Το ντοκιμαντέρ/οδοιπορικό Στους δρόμους των Ελλήνων, μια παραγωγή της ΕΡΤ, αποτελεί μια ακόμα θεσμική προσπάθεια να συστήσει στους έλληνες τηλεθεατές μια μερίδα της «ελληνοαμερικανικής» κοινωνίας. Προσφέροντας πληθώρα συνεντεύξεων και πλούσιο αρχειακό υλικό τού προσδίδει τη δύναμη της άμεσης αναπαράστασης εκπατρισμένων Ελλήνων, μεταναστών και Ελληνοαμερικανών, κατά το πλείστον στη βορειοανατολική περιοχή της χώρας. Επομένως το εγχείρημα αυτό των δέκα επεισοδίων (στην πρώτη σειρά του 2023) είναι σε θέση να διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνει το ελληνικό κοινό τον βίο και τα έργα Ελλήνων της Αμερικής και, επομένως, να κατευθύνει τον δημόσιο λόγο περί διασποράς στην Ελλάδα.
Η πρόκληση της πρόσληψής του είναι επομένως σημαντική, και αυτός είναι ο λόγος που το οδοιπορικό, όπως πιστεύω, απαιτεί υπεύθυνη δημόσια συζήτηση πέρα από τον χρήσιμο εντοπισμό των επιμέρους δυνατών σημείων του και των αδυναμιών του. (Θα ήταν ευχής έργο να επισημανθούν σε περαιτέρω διάλογο.) Όμως, λόγω του αυξανόμενου σχετικού ενδιαφέροντος, είναι επίκαιρη καθώς και ωφέλιμη πιστεύω μια σφαιρική θεώρηση των συμβάσεων μέσω των οποίων προσλαμβάνεται το φαινόμενο «διασπορά» στην Ελλάδα και οργανώνεται η αφήγησή του.
Συγκεκριμένα, η οπτική παρουσίασης των «δρόμων των Ελλήνων» αναδεικνύει το πρόβλημα της αναπαράστασης της διασποράς, της παρουσίασής της δηλαδή είτε σε κείμενα είτε σε φιλμ. Δεδομένου ότι κάθε αναπαράσταση επιτελείται μέσω μιας συγκεκριμένης οπτικής (μιας θεωρίας, μιας ιδεολογίας, ενός στόχου), υπάρχουν ποικίλοι τρόποι να αναπαρασταθεί ένα θέμα. Η ερώτηση λοιπόν «πώς αναπαριστούμε τη διασπορά;» σημαίνει: ποιος τρόπος θα ήταν δόκιμος για την αναπαράστασή της; ποιος αποφασίζει, με ποια κριτήρια, και για ποιο λόγο;
Το κριτήριο της οπτικής μου, η ιδεολογία μου αν θέλετε, είναι η επιθυμία η αναπαράσταση αυτή να αποδώσει την πολυπλοκότητα του φαινομένου, πέρα από στενές, εργαλειακές προσεγγίσεις. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη που ωθεί την παρέμβασή μου. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, είναι αναγκαία μια «νέα» θεώρηση (την επιτελούν πολλοί καθηγητές πανεπιστημίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό αλλά δεν διαχέεται επαρκώς στη δημόσια σφαίρα).
Το παρόν κείμενο αποτελεί μια πρόταση. Επισημαίνει τι θα έπρεπε να αλλάξει ουσιαστικά για μια ειλικρινή συστηματική προσπάθεια, επιτέλους, να κατανοήσει η κοινωνία την πολυπλοκότητα της διασποράς, πέρα από την εξαντλημένη πλέον ρητορική των ενδιαφερόμενων φορέων.
Η καινοτομία των Ελλήνων της Αμερικής
Η καινοτομία των Ελλήνων της Αμερικής είναι ένα στοιχείο το οποίο το οδοιπορικό Στους δρόμους των Ελλήνων θέτει στο προσκήνιο με θέρμη, κάποιες φορές με δίκαιο θαυμασμό. Οι πρωτοποριακές ιδέες που καλλιεργούνται από γεννημένους στην Ελλάδα και Ελληνοαμερικανούς της Νέας Υόρκης, της Μασαχουσέτης και του Κονέκτικατ στους τομείς της ιατρικής και της βιομετρικής, της δημόσιας υγείας, της πολιτισμικής διπλωματίας, της γαστρονομίας, της επιχειρηματικότητας και της τέχνης προβάλλονται συστηματικά όχι απλώς ως ένας δρόμος Ελλήνων αλλά ως μια λαμπρή λεωφόρος διάκρισης. Το οδοιπορικό αφουγκράζεται τις πρωτοπόρες ιδέες των δεκάδων ανθρώπων που τις έχουν και τις παρουσιάζει ενδελεχώς ώστε ο έλληνας τηλεθεατής να γίνει μάρτυρας της αφοσίωσης, της προσήλωσης, της εργατικότητας, του πείσματος, της αυτοπεποίθησης και, ενίοτε, της προσέγγισης της καινοτομίας ως δημόσιου αγαθού. Υπάρχουν περιπτώσεις που το κοινό μεταφέρεται και σε πολυτελή ιδιωτικά περιβάλλοντα κάποιων από τους επιτυχημένους, παίρνοντας μια γεύση από τις πλουσιοπάροχες ανταμοιβές που ο αμερικανικός καπιταλισμός επιφυλάσσει στην καινοτόμο ενέργεια[1].
Η κυκλοφορία νέων ιδεών στους «δρόμους των Ελλήνων» παρουσιάζεται λοιπόν ως η κινητήρια δύναμη της διασποράς η οποία, με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο προσφέρει στην αμερικανική κοινωνία αλλά, ταυτόχρονα, προωθεί τον ελληνικό πολιτισμό στην χώρα διαμονής. Η διασπορά μέσω αυτών των ιδεολογικών αναπαραστάσεων αποθεώνεται ως εκθαμβωτική, ικανή και ευρηματική κοινωνική ομάδα που διαπρέπει· εξωστρεφής και επομένως σε διάλογο με ευρύτερες συζητήσεις για τα θέματα που την απασχολούν, ανοικτή σε παγκόσμιες προκλήσεις και ανταγωνισμό, πηγή εθνικής υπερηφάνειας. All-in-all, ένα «success story», παράδειγμα προς μίμηση.
Κρίνω όμως αναγκαίο να επεκταθούμε στο θέμα «καινοτομία και διασπορά» σε σχέση με την κατακτημένη με ανείπωτο κόπο λεωφόρο των νεοελληνικών σπουδών στην Αμερική. Πρόκειται για χώρο καινοτόμων θεωρήσεων του ελληνισμού και της διασποράς, τον οποίο, όταν τον «συναντά» το οδοιπορικό, δεν του αποδίδει συστηματική σημασία· τον διαπερνά γρήγορα, χωρίς τον απαραίτητο στοχασμό, σε αντίθεση με τη διεξοδική του ματιά στο είδος των καινοτομιών που έχει αποφασίσει να αναδείξει. Αυτή την απουσία στο λόγο περί καινοτομίας –το κενό που αναφέρεται στον τίτλο– προτίθεμαι να καταστήσω ορατή προσδίδοντάς της τη σημασία που της αναλογεί.
Διασπορά, όχι ομογένεια
Διαπίστωση πρώτη: Το οδοιπορικό δεν θεωρεί την ελληνική διασπορά, δεν ενδιαφέρεται δηλαδή να στοχαστεί συστηματικά τη σημασία του όρου. Αντίθετα, φρονεί ότι η παρουσία της διασποράς είναι κάτι φυσικό και, επειδή την αντιμετωπίζει με κοινότοπη ματιά, γι’ αυτό χρησιμοποιεί τον συχνά αναφερόμενο (και άστοχο) όρο ομογένεια[2]. Η ματιά του ντοκιμαντέρ την αναζητά κυρίως ως έκφραση του ελληνικού στοιχείου στην Αμερική· στις εκκλησίες, σε εθνοτοπικά σωματεία, σε λέσχες οπαδών ελληνικών ομάδων, στα σχολεία, στα σουπερμάρκετ της Αστόρια (τα στόρια της Αστόριας), στη γαστρονομία, στις ελληνικές σημαίες και στα τσολιαδάκια στην παρέλαση της 5ης Λεωφόρου, στο ελληνικό τραγούδι με φόντο το αμερικανικό τοπίο… Στη θέα αυτών των εικόνων δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της, σε κάποιες στιγμές μάλιστα ριγεί από συγκίνηση.
Πρόκειται βέβαια για περιορισμένη και προβλεπόμενη ελλαδική ματιά η οποία αναπαράγει το παρωχημένο μοντέλο της «ομογένειας» ως προέκτασης του έθνους, την ανιστόρητη ιδέα της διασποράς ως οργανικής μεταφύτευσης, εντέλει του ισοπεδωτικού ιδεολογήματος της διασποράς ως «όλος ο κόσμος Ελλάδα». Την τρίτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, η διασπορά αναπαρίσταται με όρους γερασμένους από τις αρχές του προηγουμένου αιώνα και νωρίτερα.
Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι η επικράτηση αυτού του ηγεμονικού νοήματος επιτυγχάνεται μέσω της παράκαμψης ενός εναλλακτικού –και συνταρακτικά ενδιαφέροντος– φάσματος καινοτόμων ιδεών περί διασποράς. Η αφήγηση δεν ενδιαφέρεται να χρησιμοποιήσει «νέους» όρους όπως εδαφοποίηση/επανεδαφοποίηση, τρίτος χώρος, διαπολιτισμικότητα, transcomposition ή ethnogenesis, επομένως νέους τρόπους κατανόησης του διασπορικού φαινομένου. Μέσω αυτής της οπτικής, οι δρόμοι των Ελλήνων θα αναδιπλώνονταν ως τόποι πολιτισμικής και πολιτικής διαπραγμάτευσης μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος καθώς και με την κυρίαρχη κοινωνία της συνδιαλλαγής, της αλλαγής, της μείξης, των επινοημένων ταυτοτήτων, της συναίνεσης ή της εναντίωσης σε εξουσιαστικές πρακτικές και ιδεολογίες. (Αν οι παραπάνω όροι ξενίζουν, αυτό είναι ενδεικτικό του περιορισμένου εύρους της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα, η οποία εξαντλείται στους όρους απόδημος ελληνισμός, ομογένεια, νοσταλγία, πατρίδα, κληρονομιά και ρίζες.)
Σε αυτό το σημείο ας ξεκαθαρίσουμε ότι «εννοιολογική καινοτομία στη θεώρηση της διασποράς» δεν σημαίνει κάτι αφηρημένο και δυσνόητο που θα αποξένωνε τους έλληνες τηλεθεατές. Αντίθετα, η καινοτομία προσφέρεται για ενδιαφέρουσες αφηγηματικές αποδόσεις της διασποράς. Να το πω λαϊκά: της πάει. Πρώτον, προσφέρει εργαλεία μέσω των οποίων είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε και επομένως να αναδείξουμε πολιτισμικές πραγματικότητες τις οποίες αλλιώς ο φακός της διασποράς ως κοινού τόπου θα κρατούσε αθέατες. Η εννοιολογική καινοτομία αναδεικνύει την πολυπλοκότητα και την πολυμορφία των δρόμων των Ελλήνων (συμπεριλαμβανομένων των φτωχών και των μικρομεσαίων, οι οποίοι υποβαθμίζονται σε σχετικά μικρή ορατότητα). Δεύτερον, και λόγω του ότι η καινοτομία αναγνωρίζει πολλαπλές διαστάσεις και εντάσεις toυ φαινομένου, συμπεριλαμβανομένων εσωτερικών και εξωτερικών συγκρούσεων, προσφέρει υλικό για συναρπαστική πλοκή. Το όλο εγχείρημα απαιτεί απλώς ικανούς σεναριογράφους και αφηγητές να «μεταφράσουν» τη θεωρητική καινοτομία σε ενδιαφέρουσα ιστορία.
Όταν αναφερόμαστε στην διασπορά, επομένως, εννοούμε ένα ετερογενές πεδίο διαπολιτισμικών συναντήσεων οι οποίες διαμορφώνουν τους ελληνοαμερικανικούς δρόμους. Η υπεύθυνη αναπαράσταση αυτού του πεδίου απαιτεί βαθιά γνώση όχι μόνο της ιστορίας του αλλά και των ποικίλων πτυχών του παρόντος του.
Γνωρίζουμε πλέον, μετά τη μετα-αποικιοκρατική θεώρηση του φαινομένου, ότι το οδοιπορικό δεν αποτελεί είδος που συναντάει αυταπόδεικτες αλήθειες τις οποίες κατόπιν μεταφέρει. Αντίθετα, παράγει την πραγματικότητα μέσω του τι επιλέγει να παρουσιάσει και του τι αποσιωπά, τι ερωτήσεις θέτει και σε ποια ιδεολογικά πλαίσια. Δεν είναι με άλλα λόγια ουδέτερο, «αθώο» αφηγηματικό είδος. Ο οδοιπόρος εισέρχεται σε ένα πεδίο το οποίο διασχίζεται από σχέσεις εξουσίας και ορίζεται από ιδεολογικές διαφορές και εσωτερικές διαπολιτισμικές συγκρούσεις. Το οδοιπορικό, όπως κάθε είδος αναπαράστασης, είναι πολιτική πράξη παραγωγής γνώσης, που οφείλει να ξέρει το αντικείμενό του και να έχει την ευθύνη της αναπαράστασής του. Ακριβώς εδώ αναδεικνύεται η αμέλεια του οδοιπορικού να αναγνωρίσει αυτές τις διαστάσεις, να τις στοχαστεί σε βάθος (στο επίπεδο σχεδιασμού) και να τις εκλαϊκεύσει αφηγηματικά: η αδυναμία αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα του.
Ενδεικτική αυτής της αμέλειας είναι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Αφενός, η πρόθεση των συντελεστών να προσφέρουν «καθαρή εικόνα» της ιστορίας που αφηγούνται συνοδεύεται με τη συμμετοχή ενός έγκυρου ιστορικού καθηγητή πανεπιστημίου ως συμβούλου, η παρουσία του οποίου προσφέρει επιστημονική νομιμοποίηση και προσδίδει βαρύτητα. Αφετέρου, δεν θεωρείται αναγκαίο να ζητηθεί αναλόγως η συνδρομή διακεκριμένου καθηγητή προερχόμενου από την περιοχή της γεωγραφικής εστίασης, ώστε το οδοιπορικό να πλοηγήσει υπεύθυνα σε σύγχρονες και εν εξελίξει διασπορικές διαδρομές[3].
'Οποιος γνωρίζει τον πλούτο και την πανεπιστημιακή ποικιλία των νεοελληνικών σπουδών στην βορειοανατολική Αμερική θα διαπιστώσει με έκπληξη ότι το οδοιπορικό δεν φροντίζει να προσανατολιστεί προς εκείνους τους δρόμους των Ελλήνων που διατρέχουν ολοφάνερα τους χώρους τους οποίους φιλοδοξεί να αναπαραστήσει. Αναφέρομαι στο τεράστιας πνευματικής εμβέλειας και αφηγηματικής δεινότητας ανθρώπινο δυναμικό, στους νεοελληνιστές του Columbia University, του Queens College, του Suffolk University, του Brown University, οι οποίοι και τις γνώσεις και τις αφηγηματικές αρετές κατέχουν να παρουσιάσουν στο ελληνικό κοινό καινοτόμους δρόμους, όπως π.χ. η non-canonical Οδός Νικήτα Ράντου του Νικολάου Κάλας, οι πολιτισμικές μείξεις στους μουσικούς δρόμους της Αναμπουμπούλα, οι επιτελέσεις ενός εναλλακτικού ελληνισμού (τόσο μακριά από το ιδεολόγημα της ομογένειας) από το ελληνικό θέατρο, οι διασπορικές ποιητικές επιτελέσεις στο Cornelia Street Cafe (1977-2018) ή οι δρόμοι της πολιτισμικής κριτικής από πρωτοπόρες πανεπιστημιακές Ελληνοαμερικανίδες, μεταξύ άλλων.
Διαφαίνεται λοιπόν εδώ μια δραματική αντίφαση. Ένα οδοιπορικό που εξυμνεί την καινοτομία δεν αποζητά να την εφαρμόσει στον τρόπο θεώρησης του κεντρικού του θέματος, της διασποράς. Η αφηγηματική του ματιά καθοδηγείται από το άκρως αντίθετο της πρωτοπορίας, από τους κοινούς τόπους του εντοπισμού του εθνικού στη διασπορά. Ο ενθουσιασμός για την καινοτομία εξανεμίζεται όταν πρόκειται να περιφρουρηθεί η ιδεολογία της «ομογένειας», η οποία προσφέρεται προς κατανάλωση στην εθνική τηλεόραση.
Αποκέντρωση του ελληνισμού
Βέβαια, υφίσταται μια στιγμή στο επεισόδιο 8 (από τα συνολικά δέκα της πρώτης σειράς) στην οποία οι τηλεθεατές προσλαμβάνουν ένα ίχνος της πανεπιστημιακής πρωτοπορίας των νεοελληνιστών. Στο διάλογο με την αφηγήτρια του οδοιπορικού, ο Δρ. Γιώργος Συρίμης το θέτει σαφώς όταν ορίζει τον προσανατολισμό του Hellenic Studies Program που διευθύνει:
Ο ελληνισμός δεν είναι κάτι στατικό. Βασικός μας σκοπός είναι να αποκεντρώσουμε την ιδέα ότι ο ελληνισμός πηγάζει και εδρεύει στην Αθήνα, και μιλώ [και] ως Κύπριος φυσικά.
Αυτή η σημαντική θέση όμως παραμένει αιωρούμενη, δεν γίνεται αντικείμενο περισυλλογής, ιδιαίτερα όσον αφορά τις επιπτώσεις της στο αφηγηματικό αντικείμενο του οδοιπορικού.
Μέσω δύο περιεκτικών προτάσεων ο νεοελληνιστής ενημερώνει περί της ύπαρξης μιας ευρύχωρης οδού Ελλήνων που καινοτόμοι νεοελληνιστές εδώ και καιρό διευρύνουν ανά την χώρα.
Η έννοια του ελληνισμού ως δυναμικού φαινομένου προσφέρει ένα καινοτόμο πλαίσιο για μελλοντικά αφηγήματα περί της διασποράς, έναν νέο τρόπο θέασης που λειτουργεί αντίρροπα με αυτόν της ομογένειας. Να μην (επι)μένουμε, επισημαίνει, στην ιδεολογία του πολιτισμικού «ίδιου» (χορός, φαγητό, θρησκεία, επιχειρηματικότητα, ήθη και έθιμα, για παράδειγμα) των οποίων βέβαια η σημασία βρίσκεται πάντοτε σε διαδικασία αλλαγής και προσκαλεί ανάλυση. Να είμαστε ανοικτοί σε νέους τρόπους επιτέλεσης ελληνισμών και ικανοί να τους αρθρώσουμε. Αυτό συμπεριλαμβάνει να είμαστε διατεθειμένοι να εξερευνήσουμε μονοπάτια απαγορευμένα και δρόμους αποσιωπημένους. Μορφωμένοι να είμαστε, να χαρτογραφούμε δρόμους ως δίκτυα, κόμβους συγκρούσεων και διαβάσεις ανύποπτες.
Η αναφορά του Συρίμη στην αποκέντρωση του ελληνισμού λειτουργεί παρεμβατικά. Εκτοπίζει την ιδεολογία του εθνικού κέντρου (και κατ’ επέκταση της έννοιας της διασποράς ως απόδημου ελληνισμού), ονομάζοντας αυτό που επανειλημμένα άνθρωποι της διασποράς απαιτούν: την αναγνώριση των διαφόρων διασπορών ως καθεαυτά κέντρα παραγωγής πολιτισμού στο πλαίσιο των ιδιαίτερων ιστορικών και πολιτικών τους συνθηκών. Οι διασπορές πρέπει να κατανοηθούν με τους δικούς τους όρους, στο πλαίσιο των συγκεκριμένων ιστορικών τους πραγματεύσεων και σε σχέση με άλλα πολιτισμικά δίκτυα ελληνισμού, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, αλλά οπωσδήποτε όχι ως ελλαδικές περιφέρειες.
Όπως εξήγησα στην εισαγωγή, θεώρησα αναγκαίο να συντάξω αυτό το κείμενο ως αναγκαία παρέμβαση για μια ουσιαστική αναθεώρηση των όρων του δημόσιου διαλόγου για τη διασπορά. Και επίσης, ως φόρο τιμής σε μια ελληνοαμερικανική γενιά πανεπιστημιακών και ποιητών στη Νέα Υόρκη που έχει φύγει, έχει αποσυρθεί ή «γερνάει», μια γενιά που έχει κοπιάσει τα μέγιστα (Alice Scourby, Adamantia Pollis, Dean Kostos, Penelope Karageorge, Anna Karpathakis, και άλλοι) για να εκφράσει «δρόμους Ελλήνων» οι οποίοι παραμένουν παραμελημένοι ή αγνοούνται από το ελλαδικό κατεστημένο.
Αναμφισβήτητα, το οδοιπορικό αναπαράγει το άμεσο κυρίαρχο ελλαδικό αφήγημα που τιμά την ελληνοαμερικανική διασπορά ως πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό κεφάλαιο για την Ελλάδα· ως φορέα παγκόσμιας διάκρισης του «ελληνικού ονόματος» και συνεπώς ως αξία που οφείλεται να αναγνωριστεί ευρέως και να θαυμαστεί ανάλογα στη χώρα. Αυτό, σε μια περίοδο κατά την οποία το πολυσυζητημένο θέμα της «ψήφου των αποδήμων» προτείνεται από πολιτικές ελίτ ως γέφυρα σύσφιξης των σχέσεων και δημιουργίας δεσμών μεταξύ της διασποράς και της Ελλάδας. Σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο, η πολιτισμική διπλωματία της ελληνικής πολιτείας προωθεί το αφήγημα της επιτυχίας ως αναγνώριση των θυσιών των μεταναστών και των κόπων των επόμενων γενεών.
Πρόκειται όμως για προσέγγιση η οποία αναπαράγει κοινούς τόπους, ένα εγχείρημα που τελικά δεν ενδιαφέρεται να κατανοήσει τις πραγματικότητες της διασποράς. Επειδή πολύ μελάνι έχει χυθεί και τεράστια ποσά έχουν σπαταληθεί, ας λεχθεί: δεν υφίσταται αληθινό ενδιαφέρον για τη διασπορά αν δεν υπάρξει πολιτική θέληση για επένδυση στη σφαίρα της παιδείας, της δημόσιας ιστορίας και της κουλτούρας περί διασποράς. Αν η πολιτεία όντως ενδιαφερόταν, θα στήριζε την εξαιρετικά αναπτυγμένη πρόταση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2017, για ένα μουσείο μετανάστευσης και διασποράς στην πόλη. Και θα υποστήριζε τις (υποβαθμισμένες και σε κάποια τμήματα ανύπαρκτες) σπουδές ελληνικής διασποράς στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Σε αυτό το ελλαδικό κλίμα αδιαφορίας για ουσιαστική θεσμική συνεισφορά, η αυστραλιανή διασπορά κατόρθωσε να δημιουργήσει μια έδρα σπουδών διασποράς στη Μελβούρνη ενώ μια νέα γενιά ερευνητών στην Αμερική και αλλού συνεχίζει να βρίσκει τρόπους να συνεισφέρει στο πεδίο σε εξαιρετικά δεινές συνθήκες επαγγελματικής αβεβαιότητας…
Καινοτομία λοιπόν ή κενοτομία στην ελλαδική προσέγγιση για τις διασπορές; Η ώρα για ουσιαστικές θεσμικές και εννοιολογικές αλλαγές είναι τώρα.
Ιούνιος-Αύγουστος 2023
[1] Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η οικονομική επιτυχία φετιχοποιείται. Όσον αφορά την επιχειρηματική καινοτομία, το οδοιπορικό προσφέρει ορατότητα σε επιχειρηματίες το όνειρο των οποίων ήταν να έχουν «τους άλλους να εργάζονται γι’ αυτούς». Δεν μετρά εδώ με ποια μέσα κάποιος μετατρέπει τη νέα ιδέα σε επιτυχημένη επιχείρηση, ή ποιες πρακτικές ακολουθεί σχετικά με τα εργασιακά θέματα των υπαλλήλων του. Αυτό που μετράει είναι η επιτυχία καθεαυτή, όχι η ηθική της πραγματοποίησής της.
[2] Πέρα από τις ιεραρχίες ταυτότητας που αναπαράγει, ο όρος «ομογένεια» δεν είναι δόκιμος στο νέο τοπίο του τι σημαίνει Έλληνας τον εικοστό πρώτο αιώνα. Φανταστείτε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Οι δρόμοι των Ελλήνων στο επαγγελματικό μπάσκετ της Αμερικής». Θα μπορούσε το εν λόγω ντοκιμαντέρ να άφηνε έξω τους αδελφούς Αντετοκούνμπο; Δεν θα μπορούσε.
[3] Παρεμπιπτόντως, το ενδιαφέρον του οδοιπορικού για μια καθαρή εικόνα του παρελθόντος οδηγεί στην αναγνώριση κάποιων (επιλεκτικών) εσωτερικών συγκρούσεων (βασιλικών εναντίων βενιζελικών, για παράδειγμα). Αλλά η έλλειψη ιστορικοποίησης του παρόντος προσφέρει άλλοθι για αποφυγή οποιασδήποτε αναφοράς σε υφιστάμενες συγκρούσεις.