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν αληθινά σπουδαίο συγγραφέα, περιμένουμε τον επόμενο «κύκλο» του που ελπίζουμε σύντομα να μεταφραστεί στα ελληνικά – οπωσδήποτε από την εξαιρετική Αθηνά Ψυλλιά.