Πρόοδος. Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, μεγάλες απογοητεύσεις τροφοδοτούν πεσιμιστικές στάσεις. Η πίστη στην επιστήμη υπονομεύεται από τον τρόμο της Χιροσίμα, την περιβαλλοντική υποβάθμιση, την τραγωδία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Στις χώρες της Δύσης, που κατεξοχήν έχουν δομηθεί με πίστη στην πρόοδο, αναδύονται ισχυρές τάσεις αμφισβήτησής της. Οικολογικά κινήματα, για να υπερασπισθούν το περιβάλλον, καταγγέλλουν την ανάπτυξη. Οι κοινωνίες όμως δεν ακολουθούν. Η πλειονότητα των ανθρώπων, αντί για λιτότητα, αναζητά το κάτι παραπάνω, αντί της τυφλής αντίθεσης προτιμά την πρόοδο με κανόνες. Πείθεται ότι η βλάβη που προκαλείται από την επιστήμη μπορεί να θεραπευτεί με περισσότερη και όχι με λιγότερη επιστήμη. Τελικά, για τα προβλήματα του περιβάλλοντος την απάντηση δίνει όχι η απανάπτυξη αλλά η τεχνολογία, που από σημαντικό μέρος του προβλήματος γίνεται καθοριστικό στοιχείο της λύσης.
Η έννοια της προόδου παραμένει σε διαρκή ισχύ από τον Διαφωτισμό. Τους δύο τελευταίους αιώνες θεωρείται περίπου φυσική. Ήδη από την Αναγέννηση, η επιστήμη αναδύεται σταδιακά ως σημαντικός παράγων της κοινωνικής εξέλιξης και από τον 16ο αιώνα εμφανίζονται θεωρητικές εκτιμήσεις ότι ο άνθρωπος προοδεύει. Τον 17ο και τον 18ο αιώνα, διανοούμενοι της ανερχόμενης αστικής τάξης ονειρεύονται τη χειραφέτηση του ανθρώπου. Παράλληλα, επιβεβαιώνονται οι ικανότητές του να τροποποιεί σε μεγάλη κλίμακα το περιβάλλον του, αλλά και να διαδίδει τους μηχανισμούς της προόδου, μέσω εργαλείων όπως η τυπογραφία. Η πρόοδος συνδέεται σταδιακά με την έννοια της καινοτομίας. Οι προβιομηχανικές τεχνικές βασίζονταν στις ενεργειακές δυνάμεις του ανέμου, των ζώων, του νερού και του ξύλου, οι χειριστές τους δεν αντιλαμβάνονταν ως σημαντικό παράγοντα την εξέλιξη της τεχνολογίας. Η πρόοδος, οικονομική και επιστημονική, επιταχύνεται με την εμφάνιση της ενεργειακής δύναμης του κάρβουνου και του ατμού και την επεξεργασία του σιδήρου, κατά την πρώτη εκβιομηχάνιση. Η ενεργειακή δύναμη του πετρελαίου και του ηλεκτρισμού, σε συνδυασμό με τη μεταλλουργία των κραμάτων κατά την επόμενη εκβιομηχάνιση, επικυρώνει τη συμπόρευση της προόδου με την καινοτομία. Αργότερα, η πρόοδος συνδέεται με την ανάπτυξη παντοειδών υπηρεσιών, κυρίως στον βιομηχανικό κόσμο και με την επιταχυνόμενη εκβιομηχάνιση αναπτυσσόμενων χωρών. Σήμερα, η αιχμή της προόδου εκφράζεται με μια νέα βιομηχανική επανάσταση, κυρίως σε κοσμολογία, γενετική βιολογία, ιατρική, τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική, κβαντικούς ή βιολογικούς υπολογιστές, μεγάλα δεδομένα, διαδίκτυο των πραγμάτων κ.λπ.
Αξιοκρατία, ανισότητες, θρησκευτική σκέψη
Η πρόοδος υλοποιείται με διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των τελεσφόρων ιδεών και μεταξύ των ικανότερων ατόμων. Για να είναι ο ανταγωνισμός δίκαιος και παραγωγικός, πρέπει να βασίζεται σε αξιοκρατία. Ωστόσο, μεταξύ διανοουμένων του δυτικού κόσμου, κυκλοφορούν απόψεις που, αντί της προόδου, δίνουν προτεραιότητα στην εξαφάνιση των ανισοτήτων. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ολοκληρωτική αναδιανομή των οικονομικών και κοινωνικών αγαθών και θα εξουδετέρωνε την προωθητική δύναμη της ανταμοιβής. Η αξιοποίηση των ικανότερων απαιτεί κίνητρα. Ως αντάλλαγμα προσφέρει οικονομική ανάπτυξη και παραγωγή κοινωνικού πλούτου προς όφελος όλων, αφού δημιουργούνται δυνατότητες πρόνοιας και για μη προνομιούχους.
Οι οικονομικές ανισότητες συνδέονται με την κεφαλαιοκρατική λειτουργία των οικονομιών και την κληρονομικότητα των περιουσιών. Υπάρχουν όμως ανισότητες που οφείλονται και σε άλλες διακρίσεις, όπως η επιλογή ατόμων με βάση τις γνώσεις, τις διανοητικές ικανότητες, τα ταλέντα, την εργατικότητα ή το ζήλο τους. Όλες σχεδόν οι κοινωνίες, αναγνωρίζοντας την αξία της προόδου, προωθούν την εκπαίδευση, που ουσιαστικά αποτελεί παγκόσμια λύση για την αντιμετώπιση των ανθρώπινων προβλημάτων. Αναπόφευκτα όμως δημιουργούνται ανισότητες, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν όλοι την ίδια ικανότητα αντίληψης και πρόσληψης γνώσεων, επομένως κάποιοι θα αξιολογούνται χαμηλότερα. Αν η εξάλειψη της ανισότητας θεωρηθεί πρωταρχικός στόχος, η πρόοδος αναγκαστικά θα υπονομευθεί, ώστε να συντηρηθεί η ισότητα στο επίπεδο του ελάχιστου κοινού παρονομαστή.
Το πρόσφατο βιβλίο του Μάικλ Σαντέλ (Michael Sandel), καθηγητή πολιτικής φιλοσοφίας στο Χάρβαρντ, The Tyranny of Merit (Η τυραννία της αξίας), έχει γίνει μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Προβάλλει μοντέρνες απόψεις που καταλήγουν σε αυστηρή καταδίκη της αξιοκρατίας. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι η ισότητα ευκαιριών δεν υπάρχει και η κοινωνική αδικία επικρατεί, ο Σαντέλ επιχειρηματολογεί πως το πρόβλημα είναι βαθύτερο και, επικαλούμενος το κοινό καλό, καλεί να λύσουμε μια κι έξω τους λογαριασμούς μας με την αξία. Επισημαίνει την αλαζονεία που γεννά η αξιοκρατία στους κερδισμένους και τη σκληρότητα που υφίστανται όσοι μένουν πίσω. Η αξιοκρατία έχει γίνει τοξική, κυριαρχείται από αβάσιμα ιδεολογήματα πως είμαστε υπεύθυνοι για τη μοίρα μας, πως αξίζουμε όσο τα προσόντα μας, πως ό,τι απολαμβάνουμε είναι δίκαιη ανταμοιβή μας, πως η τεχνοκρατική έπαρση των εμπειρογνωμόνων είναι δικαιολογημένη. Η οικονομική και πολιτιστική περιθωριοποίηση των ηττημένων προσβάλλει την ιδέα της καλής κοινωνίας. Πρότασή του λοιπόν είναι να υιοθετηθούν ριζικές λύσεις, να διορθωθεί ο άνθρωπος ώστε να γίνει καλύτερος, να υπηρετεί η πολιτική την έννοια του κοινού καλού.
Ο Σαντέλ δικαιολογεί τη λαϊκιστική εξέγερση ενάντια στα κόμματα και τις ελίτ. Θεωρεί ότι δεν κατανοούν τα αίτια της δυσαρέσκειας, ότι π.χ. το ισχυρό ρεύμα υπέρ του Tραμπ ή το Brexit στη Βρετανία ήταν οργισμένες αντιδράσεις ενάντια στην επί δεκαετίες αύξηση των ανισοτήτων και σε μια παγκοσμιοποίηση που ωφελεί μόνον όσους βρίσκονται στην κορυφή και καταδικάζει τους υπόλοιπους σε υποβάθμιση. Παραβλέπει βέβαια το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έχει ωφελήσει δισεκατομμύρια ανθρώπους στον αναπτυσσόμενο κόσμο και μειώνει πολύ τις παγκόσμιες ανισότητες. Προσθέτει επιπλέον πως η λαϊκιστική διαμαρτυρία δεν οφείλεται μόνο σε οικονομικές ανισότητες που προκαλούνται από τη φτηνή εργασία των μεταναστών, τη μετακίνηση επιχειρήσεων σε άλλες χώρες και τη μισθολογική στασιμότητα, αλλά και στο ότι πολλοί αισθάνονται απαξιωμένοι και ανήμποροι. Θάνατοι από απελπισία δείχνουν την αίσθηση της λευκής εργατικής τάξης με χαμηλή μόρφωση ότι, αργά αλλά σταθερά, χάνει τον τρόπο ζωής της. Θα πρέπει λοιπόν οι ελίτ, αντί να αντιγράφουν την ξενοφοβία και τον εθνικισμό των μαζών, να λάβουν σοβαρά υπόψη τις βαθύτερες αιτίες πίσω απ’ αυτά τα αισθήματα. Θα πρέπει να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντι στην επιτυχία και την αποτυχία. Διότι, κατά τον Σαντέλ, η διαμαρτυρία στοχεύει στην τυραννία της αξίας. Αντί της σκληρής αλαζονείας της επιτυχίας, αντιπροτείνει λοιπόν την ταπεινοφροσύνη των επιτυχημένων. Κοντολογίς, να διαμορφωθεί ένας σωστός καλός άνθρωπος. Να αναγνωρίσουν οι ελίτ ότι η αρετή της ταπεινότητας είναι το απαραίτητο αντίδοτο στην αξιοκρατική ύβρη που δηλητηριάζει τις κοινωνίες. Να φροντίσουν για το κοινό καλό, ευγνωμονώντας για το ότι τους δόθηκαν οι ευκαιρίες, αφού η επιτυχία δεν είναι δικό τους κατόρθωμα.
Η θεώρηση αυτή δεν είναι βέβαια καινούργια, φτάνει από τα βάθη των αιώνων. Οι εξισωτικές ιδέες έρχονται, επανέρχονται και επιμένουν. Η θεοκρατία των μονοθεϊστικών θρησκειών πάντα ασχολήθηκε με τη στάση των νικητών απέναντι στους λιγότερο επιτυχημένους, προσπαθώντας να καταργήσει την απόσταση ανάμεσα σε κερδισμένους και χαμένους. Από πού θα αντλήσει η θρησκεία τη βασική υποστήριξη, αν όχι από τους πολλούς αδύναμους; Κυρίως λοιπόν σε αυτούς απευθύνεται. «Το πρόβατο το απολωλός» συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της, η ιδέα του εξισωτισμού προς τα κάτω και η εχθρότητα προς τους πλούσιους γοητεύουν. Είναι ευκολότερο «κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν». Κατ’ επέκταση, καλλιεργείται και η αντιπάθεια προς τους διανοητικά ικανότερους, ενώ εξυμνούνται όσοι, λόγω πνευματικής πτωχείας, δεν σκέφτονται πολύ. Τίποτα δεν έχει να κερδίσει η θρησκεία από μια κοινωνία που προοδεύει. Δεν θα πριμοδοτήσει λοιπόν κανένα θαυμασμό προς την ικανότητα και την αποδοτικότητα των ατόμων, αντίθετα θα παροτρύνει προς την άλλη κατεύθυνση, αναγορεύοντας σε «μακάριους» τους «πτωχούς τω πνεύματι».
Η εξέλιξη της θρησκευτικής σκέψης φτάνει φυσιολογικά μέχρι τον νεο-μαρξισμό. Ο εξισωτισμός, η εξαφάνιση των ανισοτήτων, η θεώρηση του Πικετί πως η αξιοκρατία δεν αρκεί καταλήγουν ότι δίκαιη κοινωνία σημαίνει να ξεπεραστεί ο ιδιωτικός πλούτος. Παραμένει προσφιλές το επιχείρημα, αν και αδυνατισμένο στις μέρες μας, ότι «ο πλούσιος γίνεται πλουσιότερος και ο φτωχός φτωχότερος», γνωστό ως «το φαινόμενο του Ματθαίου». Ο Σαντέλ όμως καταδικάζει και τις ανισότητες στην κοινωνική αναγνώριση που προκαλούν αισθήματα πίκρας και δυσαρέσκειας στους χαμένους, δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή, μας διχάζουν. Δεν του αρκεί η καθιέρωση μηχανισμών που θα στηρίζουν οικονομικά τα μειονεκτούντα άτομα. Πιο ριζοσπαστικός τρόπος θα ήταν μια ανεστραμμένη προώθηση, δηλαδή να ευνοούνται όσοι είναι χειρότεροι ή γνωρίζουν λιγότερα.
Πάντως παρακάμπτει κάποια καίρια ερωτήματα. Μήπως ο κόσμος αλλάζει πολύ γρήγορα και είναι φυσικό να μην αντέχουν όλοι; Μήπως θα έπρεπε να επιβραδυνθούν οι αλλαγές για να προλαβαίνουν όλοι, ήτοι να δοθεί προτεραιότητα στην ίση συμμετοχή σε βάρος της ανταγωνιστικότητας; Μήπως λοιπόν δεν πειράζει και τόσο αν υπονομεύεται η πρόοδος;
Κατά βάθος, οι διαμαρτυρόμενοι απαιτούν την ολοκληρωτική ισότητα στα αγαθά, έναν εξισωτισμό προς τα κάτω. Η εξαφάνιση της ανισότητας φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο ακόμα και από την ικανοποίηση των αναγκών των φτωχότερων. Ωθεί μεν η αξιοκρατία τη γενική πρόοδο αλλά είναι αντιπαθής, αφού ευνοεί την ανισότητα όπως την αντιλαμβάνονται οι κακοί μαθητές. Συμβαίνει πάντοτε οι αδύναμοι να είναι οι περισσότεροι και να αποτελούν ένα κοινό επιρρεπές στη διαμαρτυρία. Ο Σαντέλ, στον υπότιτλο του βιβλίου του, αναρωτιέται: «Τι έχει απογίνει το κοινό καλό;». Μάλλον υπονοεί ως κοινό καλό το να αισθάνονται πιο άνετα οι λιγότεροι επιτυχημένοι. Άρα, απαιτούνται κυρίως υψηλή αναδιανομή υλικών και μη υλικών πόρων και ισχυρή αλληλεγγύη για μεγιστοποίηση της κοινωνικής συνοχής. Ό,τι καταφέρνει να φτιάξει η πρόοδος να διανέμεται εξίσου, σε περισσότερο ή λιγότερο ικανούς, σε περισσότερο ή λιγότερο υπεύθυνους. Έρχεται στο νου η θέση του αποστόλου Παύλου ότι η ανιδιοτελής αγάπη αποτελεί το θεμέλιο της κοινότητας, σε αντιδιαστολή με τον ανταγωνισμό που ευνοεί τον ισχυρότερο. Ευσπλαχνία λοιπόν, για να βοηθάμε τους αναξιοπαθούντες εκπληρώνοντας το χρέος στην κοινότητα, αφού αυτή καθιστά εφικτή την επιτυχία μας. Είναι η δικαιοσύνη της συνεισφοράς, δηλαδή ότι εκπληρώνουμε περισσότερο την ανθρώπινη ιδιότητα όταν συνεισφέρουμε, κερδίζοντας την εκτίμηση των συμπολιτών. Ανταποκρίνεται στη θεμελιώδη ανθρώπινη τάση να μας έχουν ανάγκη, να μοιραστούμε με τους άλλους μια κοινή ζωή.
Η θεώρηση αυτή κάνει φανερό πως δεν αρκεί η πολιτική πρόταση για ισότητα. Προφανώς, ούτε ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, που, εμμένοντας στην ατομική ευθύνη, προωθεί μεν την πρόοδο αλλά δεν επιστρατεύει την αίσθηση αλληλεγγύης. Προτεραιότητα είναι άνθρωποι από διάφορες κοινωνικές ομάδες να συναντιούνται ομοιόμορφα και αρμονικά στη δημόσια σφαίρα. Μια κοινότητα που θα προσομοιάζει στις κοινωνίες των μελισσών και των μυρμηγκιών.
Δικαιοσύνη και ισότητα ευκαιριών
Μερικοί θεωρούν ότι η απόλυτη αξιοκρατία συνεπάγεται αδικία και προτείνουν θετικές διακρίσεις. Όσοι καθυστερούν στην αφετηρία, να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση και η κοινωνία να αποζημιώνει τους ανθρώπους, αν οποιαδήποτε κακοτυχία τους κάνει να μειονεκτούν. Φτωχοί, ανάπηροι, ατάλαντοι ή ατυχήσαντες έχουν πλήρες δικαίωμα στην επιτυχία, δεδομένου ότι η αρχή της ισότητας τοποθετείται υπεράνω όλων. Η ευρύτερη κοινωνία, ωστόσο, ενδιαφέρεται κυρίως για την αποτελεσματικότητα, προπάντων μετράει η αξιοσύνη, το άθροισμα ταλέντου και σκληρής δουλειάς. Ο καθένας προτιμά τον καλό χειρουργό για τον ίδιο ή την οικογένειά του. Επιπλέον, λίγοι θα επικροτούσαν όσους, λόγω προκαταλήψεων, αδικούν ένα άξιο άνθρωπο, ευνοώντας κάποιον λιγότερο άξιο. Επειδή έχει ισχυρή αίσθηση για το τι είναι δίκαιο, η πλειονότητα δυσφορεί με θετικές διακρίσεις για το φύλο, τη φυλή, τη θρησκεία, τη σεξουαλική προτίμηση, την εμφάνιση, την καταγωγή, τις αθλητικές επιδόσεις κ.λπ. Τραυματίζει το κοινό αίσθημα η πριμοδότηση ατόμων με μειωμένα προσόντα εις βάρος όσων διαθέτουν καλύτερα φυσικά ή κοινωνικά εφόδια. Πάντα είναι επίκαιρη η κατηγορική προσταγή του Καντ ότι οφείλουμε να πράττουμε με βάση εκείνη την αρχή που θα θέλαμε να καταστεί καθολικός νόμος. Η ισονομία, με την έννοια ότι οι κανόνες είναι ίδιοι για όλους, συνιστά ένα καθολικό ισχυρό αίτημα δικαιοσύνης.
Οι άνθρωποι είναι άνισοι μεταξύ τους, γεννιούνται με διαφορετικές φυσικές και διανοητικές ικανότητες. Το αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης ικανοποιείται όταν προσφέρονται σε όλους ίσες ευκαιρίες, όταν η ισονομία δεν παραβιάζεται από προνόμια. Πραγματική αξιοκρατία νοείται μόνον όταν όλοι ξεκινούν από την ίδια αφετηρία, τηρούνται οι κανόνες, αγνοούνται οι παρεμβάσεις και κερδίζει ο καλύτερος, με καθαρό ανταγωνισμό. Πολλοί βέβαια αμφισβητούν ότι μπορεί η ισότητα των ευκαιριών να είναι ουσιαστική. Εν μέρει υπονομεύεται από την ίδια την ανθρώπινη φύση. Ένας ισχυρός μηχανισμός που την παρεμποδίζει είναι η οικογένεια, η οποία ανέκαθεν προσπάθησε να δημιουργήσει καλύτερες ευκαιρίες για τους γόνους της. Όσο και αν η πολιτεία μεριμνά για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών ανέλιξης, είναι ανθρώπινο οι οικογένειες να βοηθούν τα παιδιά, να προσφέρουν πλεονεκτήματα, όπως οικονομικά μέσα, συμπληρωματική μόρφωση ή ώθηση από ένα οικογενειακό περιβάλλον υψηλού επιπέδου. Στις ΗΠΑ, γονείς φτάνουν στην παρανομία προκειμένου το παιδί τους να παρακάμψει τον ολοένα πιο αγχώδη ανταγωνισμό για μια θέση σε καλό πανεπιστήμιο. Έχουν την πεποίθηση ότι πρέπει, με τη μόρφωση, να ξεφύγει από μια επισφαλή ζωή. Με τα φροντιστήρια προετοιμασίας, οι πιο προνομιούχοι βρίσκουν τον τρόπο να μεταβιβάζουν στα παιδιά όχι μεγάλες εκτάσεις γης, όπως στο παρελθόν, αλλά μεγαλύτερα πλεονεκτήματα για επιτυχία. Άλλος επίσης ισχυρός μηχανισμός ανισότητας είναι η αγορά, που προωθεί επιταχυνόμενα όσους διαθέτουν πλεονέκτημα. Ιδιαίτερα σε φάσεις γρήγορης ανάπτυξης ή τεχνολογικών αλλαγών, είναι αναμενόμενο να διευρύνονται οι εισοδηματικές ανισότητες, εφόσον οι ικανότεροι επωφελούνται ταχύτερα από τις νέες συνθήκες και υπερτερούν στην παραγωγή.
Ο καπιταλισμός, συμπορευόμενος με τη φύση του ανθρώπου, μεταλλάσσει βαθμιαία μια κληρονομική αριστοκρατία σε αριστοκρατία του ταλέντου. Η σύγχρονη αίσθηση δικαίου επιβάλλει να ανελίσσεται κάποιος χάρη στο ταλέντο του, όχι με εκ γενετής προνόμια. Δικαιοσύνη θεωρείται η κάρπωση αγαθών ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός, όχι η ισοπεδωτική ισότητα, η αλληλεγγύη, η φιλανθρωπία, άρα ούτε η υπερβολική αναδιανομή προς τους αδυνάμους. Αν είναι εξασφαλισμένες οι ίσες ευκαιρίες, δημιουργείται το μέγιστο όφελος για το σύνολο της κοινωνίας, δεδομένου ότι η λειτουργία ελεύθερου θεμιτού ανταγωνισμού αυξάνει τον συνολικό πλούτο, οπότε ένα μέρος του θα μπορεί να ανορθώσει το επίπεδο των πιο κάτω. Για τον Τζέφερσον, η φυσική αριστοκρατία ταλέντου και αρετής παίρνει τη θέση της τεχνητής αριστοκρατίας που βασίζεται στον πλούτο και στην καταγωγή. Κατά τον Ρολς, ακόμη κι αν ζούσαμε σε κοινωνίες με τέλειο σύστημα ισότητας ευκαιριών, κερδισμένοι θα ήταν αυτοί με το μεγαλύτερο ταλέντο. Όσοι πετυχαίνουν το δικαιούνται, όχι επειδή είναι ανώτεροι από τους άλλους αλλά επειδή αποκόμισαν οφέλη σε ένα σύστημα δίκαιο για όλους. Πρέπει λοιπόν να συμφωνηθεί ένας διακανονισμός δίκαιος και επωφελής για όλους, χωρίς εκ των προτέρων να γνωρίζει κανείς τη θέση που θα κατέχει ο ίδιος στην κοινωνία. Ο Ομπάμα, χαρακτηριστικό παράδειγμα αξιοκρατικής σκέψης, διακηρύσσει ότι, αν μελετήσεις και δουλέψεις σκληρά, θα φτάσεις όπου σε πάει το ταλέντο σου, ανεξάρτητα από εμφάνιση και καταγωγή. Δεν είναι απλώς η σωστή αλλά η έξυπνη επιλογή, που μπορεί και πρέπει να γίνει κίνητρο για επιτυχία. Βέβαια, ούτε όλοι οι πλούσιοι είναι άξιοι ούτε όλοι οι φτωχοί ανάξιοι, αλλά δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου ο πλούτος αποτελεί ένδειξη κοινωνικής προσφοράς και η φτώχεια συνέπεια κακών επιλογών.
Στις σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπως οι ΗΠΑ, η ανώτατη εκπαίδευση είναι κλειδί για την οικονομική επιτυχία και την κοινωνική αναγνώριση. Δεν έχουν όμως όλοι τις ίδιες ευκαιρίες πρόσβασης σε καλή ανώτατη εκπαίδευση. Οι μαθητικές επιδόσεις συνδέονται με το οικογενειακό εισόδημα, όσο πιο εύπορη είναι η οικογένεια τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει ο μαθητής να πάρει καλούς βαθμούς και να εισαχθεί, σε σχέση με άπορους συνυποψηφίους. Υπολογίζεται ότι τα δύο τρίτα των φοιτητών στα καλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ προέρχονται από το ανώτερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας. Χαρακτηριστικά, στα πανεπιστήμια Princeton και Yale, περισσότεροι φοιτητές προέρχονται από το οικονομικά ανώτερο 1%, παρά από το κατώτερο 60%. Εκτιμάται ότι παιδιά που γεννήθηκαν από το πλουσιότερο 1% έχουν 10 φορές περισσότερες πιθανότητες να γίνουν εφευρέτες από τα παιδιά που γεννήθηκαν από το κατώτερο 50%. Οπωσδήποτε, όσο μεγαλύτερη είναι η ανισότητα σε μια χώρα, τόσο λιγότερες πιθανότητες έχουν παιδιά φτωχών οικογενειών να ανέλθουν τη μορφωτική ή την οικονομική κλίμακα. Πρόσθετες διακρίσεις προέρχονται από την παράκαμψη της αξιοκρατίας στα καλά πανεπιστήμια, που δέχονται κατά προτεραιότητα παιδιά των αποφοίτων τους ή όσων κάνουν δωρεές, διότι έτσι βελτιώνουν την ανταγωνιστική και οικονομική θέση τους. Επίσης, μερικά πανεπιστήμια χρησιμοποιούν θετικές διακρίσεις για να προσελκύσουν Αφροαμερικανούς, ισπανόφωνους, αθλητές κ.ά. Εξάλλου, είναι βέβαιο ότι η ανθρωπότητα χάνει πολλούς ταλαντούχους εφευρέτες, οι οποίοι δεν έχουν την ευκαιρία να μορφωθούν κατάλληλα, επειδή γεννήθηκαν σε υπανάπτυκτες χώρες ή σε μειονεκτικά κοινωνικά στρώματα.
Ο Σαντέλ επισημαίνει ότι οι Αμερικανοί ήταν ανεκτικοί σε ανισότητες πλούτου όσο πίστευαν στη δυνατότητα οικονομικής ανόδου. Σημαντικό πλεονέκτημα ήταν ο δημόσιος και ψυχολογικός μισθός που είχαν κάποιες μειονεκτικές ομάδες, όπως οι λευκοί εργάτες που έπαιρναν μεν χαμηλό μισθό αλλά είχαν προνόμια σε σχέση με τους μαύρους. Όταν το αμερικανικό όνειρο άρχισε να ξεφτίζει λόγω διογκούμενης ανισότητας και διεθνούς ανταγωνισμού, προτάθηκαν προγράμματα κατάρτισης για όσους έχαναν τη δουλειά τους, βελτιώνοντας την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση με υποτροφίες και αίροντας εμπόδια που οφείλονταν στο φύλο, στη φυλή ή στη θρησκεία. H ρητορική της ανόδου ισχυρίζεται ότι όσοι εργάζονται σκληρά και σέβονται τους κανόνες θα ανέλθουν ψηλά, εκεί όπου η προσπάθεια και το ταλέντο τους μπορεί να τους οδηγήσει. Ωστόσο, με την εφαρμογή των θετικών διακρίσεων, όσοι περίμεναν στη ουρά για να αξιοποιήσουν το αμερικανικό όνειρο διαπιστώνουν ότι τους προσπερνούν γυναίκες, μαύροι, μετανάστες κ.λπ. Μεγάλη σημασία δίνει ο Σαντέλ και στη κοινωνική απαξίωση της χρήσιμης εργασίας. Ένα αδικημένο εργατικό δυναμικό πιο εύκολα θα στραφεί προς αυταρχικές μορφές ταυτοτήτων ή προς θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς. Οι σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες της τεχνολογίας, του κοσμοπολιτισμού και της διαχείρισης του χρήματος δεν σέβονται αρκετά κάποια είδη εργασίας που αξίζουν τιμή και αναγνώριση. Είναι η κοινωνική αξία της εργασίας ενός νοσοκόμου ή ενός υπαλλήλου στη δημοτική υπηρεσία καθαριότητας κατώτερη από αυτή της εργασίας σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ή στο καζίνο; Χρειάζεται διεύρυνση της έννοιας της αξιοκρατίας, ώστε να συνυπολογίζεται το μέγεθος της συνεισφοράς στο κοινό καλό. Να επανεκτιμηθεί λοιπόν η αξία των ανειδίκευτων, χαμηλόμισθων εργαζομένων, να αυξηθούν οι απολαβές τους, να μειωθούν οι μεγάλες μισθολογικές διαφορές και, ταυτόχρονα, να κερδίσουν τον σεβασμό.
Πώς όμως κερδίζεται ο σεβασμός; Εγκαθιστώντας σύστημα ιδεολογικής παρέμβασης, δηλαδή να αναπτυχθούν εργαλεία επηρεασμού των συμπεριφορών με εκπαίδευση ή με κανόνες και τιμωρίες; Σχεδιάζοντας την ιδανική κοινωνία επί χάρτου, μεγάλοι ιεροκήρυκες να αλλάξουν τις ανθρώπινες στάσεις με επιβολή προτύπων; Δεν θα ήταν συνετότερο να περιορίζεται η όποια παρέμβαση σε διόρθωση απολαβών;
Πάντως, για τον Σαντέλ, το πρόβλημα είναι βαθύτερο, η ηθική διάσταση κυριαρχεί. Η ισότητα των ευκαιριών είναι μεν αναγκαία διόρθωση στην αδικία, αλλά απλώς θεραπεύει, δεν αποτελεί κατάλληλο ιδεώδες για μια καλή κοινωνία. Σημασία έχει να ζήσουν όλοι μια ευχάριστη ζωή, είτε ανελίσσονται είτε όχι. Η ισότητα ευκαιριών έχει την αρνητική της πλευρά, αφού οδηγεί τους λιγότερο ικανούς, υπό το βάρος της ατομικής ευθύνης, να ανακαλύπτουν τα όριά τους. Δεν αρκεί λοιπόν η άρση ορισμένων εμποδίων, καλύτερη μια ριζοσπαστική λύση, δηλαδή να απορριφθεί η αξία, να γκρεμιστεί η βάση της διαφοράς. Αυτή καθαυτή η ιδέα της αξιοκρατίας πάσχει, ως ασυμβίβαστη με το ιδεώδες της καλής κοινωνίας. Η φιλοσοφία του κοινωνικού φιλελευθερισμού αδυνατεί να προσφέρει μια αίσθηση κοινότητας. Το προσόν της γνώσης δεν διασφαλίζει πρακτική σοφία ούτε επαρκή ενσυναίσθηση των εργαζομένων. Αντίθετα, παράγει μια αλαζονική και κυνική ελίτ, που επιδιώκει την τεχνοκρατική διακυβέρνηση, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα μνησικακία και λαϊκιστικές αντιδράσεις. Να προβληματιστούμε λοιπόν αν είναι σωστό να καθορίζει τη μοίρα μας το ταλέντο. Αξίζουμε τα οφέλη που απορρέουν απ’ αυτό, αφού δεν αποτελεί προσωπικό κατόρθωμα του ταλαντούχου αλλά οφείλεται στην καλή του τύχη; Στις ικανότητες κάθε ανθρώπου συμβάλλουν παράγοντες που δεν ελέγχει. Χρωστάμε την τύχη μας και τα προβλήματά μας σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως η θεία χάρη, η μοίρα ή κάποια κοσμική κλήρωση. Όποιος είναι τυχερός ξεκινά το δρόμο προς την επιτυχία με προβάδισμα και η πορεία του επιταχύνεται αν προσαρμόζεται γρήγορα σε αλλαγές.
Δεν εξηγεί όμως ο Σαντέλ γιατί έχει τόση σημασία η προέλευση του ταλέντου. Είναι γεγονός ότι εξωτερικοί παράγοντες, όπως η τύχη να ζει κάποιος στον κατάλληλο τόπο, η οικογένεια ή η περιουσία, έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση των χαρισμάτων του. Δεν είναι όμως πιο σημαντικό να βρεθούν πρακτικοί τρόποι για να τα αναγνωρίζει και να τα αξιοποιεί η κοινωνία; Δεν είναι πιο ωφέλιμο για όλους να καλλιεργείται και να ανταμείβεται το ταλέντο; Υποχρεούνται οι τυχεροί να διορθώνουν την τύχη, μεταβιβάζοντας όλα τα κέρδη τους στην κοινωνία; Μήπως να υπάρχει μηχανισμός που θα μετράει πόσο οι αποτυχίες των αποτυχημένων οφείλονται σε ατυχία ή σε κακές επιλογές; Και τί φταίνε όσοι είχαν την ατυχία να κάνουν κακές επιλογές; Προφανώς, τέτοιες ηθικολογικές προσεγγίσεις είναι αδιέξοδες. Αντίθετα, χρήσιμη είναι μια πρακτική πολιτική, όπου οι ικανοί και οι τυχεροί έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν στο κοινό καλό. Αντί να τίθενται εμπόδια στους ταλαντούχους, ο Ρολς προτείνει να μοιράζονται οι κερδισμένοι τα κέρδη με τους λιγότερο τυχερούς. Έτσι εξαγοράζεται η κοινωνική γαλήνη. Με σωστό κοινωνικό κράτος αυξάνονται οι πιθανότητες για τους πιο αδύναμους, επιτυγχάνεται απάλυνση των διαφορών και με ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα εξουδετερώνεται η ακραία φτώχεια. Ως σύγχρονο επιτυχημένο παράδειγμα πρακτικής προώθησης του κοινού καλού πρέπει να αναγνωριστεί η αντιμετώπιση της πανδημίας. Μετά μια πρώτη αμηχανία, ο καπιταλιστικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε, αφενός για την ταχύτατη εφεύρεση αποτελεσματικών εμβολίων που συνετέλεσαν στη διάσωση δεκάδων εκατομμυρίων ζωών, αφετέρου για μια κεϋνσιανή ευρεία διανομή χρήματος (helicopter money) που διέσωσε μεγάλους αριθμούς ανθρώπων και επιχειρήσεων από την οικονομική πτώχευση.
Με το ανατρεπτικό σύνθημα «ο έρωτας πριν από τη λογική», τα συναισθήματα επιχειρούν να επιστρέψουν ως δύναμη αλλαγής. Η λαϊκιστική διαμαρτυρία κατά των αξιοκρατικών ελίτ δεν έχει να κάνει μόνο με τη δικαιοσύνη αλλά και με το αίσθημα ότι λείπει η κοινωνική αναγνώριση. Με αυτή την έννοια, η αξιοκρατική κοινωνία φαίνεται χειρότερη από τη φεουδαρχική. Τείνει να θεωρηθεί ότι η παλιά αριστοκρατία ήταν πιο συμπονετική, προσιτή και συμπεριληπτική, σε μια στάσιμη καθιερωμένη κατάσταση, όπου ο ρόλος του καθενός ήταν δεδομένος και η αναπτυξιακή διάσταση απούσα. Ο φεουδάρχης αδιαφορεί μεν, αλλά καταλαβαίνει τους υπηκόους. Ο δούλος ζει σκληρή ζωή αλλά δεν τον βαραίνει ψυχολογικά η σκέψη ότι είναι υπεύθυνος για την κατώτερη θέση του. Ξέρει ότι ο αφέντης δεν είναι πιο άξιος, αλλά πιο τυχερός. Οι σημερινές ελίτ εμφανίζονται ανάλγητες, απόμακρες, κυνικές, δεν βλέπουν τη δυσφορία όσων δεν αποκόμισαν οφέλη από την παγκοσμιοποίηση. Ο μειονεκτικός πολίτης δεν αποφεύγει τη σκέψη πως φέρει ο ίδιος ένα μέρος της ευθύνης. Είναι σκληρό να αντιμετωπίζεσαι ως ανάξιος σε μια κοινωνία που δίνει πρωταρχική σημασία στην αξία. Ο Σαντέλ καταλήγει λοιπόν ότι η αξία μετατρέπεται σε τύραννο. Ακόμα και αν γινόταν ακριβοδίκαιη, η αξιοκρατία δεν φτιάχνει καλή κοινωνία, προκαλεί αισθήματα αλαζονείας και άγχους μεταξύ των κερδισμένων και εξευτελισμού μεταξύ των χαμένων. Δεν την επικαλείται μεν, αλλά μοιάζει να οδηγείται στη μόνη περίπτωση όπου κερδισμένοι και χαμένοι εναρμονίζονται με στόχο το κοινό καλό, στην λύση που περιγράφει ο Άλντους Χάξλεϊ στον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο.
Πάντως, η ανησυχία για τα αισθήματα δυσφορίας των μη ταλαντούχων δεν λαμβάνει υπόψη την άλλη πλευρά. Χωρίς αξιοκρατία, τα δημιουργικά και χαρισματικά άτομα θα αισθάνονται προφανώς αδικημένα, αφού δεν θα ανταμείβονται ανάλογα με την αξία τους. Πόσο μετράνε αυτά τα αισθήματα; Και πόσο σημαντική θα είναι η ζημιά του κοινωνικού συνόλου όταν δεν επωφελείται από την αξία των αρίστων; Ο Προυντόν επισημαίνει ότι η τοποθέτηση της μετριότητας στο ίδιο επίπεδο με την αριστεία παράγει ανισότητα, αφού συνεπάγεται την εκμετάλλευση των ικανών από τους αδυνάμους. Ο εξισωτισμός βαθμολογεί τα συναισθήματα της αλληλεγγύης και της ευσπλαχνίας υψηλότερα από τα συναισθήματα των ταλαντούχων και από τη συνολική πρόοδο.
Ουτοπίες ή ανάπτυξη;
Μετά τις μεγάλες απογοητεύσεις, μια νέα Αριστερά αναζητεί νέα πεδία πάλης. Από τη μια, διαδοχικά αντικείμενα λατρείας, το προλεταριάτο, ο Τρίτος Κόσμος, η φύση, η παράδοση. Από την άλλη, διαδοχικά αντικείμενα εχθρότητας, το κεφάλαιο, ο ιμπεριαλισμός, η βιομηχανία, ο αρσενικός λευκός. Ο Σαντέλ, την εποχή του παγκοσμιοποιημένου λαϊκισμού και του τέλους των πολιτικών ιδεολογιών, εκφράζει μια παραλλαγή πολιτικής ορθότητας, επιτιθέμενος κατά της αξιοκρατίας, που την ονομάζει νεοφιλελεύθερη. Επιγραμματικά, αντί της ατομικής ευθύνης, προτείνει μια ανθρώπινη κοινότητα συλλογική και με ηθική τελειότητα. Συμβαδίζει η ουτοπία του με την πρόοδο;
Μερικές προτάσεις είναι αβάσιμες, όπως η κλήρωση μεταξύ όσων έχουν τα τυπικά προσόντα για εισαγωγή σε καλά πανεπιστήμια. Μάλιστα, επειδή πρέπει να υπάρχει ποικιλότητα, θα κληρώνεται ένα ποσοστό από την κάθε διαφορετική κοινότητα, π.χ. φύλου, φυλής, θρησκείας, με σκοπό να υπάρχουν στην ίδια πανεπιστημιακή τάξη άνθρωποι με ποικίλα βιώματα, κουλτούρες ή ιδιότητες. Η ποικιλότητα αναγορεύεται σε πρωταρχικό μέλημα μιας διαδικασίας που θεραπεύει την επιστήμη. Έρχονται στο νου οικολογικές υπερβολές της περιβαλλοντικής πολιτικής, π.χ. η έντονη προβολή της βιοποικιλότητας, όταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την προστασία της φύσης είναι η διατήρηση της σταθερότητας και εξέλιξης των οικοσυστημάτων.
Άλλες προτάσεις του πρέπει να διερευνηθούν τεχνικά, διότι οι επιπτώσεις στην οικονομία μπορεί να είναι πολύπλοκες και επικίνδυνες. Είναι συνετό να μη θεωρείται η εργασία εμπόρευμα για να εξαρθρωθεί η ιεραρχία της κοινωνικής αναγνώρισης; Εποικοδομητικές οι πρακτικές προτάσεις για αντικατάσταση της φορολογίας εισοδήματος με άλλους φόρους, ώστε να αποθαρρύνονται δραστηριότητες που επιφέρουν επιζήμιες συνέπειες μετρήσιμες ποσοτικά. Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσονται οι φόροι κατανάλωσης, πλούτου ή χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (φόρος Tobin) που έχουν συζητηθεί κατά καιρούς, για περιβαλλοντικούς ή αναπτυξιακούς λόγους. Προτάσεις όμως για φορολόγηση ανεπιθύμητων δραστηριοτήτων προκαλούν σκεπτικισμό. Ποιος θα τις κρίνει και θα θέτει περιορισμούς στους ανθρώπους, με ηθικούς κανόνες;
Πραγματικότητα των διεργασιών στο Σύμπαν είναι η επικράτηση της αποτελεσματικότερης. Ο κανόνας διέπει, με διάφορους τρόπους, όλα τα φυσικά φαινόμενα καθώς και τον βιολογικό κόσμο με την εξέλιξη διά της φυσικής επιλογής. Είναι μεν ο κοινωνικός δαρβινισμός ακραίο δόγμα διότι, βασιζόμενος στη θεωρία της εξέλιξης, ζητά να απαλλαγεί ο φυσικός αγώνας των ανθρώπων από μέτρα προστασίας και φιλανθρωπίας. Ο Σαντέλ όμως φτάνει να θεωρεί σαν υποβόσκοντα κοινωνικό δαρβινισμό τη ρητορική της αξιοκρατίας, επειδή προτείνει να υφίστανται συνέπειες όσοι απέτυχαν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Η κριτική κατά του κοινωνικού δαρβινισμού κινδυνεύει έτσι να φθάσει στο άλλο άκρο, δηλαδή να αρνηθεί την παγκόσμια ανάγκη επικράτησης των πιο τελεσφόρων λύσεων. Η απέχθεια προς την ιδέα ότι ο ικανότερος υπερισχύει αποκαλύπτει στο βάθος θεοκρατία.
Οι άνθρωποι δεν συγκροτούν κοινωνίες μελισσών ή μυρμηγκιών. Μια παγκόσμια αναπτυξιακή διαδικασία, με κέντρο το άτομο, διαμορφώνει την πορεία της ανθρώπινης προόδου. Η ανάπτυξη γίνεται στην εποχή μας πιο άυλη και διανοητική, έχει όμως ένα μεγάλο υλικό καταναλωτικό μέρος, μια συνιστώσα οικονομικής μεγέθυνσης. Για τον Άνταμ Σμιθ, η κατανάλωση αποτελεί μοναδικό στόχο κάθε παραγωγής, το συμφέρον του παραγωγού ικανοποιείται μόνο στο βαθμό που προωθείται το συμφέρον του καταναλωτή. Για τον Κέυνς, η κατανάλωση είναι το αποκλειστικό αντικείμενο κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Η μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευημερίας είναι στόχος αξιακά ουδέτερος. Εξάλλου, η αντίληψη του κοινού καλού έχει και ευρύτερη έννοια για τον πολίτη, με βασικές προϋποθέσεις τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη. Σε τόπους με χαμηλή κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη, συχνά η πρόοδος υπονομεύεται από πολιτικές αμαρτίες, όπως οικογενειοκρατία - νεποτισμός, όπως πελατειασμός - ευνοιοκρατία - φαυλοκρατία, όπως τοπικισμός - συντεχνιασμός (familismus, clientismus, localismus). Μόνη αποτελεσματική δημοκρατική απάντηση, η αξιοκρατία. Για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, περιλαμβανόμενης της Ελλάδας, ο εξοβελισμός της αξιοκρατίας δεν θα ευνοούσε το κοινό καλό αλλά το καλό των ημετέρων.
Για να μάθετε περισσότερα:
Πάνος Καζάκος (2022). Μανιφέστο κατά του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Τhe Βooks’ Journal, τ. 136, σ. 90-93
Μάνος Ματσαγγάνης (2024). Τι εννοούμε όταν μιλάμε για ισότητα των ευκαιριών; The Books’ Journal, τ. 150, σ. 65-67
Κίμων Χατζημπίρος (2018). Ανταγωνισμός, μια ειρηνική διέξοδος. The Books’ Journal, τ. 86, σ. 42-43
Κίμων Χατζημπίρος (2021). Κυνηγώντας ανισότητες. The Books’ Journal, τ. 122, σ. 34-35