Στην περίπτωση του φανταστικού πίνακα που αναφέρεται στον πρόλογο, ο δημιουργός θα αναπαριστούσε πιστά την ταλάντωση ενός εκκρεμούς, και ταυτόχρονα θα την αρνιόταν. Το βιβλίο από την άλλη, ενώ αναπαριστά με αρκετά μεγάλη πιστότητα τις ταλαντώσεις μίας κοινωνίας μεταξύ προνεωτερικών - νεωτερικών - μετανεωτερικών θέσεων, δεν φαίνεται να προωθεί προγραμματικά μια άρνηση/άρση της κίνησης. Παρά την ενδεχομενικότητα που χαρακτηρίζει όλες τις τροχιές των σύγχρονων κοινωνιών προς κάποιου είδους νεωτερικότητα και παρά την αβεβαιότητα για το κατά πόσο το ελληνικό εκκρεμές έχει βρει την ισορροπία του έπειτα από τη δεκαετία της κρίσης, η ταλάντωση ως τέτοια είναι υπαρκτή και παράγει πραγματικά αποτελέσματα. Και όμως, στον επίλογο ο συγγραφέας κάνει μια ανατροπή, την οποία επιτρέπεται να αποκαλύψουμε, μια και δεν πρόκειται για έργο μυθοπλασίας αλλά περισσότερο για έργο περί κοινωνικών πρακτικών μυθοπλασίας.
Γράφει λοιπόν ο Βαμβακάς στο τέλος του βιβλίου, αναφερόμενος στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών: «η διαχρονική όμως ευθύνη της μαύρης τρύπας που ρούφηξε τόσους ανθρώπους τόσο άδικα είναι το διττό μας πρόσωπο, η Ελλάδα που κάνει ότι αλλάζει αλλά μένει στο βάθος ίδια». Και λίγο νωρίτερα, αναφερόμενος στη σχιζοειδή (δική μου διατύπωση) αντίδραση της κοινωνίας, του πολιτικού προσωπικού, του επιστημονικού κόσμου στις δύο διαδοχικές φάσεις της πανδημίας Covid-19, σχολιάζει: «η ίδια Ελλάδα, εμείς οι ίδιοι οι πολίτες και πολιτικοί έχουμε δύο όψεις ταυτόχρονα». Με άλλα λόγια, η κίνηση του εκκρεμούς, από τον μοντερνισμό και τη συναίνεση στους αρχαϊσμούς και την τοξικότητα, συντελείται εντός μας, ή υπό μία ψυχοκοινωνική προοπτική διά μέσου ημών.
Εδώ έγκειται και η συνεισφορά του βιβλίου, σε ένα επίπεδο μετα-θεωρητικό: το πρότυπο του εκκρεμούς που χρησιμοποιεί ο Βαμβακάς για να προχωρήσει την κοινωνιο-πολιτισμική του ανάλυση ένα ακόμα βήμα πέραν των γνωστών και κάποτε ίσως χρήσιμων δυισμών (εκσυγχρονισμός vs παράδοση, νεωτερικότητα vs προνεωτερικότητα, πρόοδος vs συντήρηση), δεν είναι το εκκρεμές του Galileo Galilei, ή το νευτώνειο εκκρεμές, ούτε καν το εκκρεμές του Φουκώ. Και τα τρία αποκαλύπτουν δυνάμεις που δρουν στον εξωτερικό κόσμο. Το πρότυπο ωστόσο απ’ όπου αντλεί τη μεταφορά του ο συγγραφέας αποκαλύπτει κάτι διαφορετικό: το συνεχές της ταλάντωσης όχι μόνο σχετίζεται με την παρατήρηση και τον παρατηρητή, αλλά δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτά τα δύο. Μια και η σχέση μου όμως με τη φυσική, και δη τη θεωρητική, είναι ανύπαρκτη, ας μου επιτραπεί να σταματήσω εδώ τους βέβηλους συνειρμούς.
Πολυ-κρίση
Αξίζει ωστόσο, να δούμε λίγο πιο αναλυτικά, γιατί η σκέψη του Βαμβακά έρχεται να εδραιώσει έναν κοινωνιολογικό προσανατολισμό που συμβάλλει ενεργά στον αναστοχασμό της ελληνικής κοινωνίας. Ήδη από την εισαγωγή, γίνεται ξεκάθαρο ότι σκοπός του βιβλίου δεν είναι να μετρήσει πόσα «ένσημα» έχει η κάθε κοινωνική και πολιτική δύναμη στον αγώνα για τον μοντερνισμό, ούτε να επιμερίσει χρέη αρχαϊσμού (κάτι που δεν αποφεύγεται εντελώς, χωρίς ωστόσο αυτό να αφορά μια προγραμματική επιλογή). Σκοπός είναι να μελετηθούν οι τρόποι «με τους οποίους η ελληνική κοινωνία διαχειρίζεται τη σχέση μεταξύ αρχαϊκών δομών και (μετα)μοντέρνων εμπειριών, όχι μόνο σε συλλογικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο». Στο πνεύμα λοιπόν και άλλων πρόσφατων εργασιών (είτε του ίδιου του συγγραφέα είτε άλλων κοινωνιολόγων) για τη νεωτερική τροχιά της χώρας, η έμφαση δεν δίνεται πια στο στοιχείο της ρήξης και της διαφοροποίησης μεταξύ νεωτερικού - προνεωτερικού αλλά στα υβρίδια που προκαλεί η αλληλεπίδρασή τους στο επίπεδο της συγκρότησης της ατομικής εμπειρίας.
Μπορεί το νεωτερικό να αποκτά ένα σαφές θετικό αξιολογικό πρόσημο, όμως η παρουσία (ή η απουσία) του δεν αναζητείται σε δομές που προϋπάρχουν χρονικά και λογικά της εμπειρίας των ατόμων, αλλά σε κοινωνικοπολιτικές πρακτικές, όπως μεταξύ άλλων: η παραγωγή και κατανάλωση θεωριών συνωμοσίας, το πολιτικό στυλ του ριζοσπαστισμού ή η ρητορική μίσους στο πολιτικό επίπεδο· η σάτιρα, ο μουσικός αναστοχασμός, η τηλεοπτική κουλτούρα, ή ο αθλητικός φανατισμός σε πολιτισμικό επίπεδο· ο αντιεμβολιασμός, η ελληνική εκδοχή του #Me too, η χρήση των social media, οι πρακτικές πανοπτικής και συνοπτικής παρακολούθησης ή η έμφυλη βία στο κοινωνικό επίπεδο. Τα τρία επίπεδα ανάλυσης (πολιτικό, πολιτισμικό, κοινωνικό) διασταυρώνονται, όπου η θεματική το επιτρέπει, όπως κατεξοχήν στην περίπτωση της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας, αλλά και του δυστυχήματος στα Τέμπη.
Όπως γίνεται φανερό, ο συγγραφέας δοκιμάζει τα όρια του μοντέρνου και του παραδοσιακού και παρατηρεί την εκατέρωθεν παραβίασή τους, σε μια εντυπωσιακή γκάμα εμπειριών, βιωμάτων και συγκινήσεων, πετυχαίνοντας τελικά να εικονογραφήσει μια εθνική περίπτωση της λεγόμενης poly- ή perma-crisis. Πρόκειται για όρους που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις διαδοχικές ή/και παρατεταμένες κρίσεις –οικονομικές, περιβαλλοντικές, θεσμικές, αλλά και κρίσεις ψυχικής υγείας– που συνδέονται με την ίδια τη συγκρότηση των (υστερο)νεωτερικών κοινωνιών ως τέτοιων. Ως κοινωνιών δηλαδή, όπου συνυπάρχουν δυναμικά τόσο η υπόσχεση για μια ικανοποιητική σχέση με τον κόσμο, όσο και το βύθισμα σε σχέσεις αλλοτρίωσης· ο κριτικός αναστοχασμός και η παλινδρόμηση σε αρχαϊκά μοτίβα αντιπολιτικής σκέψης· το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και η διαλυτική πόλωση μεταξύ νικητών και ηττημένων. Άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο υπαινικτικά, ο Βαμβακάς έρχεται σε δημιουργική επαφή με όλον αυτόν τον προβληματισμό, καθώς και με τη γενικότερη συζήτηση περί πολλαπλών νεωτερικοτήτων, δίνοντας μια πολύτιμη συγκριτική διάσταση στο εγχείρημά του (η πλούσια εργογραφία που παρατίθεται βοηθά εξαιρετικά τόσο το ειδικό, όσο και το μη ειδικό κοινό).
Σε συμφωνία με τον κοινωνιολογικό στοχασμό του καιρού μας, ο Βαμβακάς αναγνωρίζει την πολλαπλότητα των τρόπων να είναι μία κοινωνία νεωτερική, προωθώντας παράλληλα τη μέριμνα να δούμε και ως υποκείμενα τις δικές μας ταλαντώσεις, που μπορεί να συγχρονίζονται, ή να αποσυγχρονίζονται σε σχέση με την κίνηση του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού εκκρεμούς. Αυτό που κάνει σε μικρότερο βαθμό είναι μια κριτική αποτίμηση των ίδιων των νεωτερικών και υπερνεωτερικών θέσεων του εκκρεμούς. Παρότι ορθώς επισημαίνονται τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η πεπατημένη του εξαιρετισμού, δηλαδή της αφήγησης που θέλει πάντα την Ελλάδα να είναι η εξαίρεση στον νεωτερικό κανόνα του γεωπολιτικού και πολιτισμικού κλαμπ στο οποίο μετέχει, υποτιμώνται ορισμένες από τις συνέπειες της συμμόρφωσης με τον κανόνα να είναι κανείς/καμία νεωτερικός/ή σήμερα.
Το να αναγνωρίζουμε τις αντιφάσεις του μοντέρνου, χωρίς να παλινδρομούμε στη γνωστή συζήτηση για το πού ανήκουμε ως χώρα και ως κοινωνία, ενέχει φυσικά τις δυσκολίες του. Είναι άλλο πράγμα να κοιτάς στοχαστικά τις συνέπειες του καπιταλισμού της κλιμάκωσης και των άκρων όταν έχεις εξασφαλίσει πρώτη θέση στα βαγόνια του τρένου της νεωτερικότητας και άλλο πράγμα να κάνεις το ίδιο όταν ακόμα ασθμαίνεις για το εισιτήριο στις τελευταίες θέσεις. Για να χρησιμοποιήσουμε και πάλι την αγαπημένη μας μεταφορά, το εκκρεμές μπορείς να το εξετάσεις διαφορετικά όταν το χωροχρονικό πλαίσιο είναι σχετικά σταθερό, και διαφορετικά όταν κινείται ακανόνιστα.
Είναι για παράδειγμα ίδιες οι συνθήκες παρατήρησης στην Αθήνα και στο Βερολίνο του καλοκαιριού του 2015; Θυμίζω ότι στην πρώτη περίπτωση μία κοινωνία βίωνε το μακρύ καλοκαίρι του δημοψηφίσματος, στη δεύτερη μια άλλη κοινωνία, η γερμανική, βίωνε το σύντομο καλοκαίρι της φιλοξενίας, όπως ονομάστηκε ο βραχύβιος φιλομεταναστευτικός συντονισμός κυβέρνησης Μέρκελ και κοινωνίας πολιτών. Για να το πούμε απλουστευτικά, μπορεί σε όλες τις νεωτερικές κοινωνίες ο αναστοχασμός να θεωρείται καθήκον (και ορθώς), σε ορισμένες όμως να φαντάζει πολυτέλεια.
Βέβαια, ισχύει επίσης ότι σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως μία εθνική χρεοκοπία ή ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα, η ικανότητα της έντονης εστίασης μειώνει τη διάρκεια των μεμονωμένων στιγμιότυπων και, επομένως, ο χρόνος επιβραδύνεται, δίνοντας νέες δυνατότητες διαύγειας, που όμως, από μια νευροβιολογική σκοπιά, είναι μάλλον στιγμιαία.
Για να επανέλθω στην κοινωνική θεώρηση των πραγμάτων, δεν μιλάω εδώ μόνο για ιεραρχίες εξουσίας μεταξύ διαφορετικών κρατών που μεταφράζονται σε μικρότερες ή μεγαλύτερες δυνατότητες να μελετά κανείς κριτικά, αλλά και να βιώνει την καλή ζωή. Μιλάω επίσης για τις ταξικές, έμφυλες και άλλες ιεραρχίες που δυσκολεύουν, συσκοτίζουν ή στρεβλώνουν μια αναζήτηση εναλλακτικών στα νεωτερικά αδιέξοδα.
Ο Βαμβακάς τόσο εδώ, όσο και σε προηγούμενες μελέτες που έχει κάνει κατά μόνας, ή με συνεργάτες, είναι πολύ ειλικρινής ως προς τη θέση που καταλαμβάνει ως υποκείμενο της έρευνας. Η μεσαία τάξη, η τάξη-οικοσύστημα του νέου καπιταλισμού, για να δανεισθώ από έναν αγαπημένο φίλο και συν-συγγραφέα αρκετών εργασιών του Βασίλη Βαμβακά, τον Παναγή Παναγιωτόπουλο, είναι ο συμβολικός τόπος απ’ όπου ο συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη να κοιτάξει τον εαυτό του. Ακριβέστερα, ο συμβολικός τόπος απ’ όπου ο εαυτός μας μας είναι αρεστός, στο βαθμό μάλιστα που αυτός ο τόπος συμπίπτει με τον τόπο της νεωτερικότητας.
Υπάρχει μεροληψία;
Τι γίνεται όμως όταν η εικόνα του μοντέρνου μεσοστρωματικού υποκειμένου, λ.χ. του φιλελεύθερου, του συναινετικού, του εκσυγχρονιστικού, μας σαγηνεύει υπερβολικά; Δυο βασικές συνέπειες βλέπω εδώ: Πρώτον, αδυνατίζει η ικανότητά μας να «παίζουμε» με την εικόνα, να αναγνωρίζουμε τις πιο δυσάρεστες και σκοτεινές πλευρές της. Φοβόμαστε ότι, αν δεν «πάρουμε όλο το πακέτο», η εικόνα θα θρυμματιστεί, μαζί και ο εύθραυστος ταξικός μας εαυτός. Δεύτερον, παραγνωρίζουμε με έναν επιθετικό (ή παθητικο-επιθετικό) τρόπο την ετερότητα, εν προκειμένω τον ταξικό άλλο, που είναι είτε η ανώτερη τάξη (π.χ. το πιο πλούσιο 1%, ή σε μερικές κοινωνίες το πιο πλούσιο 0,1%), είτε οι λαϊκές τάξεις.
Στον πρώτο τύπο συνεπειών της φαντασιακής ταύτισης με τη φιλελεύθερη μεσαία τάξη θα ενέτασσα σημεία του πρώτου μέρους του βιβλίου, όπου υποτιμάται ένας κίνδυνος που δεν τον έχουμε δει ακόμα σε όλη του την έκταση, με την έννοια ότι υποθέσεις όπως αυτή του Predator είναι ακόμα εν εξελίξει: ο εκδημοκρατισμός της δημόσιας σφαίρας και η εμπέδωση του κράτους δικαίου (π.χ. ο μιντιακός πλουραλισμός ή η λειτουργία της δικαιοσύνης, ή των Ανεξάρτητων Αρχών), διολισθαίνουν ως προτεραιότητες δυνάμεων που αυτοσυστήνονται ως οικονομικά και κοινωνικά φιλελεύθερες. Είναι ανησυχητικό να βλέπεις για παράδειγμα αναλύσεις στα social media, ή στον Τύπο, να ερμηνεύουν τις αντιδημοκρατικές πτυχές του σκανδάλου, με κριτήριο τον αντίκτυπο που είχε στην κοινή γνώμη, επιχαίροντας μάλιστα για τα αδύναμα δημοκρατικά αντανακλαστικά των εκλογέων.
Όσο και αν είναι υπαρκτές στην Ελλάδα, όπως και αλλού, οι παρενέργειες της χαοτικής πολυφωνίας της ψηφιακής (και υπερνεωτερικής) εποχής, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ακριβώς τη στιγμή που σαν χώρα μαζεύουμε εύσημα χρηστής δημοσιοοικονομικής διακυβέρνησης και μεταρρυθμιστικής δυναμικής, η εικόνα γίνεται αρκετά πιο προβληματική όταν ο φακός εστιάζει σε κρίσιμους δείκτες δημοκρατίας και κράτους δικαίου (παρά τις επιμέρους ενστάσεις που μπορεί να διατυπωθούν, είναι πλέον αρκετές και ποικίλης μεθοδολογίας οι συγκριτικές εκθέσεις διακρατικών φορέων που οξύνουν αυτόν τον προβληματισμό).
Ωστόσο, θα ήταν άδικο να υποθέσει κανείς, ότι απουσιάζουν από το βιβλίο οι κριτικές αναφορές σε θεσμούς και πολιτικές ελίτ που αυτοτοποθετούνται στο φιλελεύθερο τόξο. Η συστηματική αναφορά που κάνει ο Βαμβακάς στις δύο Ελλάδες της πανδημικής κρίσης δεν αφορά κάποιον κάθετο διαχωρισμό μεταξύ των φιλελεύθερων και των άλλων, αλλά σε διαχωρισμούς υπευθυνότητας - ανευθυνότητας, ωριμότητας - ανωριμότητας που τέμνουν οριζόντια τόσο το πολιτικό και επιστημονικό προσωπικό, όσο και την κοινωνία. Η αναστοχαστική αυτή ματιά και η ανατρεπτική πραγμάτευση της εθνικής ταυτότητας εμφανίζονται παραδειγματικά σε πολιτισμικές θεματικές όπως η μουσική υποκουλτούρα, όπου η πρωτοτυπία της ερευνητικής φόρμας που επιλέγει ο συγγραφέας ανταγωνίζεται την πρωτοτυπία στο περιεχόμενο. Συνολικά, το δεύτερο μέρος του βιβλίου αντανακλά τη σημαντική πρόοδο της εγχώριας επιστημονικής κοινότητας στο πεδίο της πολιτισμικής κοινωνιολογίας.
Όπως είπα, υπάρχει και ένας δεύτερος τύπος συνεπειών της φαντασιακής ταύτισης με την εικόνα της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης. Πρόκειται για τρόπους που βλέπουμε, ή πιο σωστά, παραγνωρίζουμε την ταξική ετερότητα, που μπορεί επίσης να συνδυάζεται με πολιτισμικές ετερότητες, όπως η έμφυλη, η εθνοπολιτισμική και άλλες. Την παραγνώριση αυτού του τύπου τη συναντάμε σε διάφορες παραλλαγές κοινωνικού και πολιτικού στοχασμού που πραγματεύονται το ζήτημα της εξατομίκευσης και της ανοικτής κοινωνίας, με δίπολα όπως φίλοι vs εχθροί, Δύση vs Ανατολή και άλλα παρόμοια. Σε ότι αφορά την επιθετικότητα έναντι των τρόπων ζωής, των πρακτικών και των συγκινήσεων (στην κουλτούρα ή στην πολιτική) των λαϊκών τάξεων, αυτή συνήθως εκδηλώνεται ως απαξίωση του ριζώματος, της παραδοσιακής ηθικότητας, της υπερβολής σε ό,τι αφορά τη σωματικότητα, του ελλείμματος σε ό,τι αφορά την πνευματικότητα.
Ο Βαμβακάς απέχει μιας τέτοιας ακατέργαστης μορφής άμυνας απέναντι στο λαϊκό. Εκφράσεις μάλιστα μιας λαϊκότροπης κουλτούρας στη διαφήμιση και αλλού αξιολογούνται θετικά, ή με συμπάθεια, σε αρκετά σημεία του βιβλίου. Εκεί όπου προσωπικά είμαι πιο επιφυλακτικός είναι στην υιοθέτηση και διαχείριση της έννοιας του λαϊκισμού, όχι επειδή επιτίθεται στο λαϊκισμό σαν να ήταν πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης, αλλά για το αντίθετο. Αποσυνδέοντάς το λαϊκισμό από τις αγωνίες και τα αιτήματα των λαϊκών τάξεων που (όπως και σε όλο τον δυτικό κόσμο) υποφέρουν δυσανάλογα από τις διαδοχικές κρίσεις, η ανάγνωση του συγγραφέα δεν αφήνει περιθώρια αναγνώρισης της λαϊκής πολιτικής ως δυνάμει δημοκρατικής απάντησης στις υπερνεωτερικές έξεις των πιο κινητικών και μορφωμένων μεσαίων τάξεων.
Ακριβώς όμως επειδή το Εκκρεμές είναι ένα βιβλίο που συμβάλλει στη συλλογική μας αυτογνωσία, επιτρέπει να ξανασκεφτούμε μια συνολικότερη τοποθέτηση απέναντι στο γνωσιακό, εννοιολογικό και τελικά πολιτικό πρόβλημα του λαϊκισμού. Ακόμα περισσότερο όμως, επιτρέπει να φανταστούμε τον εαυτό μας μπροστά στον υποθετικό σουρεαλιστικό πίνακα του εκκρεμούς, απολαμβάνοντας (ίσως όχι δίχως κάποια πικρία, αλλά πάντως απολαμβάνοντας) την καταστατική αμφιθυμία του/μας.