Οι μελέτες του συνταγματικού δικαίου έχουν συνήθως εγχειριδιακό χαρακτήρα για διδακτικούς σκοπούς ή ενδίδουν στην ερευνητική και την τεχνική εξειδίκευση για όσους θεραπεύουν το γνωστικό αντικείμενο και αναλαμβάνουν να ερμηνεύουν το Σύνταγμα. Απευθύνονται λοιπόν καταρχήν σε εξοικειωμένους με τη νομική ορολογία και μεθοδολογία αναγνώστες. Από την άλλη, αποκτούν ευρύτατη σε σχέση με άλλους κλάδους του δικαίου εμβέλεια, καθώς δυνητικά και επί της αρχής αφορούν όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, την πολιτική και τους θεσμούς, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας. Σε περιόδους κρίσεων, όπως ιδίως την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας, ο συνταγματικός λόγος βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας, ενίοτε με τρόπο συγκρουσιακό, συμπυκνώνοντας στις νομικές του διατυπώσεις και κρίσεις σκληρές ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Το συνταγματικό δίκαιο αναπτύσσεται και επιδρά πολύ πέρα από την κλειστή και δυσπρόσιτη στους πολλούς σφαίρα των ειδικών και διαχέεται στο κοινό των κοινωνικών επιστημών, αν όχι σε κάθε ενημερωμένο πολίτη. Καλείται, συνεπώς, ο συνταγματολόγος, παράλληλα με τη διδασκαλία στο αμφιθέατρο ή την αγόρευση στη δικαστική αίθουσα, να υπηρετήσει και μια καλώς εννοούμενη εκλαϊκευμένη γνώση, ώστε να συλλάβει και να αποδώσει εύληπτα το πνεύμα των καιρών και των θεσμικών μεταβολών, με δεδομένο ότι αυτές συντελούνται πολλές φορές υποδόρια, στο υπόβαθρο των πυκνών γεγονότων. Για να τις αντιληφθούμε, πρέπει να πάρουμε απόσταση και στη συνέχεια να τις εντάξουμε σε ένα νέο ερμηνευτικό σχήμα, σε μια αλλαγή Παραδείγματος, σύμφωνα με τους κλασικούς όρους της επιστημολογίας[1]. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το συνταγματικό δίκαιο δεν συνιστά μόνο μια τεχνική της πολιτικής ελευθερίας, σύμφωνα με την αξεπέραστη διατύπωση του Αριστόβουλου Μάνεση, αλλά και μια απαιτητική τέχνη της κατανόησης και της εξήγησης των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών και φαινομένων.
Σε αυτήν ακριβώς την οπτική εγγράφεται το νέο βιβλίο του Σπύρου Βλαχόπουλου, καθηγητή του συνταγματικού δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που δοκιμιακά φωτίζει την «κομβική μεταβολή, η οποία μεταβάλλει ριζικά τη φυσιογνωμία του συνταγματικού δικαίου. Πρόκειται για τη μετάβαση από το ανθρωποκεντρικό Σύνταγμα, που έχει ως σημείο αναφοράς του τον άνθρωπο, στο οικοκεντρικό Σύνταγμα που προστατεύει τη φύση και βεβαίως και τον άνθρωπο ως ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της φύσης». Ο συγγραφέας μάς προσκαλεί να στοχαστούμε πάνω σε έναν «θαυμαστό καινούργιο κόσμο», για ένα μέλλον που είναι ήδη παρόν και δεν περιορίζεται βέβαια στους συνταγματικούς προβληματισμούς. Οι τελευταίοι, ωστόσο, εμπεριέχουν και επιτάσσουν, όπως διαπιστώνει κανείς ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου και από τον πρόλογο της Τασούλας Επτακοίλη[2], μείζονες και κρίσιμες επιλογές για τις πιο απτές όψεις του βίου μας. Η ευάλωτη θέση μας στο οικοσύστημα, όπως και η έκθεσή μας στην προοπτική της τεχνητής νοημοσύνης, ενέχουν υπαρξιακά ερωτήματα με άμεση αναφορά στις θεμελιώδεις συνταγματικές μας αρχές. Ο κόσμος μας αλλάζει και το ίδιο δεν μπορεί παρά να συμβεί και με το δίκαιο.
Το τέλος της κυριαρχίας του «εγωιστικού γονιδίου»
Η μελέτη στηρίζεται στην εύστοχη ανάδειξη και τη διεξοδική ανάπτυξη ενός διεπιστημονικού επιχειρήματος: με αφετηρία το βιβλίο αναφοράς του Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins) για το «εγωιστικό γονίδιο» στη βιολογία[3], δηλαδή την επικράτηση του συμφέροντος της αναπαραγωγής και της επιβίωσης των ανθρώπων με κάθε κόστος για τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς και το φυσικό περιβάλλον, ο Σπύρος Βλαχόπουλος επισημαίνει ότι η ίδια τάση κυριάρχησε στο δίκαιο. Στην επικράτειά του, αυτή παίρνει το όνομα του «ανθρωποκεντρισμού», με την έννοια του αποκλειστικού προσανατολισμού του δικαίου στον άνθρωπο. Επιγραμματικά, «η κοινωνία μας […] όλα τα στοιχεία της φύσης τα έβλεπε σε σχέση με τον άνθρωπο και το κατά πόσο θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα σε αυτόν. Σημείο αναφοράς, μέτρο σύγκρισης και στοιχείο διαφοροποίησης ήταν ο άνθρωπος». Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του δικαίου υπήρξε μια ιστορική και δικαιοπολιτική αναγκαιότητα, καθώς λειτούργησε ως συνθήκη και κανόνας ανθρωπισμού (προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, 2 παρ.1 Σ.), ενσωμάτωσης κοινωνικών ομάδων (π.χ. κατάργηση δουλείας, ισότητα των φύλων) και απόλαυσης των δικαιωμάτων μας, με δυο λόγια ως βασικό συστατικό μιας δημοκρατικής και φιλελεύθερης πολιτείας.
Την ίδια στιγμή, όπως έχει επισημανθεί σε διάσημες κριτικές της νεωτερικότητας, ο μοντέρνος ανθρωπισμός εμπεριέχει μια εγωιστική και ατομιστική αντίληψη του προσώπου, που ο Macpherson έχει αποκαλέσει «possessive individualism»[4] και ο Alain Renaut «ère de l’individu»[5]. Η όψη αυτή της νεωτερικότητας ερμηνεύεται ως λογική συνέχεια της θεωρίας του Κοινωνικού Συμβολαίου, ενώ για άλλους αποτελεί μια καταφανή στρέβλωση, καθώς υποτιμά τον νομοκεντρισμό και τη συμβασιοκρατία του[6]. Ανεξαρτήτως των επιμέρους δογματικών διαφωνιών για τη σχέση φυσικού δικαίου και ατομισμού ή φιλελευθερισμού και νόμου, η σύγχρονη «στροφή» στο δίκαιο είναι αυτή που ανιχνεύει και πραγματεύεται ο Σπύρος Βλαχόπουλος στο βιβλίο του ως «μετάβαση στον οικοκεντρισμό», δηλαδή ως υπέρβαση του εγωιστικού ατομισμού και του αμοραλισμού για χάρη της ηθικής –και της πολιτικής– της ευθύνης[7] απέναντι στο περιβάλλον και τα έμβια όντα του. Οι κύριες εκφάνσεις της αφορούν την κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος, στην εθνική και τη διεθνή έννομη τάξη. Αυτή αναλύεται σε έναν καταιγισμό ρυθμίσεων που, ενόψει της κλιματικής κρίσης, αποκτούν επείγοντα για τον πλανήτη χαρακτήρα, ενώ την ίδια στιγμή έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο και η προβληματική της αναγνώρισης των ζώων ως υποκειμένων του δικαίου και φορέων θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Οι συνέπειες της εξέλιξης αυτής έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για το (συνταγματικό) δίκαιο και σε αυτό το σημείο το βιβλίο μάς δίνει με ευκρίνεια τη (νέα) μεγάλη εικόνα για τους κανόνες και τους θεσμούς μας. Το οικοκεντρικό παράδειγμα συναρτάται καταρχάς με τη διεθνοποίηση του δικαίου και την εμπέδωση της καθολικότητάς του: κοινώς, στον αγώνα για το περιβάλλον κανείς δεν μπορεί να προσέλθει μόνος του. Αρκεί να παρατηρήσουμε τις δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ο Βλαχόπουλος μας υπενθυμίζει διδακτικά την πρόσφατη απόφαση του γερμανικού ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου για την κλιματική αλλαγή, στην οποία το τελευταίο έκρινε ότι διαθέτουν έννομο συμφέρον για την προσβολή του γερμανικού νόμου για το κλίμα προσφεύγοντες από άλλη ήπειρο, συγκεκριμένα από το Νεπάλ και το Μπαγκλαντές, ενώ κατέληξε στην αντισυνταγματικότητα της νομοθεσίας επειδή δεν υποχρέωνε το νομοθέτη να λάβει άμεσα μέτρα για το χρονικό διάστημα μετά το 2030[8]. Στην «περιβαλλοντική» νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η διεύρυνση του έννομου συμφέροντος καταδεικνύει την εδραίωση της συλλογικής πρόσληψης και λειτουργίας μιας «περιβαλλοντικής δημοκρατίας», όπου διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο οι αρχές της προφύλαξης και της πρόληψης, ως μορφές της αλληλεγγύης μας απέναντι όχι μόνο στις παρούσες αλλά και τις μελλοντικές γενιές. Ταυτόχρονα, καθίσταται ακόμη πιο επιτακτικό το αίτημα για ένα καλύτερο και αποτελεσματικότερο κράτος. Και τούτο δεν αφορά μόνο το περιβάλλον, αλλά και άλλους κρίσιμους τομείς, όπως το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, ενώ κυοφορεί, έστω υποδόρια, και μια περιεκτική αντίληψη για την έννοια του λαού και την προστασία των βιοτικών του συμφερόντων: ο τελευταίος δεν είναι μια φωτογραφία της στιγμής, ούτε ανάγεται μόνο στη βούληση της πλειοψηφίας. Όπως ο καθένας μας εμπεριέχει τον άλλο, έτσι και ο σημερινός λαός είναι υπόλογος στις μελλοντικές γενεές. Από τη διαχρονική του υπόσταση απορρέουν σπουδαίες ηθικές και νομικές υποχρεώσεις.
Περαιτέρω, η οικοκεντρική προσέγγιση του δικαίου επηρεάζει τόσο τους θεσμούς όσο και τη νομική μέθοδο. Ο δικαστής και η διοίκηση επωμίζονται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μεγάλο βάρος στην εξειδίκευση και στην εφαρμογή των περιβαλλοντικών ρυθμίσεων, οι οποίες δεν είναι κανονιστικά πυκνές, διότι προϋποθέτουν πολύπλοκα τεχνικά στοιχεία και απαιτητικές σταθμίσεις[9]. Κοντολογίς, η σχέση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας μοιάζει να μην υπάγεται πια στο κλασικό μοτίβο της υπεροχής της πρώτης, ενώ η δικαστική εξουσία τοποθετείται σε γκρίζες ζώνες της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα να διαστέλλονται τα όρια του δικαστικού ελέγχου[10]. Για τον ερμηνευτή του δικαίου, το δίκαιο του περιβάλλοντος ή το δίκαιο της οικονομίας παραπέμπουν σε μια διεπιστημονική προσέγγιση, καθώς τα εξωνομικά δεδομένα επικαθορίζουν τον κανόνα. Η μελέτη του Συντάγματος, όπως ωραία το θέτει ο Βλαχόπουλος, ξεφεύγει για τα καλά από την εννοιοκρατία, την τυποκρατία και τον «νομικό απομονωτισμό»[11].
Agnes Cseke / Toronto Pig Save
Η ακτιβίστρια Ρέγκαν Ράσελ για τα δικαιώματα των ζώων διαδηλώνει στο Τορόντο. Η Ράσελ υπήρξε άτυχη αφού, στις 19 Ιουνίου 2020, τη χτύπησε ένα φορτηγό μεταφοράς χοίρων μπροστά από το σφαγείο Fearmans, στο Τορόντο, και έχασε τη ζωή της.
Στην αναζήτηση της εύλογης ισορροπίας: ο «περιβαλλοντικός πραγματισμός»
Από την άλλη, το νέο οικοκεντρικό νομικό σύστημα φέρει και ένα σημαντικό κόστος που πρέπει να καταβληθεί για την προστασία του περιβάλλοντος, δηλαδή τους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, ιδίως για τα δικαιώματα οικονομικής φύσης. Το γενικό συμφέρον διαμεσολαβεί τη σχέση μας με το περιβάλλον και περιορίζει την επιχειρηματική ελευθερία. Περαιτέρω, η ανάγκη προστασίας των ζώων μπορεί να οδηγήσει σε ένταση με δικαιώματα όπως η θρησκευτική ελευθερία (βλ. π.χ. για τις τελετές με σφαγή ζώων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση) και επί τούτου η νομολογία έχει ήδη δώσει σαφή δείγματα γραφής (βλ. ΣτΕ 1751/2021)[12]. Η τυχόν αναγνώριση των υποκειμενικών δικαιωμάτων σε ζώα και σε στοιχεία της φύσης συνιστά βήμα εξέλιξης και δυναμικής ερμηνείας του δικαίου, όμως προκαλεί δομικά ερωτήματα σε σχέση με την αντιπροσώπευση και γενικά την υπαγωγή τους σε νομικές κατηγορίες που προϋποθέτουν βούληση και λόγο (όπως είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, η ικανότητα δικαστικής παράστασης, το έννομο συμφέρον κ.λπ.), ενώ προκρίνει in extremis έναν «δικαιωματισμό» που δεν αποτελεί άνευ ετέρου τη λύση σε κάθε πρόβλημα. Ο συγγραφέας εύλογα επισημαίνει ότι τα ζώα δεν είναι πράγματα/αντικείμενα, εντούτοις ορθά μας προειδοποιεί ότι τα υποκειμενικά δικαιώματα δεν αποτελούν το κατάλληλο νομικό εργαλείο διότι οδηγούν σε μια σειρά από αδύνατες εφαρμογές και αντιφάσεις (π.χ. ισότητα μεταξύ των ζώων, συμβατότητα της καθολικότητας των δικαιωμάτων με την αναγκαιότητα της θανάτωσης των ζώων για θεραπευτικούς λόγους). Ούτε, βέβαια, στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο, οι μελλοντικές γενιές μπορούν να θεωρηθούν φορείς υποκειμενικών δικαιωμάτων, διότι πολύ απλά δεν είναι υπαρκτές.
Κατά συνέπεια, το νομικό μας σύστημα δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στο δίπολο του «ανθρωποκεντρισμού» και του «οικοκεντρισμού», με όρους αντίθεσης και σύγκρουσης μεταξύ των δύο μοντέλων, αλλά να επιχειρήσει τον εύλογο συμβιβασμό και τη συμπληρωματικότητά τους. Όπως σημειώνει ο Βλαχόπουλος, «σημασία έχει το δίκαιο να μην προστατεύει μόνο τον άνθρωπο, αλλά και τα ζώα και τα υπόλοιπα στοιχεία της φύσης», στο πλαίσιο μιας ενδιάμεσης κατηγορίας που στη σχετική βιβλιογραφία αναδεικνύεται ως «περιβαλλοντικός πραγματισμός»[13]. Στην πραγματικότητα, αυτή η ενότητα του βιβλίου θέτει έναν καίριο προβληματισμό της εποχής των (πολλαπλών) κρίσεων: τη δυνατότητα να υπηρετηθεί το γενικό συμφέρον και να προστατευθεί το περιβάλλον και το οικοσύστημά μας, δίχως να απωλέσουν τα δικαιώματά μας την αξία και την ισχύ τους[14]. Σε μια νέα οικοκεντρική τάξη, οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ακραιφνώς νομικές. Συναρτώνται με την εμπέδωση μιας νέας κοινωνικής και περιβαλλοντικής συνείδησης και παιδείας και την κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, χωρίς, ωστόσο, ακραίους ακτιβισμούς που μοιάζει τελικά να οδηγούν στο αντίθετο από τον σκοπό που επιδιώκουν. Για να το συνοψίσουμε στο εξαιρετικά παραστατικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, η θέση του περήφανου αετού δεν είναι στο γήπεδο της Μπενφίκα και της ΑΕΚ, στο da Luz ή στη Νέα Φιλαδέλφεια, για να ικανοποιήσει τους συμβολισμούς και τις ποδοσφαιρικές μας φαντασιώσεις, αλλά στον δικό του ουρανό.
Εικόνες από το ψηφιακό μας μέλλον
Η αλλαγή του συνταγματικού μας Παραδείγματος δεν σταματά στον οικοκεντρισμό, ο οποίος σηματοδοτεί τη φθορά του νεωτερικού ανθρωποκεντρισμού και το τέλος της αλαζονείας του, αλλά ήδη περιέχει την υπέρβασή του. Η τεχνητή νοημοσύνη και οι απρόβλεπτες συνέπειές της, αυτή η terra incognita για τους κοινωνικούς επιστήμονες είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, το «καινούργιο νέο». Στις αχαρτογράφητες ακόμη, τουλάχιστον από κανονιστικής άποψης, εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης, ο Βλαχόπουλος διακρίνει τόσο τη μεγάλη ευκαιρία της μεταρρύθμισης σε τομείς όπως η δικαιοσύνη, η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση, ακόμη και η χωροταξία και η πολεοδομία, όσο και την απειλή μιας αυτοκαταστροφικής απώλειας του ελέγχου του ανθρώπου πάνω στην ίδια του τη ζωή. Αναρωτιέται δυνατά πώς η τεχνητή νοημοσύνη θα καταστεί συμβατή με τις βασικές μας ηθικές και νομικές έννοιες, όπως η ευθύνη και ο καταλογισμός, η ενοχή και η υπαιτιότητα. Προβληματίζεται βαθιά για τη δικαιοσύνη που μπορεί να απονέμει στο μέλλον ένας αλγόριθμος, στο όνομα μιας δήθεν αντικειμενικότητας των δεδομένων, υποκαθιστώντας την υποκειμενική εκτίμηση του δικαστή.
Απέναντι στη διάχυτη αμηχανία και το δέος που προκαλεί η τεχνητή νοημοσύνη, η θέση του συγγραφέα δεν μπορεί παρά να υπηρετεί πρωτίστως ένα ηθικό και ανθρωπιστικό πρόταγμα[15]: με τα δικά του λόγια, «αν μπορεί να εξαχθεί ένα συμπέρασμα και χωρίς να υποτιμώνται οι πολύτιμες θετικές πτυχές της τεχνητής νοημοσύνης, αυτό είναι ότι η ανθρώπινη επίβλεψη στις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης είναι απαραίτητος όρος για τη διατήρηση του σύγχρονου δημοκρατικού κράτους δικαίου. Ο κίνδυνος για την τεχνητή νοημοσύνη είναι να γίνει ανεξέλεγκτη και πλήρως αυτόνομη από τον ανθρώπινο παράγοντα».
Το στοχαστικό και παρεμβατικό βιβλίο του Σπύρου Βλαχόπουλου λέει πολλά και σημαντικά με ευσύνοπτο τρόπο. Διατυπώνει τα σωστά ερωτήματα, ώστε να αναζητήσουμε μαζί του τις διόλου αυτονόητες απαντήσεις, περιφρουρώντας πάντα τις θεμελιώδεις και αδιαπραγμάτευτες συνταγματικές μας αρχές. Καλλιεργεί τον εύλογο πραγματισμό, δίχως να παραμελεί τους κανόνες και τις αξίες. Μας υποδεικνύει τη διεπιστημονική μέθοδο, τη συναρπαστική έξοδο από τη νομική εσωστρέφεια, και μας καλεί να κατανοήσουμε τις ριζικές μεταβολές που υπερβαίνουν και προσδιορίζουν ταυτόχρονα τους νομικούς μας ορίζοντες. Εκπληρώνει έτσι την υψηλή αποστολή και ευθύνη του σύγχρονου συνταγματολόγου και νομικού σήμερα, σε μια εποχή που κρύβει μεγάλες απορίες και διακινδυνεύσεις.
[1] Βλ. την εισαγωγή του βιβλίου, σελ. 15-17. Σύμφωνα με τον Thomas Κυhn, το Παράδειγμα συνίσταται στο σύνολο των πεποιθήσεων, των μεθόδων και των τεχνικών της επιστημονικής κοινότητας, καθώς και στις παραδειγματικές λύσεις συγκεκριμένων προβλημάτων. Βλ. T. Kuhn, La structure des révolutions scientifiques, Champs-Flammarion, μετ. L. Meyer, Paris, 1983.
[2] Η οποία σημειώνει ότι «η σχέση ανθρώπου-φύσης και ανθρώπου-ζώων εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να καθορίζεται μέσα από το πρίσμα του ωφελιμισμού μας» (σελ. 10).
[3] R. Dawkins, Το εγωιστικό γονίδιο, επιμέλεια Α. Μάμαλης, μετάφραση Π. Δεληβοριάς, Κάτοπτρο, 2017 (τεσσαρακονταετής επετειακή έκδοση).
[4] Στο κλασικό του έργο, C. B. Macpherson, The political theory of possessive Individualism: Hobbes to Locke, Oxford University Press, επανέκδοση, 2011.
[5] Ο Renaut αναδιατυπώνει την κριτική στη μοντέρνα βουλησιαρχία και την απουσία ορίων στην ανθρώπινη ελευθερία, με επίκεντρο το καρτεσιανό παράδειγμα. Η θεμελίωση μιας αυτονομίας της ευθύνης και όχι της εγωκεντρικής ανεξαρτησίας του ατόμου συνεπάγεται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, την αναγωγή μας στην Τρίτη Κριτική του Καντ, καθώς σε αυτήν η πρόσληψη του κόσμου δεν ερείδεται στο cogito αλλά στην ίδια την πραγματικότητα. Εντούτοις, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι η Τρίτη Κριτική του Kαντ αφορά την αισθητική κρίση και όχι τον κανόνα δικαίου. Βλ. Alain Renaut, L’ère de l’individu, Gallimard, Paris, 1989.
[6] Βλ. αντί πολλών για τον (δήθεν) «μονολογισμό» της νεωτερικότητας τις αναλύσεις του O. Cayla, La notion de signification en droit: contribution à une théorie du droit naturel de la communication, Thèse, dir. Stéphane Rials, Université Paris II, Paris, 1992.
[7] Την ευθύνη απέναντι στις επόμενες γενιές έχει αναδείξει συστηματικά στο πεδίο της φιλοσοφίας ο H. Jonas, Le fardeau et la grâce d’être mortel, μετ. M.-G. Pinsart-G.Hottois σε G. Hottois (επιμ.), Aux fondements d’une éthique contemporaine: H. Jonas et H. T. Engelhardt, Problèmes et Controverses, Vrin, Paris, 1993, σελ. 39 επ.
[8] Απόφαση του Πρώτου Τμήματος της 24ης Μαρτίου 2021, βλ. σελ. 40-41 του βιβλίου και τις σχετικές βιβλιογραφικές παραπομπές.
[9] Βλ. την πρόσφατη διδακτορική διατριβή του Μ. Παπαγεωργίου, Η προστασία του περιβάλλοντος και η οικονομική ελευθερία: από τη σύγκρουση συμφερόντων στη βιώσιμη ανάπτυξη, Σάκκουλας, 2022. Επίσης για τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πεδίο της περιβαλλοντικής προστασίας και της βιώσιμης ανάπτυξης Σ. Τσεβάς (επιμέλεια), Ε. Σαρπ - Σ. Βλαχόπουλος - Λ. Κιουσοπούλου (επιστημονική εποπτεία), πρόλογος Ι. Σαρμά, Σημαντικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σχολιασμένη νομολογία των τελευταίων 30 ετών, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 επ.
[10] Για τις διαβαθμίσεις του δικαστικού ελέγχου, ιδίως στις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας βλ. Ευ. Βενιζέλος, Η οικονομική κρίση ως δικανική πρόκληση. Η καμπύλη του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των «μνημονιακών» μέτρων, Σάκκουλας, 2020. Επίσης τη διδακτορική διατριβή του Δ. Χ. Πατσίκα, Η συνταγματική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σάκκουλας, 2022, πρόλογος Α. Καϊδατζή.
[11] Σελ. 59, σύμφωνα με τη διατύπωση της Α. Τσαούση στην οποία παραπέμπει ο συγγραφέας. Βλ. Ιδίας, Διεπιστημονικότητα και νομική επιστήμη; Γιατί είναι αλληλένδετες και τι σημαίνει αυτό για την από κοινού ανάπτυξή τους, διαθέσιμο σε ejournals.lib.auth.gr.
[12] Ε. Πρεβεδούρου, Ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος και καλή διαβίωση των ζώων – Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δικαστικός ακτιβισμός του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1751/2021), διαθέσιμο σε www.prevedourou.gr.
[13] Βλ. σελ. 77 και τις εκεί παραπομπές.
[14] Δίχως να ενδώσουμε, σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση του Σ. Βλαχόπουλου, με αφορμή τους έντονους περιορισμούς των δικαιωμάτων στην περίοδο της πανδημίας, σε έναν «συνταγματικό μιθριδατισμό». Βλ. Ιδίου, Συνταγματικός Μιθριδατισμός. Οι ατομικές ελευθερίες σε εποχές πανδημίας, Ευρασία, 2020, πρόλογος Π. Παπαδόπουλος.
[15] Για τους ηθικούς προβληματισμούς σε σχέση με την τεχνητή νοημοσύνη βλ. επίσης Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Τεχνητή νοημοσύνη: ο δρόμος προς ένα ψηφιακό συνταγματισμό. Μια ηθικοσυνταγματική θεώρηση, Παπαζήσης, 2023, πρόλογος Ι. Σαρμά.