Δεν έχω σπίτι…Σπίτι μου είναι εκεί όπου αισθάνομαι δυστυχισμένος, γράφει ο Γιόζεφ Ροτ στις επιστολές του. Ο συγγραφέας μεγάλωσε σε μια μικρή εβραϊκή κοινότητα, ένα shtetl, στο Μπρόντι, στις παρυφές των ρωσικών συνόρων (Γαλικία) της Αυστροουγγαρίας, της σημερινής Ουκρανίας – μια κοινότητα που στον Ιώβ αναφέρεται ως Τσούχνοβο. Η ιστορία και οι δοκιμασίες του απλού ανθρώπου και ήρωα της αφήγησης, Μέντελ Σίνγκερ, εκτυλίσσονται αρχικά σ' αυτή την πολιτικά ταραγμένη περιοχή, για να συνεχιστούν και να ολοκληρωθούν στο δεύτερο μέρος του βιβλίου στη Νέα Υόρκη, τόπο αποδημίας για την οικογένεια Σίνγκερ – μια πόλη που, πάντως, ο ίδιος ο Ροτ δεν επισκέφτηκε ποτέ.
Ο Ροτ υπήρξε σ' όλη του τη ζωή διχασμένος σε σχέση με την ταυτότητά του, το πολιτισμικό του υπόβαθρο και τις θρησκευτικές του καταβολές, με αποτέλεσμα τη στροφή του στον καθολικισμό προς το τέλος της ζωής του. Αυτό το στοιχείο έχει ενταχθεί και στον Ιώβ, αφού συχνά ο συγγραφέας ακροβατεί αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στα δύο δόγματα, το εβραϊκό και το χριστιανικό, επιλέγοντας περιστασιακά να χρησιμοποιεί στο κείμενό του όρους χριστιανικούς (όπως Βίβλος, αντί για Τορά), γεγονός που εν μέρει απορρέει και από τη μορφή του ίδιου του βιβλικού Ιώβ, προσώπου κοινά αποδεκτού και από τις δύο θρησκείες. Αν και ποτέ δεν ξεπέρασε πολιτικά την πτώση των Αψβούργων και τη συνακόλουθη διάλυση της Αυστροουγγαρίας, την οποία πάντα αισθανόταν πατρίδα του, ο αυστριακός συγγραφέας διέσχιζε και υπερέβαινε γεωγραφικά, αλλά και πολιτισμικά, σύνορα συνεχώς, ενίοτε υιοθετώντας διαφορετικές ταυτότητες και ονόματα. Υπήρξε, ακόμη, ένας από τους πιο επιτυχημένους και καλοπληρωμένους δημοσιογράφους και ξένους ανταποκριτές της εποχής του (ήταν διαπιστευμένος στο Παρίσι), ενώ ήταν και γνωστός στην εποχή του αρθρογράφος σε μερικά από τα πιο έγκριτα έντυπα, δεξιών, αλλά και αριστερών πολιτικών αποχρώσεων στη Βιέννη, αλλά και στο Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, από το 1919 έως και το 1933.
Το αφήγημα του Γιόζεφ Ροτ, Ιώβ, αποτελεί την εκδοχή και τη μεταγραφή του 20ού αιώνα του γνωστού βιβλικού Ιώβ, όπου κυρίαρχη θέση κατέχει το γνωστό μοτίβο του περιπλανώμενου, απάτριδος Ιουδαίου, ο οποίος ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του κεντρικού, απλοϊκού και άκρως στωικού ήρωα, Μέντελ Σίνγκερ, του οποίου «η ίσια γραμμή της σκέψης ήταν στραμμένη στα απλά, γήινα πράγματα [και] δεν ανεχόταν θαύματα στο πεδίο των ματιών του» (σελ.22) και που «η ζωή του […] κυλούσε σταθερά, σα μικρό φτωχό ρυάκι με όχθες αξιοθρήνητες» (σελ.10). Η αφήγηση ξεκινάει, και ολοκληρώνεται, εν είδει αρχής και τέλους παραμυθιού και εκφέρεται σε γλώσσα απλή, αλλά άκρως υπαινικτική, με έντονο το στοιχείο της ειρωνείας, χωρίς να εκλείπει ο ήπιος σαρκασμός, αλλά και ένας ιδιότυπος ποιητικός λυρισμός που πηγάζει από τη λεπτομερή καταγραφή και αποτύπωση της καθημερινότητας των ηρώων σε όλες τις εκφάνσεις της, καθώς και του ψυχισμού τους:
Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στο Τσούχνοβο ένας άντρας ονόματι Μέντελ Σίνγκερ. Ήταν ευλαβικός, θεοσεβούμενος και συνηθισμένος, ένας Εβραίος σαν όλους. Έκανε την απλή δουλειά του δασκάλου. Στο σπίτι του, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν μια μεγάλη ευρύχωρη κουζίνα, μάθαινε στους μαθητές του τη Βίβλο. Δίδασκε με ειλικρινή ζήλο και χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία. Εκατοντάδες χιλιάδες πριν απ' αυτόν είχαν ζήσει και είχαν διδάξει σαν αυτόν. (σελ. 9)
ΜΑΤΑΙΩΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
Στην περίπτωση του Ιώβ, το εν λόγω αφήγημα θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ένα είδος νοερής και πλήρους νοσταλγίας επιστροφής, κάτι σαν νόστος, του συγγραφέα στην παιδική του ηλικία, στη γενέθλια γή, ως μητρική χώρα, η επιθυμία της οποίας εγγράφεται στο φαντασιακό των ηρώων του ως τόπος εξιδανικευμένος όταν αυτοί/ες βρίσκονται μακριά της. Σ' αυτό συνηγορεί και η εξέχουσα θέση που κατέχει στο κείμενο ο εξαιρετικά ενδιαφέρων χαρακτήρας της μάνας Δεβώρας, η φιγούρα της οποίας σκιαγραφείται σε βάθος, όπως και εκείνη του βασικού ήρωα, και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ένα αρκετά εκτεταμένο μέρος της αφήγησης είναι αφιερωμένο στην ηρωίδα (στην κυριολεξία) Δεβώρα, που καταλήγει να μονοπωλεί, φορές και εξ ολοκλήρου, το ενδιαφέρον του αφηγητή όπως και του αναγνώστη, ως καταλυτική παρουσία στην εξέλιξη της πλοκής. Η Δεβώρα, ως στοργική μητέρα-τροφός και ως πηγή παρηγορίας και αυτοθυσίας, αποτελεί σημείο αναφοράς, αλλά και αυτοπαρατήρησης, καθ’ολη τη ροή της αφήγησης.
Ο Μενουχίμ δεν είχε κούνια. Κοιμόταν σ’ ένα καλάθι από πλεγμένη λυγαριά […] κάποιες φορές τίποτα δεν κατάφερνε να του κόψει την όρεξη για κλάματα. Τότε η Δεβώρα ανέβαινε σ' ένα σκαμνί και έπαιρνε το μωρό στην αγκαλιά της. Λευκά, φουσκωμένα, κολοσσιαία πρόβαλλαν τα στήθια της […] τραβώντας τα βλέμματα των αγοριών. Ήταν λες και η Δεβώρα βύζαινε όλους όσοι ήταν μέσα στην κάμαρα. […] Σιωπή τους τύλιγε όλους. [...] Δεν ακουγόταν παρά μόνο ο θόρυβος από το βύζαγμα του μωρού. (σελ.13)
Στο πρώτο, αλλά ώς ένα βαθμό και στο δεύτερο, μέρος του βιβλίου, κυριαρχούν η τοπογραφία, η τοπιογραφία, αλλά και η καθηλωτική, γεμάτη ματαιωμένες προσδοκίες για τους ήρωες καθημερινότητα της χώρας-μητέρας, αλλά και εκείνης της αλλότριας χώρας της αποδημίας, η οποίες εκλαμβάνονται ως οντότητες αγαπητικές και απειλητικές, οικείες και ανοίκειες, που θέλγουν και απωθούν ταυτόχρονα. Η γραμμική, κατά κύριο λόγο, αφήγηση, που δεν παραλείπει, ωστόσο, να υπερτονίζει το χρόνο στην κυκλικότητά του, αν και τριτοπρόσωπη-ετεροδιηγητική, εμφορείται από μια ιδιάζουσα εσωτερικότητα ή εσώτερη υποκειμένικότητα, η οποία επιδρά στον αναγνώστη ως ομοδιηγητική-πρωτοπρόσωπη, αφού η αφηγηματική φωνή δεν αποστασιοποιείται από τους χαρακτήρες, αλλά γίνεται ένα μαζί τους, συμπάσχοντας με τη δική τους οπτική, ειδικά στο πρώτο μέρος του βιβλίου στο κέντρο του οποίου δεσπόζει η γεμάτη αντιφάσεις, στερεότυπα, και διλήμματα σχέση του ζευγαριού Δεβώρας-Μέντελ, όπως και οι σχέση και των δύο με τα παιδιά τους, Γιόνας, Σερμάγια και Μύριαμ, αλλά κυρίως με τον επιληπτικό και φαινομενικά ανιάτως άρρωστο Μενουχίμ. Σε κομβικά σημεία του κειμένου, ωστόσο, η γραμμικότητα της αφήγησης καταλύεται και ο αφηγηματικός χρόνος της μετουσιώνεται σε ένα ακίνητο εδώ και τώρα στο οποίο συνυπάρχουν ταυτόχρονα παρελθόν, παρόν και μέλλον, σε στιγμές όπου οι ήρωες βιώνουν την επώδυνη επανάληψη μιας στερημένης, αδυσώπητης πραγματικότητας, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου:
H ζωή γινόταν χρόνο με το χρόνο ακριβότερη. Οι σοδειές φτωχότερες. Τα καρότα γίνονταν πιο μικρά, τ’ αυγά πιο άδεια. Οι πατάτες παγωμένες. Οι σούπες αραιές κι άνοστες. Τα ψάρια μικρά, οι κυπρίνοι αδύνατοι και οι λούτσοι γεμάτοι αγκάθια, οι πάπιες κοκαλιάρες, οι χήνες σκληρές και οι κότες ένα τίποτα. (σελ. 10 και σελ. 127).
Αλλά και σε στιγμές όπου οι χαρακτήρες, ως πάσχοντα υποκείμενα, έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια τους την υποκειμενικότητα, ενσυνείδητη ή και υποσυνείδητη, τις ζωτικές τους ψευδαισθήσεις, τα αδιέξοδα και τις ουσιαστικά εκ των άνωθεν επιβεβλημένες επιλογές τους, που κυβερνούν, εν τέλει, τη ζωή τους. Οι νεκροί δεν βοηθούν στις συμφορές, παρά τις ικεσίες και τις κραυγές απόγνωσης της Δεβώρας, και «ο Θεός δεν ήθελε να βοηθήσει» (σελ. 97). Και ενώ η Δεβώρα, περιμένει, μάταια, κάτι να συμβεί, καθώς, οράται και ορά εαυτήν μέσα από το ορθάνοιχτο μάτι του Μέντελ που κοιμάται, τίποτα δε συμβαίνει τελικά σε χρόνο άχρονο και μόνο στο πεδίο της φύσης φαίνεται να συμβαίνουν τα από πάντα ίδια:
Έξω σηκώθηκε το κελάηδισμα αμέτρητων κορυδαλών, πάνω απ' το σπίτι, κάτω απ' τον ουρανό. […] Δεν περίμενε τίποτα. Αλλά ένιωθε σαν να περίμενε κάτι πολύ ξεχωριστό. Όλες της οι αισθήσεις ήταν σε εγρήγορση, όλες όσες ήξερε και μερικές ακόμα, που δεν τις ήξερε, πρωτόγνωρες, καινούργιες, που είχαν ξυπνήσει κι αυτές για να βοηθήσουν τις παλιές. Έβλεπε, άκουγε, χίλιες φορές πιο καθαρά. Και τίποτα δεν γινόταν. Ξημέρωνε μόνο μια μέρα καλοκαιρινή…
ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ;
Ο σύγχρονος Ιώβ, Μέντελ Σίνγκερ, ποτέ δεν ενσωματώνεται εξ ολοκλήρου στη γενέθλια γη, εξαιτίας αυτής, ωστόσο, όταν την αποχωρίζεται για τη σύγχρονη γη της επαγγελίας, την Αμερική, θα βιώσει έντονο το αίσθημα της απώλειας, μια και το εκεί της μητρικής χώρας και το εδώ της νέας πατρίδας μετατρέπονται σε αντικείμενα επιθυμίας, όταν το αφηγηματικό υποκείμενο θεάται και ορά εαυτό μακρόθεν του ενός και ενώ βρίσκεται στη θέση του άλλου. Στο δεύτερο μέρος του αφηγήματος, το παρελθόν, με όλα του τα τραύματα και τα θαύματα, μετατίθεται σε νέο περικείμενο, εκεί όπου το χαμένο αντικείμενο της επιθυμίας επιστρέφει ως παρούσα απουσία. Και οι δοκιμασίες που ο ήρωας υφίσταται στην Αμερική, με αποκορύφωμα το θάνατο της Δεβώρας και του γιου Σερμάγια στον πόλεμο, καθιστούν την Αμερική πατρίδα μεν, «αλλά πατρίδα θανάσιμη» (σελ. 154).
«Ό,τι σε μας ήταν μέρα, εδώ είναι νύχτα. Ό,τι σε μας ήταν ζωή, εδώ είναι θάνατος» (σελ. 154), αναφωνεί ο Μέντελ Σίνγκερ εν μέσω απανωτών συμφορών.
Ωστόσο, «οι μέρες τεντώνονταν. Γίνονταν βδομάδες. Οι βδομάδες μήνες» (σελ.13) και η αφήγηση, μαζί με την πλοκή και τις μικροϊστορίες των ηρώων στην Αμερική, πλέον, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, εκτυλίσσονται με σαφώς πιο σύντομους σε σχέση με το πρώτο μέρος, και συχνά μελοδραματικούς, ρυθμούς για να οδηγήσουν στη λύση μέσω ενός θαύματος, απ' αυτά στα οποία ο Μέντελ Σίνγκερ δυσπιστεί αρχικά. Το τέλος του αφηγήματος, που όπως ο ίδιος ο Ροτ εξομολογήθηκε γράφτηκε με δυσκολία και σε κατάσταση μέθης σε ένα παρισινό μπιστρό, φέρνει τον Μέντελ αντιμέτωπο με το θαύμα της θεραπείας και της διάκρισης ως μουσικού παγκοσμίου φήμης του ξεγραμμένου σακάτη γιου, Μενουχίμ. Και η αφήγηση ολοκληρώνεται όπως ένα παραμύθι, με τον Μέντελ Σίγκερ να βιώνει τον νόστο του ως θαύμα επανένωσης με την απωλεσθείσα μητρική χώρα, αλλά πλέον στο πρόσωπο του αγαπημένου γιου.
«Και αναπαύθηκε από το βάρος της ευτυχίας και τη μεγαλοσύνη των θαυμάτων» (σελ. 215), επιβεβαιώνοντας έτσι και το στίχο του ποιητή που λέει πως «Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά / και στις παλάμες της καίει η απουσία. / Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει / να περπατήσει. Φεύγει…» (Οδυσσέας Ελύτης, Προσανατολισμοί, Ίκαρος, Αθήνα 1966, σελ. 30)
Η μετάφραση από τα γερμανικά της Μαρίας Αγγελίδου είναι υποδειγματική και ιδιαίτερα χρήσιμη, ως πηγή πληροφοριών για το συγγραφέα, η εργογραφία, που δημοσιεύεται στο τέλος του βιβλίου.