Σύνδεση συνδρομητών

Ιστορία και λογοτεχνική αναπαράσταση

Πέμπτη, 12 Νοεμβρίου 2015 22:28
 Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος.
Facebook
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος.

Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γκιακ. Διηγήματα, Αντίποδες, Αθήνα 2015, 128 σελ.

Χρησιμοποιώντας την αρβανίτικη διάλεκτο, στην οποία «γκιακ» σημαίνει αδελφικό αίμα, εκδίκηση, βεντέτα, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος συγκεντρώνει μια σειρά διηγήματα που ανακαλούν τη θηριωδία ιδίως του πολέμου. Οι ήρωές του, κατά κανόνα, ανήκουν στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα που επιτέθηκε στη Μικρά Ασία τα χρόνια πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και προβαίνουν σε πράξεις εξαιρετικής ωμότητας. Τελικά, όσα δεν μπορεί συχνά να τεκμηριώσει με απόλυτη ακρίβεια η ιστορία, ελλείψει πρόσβασης στις πηγές, μπορεί να τα πει χάριν της θεμελιώδους ελευθερίας της η τέχνη της αφήγησης.

Στο Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας (στα ελληνικά από τις εκδ. Οδυσσέας), ο Χανς Μάγκνους Eντσενσμπέργκερ, ήδη στην αρχή του βιβλίου του, κάνει ένα πρώτο σχόλιο «για την ιστορία ως συλλογική δημιουργία». Εκεί τονίζει ότι, από τα πολύ παλιά χρόνια, η ιστορία μεταφέρθηκε σαν μύθος, σαν έπος, σαν συλλογικό μυθιστόρημα. Η ιστορία είναι μια επινόηση όπου η πραγματικότητα προσκομίζει τα υλικά, συνοψίζει ο Εντσενσμπέργκερ. Γεγονός παραμένει πως ζητήματα ανέγγιχτα ή υπο-ερευνημένα από την ιστοριογραφία προσεγγίζονται από τη λογοτεχνία, πολλές φορές με διεισδυτικότητα.

Τι ακριβώς γίνεται όταν διασταυρώνονται η λογοτεχνία με την ιστορία; Η απάντηση ίσως βρίσκεται στην ελληνική πεζογραφία η οποία, τα τελευταία χρόνια, σε μεγάλο βαθμό τείνει να αναπτύξει προνομιακή σχέση με την ιστορική αναπαράσταση. Πιστεύω ότι η σχέση ανάμεσα σε λογοτεχνία (όχι μόνο με τη μορφή ιστορικού μυθιστορήματος) και ιστορία μετρά την ίδια τη σχέση, την κίνηση της λογοτεχνίας προς την πραγματική ζωή. Αν σκεφτούμε ότι ιστορία είναι τα τραγικά συμβάντα που έχουν σφραγίσει τις εποχές της ανθρωπότητας, τότε η λογοτεχνία είναι οι ιστορίες για τα συμβάντα αυτά. Η λογοτεχνία μετατρέπει την Ιστορία σε ιστορίες, για να μας επιτρέψει να τη ζήσουμε έτσι όπως πραγματικά είναι – όχι ως στατιστικές, ημερομηνίες και γεγονοτολογικές αφηγήσεις. Πρόκειται για ζωντάνεμα του παρελθόντος, για τον χαμένο χρόνο που κερδίζεται ξανά και ξανά.

Οι ιστορικοί δεν έχουμε αποκλειστικότητα της αναπαράστασης του παρελθόντος. Πολλές φορές, κάποια ιστορικά γεγονότα αποτελούν ένα ομιχλώδες αίνιγμα. Καλούμαστε να δώσουμε ζωή σε ένα άγνωστο και απροσδιόριστο παρελθόν. Αντίθετα, η λογοτεχνία που ανατέμνει την ιστορία προσφέρει μια κοινωνική αρένα πιο ασφαλή (γιατί προστατεύεται από τη μυθοπλασία), από τον ευρύτερο χώρο της πολιτικής και της δημόσιας ιστορίας. Μπορεί να λειτουργήσει ως ένας ενδιάμεσος δημόσιος χώρος, στον οποίο δοκιμάζονται πρώτα οι μνήμες και οι ερμηνείες, οι οποίες αργότερα πέρασαν στην ιστοριογραφία και στη δημόσια αντιπαράθεση. Αυτό γίνεται κατά κόρον με τη λογοτεχνία της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το καίριο ερώτημα είναι πώς διασταυρωνόμαστε ως ιστορικοί (και όχι μόνο) με τέτοιου είδους λογοτεχνικά κείμενα.

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος (που με το πρώτο βιβλίο διηγημάτων του, Γκιακ, συστήνεται ως συγγραφέας) είναι ιστορικός, βρίσκεται μάλιστα ένα βήμα πριν από την απόκτηση διδακτορικού στην Οξφόρδη με θέμα στρατιωτικό και με εξειδίκευση στη σχεδόν άγνωστη σε εμάς ελληνιστική περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος διαθέτει ένα μεγαλύτερο προσόν, συγκριτικά με άλλους συγγραφείς που καταδύονται στα βάθη της ιστορίας και εξυφαίνουν νέα κείμενα, διηγήματα και αφηγήσεις εμπνευσμένοι από μια ιστορική περίοδο. Διαθέτει τον θεωρητικό οπλισμό του ιστορικού και τα εργαλεία, ώστε μέσα από μια ρεαλιστική γραφή να μας οδηγήσει στη σκηνή του πολέμου στη Μικρά Ασία, στη λεγόμενη «Μικρασιατική Εκστρατεία», όπως έχει επικρατήσει επισήμως να λέγεται στη χώρα μας – ούτε «ήττα στη Μικρά Ασία», ούτε «Μικρασιατική Καταστροφή». Ο συγγραφέας δεν θα μιλήσει για τους θριάμβους της ελληνικής προέλασης ή για την κατοπινή ήττα και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, αλλά για τη βία που θα επιφυλάξουν οι έλληνες στρατιώτες στους τούρκους πολίτες, μαχαιρώνοντας και πυροβολώντας κατά συρροήν, ή για τη βία που ενσταλάζεται εντός τους κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος της φρίκης ώστε, πλέον, να έχει γίνει κομμάτι του εαυτού τους.

 

Εθνικές ιστορίες

«Ο κόσμος δεν χρειάζεται πολλά μυθιστορήματα, ο κόσμος χρειάζεται μυθιστορήματα που να έχουν λόγο ύπαρξης», είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξή του ο αμερικανός συγγραφέας Τζόναθαν Σάφραν Φόερ. Έχει απόλυτο δίκιο. Το Γκιακ του Παπαμάρκου έχει κάτι παραπάνω από λόγο ύπαρξης, κι αυτό γιατί μέσα απ’ την αφήγηση συμβάλει να αναδύθεί ένα θέμα ταμπού στη νεοελληνική ιστοριογραφία. Ο Παπαμάρκος δεν εξωραΐζει τίποτα, η βία παράγεται και απ’ τις δύο πλευρές και, στην περίπτωσή μας, σε υπερθετικό βαθμό απ’ τους έλληνες στρατιώτες. Βιάζουν γυναίκες, εκδικούνται, σκοτώνουν, πάλλονται από μικρότητες και νευρασθενικές αντιδράσεις – συμπεριφορές που είναι προϊόντα των συνθηκών και της περίστασης μεν, πλην είναι βίαιες και αποκρουστικές. Τα ελληνικά τάγματα υπερασπίζονταν τους Έλληνες της Σμύρνης και της γύρω περιοχής και προέβαιναν σε θηριωδίες. Αυτές τις θηριωδίες και τα τραύματα που τους προκάλεσαν εξιστορούν οι ήρωες των διηγημάτων.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτρη Τζιόβα, μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, το εθνικιστικό ιδεώδες της γεωγραφικής επέκτασης και της αυτοκρατορικής αναβίωσης υποκαθίσταται σταδιακά από το ιδεώδες της ελληνικής ιδιαιτερότητας και από μια προσπάθεια ανάδειξης του ελληνικού αρχετύπου που, στις ποικίλες εκφάνσεις και χρονικές φάσεις του, παρήγαγε τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτό σήμερα το ονομάζουμε και «ελληνικό εξαιρετισμό», μια έννοια που επανέρχεται στις συζητήσεις για τη θέση και το ρόλο της Ελλάδας στον 20ό και στον 21ο αιώνα. Το μεγαλοϊδεατικό όνειρο της επέκτασης των συνόρων δίνει τη θέση του στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων του έθνους.[1] Σύμφωνα με την ιστορικό Χριστίνα Κουλούρη, η εθνική ιστορία καταλήγει, συνήθως, εκούσα-άκουσα, στον εθνοκεντρισμό, κάποτε και στον εθνικισμό.[2] Στα ίδια ιστορικά γεγονότα, «η κάθε εθνική ιστορία αναγνωρίζει τη δική της αλήθεια, μια αλήθεια τελείως διαφορετική από εκείνη του γείτονά της. Άλλωστε η αλήθεια του άλλου δεν την αφορά. Προτιμά να εφησυχάζει στις βεβαιότητές της. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η υψηλή αρνητική αξιολόγηση του άλλου συνδυάζεται με ελάχιστη γνώση.Ας δούμε και τους αντίθετους μύθους της ίδιας ιστορίας. Είναι γεγονός ότι οι εθνικές ιστορίες ομφαλοσκοπούν αυτάρεσκα, και χαρακτηριστικότατο παράδειγμα είναι η εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Η Τουρκία, μέχρι σήμερα, εορτάζει την απώθηση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία της τουρκικής δημοκρατίας, ενώ εμείς θρηνούμε για την καταστροφή και την απώλεια εδαφών τα οποία, σύμφωνα με τους λάτρεις της Μεγάλης Ιδέας δικαιωματικά μας ανήκαν απ’ την εποχή του Βυζαντίου. Πάλι οι όροι είναι αποκαλυπτικοί: οι Έλληνες μιλούν για Μικρασιατική Καταστροφή, οι Τούρκοι για Αγώνα Απελευθέρωσης».[3]

Ακριβώς αυτό επισημαίνει και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, σε ένα κείμενό του για το Γκιακ: πρόκειται, αναφέρει,για μια «άλλη Μικρασία», όχι αυτή που διδασκόμασταν στα σχολεία μέσα απ’ τις ηρωικές αφηγήσεις για την εκστρατεία των προγόνων μας. Η διδασκαλία της περιόδου εδράζεται στο θρήνο, δεν προσεγγίζει τα γεγονότα με κριτικό και διερευνητικό βλέμμα. Και πάλι η Χριστίνα Κουλούρη, σε έρευνά της για το πώς αντιμετώπισε η εθνική ιστοριογραφία αλλά και η εκπαίδευση το θέμα της μικρασιατικής εκστρατείας, καταλήγει στα εξής συμπεράσματα:

 

Η Μικρασιατική Καταστροφή γίνεται ένα ακόμη διχαστικό γεγονός για την εθνική ιστορία. Υπ’ αυτή την έννοια, ο πόλεμος δεν παρουσιάζεται ποτέ ως μια αποκλειστικά ελληνοτουρκική υπόθεση: αφ’ ενός συνδέεται με το ρόλο των ξένων δυνάμεων και αφ’ ετέρου ερμηνεύεται ως εσωτερική ελληνική πολιτική υπόθεση […] Τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας δεν μας επιτρέπουν ωστόσο να παρακολουθήσουμε τη σχέση μνήμης και ιστορίας, τη διαδικασία εκείνη δηλαδή κατά την οποία η ακόμη ζωντανή μνήμη, το βιωμένο γεγονός, μεταφράζεται σε ιστορική αφήγηση και επιπλέον διδάσκεται ως ιστορία. Η εντυπωσιακά γρήγορη ένταξη της Μικρασιατικής Καταστροφής στη σχολική ιστορία άφησε στην ουσία χωρίς επικοινωνία τη μνήμη με τη διδασκαλία του γεγονότος. Η μνήμη εξακολουθούσε να μένει ζωντανή –χωρίς όμως να καταγράφεται– για δεκαετίες, ενώ η ιστορία παρήγε τις δικές της –πολιτικά φορτισμένες– εκδοχές.[4]

 

Η μνήμη της οδύνης

Όσον αφορά τη λογοτεχνία, μέχρι τη δεκαετία του 1960 η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τις ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων, και ο όρος «Καταστροφή» αφορούσε τη στρατιωτική ήττα. Με την έκδοση του βιβλίου της Διδώς Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα (1962), η Μικρασιατική Καταστροφή βρίσκει το μύθο της, και μάλιστα με αριστερό πρόσημο. Μαζί με αυτόν, τα βιβλία του Κοσμά Πολίτη, Στου Χατζηφράγκου (1962-1963) και της Μαρίας Ιορδανίδου, Λωξάντρα (1963), φέρνουν το μύθο των χαμένων πατρίδων στην ιστορική συνείδηση της εποχής. Σαράντα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την τραυματική βίωσή της από τους πρόσφυγες, αναβιώνει μέσα από τη λογοτεχνία η μνήμη της. Ώς τώρα, στη λογοτεχνία, οι αναπαραστάσεις του ξεριζωμού των ελλήνων μικρασιατών προσφύγων αποτυπώνονται στο λόγο των προσωπικών αφηγήσεων των υποκειμένων, που βίωσαν την απομάκρυνση απ’ τον τόπο τους. Επίσης, έχουμε το πραγματολογικό υλικό μιας έρευνας του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, που αποτελείται από κείμενα προσωπικών αφηγήσεων τωνμικρασιατών προσφύγων τα οποία δημοσιεύονται στους δύο τόμους που εξέδωσε το Κέντρο. Οι αφηγητές είναι άνθρωποι απλοί –αγρότες, επαγγελματίες, εργάτες, παπάδες, δάσκαλοι, νοικοκυρές– που είτε αφηγήθηκαν την εμπειρία του ξεριζωμού έτσι όπως τη βίωσαν στους συνεργάτες του Κέντρου είτε ορισμένοι έγραψαν εκτεταμένα κείμενα ως αναμνήσεις ή αυτοβιογραφίες, όπου ένα τμήμα τους αφορά τον ξεριζωμό τους.

Όμως, δεν έχουμε ως τώρα, ή τουλάχιστον δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου, μια μελέτη της ντροπής, του φόβου και της βίας, ως παράγοντες συγκρότησης της ταυτότητας των ελλήνων στρατιωτών στη Μικρά Ασία. Πώς διαμορφώνονται οι ταυτότητες και τα υποκείμενα στη βάση του θυμικού φορτίου που κουβαλούν μετά την ήττα και την απομάκρυνσή τους απ’ τα εδάφη τα οποία ήθελαν στην ουσία να κατακτήσουν με βάση τα προτάγματα του βενιζελικού μεγαλοϊδεατισμού; Ποια είναι η μνήμη της οδύνης, οι μετατραυματικές τους εμπειρίες όταν επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη; Εν τέλει, ποιοι κεντρικοί μνημονικοί τόποι συγκροτούν την υποκειμενικότητα αυτών των ανθρώπων, που πήγαν να πολεμήσουν διεκδικώντας στο φαντασιακό τους δικά τους προαιώνια εδάφη, και βρίσκονται κυνηγημένοι και ευτελισμένοι, αφού έχουν διαπράξει στους Tούρκους όσα σχεδόν υπέστησαν μετά οι ίδιοι; Μελέτες που να απαντούν σε αυτά τα ερωτήματα έχουν γίνει διεθνώς, επικεντρώνονται στο Ολοκαύτωμα και στη λεγόμενη «δεύτερη γενιά των επιζώντων», δηλαδή sτις οικογένειες όσων επέστρεψαν απ’ τα στρατόπεδα και ήρθαν αντιμέτωποι με τις σιωπές και το αβάστακτο τραυματικό φορτίο της μνήμης της γενοκτονίας. Με αυτές τις μελέτες ερχόμαστε αντιμέτωποι, με τη σύνθετη αμεσότητα της φωνής που φτάνει σε εμάς.

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, στο πρώτο βιβλίο του, δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεσα παραπάνω, όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο. Η δική μου ανάγνωση αυτή είναι. Σύμφωνα με τον Πολ Ρικέρ, στο σημαντικό βιβλίο του Η Μνήμη, η Ιστορία, η Λήθη, η στιγμή του αρχείου είναι η στιγμή που εισέρχεται στη γραφή η ιστοριογραφική διεργασία. Ωστόσο, η προσφυγή της ιστορίας στη μαρτυρία είναι θεμελιωμένη στον ίδιο τον ορισμό του αντικειμένου της. Η μαρτυρία θέτει σε δοκιμασία τα όρια της εγγραφής και της αρχειοποίησης. Ποια είναι η διαδικασία μέσω της οποίας άτομα που είναι μακριά από τις γραπτές και επίσημες πηγές εκφράζουν την αίσθηση του εαυτού τους στην ιστορία; Η υποκειμενική διάσταση της μνήμης και η συγκρότηση μιας πολιτισμικής ταυτότητας μέσω της αφηγηματοποίησης του παρελθόντος, ξεπερνούν το επίπεδο των γεγονότων και των δομών.

 

Στρατιώτες

Οι ιστορικοί πολλές φορές έχουμε μια μύχια επιθυμία, να μπορούσαμε να κρυφακούσουμε την ιστορία, να αποκτήσουμε άμεση πρόσβαση στα όσα έχουν διαμηνύσει σε συγκεκριμένες στιγμές της ιστορίας συγκεκριμένα πρόσωπα. Το 2001, ένας γερμανός ιστορικός, ο SönkeNeitzel, ανακάλυψε στα βρετανικά αρχεία τις μεταγραμμένες συζητήσεις γερμανών στρατιωτών των Ες Ες και της Βέρμαχτ, που ήταν αιχμάλωτοι των Βρετανών. Οι συνομιλίες είχαν καταγραφεί μυστικά από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες το διάστημα που κρατούνταν στις φυλακές του Trent Park, στο βόρειο Λονδίνο. Αυτές τις σελίδες δεν τις είχε μελετήσει ώς τότε κανένας ιστορικός. Μιλάμε για παραπάνω από χίλιες σελίδες καταγεγραμμένων συνομιλιών, (150.000 δακτυλόγραφα), όπου οι Γερμανοί συζητούσαν μεταξύ τους τα πάντα γύρω απ’ τον πόλεμο.

Neitzel, μαζί με τον ψυχολόγο Harald Welzer, αποφάσισαν να γράψουν ένα βιβλίο με βάση αυτές τις μαρτυρίες, το οποίο και χώρισαν σε διαφορετικές θεματικές ενότητες («Πολεμώντας, σκοτώνοντας και πεθαίνοντας», «Σεξ», «Τεχνολογία», «Γενοκτονία των Εβραίων»). Το βιβλίο αυτό το ονόμασαν Στρατιώτες (Soldaten), κι είναι μια άγνωστη στην Ελλάδα μελέτη για την ψυχολογία του στρατιώτη, ένα μάθημα ερμηνευτικής, που καταδεικνύει το πώς, φρικαλέα σε εμάς σήμερα γεγονότα όπως οι βιασμοί ή οι μαζικές εκτελέσεις, στις αφηγήσεις των στρατιωτών κανονικοποιούνται ως το φόντο της ζωής τους στη διάρκεια του πολέμου.[5] Προκειμένου να κατανοήσουμε την κοσμοθεωρία τους, θα πρέπει να αποκλείσουμε τις εύκολες ερμηνείες και την καταδίκη και να αναστοχαστούμε πάνω στις διαδικασίες που καθιστούν έναν άνθρωπο ικανό να σκεφτεί εξορθολισμένα τη βία. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο αποφασιστικός παράγοντας για να διαπράξει κανείς πιο εύκολα εγκλήματα πολέμου είναι η αναπλαισίωση του ατομικού ηθικού κώδικα και η προσαρμογή του σε νέα ηθικά και πολιτικά πλαίσια: οι στρατιώτες δεν εκβαρβαρίστηκαν, απλώς προσάρμοσαν την ηθική της εργασίας (workethics) στα νέα δεδομένα. Κάτι ακόμα πιο σοκαριστικό που έφερε στο φως αυτή η έρευνα: οι στρατιώτες δεν ήταν απλώς συναυτουργοί στη γενοκτονία των Εβραίων, αλλά οι περισσότεροι αντλούσαν ευχαρίστηση απ’ τις εκτελέσεις, «το να σκοτώνεις Εβραίους είναι διασκεδαστικό», αφηγείται ένας κρατούμενος στους συντρόφους του. Στη Γερμανία, εκείνη την εποχή, ο φόνος είχε μετασχηματιστεί σε αρετή του πολίτη.

Όποτε πραγματοποιείται ένα φρικτό γεγονός, η ενστικτώδης αντίδρασή μας είναι να μάθουμε ποια ήταν τα κίνητρα του δράστη. Είτε πρόκειται για έναν αφιονισμένο δολοφόνο που εισέρχεται σε σχολείο ή σε πανεπιστημιακό κάμπους, είτε για έναν τρομοκράτη ζωσμένο με βόμβες σε επιχείρηση αυτοκτονίας σε κάποιο εμπορικό κέντρο, αναζητούμε πάντοτε εκ των υστέρων τις αιτίες τέτοιων πράξεων. Το ίδιο ισχύει και για τον καιρό των πολέμων, όπου ο νόμος δεν βρίσκει εφαρμογή και όπου οι πολίτες είναι εκτεθειμένοι σε ακραία βία. Ο φανατισμός των «συνηθισμένων Γερμανών» (Ordinary Germans, σύμφωνα με τον όρο του ιστορικού Daniel Goldhagen), που μετατράπηκαν σε πρόθυμους δήμιους, είναι απ’ τα πιο αμφιλεγόμενα και καυτά ζητήματα που απασχολούν μέχρι σήμερα τη γερμανική δημόσια συζήτηση. Στους Στρατιώτες, οι συγγραφείς αναζητούν τις αιτίες που μετέτρεψαν κανονικούς στρατιώτες σε μηχανές θανάτου. Για τους πιλότους της Λούφτβαφε ήταν απλώς «η πλάκα» τού να έχεις ελευθερία να επιτεθείς σε στόχους άφοβα και χωρίς συνέπειες. Ένας πιλότος αφηγείται στους συγκρατούμενούς του πώς του άρεσε να ρίχνει σε αγγλικά επαρχιακά σπίτια που ήταν χτισμένα σε λόφους, συνεπώς εκτεθειμένα στα αεροπορικά πυρά: «Πετάς ψηλά, μετά στοχεύεις, και μετά επίθεση. Και μετά ο ήχος των σπασμένων παραθύρων και το γκρέμισμα της στέγης». Ήταν σαν παιχνίδι προσομοίωσης.

Σε όλες τις συζητήσεις επανέρχεται το θέμα των άνωθεν εντολών, όμως όλοι οι γερμανοί κρατούμενοι παραδέχονται ότι δεν είχαν ηθικούς ενδοιασμούς και πρόβλημα να υπακούσουν πιστά στις εντολές των ανωτέρων τους για επίθεση σε άμαχους, και φυσικά σε Εβραίους. Ένας, ονόματι Messerschmitt, πιλότος που κατονομάζεται απ’ τους συντρόφους του ως «επαγγελματίας σαδιστής», ομολογεί την προθυμία του να επιτεθεί σε οτιδήποτε, από λεωφορείο στη βρετανική επαρχία μέχρι σε επιβατηγό τραίνο στο Folkestine. Ένας συγκρατούμενός του συναινεί: «Σκοτώναμε ακόμη και γυναίκες με παιδιά». Οι γερμανοί ναύτες ήταν επίσης διαβόητοι, ειδικά εκείνοι που υπηρετούσαν σε υποβρύχια. Ένας απ’ αυτούς παραδέχεται ότι το πλοίο του βύθισε μια «αποστολή παιδιών», κάνοντας αναφορά στο βρετανικό επιβατηγό πλοίο City of Benares, που όντως βυθίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1940, παρασύροντας στο βυθό 77 παιδιά. Φυσικά, όσοι ήταν στο ανατολικό μέτωπο, μεταφέρουν μια ακραία βιωματική εμπειρία. Οι Εβραίες της Ρωσίας βιάζονταν πριν να εκτελεστούν, η βιαιότητα της καθημερινής ζωής στην Πολωνία αποτελεί συχνό θέμα συζήτησης αυτών των στρατιωτών και όλα αυτά τα στοιχεία μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι γερμανοί στρατιώτες είχαν πλήρη επίγνωση του τι γινόταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις κατεχόμενες χώρες. Ωστόσο, στις συζητήσεις τους στις βρετανικές φυλακές, περιγράφουν τα γεγονότα σαν να ήταν απλοί αποστασιοποιημένοι παρατηρητές:

 

Felbert: Τι έκαναν στα παιδιά; (εβραιόπουλα)

Kittel (συνεπαρμένος): Έπαιρναν παιδιά τριών χρονών, τα τραβούσαν απ’ τα μαλλιά και τα σήκωναν ψηλά, μετά τα πυροβολούσαν στο κεφάλι με ένα πιστόλι.

 

Με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο έχουμε συζητήσει αρκετές φορές γι’ αυτό το βιβλίο. Ενδιαφέρον θα είχε ενδεχόμενη μετάφρασή του στα ελληνικά. Το αναφέρω εδώ, διότι στο δικό του Γκιακ, σε εντελώς άλλα συμφραζόμενα, οι αφηγήσεις των στρατιωτών εντάσσονται σε αυτή τη νέα στροφή στη διερεύνηση των ταυτοτήτων και στην ψυχοσύνθεση των δρώντων υποκειμένων της ιστορίας. Και όπως οι Στρατιώτες αποδόμησαν την πεποίθηση ότι οι χαμηλόβαθμοι στρατιώτες στη Γερμανία δεν γνώριζαν τίποτα για τα κρεματόρια και τους θαλάμους αερίων, καταρρίπτοντας το μύθο «της άσπιλης και καθαρής Βέρμαχτ» που τάχα δεν είχε καμία σχέση με τους εκτελεστές των Ες Ες, έτσι και το Γκιακ, μέσα απ’ τις φανταστικές, που όμως θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αληθινές, αφηγήσεις των στρατιωτών, διδάσκει ότι στον πόλεμο τελικώς δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, όλοι είναι ίδιοι, όλοι σφάζουν, σκοτώνουν, βιάζουν, καταστρέφουν, πυρπολούν. Τα περί ευγενούς ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, όπως μια εθνική προσέγγιση επιχειρεί να μας κάνει να πιστέψουμε, είναι προφανής αυταπάτη.[6]

Το Γκιακ σε άλλες συνθήκες και σε μια χώρα που δεν διστάζει να κοιτάει κατάματα το παρελθόν της, όχι μόνο το ηρωικό αλλά και το επώδυνο και τραυματικό, θα είχε ήδη ενσωματωθεί ως πηγή στα κεφάλαια για τη Μικρασιατική Εκστρατεία στα σχολικά βιβλία. Αναμένουμε με ανυπομονησία το επόμενο, μεγάλης φόρμας πλέον, βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου.

 

 


[1]   Βλ. Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του ’30. Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία, Πόλις, Αθήνα 2011.

[2] Χριστίνα Κουλούρη, «Οι δύο όχθες του ποταμού. Υπερεθνική εναντίον εθνοκεντρικής ιστοριογραφίας», στο: Από ποιον, για ποιον και πώς γράφεται η ιστορία. Επιστημονικό Συμπόσιο (12 και 13Δεκεμβρίου 2008), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 2011, σ. 59-78.

[3] Χριστίνα Κουλούρη, «Οι αντίθετοι μύθοι μιας κοινής ιστορίας, Το Βήμα, 12/11/2000.

[4] Χριστίνα Κουλούρη, «Καταστροφή», «Εκστρατεία» και «Πόλεμος» στο σχολείο. Οι περιγραφές, η παρουσίαση, οι παραλείψεις και η έκταση των τραγικών γεγονότων μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας, Το Βήμα, 01/09/2002.

[5] Sönke Neitzel, Harald Welzer, Soldaten. Protokolle von Kämpfen, Töten und Sterben, Fischer, 2011/ Soldaten. On Fighting, Killing and Dying. The secret WWII Transcripts of German POW, Simon & Schuster, Great Britain 2012.

[6] Βλ. και την κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου στο diastixo.gr: http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/3299-giak

Άννα-Μαρία Δρουμπούκη

Ιστορικός, διδάκτορας νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κυκλοφορούν τα βιβλία της: Μνημεία της λήθης. Ίχνη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη (2014), Η Θεσσαλονίκη κατά τη γερμανική Κατοχή. Συλλογή Βύρωνος Μήτου (με τον Ιάσωνα Χανδρινό, 2014). 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.