Σύνδεση συνδρομητών

Η κουλτούρα των κρίσεων – και η υπέρβασή της

Κυριακή, 04 Αυγούστου 2024 23:53
Ιούλιος 2011, Αθήνα, πλατεία Συντάγματος. Υπολείμματα καμένων αντικειμένων στη μέση του δρόμου ως οδοφράγματα. Το ελληνικό αναρχικό κίνημα ήταν πρωτοπόρο στις καταστροφές, την εποχή της κρίσης και των «αγανακτισμένων». Διόλου τυχαία, οι έλληνες αναρχικοί είναι από τους «ζωηρότερους» στον κόσμο. Ο αναρχο-μπαχαλάκιας δεν συνιστά καμία απολύτως πρόκληση για το νεοελληνικό κοινωνικό φαντασιακό, αλλά αντιθέτως το αυθεντικότερο αντίκρισμά του. «Τα παιδιά» των Εξαρχείων «δικαίως» εξεγείρονται. Κάνουν αυτά που όλοι μας θα θέλαμε να κάνουμε. Δεν μας σοκάρουν. Αντιθέτως, μας ηδονίζουν: «να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή».
Αλεξία Τσαγκάρη
Ιούλιος 2011, Αθήνα, πλατεία Συντάγματος. Υπολείμματα καμένων αντικειμένων στη μέση του δρόμου ως οδοφράγματα. Το ελληνικό αναρχικό κίνημα ήταν πρωτοπόρο στις καταστροφές, την εποχή της κρίσης και των «αγανακτισμένων». Διόλου τυχαία, οι έλληνες αναρχικοί είναι από τους «ζωηρότερους» στον κόσμο. Ο αναρχο-μπαχαλάκιας δεν συνιστά καμία απολύτως πρόκληση για το νεοελληνικό κοινωνικό φαντασιακό, αλλά αντιθέτως το αυθεντικότερο αντίκρισμά του. «Τα παιδιά» των Εξαρχείων «δικαίως» εξεγείρονται. Κάνουν αυτά που όλοι μας θα θέλαμε να κάνουμε. Δεν μας σοκάρουν. Αντιθέτως, μας ηδονίζουν: «να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή».

Μανούσος Μαραγκουδάκης, Η ελληνική κρίση και οι πολιτισμικές της καταβολές. Μία σπουδή στα πολιτισμικά πρότυπα και την πολιτική κουλτούρα της σύγχρονης Ελλάδας, με τη συμβολή του Θεόδωρου Χατζηπαντελή, Ι. Σιδέρης, δεύτερη ελληνική έκδοση, βελτιωμένη και εμπλουτισμένη, Αθήνα 2021, 424 σελ.

Η ελληνική πολιτική κουλτούρα, λέει ο Μανούσος Μαραγκουδάκης, «δομείται συμβολικά με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργεί συνεχώς εσωτερικές ρήξεις, συγκρούσεις και βλάβες· […] οι παθολογίες της προκαλούνται από αντιφάσεις και μυστικιστικά οράματα για τη δημοκρατία που η ελληνική πολιτική θρησκεία τρέφει και αναπαράγει εσαεί». Κι όμως, η χώρα του άναρχου ατομικισμού έχει μάθει να προχωρεί, συχνά υπερβαίνοντας τα μειονεκτήματά της. Και «κάτω από σταθερές πολιτικές συνθήκες, αυτός ο άναρχος ατομικισμός θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή καινοτομίας και αλλαγής, ως αντισυμβατικός στοχασμός και δράση». [ΤΒJ]

Η πρόσφατη κρίση χρεοκοπίας προκάλεσε την έκδοση αξιόλογων μελετών εθνικής αυτοαξιολόγησης: «τι πήγε στραβά;». Σε αυτό ακριβώς το ερευνητικό κλίμα εντάσσεται και η σπουδή του Μανούσου Μαραγκουδάκη –καθηγητή συγκριτικής κοινωνιολογίας του πολιτισμού και προέδρου του τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου– με τίτλο Η ελληνική κρίση και οι πολιτισμικές της καταβολές. Μία σπουδή στα πολιτισμικά πρότυπα και την πολιτική κουλτούρα της σύγχρονης Ελλάδας, με τη συμβολή του Θεόδωρου Χατζηπαντελή, δεύτερη ελληνική έκδοση, βελτιωμένη και εμπλουτισμένη, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα Δεκέμβριος 2021. Είχε προηγηθεί η αγγλική έκδοση με τίτλο The Greek crisis and its cultural origins. A study in the theory of multiple modernities, Springer Nature, Τσαμ, Ελβετία 2019.

Από τίτλο και υπότιτλο γίνεται κάτι παραπάνω από σαφές ότι ο συγγραφέας, αν και κατά βάση κοινωνιολόγος, ρίχνει το κύριο ερμηνευτικό του βάρος στην κουλτούρα, «το πεδίο των βαθέων, απώτερων, ηθικών πεποιθήσεων και ηθικής αξιολόγησης του εαυτού» (σ. 55). Στα μάτια μου, πάντως, φαντάζει «καθαρόαιμος» πολιτισμικός ανθρωπολόγος και λιγότερο πολιτισμικός κοινωνιολόγος. Αποδεικνύεται, άλλωστε, επιδέξιος χειριστής μιας κρίσιμης ομάδας ανθρωπολογικών εννοιών όπως μεθοριακότητα (liminality), κοινότητα μέθεξης (communitas/κομούνιτας), σχισμογένεση, «πανούργος» (trickster). Σε μια περίοδο μάλιστα που η ανθρωπολογία, τόσο διεθνώς όσο και εγχωρίως, αποδομεί ανελέητα την έννοια της κουλτούρας, ο Μαραγκουδάκης τη διασώζει κριτικά.

Είναι τελικά η ελληνική κουλτούρα επιρρεπής στην αέναη πρόκληση κρίσεων; Υπάρχει όδευση διαφυγής και, αν ναι, υπό ποίες προϋποθέσεις; Αυτά τα αγωνιώδη ερωτήματα διαφαίνονται συνεχώς πίσω από τις γραμμές αυτής της ερμηνευτικής εργασίας.

Εν αρχή ην η κοσμολογία. Τι πιστεύουμε εμείς οι Έλληνες για τον κόσμο που μας περιβάλλει; Σε τι κόσμο ζούμε τέλος πάντως βρε παιδί μου; Γενικά μιλώντας, για τους περισσότερους από εμάς, ο κόσμος στον οποίο βρεθήκαμε ριγμένοι είναι κακός. Τόσο η λαϊκή, «παγανιστική» μας θρησκευτικότητα, που λειτουργεί υπόγεια, όσο και το ορθόδοξο, χριστιανικό μας ήθος, που λειτουργεί επίσημα, κατατείνουν στο ίδιο αμείλικτο συμπέρασμα. Η ορολογία μπορεί να αλλάζει, αλλά το σκεπτικό είναι κοινό και η απόφαση αμετάκλητη. Ο αρχαίος Έλληνας έβλεπε τον κόσμο «τραγικό», ενώ ο νεότερος «πτωτικό». Και στις δύο περιπτώσεις, δεν έχουμε έρθει πάντως στη ζωή για να ευτυχήσουμε, αλλά για να δεινοπαθήσουμε ή έστω «να την παλέψουμε». Οι κακόβουλοι δαίμονες, τα πραγματικά αφεντικά αυτού του αξιολύπητου κόσμου, μας εμπαίζουν: «Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός ξεκαρδίζεται στα γέλια». Η ζωή είναι ένας συνθλιπτικός ατέρμονος κύκλος κακουχιών. Παγανισμός και ορθοδοξισμός έχουν συμπήξει, μέσω εκλεκτικών συναφειών, μια μπετόν αρμέ απαισιόδοξη κοσμολογία.

Κατ’ αντιστοιχία με την κοσμολογία, χτίζεται και η ανθρωπολογία μας. Ο άνθρωπος είναι κακός, όπως ακριβώς και ο κόσμος του. Η έξοδος των πρωτόπλαστων από τον παράδεισο επέφερε ένα ανεπανόρθωτο χτύπημα στην ανθρώπινη αθωότητα. Γι’ αυτό και δεν φέρουμε καμία ευθύνη για την κακότητά μας. Αναπόδραστα και μοιραία, οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν καταλήξει ανταγωνιστικές. Κυριαρχεί «η πεποίθηση ότι ο κόσμος “εκεί έξω” είναι ένας επικίνδυνος χώρος που κατοικείται από εγωιστές που θέλουν να σε εκμεταλλευτούν και έτσι αναγκάζεσαι να είσαι εγωιστής για να προστατεύσεις τον εαυτό σου» (σ. 72). Η πλοήγηση σε αυτόν τον ύπουλο κόσμο απαιτεί τύχη, πονηριά, ακόμα και βία. Όλοι εναντίον όλων και όποιος προλάβει πρόλαβε. Αναδύεται έτσι το πρότυπο του «άναρχου ατομικιστή» ως «αυτονόητης αλήθειας». «Πουθενά δεν φτάνεις με τον σταυρό στο χέρι». (Παράδοξη ομολογία έλλειψης πίστης στην ελπιδοφόρα προοπτική της ζωής από τους ίδιους τους ορθόδοξους χριστιανούς!)

 

Σωτηρία μαγική

Υπάρχει, αλήθεια, σωτηρία σε αυτό το δυστοπικό σκηνικό και τι είδους είναι αυτή; Αρχικά, μια πρώτη, ευνόητη ίσως, αντίδραση στον «ψεύτη ντουνιά» είναι η εξωκοσμική «απόσυρση», ο αναχωρητισμός σε όλες του τις μορφές, τόσο θρησκευτικές (π.χ. μοναστήρια) όσο και οιονεί κοσμικές (π.χ. «προσωρινές αυτόνομες ζώνες» του αναρχομυστικιστή και σουφιστή Χακίμ Μπέι). Αφού το κακό έχει διαβρώσει τα πάντα, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να μείνουμε ανέγγιχτοι απ’ αυτό, αποφεύγοντάς το όσο το δυνατόν περισσότερο. Πρόκειται για μια αποτροπαϊκή τακτική απέναντι στην περιρρέουσα αδικία. Δεν καταφάσκουμε στην πραγματική ζωή, αλλά την καταγγέλλουμε από μακριά, εκ του ασφαλούς και αφ’ υψηλού από την αδιαβροχοποιημένη εξέδρα μας. Στην απευκταία περίπτωση που υποχρεωθούμε να εμπλακούμε με το κακό, επιστρατεύεται ο ψυχρός κυνισμός: «αν δεν μπορείς να το αποφύγεις, τουλάχιστον απόλαυσέ το».

Μια δεύτερη απόκριση, φαινομενικά μόνο ενεργητικότερη της πρώτης, αν και, στην πράξη, εξίσου μυστικιστική, δηλαδή μη μεθοδική, είναι η «ανταρσία». Αν ο κόσμος είναι λοιπόν ουσιωδώς άθλιος, και δεν πρόκειται στα σοβαρά να αλλάξει, το μόνο που απομένει είναι οι απέλπιδες συναισθηματικές εκρήξεις για την τιμή των όπλων. Η μοίρα στο τέλος θα διαβεί, αλλά δεν χάνουμε τίποτα να της βγάζουμε ενίοτε τη γλώσσα. Αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε την κακούργα κοινωνία, ας διασκεδάσουμε τουλάχιστον την πνιγηρή της ατμόσφαιρα. Αυτές οι εκρήξεις, βέβαια, δεν έχουν να κάνουν με κάποια συγκεκριμένη στόχευση, αλλά αποσκοπούν στην εκτόνωση, λειτουργώντας ως βαλβίδες ασφάλειας. Αρούκατες βολές και όποιον πάρει ο χάρος.

Οι ανταρσίες, οι ηρωικές δηλαδή αψηφισιές του κακού μας ριζικού, καθίστανται έτσι το κατεξοχήν πεδίο ελευθερίας. Απονενοημένα διαβήματα εξέγερσης ενάντια στους καταπιεστικούς κοινωνικούς περιορισμούς.  Στιγμιαία διαβήματα που μπορούν να καταλήξουν ακόμα και στην αυτοκαταστροφή. Είναι τότε που ο πολέμαρχος Αχιλλέας ή ο οπλαρχηγός Καραϊσκάκης, «μόνοι εναντίον όλων», δεν βλέπουν άλλη διέξοδο από το «πουτάνα όλα!». «Τρελός είμαι, ό,τι θέλω κάνω», όπως ευφυώς τιτλοφορείται γνωστή κωμωδία με τον Στάθη Ψάλτη. Από το 1980 και μετά θα μπορούσε κάλλιστα να παραφραστεί σε «Δημοκράτης είμαι, ό,τι θέλω κάνω». Ας φέρουμε στον νου μας το θρυλικό εκείνο επεισόδιο, κάποια στιγμή αμέσως μετά την πτώση της χούντας, με τον νεαρό μοτοσικλετιστή, που δεχόμενος παρατήρηση τρίτου για παράνομη εναντιοδρόμηση σε μονόδρομο, ανταπαντά γεμάτος αυτοπεποίθηση «Τώρα έχουμε δημοκρατία!». Στην πράξη, μια αρένα αποχαλίνωσης νιτσεϊκών υπερανθρωπαρίων που κατασπαράσσουν κάθε έννοια κοινού καλού.

Είναι με αυτή την έννοια που τα γνωστά μπάχαλα αποτελούν εμβληματική εκδοχή σωτηριακής πρακτικής μυστικιστικού τύπου: «μια βροχή (από μολότοφ) θα μας σώσει». Διόλου τυχαία, το ελληνικό αναρχικό κίνημα είναι από τα «ζωηρότερα» στον κόσμο. Ο έλληνας αναρχο-μπαχαλάκιας δεν συνιστά καμία απολύτως πρόκληση για το νεοελληνικό κοινωνικό φαντασιακό, αλλά αντιθέτως το αυθεντικότερο αντίκρισμά του. «Τα παιδιά» των Εξαρχείων «δικαίως» εξεγείρονται. Κάνουν αυτά που όλοι μας θα θέλαμε να κάνουμε. Δεν μας σοκάρουν. Αντιθέτως, μας ηδονίζουν: «να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή».

Αν κάποιος θέλει να εντρυφήσει σε αυτή την προβληματική, ας συμβουλευτεί την εξαίρετη μελέτη του Μανούσου Μαραγκουδάκη και του Παναγιώτη Πασχαλίδη με τίτλο Το βέβηλο και το ιερό στον αναρχισμό. Μια πολιτισμική ανάλυση του αναρχικού εαυτού και της αναρχικής δράσης στην Ελλάδα, Προπομπός, Αθήνα 2019. Σε αυτήν καταδεικνύεται, με βεμπεριανούς όρους, η θεμελιακά θρησκευτική συγκρότηση του ελληνικού αναρχικού εαυτού, και του εν Ελλάδι αναρχίζοντος ατόμου εν γένει, ως φυγόκοσμου μυστικιστή.

Ανθρωπολογικά μιλώντας, και υιοθετώντας αυτήν τη φορά την ορολογία του μεγάλου άγγλου συμβολικού ανθρωπολόγου Βίκτορ Τέρνερ, οι άναρχες απείθειες συνιστούν περιπτώσεις «μεθοριακότητας». Σε αυτές το άτομο προσπαθεί να διαφύγει των ορίων του βέβηλου κόσμου και να εισαχθεί νοερά στη μαγική κατάσταση της κομούνιτας, της μεθεκτικής κοινότητας. Έτσι, η σωτηριακή φαντασιακή οδός της μεθοριακότητας συμπληρώνεται από ή και ταυτίζεται με αυτήν της εκστατικής μέθεξης. Ο ανίερος καθημερινός βίος διακόπτεται από συλλογικά τελετουργικά συμβολικής αδελφοποίησης. Μπορεί ο καθένας μας στη μιαρή καθημερινότητά του να λειτουργεί συμφεροντολογικά, αλλά στις μεθεκτικές τελετές γινόμαστε και πάλι, έστω φευγαλέα, «ένα». Αποκτάμε την πολυπόθητη αίσθηση μιας εξισωτικής και αδιαφοροποίητης αδελφότητας, ενός απολεσθέντος παράδεισου – αντηχώντας εν μέρει βρεφικές μας ψευδαισθήσεις.

Είναι πολλές οι μέθοδοι εξασφάλισης αυτής της ευφορικής, μαγικής αίσθησης. Είναι, για παράδειγμα, τα πανηγύρια, όπου συγκαλύπτονται κακήν κακώς οι συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ των χωριανών, είναι η Θεία Λειτουργία όπου ακυρώνονται υπερφυσικά οι ανταγωνιστικές σχέσεις του εκκλησιάσματος. Είναι η προεκλογική ομιλία ενός χαρισματικού ηγέτη, η ονειρική συναυλία ενός σαμάνου-καλλιτέχνη, η θριαμβευτική νίκη μιας λαοφιλούς ποδοσφαιρικής ομάδας. Είναι το σπάσιμο των πιάτων στα μπουζούκια, είναι η χασισοποτεία σε ένα ρεμπετάδικο, είναι ο ολονύχτιος χορός σε ένα ρέιβ πάρτι. Ήταν η Άνω-Κάτω Πλατεία Συντάγματος, παρ’ ολίγον Πλατεία Λένιν, των ομοθυμούντων αναρχο-κομμουνιστικο-αμεσοδημοκρατικο-αγειοριτικο-χρυσαυγιτών. Όλα τα παραπάνω συνιστούν εκδοχές καταβύθισης στο άχρονο, μακάριο, διάφανο, αδιαίρετο «ένα». Η πιο επαναστατική (δηλαδή υπερεγκληματογόνος) από όλες, η υπέρτατη εκδήλωση «κοινότητας αγίων», είναι βέβαια ο «ολικός μετασχηματισμός της κοινωνίας»,  η άρση όλων των αντιθέσεων μέσα σε ένα καθεστώς στανικής και ανεπίστρεπτης κομούνιτας υπό την αιγίδα του τρομοκρατικού, κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού.

Οι μυστικιστικές, εξωκοσμικές στρατηγικές δραπέτευσης είναι δύσκολο να διακριθούν μεταξύ τους. Συνήθως συνδυάζονται μεταξύ τους ή διαδέχονται η μία την άλλη. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει και ο διπολικός, κυκλοθυμικός μας βίος μεταξύ ησυχαστικών περιόδων και εξεγερτικών αναβρασμών. Για όσο μπορούμε να «σκοτωνόμαστε» μεταξύ μας χωρίς να εκτροχιαζόμαστε, έχει καλώς. Για όσο μπορούμε να κρύβουμε τα προβλήματά μας κάτω από ένα μαγικό χαλί, όλα καλά. Όταν όμως φθάσουμε στο χείλος του γκρεμού, ξεκινάνε οι επικλήσεις στο «Θεό της Ελλάδας» και η αναζήτηση ενός «πανούργου» πολιτικού που θα «κάνει το γάιδαρο να πετάξει». Όταν το θαύμα δεν έρθει, «πέφτουμε από τα σύννεφα». Από τη μία, χαλαρές περίοδοι όταν τα «τρώμε όλοι μαζί» και, από την άλλη, έκρυθμες καταστάσεις όταν έρχεται ο λογαριασμός. 

 

Ένας ιδιότυπος αναρχοκοινοτισμός

Άραγε τι απομένει από την πολυμνημονευμένη έννοια της κοινότητας εν μέσω αυτού του χομπσιανού αγώνα όλων εναντίον όλων; Στην πραγματικότητα, το άτομο δεν είναι ακριβώς μόνο του σε αυτόν τον σάπιο κόσμο. Έχει μεν ταμπουρωθεί στον εαυτό του, αλλά ταυτόχρονα έχει αγκυροβολήσει στο απάνεμο λιμανάκι της οικογένειάς του. Η Αγία Οικογένεια, ένα παραδεισένιο γαλατικό χωριό επί Γης, συνιστά την κυρίαρχη εστίασή του: «μόνο η οικογένειά μου με αγαπάει, οι υπόλοιποι θέλουν απλώς το κακό μου». Ο «άναρχος ατομικισμός» πλαισιώνεται από την «ανήθικη οικογενειοκρατία». Ό,τι υπερβαίνει τα μικροσυμφέροντα του οίκου μου είναι χάσιμο χρόνου. Κάθε επίκληση συλλογικού καλού αντιμετωπίζεται με άκρα δυσπιστία αφού, «κακά τα ψέματα, όλοι κοιτούν το συμφέρον τους». Η οικογένεια ως μικρο-κομούνιτας περιτριγυρισμένη από την έρημο του κακού. («Αλληλέγγυα γατάκια» εντός της οικογένειας, «μαχητικές αγριόγατες» στους ξένους.) Αντίστοιχα διαμορφώνεται και κάθε άλλη κατακερματιστική μικρο- ή μεγα-κομούνιτας, είτε πρόκειται για μια κλειστή συντεχνία, είτε πρόκειται για τον ανυπότακτο Άη Λαό ή το ανάδελφο Έθνος. Το τελευταίο έχει μάλιστα μυθοποιηθεί σε μια πάσχουσα και υποφέρουσα κοινότητα μαρτύρων. Σε μια κατατρεγμένη φιγούρα που την παρεμποδίζουν να μεγαλουργήσει, αν και στο επόμενο γύρισμα του κύκλου σίγουρα θα «βγει από πάνω», όπως άλλωστε προώρισται.

Ο Μαραγκουδάκης το θέτει αφοριστικά: «ο κοινοτισμός είναι μια ψευδαίσθηση» (σ. 90). «Αυτός ο “κοινοτισμός” είναι ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακός – κάποιος θα μπορούσε να πει ότι δεν είναι καθόλου “κοινοτισμός”» (σ. 96). Δεν μπορεί στα σοβαρά να γίνει λόγος για κοινοτικό πνεύμα με την έννοια της πολιτικής υποχρέωσης, της πολιτικής συμμετοχής, της πολιτικής ευθύνης. Μπροστά μας έχουμε ένα θυελλώδες αρχιπέλαγος επιμεριστικών συμφερόντων με το κράτος άχαρο –αν και λυτρωτικό– εξισορροπιστή τους. Μήπως, άλλωστε, οι αγωνιώδεις επικλήσεις για «εθνική ενότητα» δεν προδίδουν ακριβώς το εύθραυστό της; Μήπως το γνωμικό «αν οι Έλληνες ήμασταν ενωμένοι, θα κάναμε θαύματα» δεν προδίδει αυτήν ακριβώς την επικρεμάμενη «σκορποχωρική» μας κλίση με τα τραγικά της αδιέξοδα;

Ο κοινοτισμός όμως είναι παρών και δίνει τον τόνο του, αν και με έναν παράδοξο, «σχισμογενή» –όπως θα τον χαρακτήριζε μάλλον ο σπουδαίος άγγλος ανθρωπολόγος Γκρέγκορι Μπέιτσον– τρόπο. Η κοινότητα είναι αυτή που προφανώς θέτει στα μέλη της τα αξιομίμητα πρότυπα. Στην περίπτωσή μας, αυτό είναι το πρότυπο του «αγωνιστή», του «παλικαριού», του «μάγκα». Αυτός που «μετράει» είναι αυτός που διεκδικεί μαχητικά το δίκιο του. Η πολεμική ιαχή «ξέρει ποιος είμαι εγώ ρε;» είναι μια ιαχή τόσο αυτοσεβασμού όσο και δημόσιας υπόληψης. Για αυτό και κάθε άτομο, σε αυτό το κλίμα «ανταγωνιστικού εξισωτισμού», πασχίζει να βγει «πρώτο μεταξύ ίσων», «ταπώνοντας» τους γύρω του. Το άτομο, ή καλύτερα το «πρόσωπο», αντλεί την αξία του από την κοινοτική επιβεβαίωση της αντιπαραθετικής του δεινότητας.

Επομένως, ο «άναρχος ατομικιστής» κρέμεται σαν μικρό παιδί από τα χείλη της κοινότητας των εν όπλοις συντρόφων του. «Καλά δεν του τα ’χωσα;», ρωτάει, αναμένοντας αγωνιωδώς τη λαϊκή ετυμηγορία. Σε ιδανικό εξελίσσεται έτσι η «κόντρα για την κόντρα», οι μαγκιές για το θεαθήναι, η δημόσια επιτέλεση της αγωνιστικής έξης. Μια σχιζοφρενική «διαρκής αναζήτηση της αυθεντικότητας στην έγκριση των άλλων, μέσω αντιπαράθεσης προς αυτούς» (σ. 90). I hate myself for needing you (Μισώ τον εαυτό μου που σε έχω ανάγκη). Η κοινότητα, προτεραιοποιώντας την αντιπαλότητα, αυτοϋπονομεύεται, τρώει τις σάρκες. Φυτοζωεί σε ένα επίπεδο χαμηλής συνέργειας, χαμηλού κοινωνικού κεφαλαίου, δηλαδή τρεμάμενης εμπιστοσύνης. Μήπως αυτό εννοούσε, στην πράξη, ο αναρχοατομικιστής Στίρνερ όταν έκανε λόγο για «ενώσεις εγωιστών»;

Η βασική όμως αντίφαση του εν Ελλάδι αναρχοκοινοτισμού παραμένει εν πολλοίς ανεπίλυτη. Με τα λόγια του ίδιου του Μαραγκουδάκη: «Η ανέφικτη εξωκοσμική αντι-υλιστική ηθικότητα και η αναπόφευκτη ενδοκοσμική υλιστική ανηθικότητα είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος» (σ. 219). Ακόμα πιο χυδαία: «Κατά βάθος, είμαι καλός, και θα μπορούσα και στην πράξη να είμαι, αλλά άσ’ το γιατί θα με “φάνε λάχανο”. Βέβαια, μεταξύ μας τώρα, και για να μη λέμε και μαλακίες, “κατά πολύ βάθος”, ένα κάθαρμα είμαι που κοιτάω την πάρτη μου». Όμως υπάρχει η ελπίδα, ή ακριβέστερα για εμάς η ψευδής πίστη, ότι όλο αυτό, μαγικά, μπορεί να οδηγήσει στην υπέρβαση μέσω των αλλεπάλληλων εμβαπτίσεων σε φαντασματικές αγαποκοινότητες. Αυτό δείχνει για ασπιρίνη, για «παρηγοριά στον άρρωστο», αλλά οι ψευδαισθήσεις πεθαίνουν τελευταίες. «Ποιος ξέρει; Μπορεί το ξόρκι την επόμενη φορά να πιάσει!».

 

Είναι η κουλτούρα παντοδύναμη;

Ο Μαραγκουδάκης δεν είναι ένας πολιτισμικός μοιρολάτρης, δεν πιστεύει στην άκαμπτη πολιτισμική καθοριστικότητα, στα πολιτισμικά αναπόφευκτα. Τον διασώζει εδώ η κοινωνιολογική του σκευή. Αναγνωρίζει ότι ναι μεν η κουλτούρα είναι η «μεγάλη εικόνα», αλλά οι θεσμικές και οι απτές, συμπεριφορικές της αποκρυσταλλώσεις εξαρτώνται, σε τελική ανάλυση, από την αυτοβουλία των αναστοχαζόμενων υποκειμένων της. Η κουλτούρα, έτσι νοούμενη, συνιστά πεδίο αυτοαμφισβήτησης. Αν πλέον δεν μου «κάνει», την αλλάζω.

Η βαθιά ελληνική αναχρονιστική κουλτούρα, ενώ παραμένει σίγουρα μια θεμελιώδης σταθερά πολιτισμικού υπόβαθρου, δεν αφήνει εντέλει πάντα το ίδιο αποτύπωμα. Κάτι που σημαίνει ότι δεν είναι παν-κυρίαρχη, αλλά ότι αλλοιώνεται από την αυτενέργεια των δρώντων. Ένα παράδειγμα είναι το μεταπολεμικό «ελληνικό οικονομικό θαύμα». «Η πελατειοκρατία, η ανήθικη οικογενειοκρατία και ο άναρχος ατομικισμός ήταν επίσης παρόντες τη δεκαετία του 1950» (σ. 359), μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας. Δεν εμπόδισαν όμως μια κατεστραμμένη, από τον πρόσφατο τότε εμφύλιο, χώρα να ανακάμψει δυναμικά, έστω οικονομικά. Ίσως, λέω τώρα εγώ, μια έντονη επιθυμία προκοπής μέσω του μόχθου να υπήρξε η ειδοποιός διαφορά. Ίσως, πάλι, ένα κάπως καλώς νοούμενο φιλότιμο. Αντίθετα, τη δεκαετία του 1980, με τα υπερλαϊκιστικά «ο λαός στην εξουσία» και «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», επήλθε ανεμπόδιστα η χρεοκοπία. Γιατί το Πακέτο Μάρσαλ δεν είχε την ίδια επίδραση με τα Πακέτα Ντελόρ; Η αντενέργεια πολιτισμικών και κοινωνικών παραγόντων είναι το κλειδί. Όλα είναι πιθανά, κακώς και καλώς.

Ένα δεύτερο παράδειγμα, υπονομευτικό και αυτό της παντοδυναμίας της κουλτούρας, είναι αυτό των ετών πέριξ της δικτατορίας του 1967-1974. «Αρκεί κάποιος να συγκρίνει το πολιτισμικό τοπίο των μέσων της δεκαετίας του 1960 με αυτό των μέσων της δεκαετίας του 1970 για να συνειδητοποιήσει την τεράστια διαφορά μεταξύ των πολιτισμικών τοπίων πριν και μετά τη δικτατορία. Η προηγηθείσα ήταν όλο και περισσότερο εξευγενισμένη: εκλεπτυσμένη, αναστοχαστική, συμπεριληπτική και ενδοκοσμικά αισιόδοξη. Η κατοπινή ήταν αποφασιστικά λαϊκιστική: πολεμική, συγκρουσιακή, ασυμβίβαστη και εξωκοσμικά οραματική. Με άλλα λόγια, από το ίδιο πολιτισμικό απόθεμα δημιουργήθηκαν δύο πολύ διαφορετικές πολιτικές διαμορφώσεις και πολιτισμικές προοπτικές σε μόλις δέκα χρόνια» (σ. 213). Τι άλλο μεσολάβησε, πέραν προφανώς της δικτατορίας, σε αυτά τα «μόλις δέκα χρόνια»;

Ο Μαραγκουδάκης, αναφερόμενος λεπτομερώς σε εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα ξένων χωρών, μας επισημαίνει διδακτικά ότι αυτά εκτυλίχθηκαν κυριαρχικά ως «ηθικές σταυροφορίες». Αναζωπυρώσεις του χριστιανικού πνεύματος υπό προτεσταντική οπτική διαδραμάτισαν τον πλέον κρίσιμο ρόλο. Ας μας επιτραπεί εδώ μια εκτενής παράθεση:

Οι Έλληνες δεν βίωσαν ποτέ τις ομολογητικές, μετά τη Μεταρρύθμιση, «εμμονικές» εκστρατείες του Καθολικισμού, του Λουθηρανισμού και του Καλβινισμού για να υποχρεώσουν την κοινότητα να συμμορφωθεί με τη χριστιανική ηθική· δεν υπήρξαν εκκλησιαστικά συμβούλια καλβινιστικού τύπου, ούτε δικαστήρια γάμου λουθηρανικού τύπου, ούτε θεσμοί παρακολούθησης όπως η Καθολική Ιερά Εξέταση. Ούτε υπήρξαν προσπάθειες συνδυασμένων κοσμικών και θρησκευτικών αρχών να μετατρέψουν τους ζητιάνους και άλλους «άχρηστους» σε υπάκουα και παραγωγικά υποκείμενα μέσω της εισαγωγής πιο ορθολογικών –και συχνά τιμωρητικών– συστημάτων «ανακούφισης των πτωχών». Εν ολίγοις, δεν υπήρξε εκστρατεία εισαγωγής πειθαρχικών πρακτικών και δεν υπήρξε ποτέ κάποια σύγχρονη «πειθαρχική επανάσταση». Ούτε υπήρξαν οργανωμένες ενέργειες εκ μέρους των πολιτών ούτε κοινωνικά κινήματα και ηθικές «σταυροφορίες» για την καταπολέμηση κοινωνικών δεινών όπως ο αλκοολισμός, η πορνεία, η ενδοοικογενειακή βία, ο ρατσισμός, η φτώχεια κ.ο.κ., όπως συναντούμε στη Δύση με όλο και μεγαλύτερη ένταση κατά τον 19o και τις αρχές του 20ού αιώνα. Καλοπροαίρετες ή εμπαθείς, όπως ίσως ήταν, οι πολιτικές κινήσεις (οι «πειθαρχίες» του Φουκώ) ενστάλαξαν στις δυτικές κοινωνίες την ιδέα ότι ο ηθικός εαυτός πρέπει να εξελίσσεται διαρκώς, να είναι πειθαρχημένος, αυτo-αναστοχαστικός και σε εγρήγορση· ότι η ηθική δεν είναι μια σταθερή και αμετάβλητη κατάσταση της ψυχής, αλλά μια εσωτερική δραστηριότητα προς τον εαυτό και προς τους άλλους. Πάρτε για παράδειγμα το κίνημα «έξοδος από την οικογενειακή εστία» που έλαβε χώρα στην Αμερική τον 19ο αιώνα. Το κίνημα επανεξέτασε το νόημα της οικογένειας και το ρόλο των γονέων προς τα παιδιά τους: ότι η ανατροφή των παιδιών δεν θα πρέπει να προσανατολίζεται στην ανακούφιση και την προστασία τους από έναν εχθρικό κόσμο, αλλά να τα προετοιμάζει να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία και να γίνουν αυτόνομα άτομα. (σ. 97, η έμφαση δική μας)

Βεβαίως, αυτές οι σταυροφορίες υπήρξαν, ομολογουμένως, αρκετά «ζόρικες», ακόμα και ανελεύθερες, για να το θέσουμε ευγενικά, αλλά τουλάχιστον υπήρξαν. Ας επινοήσουμε και εμείς τώρα τις δικές μας.

 

Νέα πολιτική θρησκεία;

Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο συγγραφέας μάς καλεί στη δημιουργία μιας νέας πολιτικής θρησκείας: νέο αξιακό σύστημα, νέες «συνήθειες της καρδιάς», νέες μορφές πολιτικής ανυπακοής αλλά και συνάμα δέσμευσης, νέες δημόσιες τελετές, νέο λεξιλόγιο.

Ας αναφερθούμε σε αδρές γραμμές στο τι μπορεί να συνιστά αυτή τη νέα στάση προσανατολισμού απέναντι στη ζωή. Ναι, ας το παραδεχτούμε κι εμείς, ο κόσμος είναι πράγματι κακός, αλλά δεν χρειάζεται να παραδοθούμε στην κακότητά του. Ο πραγματικός, χειροπιαστός κόσμος είναι τόσο ευκταίο όσο και εφικτό να αλλάξει. «Η δράση αντικαθιστά τα δάκρυα», έχουν δίκιο οι αναρχικοί. Αλλά ποιο είδος δράσης; Όχι βέβαια η εξωκοσμική, μυστικιστική, εμπρηστική δράση, αλλά η ενδοκοσμική, μεθοδική, ειρηνιστική πράξη.

Στη διαδικασία όμως αυτή ενεργό ρόλο διαδραμάτισε στη Δύση, όπως είδαμε, μια «εγρηγορούσα» προτεσταντική συνείδηση και όχι μια ορθόδοξη «εφησυχάζουσα». Σε εμάς λείπει το «θρησκευτικό υποκείμενο». Θα χρειαστεί αναγκαστικά να το δημιουργήσουμε εκ του μηδενός. Σε όλο αυτό δεν θα βρούμε σύμμαχο ούτε τη ριζοσπαστική Αριστερά, η οποία συνιστά εν πολλοίς την εκκοσμικευμένη εμπροσθοφυλακή της αλλαγόφοβης Ορθοδοξίας. Το ίδιο ισχύει και για τη λαϊκή Δεξιά που εξυμνεί τις παλιές καλές μέρες του ομοιογενούς και αγνού ελληνισμού.

Η αλλαγή είναι εφικτή, εδώ και τώρα, ξεκινά από μέσα μας και στοχεύει στον καθημερινό, απτό κοινό μας βίο. Δεν χρειαζόμαστε ούτε νοερές προσευχές ούτε δεύτερες παρουσίες. Δεν φαντασιωνόμαστε ανέφικτες κοινωνίες αγίων ούτε επουράνια αλλά ούτε και επίγεια. Οι άνθρωποι θα παραμείνουμε για πάντα ατελείς. Μπορούμε μόνο εν μέρει να «αγιάσουμε» εντός μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτείας, η οποία να συγκρατεί την αρπακτικότητά μας και να εγγυάται την ειρηνική μας συμβίωση.

Δεν μας συναρπάζει η νιρβανική κοινότητα της άχρονης και αδιαφοροποίητης αναλλαξίας. Μας συνεπαίρνει η πραγματική ζωή με τις προκλήσεις της για συνεχείς υπερβάσεις. Η δική μας κομούνιτας είναι η διαφοροποιημένη, «ασύγχυτη» κοινωνία των πολιτών: όλοι ίσοι, όλοι διαφορετικοί, όλοι αλληλέγγυοι. Χρειάζεται ακούραστη στοχοπροσήλωση μυρμηγκιού για να αλλάξει ο κόσμος, όχι λιονταρίσιους βρυχηθμούς. Η επίτευξη στον παρόντα κόσμο δεν είναι αμαρτία. Η αριστεία δεν είναι ρετσινιά. Όποιος κυνηγά καριέρα δεν είναι μεγάλη λέρα. Οι επιχειρηματίες δεν είναι (όλοι) λαμόγια και οι πολιτικοί (όλοι) κλέφτες. Και, ναι, «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες» και, ναι, είναι ριψοκίνδυνο να «βγάλεις μόνος σου το φίδι από την τρύπα», αλλά αξίζει τον κόπο. Γιατί, δεν θέλει τελικά (μυστικιστικό) «τρόπο», αλλά (μεθοδικό) κόπο.

Ας δούμε με τι δεξιοτεχνία η πρώην καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, σε δήλωσή της, είχε μεταστρέψει έναν αρχαιοελληνικό μύθο μοιρολογητικό της ματαιότητας της ζωής σε πανηγυρικό της αισιοδοξίας: «Ανήκω στους αισιόδοξους. Για μένα, η εικόνα του Σίσυφου, ο οποίος σπρώχνει την πέτρα στην κορυφή του βουνού, δεν είναι καθόλου απελπιστική» (Δομίνα Διαμαντοπούλου, «Μέρκελ, η αντισυμβατική», Τhe BooksJournal, τχ. 124, Νοέμβριος 2021). Η χαρά της ζωής ως συνεχούς, πλήρους νοήματος, αναβιβαστικής προσπάθειας. Δεν τα παρατάμε ποτέ. Μας αρέσει να λύνουμε προβλήματα, φέρτε μας και άλλα.

Αλίμονο, η νέα πολιτική θρησκεία δεν θα χρειαστεί να δημιουργηθεί εκ του μηδενός. Καταρχήν, ο ίδιος ο χριστιανισμός, όπως και οι νεότερες εκκοσμικευμένες, ανθρωπιστικές του εκδηλώσεις παραμένουν πολύτιμος αρωγός μιας φιλελεύθερης πολιτείας. Επιπλέον, στη χώρα μας, τόσο οι αριστεροί όσο και οι δεξιοί,  ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους, έχουν, μάλλον ανεπίγνωστα και αθέλητα, συντελέσει αποφασιστικά στην ανάδυση αυτού του νέου κώδικα προσανατολισμού. Οι μεν δεξιοί ακυρώνοντας την κομμουνιστική επιβολή ολοκληρωτικής δικτατορίας τη δεκαετία του 1940 και βάζοντάς μας στην τότε ΕΟΚ τη δεκαετία του 1970, οι δε αριστεροί θέτοντας επιτακτικά εργατικά, φεμινιστικά, νεολαιίστικα και ευρύτερα δικαιωματοκρατικά ζητήματα που η παραδοσιακή Δεξιά απέφευγε «όπως ο διάβολος το λιβάνι» να συζητήσει. Μέσα από την εξημερωμένη πλέον αντιπαλότητά τους, οδηγηθήκαμε στην ένδοξη, συναινετική πεντηκονταετία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Μια γενικευμένη συναίνεση που περιστρέφεται γύρω από τη δυτικοστρέφεια, το Κράτος Δικαίου, το Κράτος Πρόνοιας αλλά, το σημαντικότερο, και τα ατομικά δικαιώματα – εξαιρουμένων βέβαια των παντοειδών κομουνιτασιστών που περί άλλα τυρβάζουν.

Ίσως, σε έναν κάποιον βαθμό, να μη χρειαστεί ακριβώς να αλλάξουμε τα πάντα, αλλά απλώς να τα μετουσιώσουμε. Για παράδειγμα, ο αναρχικός μας εαυτός θα μπορούσε ενδεχομένως να μας φανεί εξαιρετικά χρήσιμος σε επιμέρους καταστάσεις. Φαντάζομαι ότι αυτό αναλογίζεται ο Μαραγκουδάκης όταν γράφει: «Κάτω από σταθερές πολιτικές συνθήκες, αυτός ο άναρχος ατομικισμός θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή καινοτομίας και αλλαγής, ως αντισυμβατικός στοχασμός και δράση» (σ. 92). Αυτό άλλωστε δεν επιτάσσει η νέα παγκόσμια θρησκεία του ελεύθερου πειραματισμού και της αυτοπραγμάτωσης; Οι καλύτερες ιδέες δεν είναι αυτές που προκύπτουν από χαοτικούς, οιονεί μυστικιστικούς, καταιγισμούς ιδεών; Δεν καλούμαστε συνεχώς να σκεφτόμαστε αντισυμβατικά, εξωπλαισιακά;

Επίσης, όπου αδυνατούμε να αλλοιώσουμε προς το ανώτερο την παρωχημένη μας πολιτική θρησκεία, και μέχρι, και όποτε την αλλάξουμε, ας εξουδετερώσουμε έστω όσο είναι δυνατόν, μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων, τις χειρότερες εκδηλώσεις της. Αξίζει να αναφερθούν εδώ ο αντικαπνιστικός νόμος, το κουμπί πανικού, η πλατφόρμα καταγγελιών κατά του σχολικού εκφοβισμού ή κατά της καταπάτησης των παραλιών, η διασύνδεση των ταμειακών-τερματικών με την ΑΑΔΕ. «Ταράξτε τους στην ψηφιακότητα».

Η πρόσφατη κυβερνητική επιτυχία του φιλελεύθερου (δεξιού) Κέντρου και η πρωτοφανής κοινωνική διείσδυση των νεοφυών «αφυπνιστικών» κινημάτων συντείνουν και αυτά στη διαμόρφωση της νέας φιλελεύθερης ελληνικής πολιτικής θρησκείας του 21ου αιώνα. Όσοι πιστοί προσέλθετε!

19

Αλεξία Τσαγκάρη

8 Ιουλίου 2011, Αθήνα, πλατεία Συντάγματος, παρ’ ολίγον Πλατεία Λένιν. Ομοθυμούντες «αγανακτισμένοι» αναρχο-κομμουνιστικο-αμεσοδημοκρατικο-αγειοριτικο-χρυσαυγίτες σε δράση, μια από τις νεότερες εκδοχές καταβύθισης στο άχρονο, μακάριο, διάφανο, αδιαίρετο «ένα», που διεκδικούσε τον «ολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας», την άρση δηλαδή όλων των αντιθέσεων μέσα σε ένα καθεστώς στανικής και ανεπίστρεπτης κομούνιτας υπό την αιγίδα του τρομοκρατικού, κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.