Αριστερά: μύθοι και πραγματικότητες
Jacques Julliard, Οι Αριστερές της Γαλλίας. Ιστορία, πολιτική και φαντασιακό, 1762-2012, μετάφραση από τα γαλλικά: Χριστίνα Σαμαρά, επιστημονική επιμέλεια: Δημήτρης Αντωνίου, Πόλις, Αθήνα 2015, 928 σελ.
Μία, δύο, τρεις, τέσσερις Αριστερές. Οι κουλτούρες της χειραφέτησης και της κοινωνικής δικαιοσύνης γέννησαν διάφορα ιδεολογικά ρεύματα που, όπως αποδείχθηκε ιστορικά, δεν κινήθηκαν όλα στην κατεύθυνση του πολιτικού φιλελευθερισμού ή δεν είδαν όλα με τον ίδιο τρόπο την αντίληψη περί κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Ζακ Ζυλλιάρ περιγράφει τις διάφορες εκδοχές της Αριστεράς στην ιστορική εξέλιξη – που δεν ήταν πάντα δύναμη κοινωνικής προόδου και ελευθερίας. Αναδημοσίευση από το τεύχος 64 του Books' Journal, Μάρτιος 2016. [ΤΒJ]
Είναι συνηθισμένο στις συζητήσεις για την Αριστερά (όχι όμως και για τη Δεξιά) να αμφισβητούνται συχνά διάφοροι σχηματισμοί που αυτοπροσδιορίζονται στον συγκεκριμένο ιδεολογικό και πολιτικό χώρο. Όσοι, ωστόσο, αναλώνονται να αποδείξουν αν οι ριζοσπάστες ή οι σοσιαλδημοκράτες, οι μαοϊκοί ή οι σταλινικοί, οι κομμουνιστές ή οι ρεφορμιστές, οι συριζαίοι ή οι δημοκρατικοσυμπαραταξιακοί είναι αριστεροί ή όχι, εμπλέκονται σε μια μεταφυσική αντίληψη για το τι είναι Αριστερά. Θεωρούν πως η Αριστερά είναι κάτι σαν εκμαγείο στο οποίο κανείς χύνει ένα ρευστό υλικό και περιμένει αυτό το υλικό να πάρει το σχήμα του εκμαγείου. Αν το υλικό είναι πολύ αφαιρεί λίγο, αν είναι λίγο προσθέτει μερικές δόσεις.
Έτσι ακούμε και διαβάζουμε πως το τάδε δεν είναι Αριστερά, ή το δείνα είναι Αριστερά. Ακούμε δηλαδή ανοησίες. Που όμως έχουν στοιχίσει εκατομμύρια θύματα, ακριβώς επειδή όσοι ξέφευγαν από τα καλούπια του μαγικού αριστερού εκμαγείου έπρεπε να εξαλειφθούν. Οι ανοησίες στις παρέες είναι συχνά διασκεδαστικές, στην ιστορία όμως κοστίζουν ακριβά, πολλές φορές μάλιστα πληρώνονται με ανθρώπινα θύματα. Όποιος ξεφεύγει από τα καλούπια του αριστερού εκμαγείου καταδικάζεται ως «προδότης» ή ως «συμβιβασμένος» και έχει την τύχη των προδοτών και των συμβιβασμένων. Ή εμείς ή αυτοί. Και όμως, «η Αριστερά και η Δεξιά δεν υπάρχουν παρά μόνο σε σχέση η μια με την άλλη· αντλούν πνοή από τις αντιπαραθέσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους» (σελ. 122).
Αυτή η αντίληψη, που θέλει την Αριστερά όχι απλό ιδεότυπο στον οποίο εκδηλώνονται και μεταβάλλονται, υποχωρούν και ανέρχονται, συνυπάρχουν και συγκρούονται διαφορετικές ιδέες οι οποίες υπακούουν σε συγκεκριμένους κεντρικούς άξονες μέσω των οποίων διεκδικείται ένα συγκεκριμένο κοινωνικό μοντέλο, αλλά μια αναλλοίωτη μορφή που όποιος την αλλάξει πρέπει να καταδικαστεί στο πυρ το εξώτερον, κατά βάθος είναι μια θρησκευτική αντίληψη. Για να τη διαψεύσει και για να βάλει, όπως θα έλεγε ο Μαρξ, τα πράγματα με το κεφάλι πάνω και τα πόδια κάτω, έγραψε το βιβλίο Οι Αριστερές της Γαλλίας ο καθηγητής ιστορίας, αλλά και πολιτικά δρων, Ζακ Ζυλλιάρ. Στόχος του, να αποδείξει ότι η πραγματικότητα δεν είναι ανεξάρτητη από τις ιδέες, αλλά και ότι οι ιδέες δεν μπορούν να διατυπωθούν αυτόνομα, ανεξάρτητα από την πραγματικότητα. Ο Ζυλλιάρ, με άλλα λόγια, εκκινεί από τη μαρξική θέση, ότι το είναι καθορίζει τη συνείδηση. Προχωρεί όμως ένα βήμα παραπέρα, δείχνοντας ότι δεν υπάρχει κανένα γίγνεσθαι ανεξάρτητο από τις ιδέες. Για να αποδείξει τον ισχυρισμό του, εκκινεί από τα ιστορικά γεγονότα για να καταλήξει στις ιδέες που τα υποκινούν ή και γεννιούνται στη δίνη τους – απορρίπτοντας το αντίθετο, το προχώρημα από τις ιδέες στην ιστορία. Στην πραγματικότητα, ο Ζυλιάρ προτείνει μια ιστορία με σώμα (γεγονότα) και ψυχή (ιδέες), όχι μια μετανεωτερική ιστορία, στην οποία οι ιδέες ζουν μόνες τους, σαν ασώματη ψυχή, ερήμην των γεγονότων.
Στο πλαίσιο της αντίληψης αυτής, εντάσσει και την ιστορία της Αριστεράς – των Αριστερών. Οι ιδέες της προόδου και της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν εκφράστηκαν πάντα και παντού με τον ίδιο τρόπο – γι’ αυτό και δεν γίνεται λόγος για μία Αριστερά αλλά για πολλές. Τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, όπως τις εκθέτει ο Ζυλλιάρ, θα δούμε στη συνέχεια.
Το μεγάλο γεγονός που γέννησε την Αριστερά (τις Αριστερές) είναι η Γαλλική Επανάσταση. Πριν όμως από το γεγονός υπήρξε η προετοιμασία του. Ο Διαφωτισμός. Ο Ζυλλιάρ δεν ταυτίζει τις Αριστερές με τον Διαφωτισμό. Κάθε άλλο. Δεν ισχυρίζεται πως ο Διαφωτισμός είναι αριστερός, αλλά μόνο ότι η Αριστερά είναι απότοκος του Διαφωτισμού. Όχι όμως και η μοναδική κληρονόμος. Εξ άλλου, ο Διαφωτισμός είναι ένας άσωτος αλλά και γαλαντόμος γονέας που ξόδεψε όλη του την περιουσία από εδώ και από εκεί, γι’ αυτό και δεν υπάρχει αποκλειστικός μεγάλος κληρονόμος του, αλλά μόνο πολύ μικροί, εξ ου και οι πολλές Αριστερές.
Η Αριστερά στο ξεκίνημά της είναι η φιλοσοφία της προόδου, άμεσα συνδεδεμένη με το κριτήριο της κοινωνικής δικαιοσύνης, είτε αυτή παρουσιάζεται με φωτεινά χρώματα (Κοντορσέ) είτε με σκοτεινά (Ρουσσώ), είτε ως κίνηση προς τα εμπρός (πάλι Κοντορσέ) είτε ως οπισθοδρομική αλλά αναγκαία κίνηση (πάλι Ρουσσώ). Αυτή όμως η πίστη στην πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη συνδέεται άρρηκτα με την προτεραιότητα του ατόμου, σε αντίθεση με την προτεραιότητα που το Παλαιό Καθεστώς έδινε στους κοινοτικούς και θρησκευτικούς δεσμούς και θεσμούς, όπως η εκκλησία, η οικογένεια, η συντεχνία, η επαρχία κ.λπ. Συνδέεται όμως, ταυτοχρόνως, και με την πεποίθηση πως μόνο η Δημοκρατία, με τη μορφή της λαϊκής κυριαρχίας, ταιριάζει στη εποχή της Προόδου. Αριστερά, επομένως, κατ’ αρχάς, είναι η πίστη στην (όχι αγία) τριάδα: «πρόοδος, άτομο, λαός» (ή: «πρόοδος, ατομικισμός, δημοκρατία»). Το βιβλίο παρακολουθεί πώς εγκαταλείπεται ιστορικά αυτή η «τριάδα», πώς επανέρχεται (ή, πιο σωστά, πώς οι βασικές αρχές της γαλλικής Αριστεράς αλλάζουν, μεταλλάσσονται, φεύγουν, επιστρέφουν) και, τέλος, πώς γύρω απ’ αυτές σχηματίζονται οι τέσσερις μεγάλες οικογένειές της. Πριν όμως φτάσουμε σ’ αυτές τις οικογένειες, έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε στην ιστορία των γεγονότων και των ιδεών – στην ιστορία των σωμάτων και των ψυχών τους.
Προπάτορες ή γιοι;
Η Αριστερά γεννιέται τον 18ο αιώνα, όπως και η Δεξιά. Προγονός της είναι το τρίλημμα: «πρόοδος, παράδοση ή παρακμή». Ο δημοκράτης αριστερός Κοντορσέ απαντά: πρόοδος. Η θρησκευτική Δεξιά απαντά: παράδοση. Και ο ριζοσπάστης Ρουσσώ: και πρόοδος και παρακμή. Έτσι άνοιξε η συζήτηση, η οποία συνεχίζεται ώς σήμερα.
O Γενικός Πίνακας της Προόδου του Κοντορσέ είναι, βεβαίως, ο πίνακας της πνευματικής προόδου: «ο αγώνας ενάντια στην αμάθεια είναι αυτός που θα επιτρέψει στην πρόοδο να χαράξει με ασφάλεια την πορεία της» (σελ. 42). Ο Ζυλλιάρ θεωρεί τον Κοντορσέ, και πιστεύω πως έχει απόλυτο δίκιο, θεμελιωτή της Δημοκρατίας. Ο Κοντορσέ είναι όμως και ένας μεγάλος αριστερός αριστοκράτης επαναστάτης που εκτελέστηκε από άλλους αριστερούς (Ιακωβίνους) της εποχής του. Συνεπώς, ισχυρίζεται ο Ζυλλιάρ, κάνει λάθος όποιος νομίζει πως τα πράγματα είναι ευθύγραμμα, όπως μια σειρά εξισώσεων: φιλοσοφία του Διαφωτισμού = Επανάσταση = δικαιώματα του ανθρώπου = διανοούμενος της Αριστεράς. Όποιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο μάλλον χρειάζεται να διαβάσει πολύ προσεκτικά αυτό το βιβλίο, γιατί εδώ θα κατανοήσει ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου ευθύγραμμα και, προπαντός, ότι δεν είναι αιώνια.
Αλλά, για να είμαστε ακριβείς, ούτε η άποψη που θεωρεί τεχνητή τη συγγένεια ανάμεσα στον Διαφωτισμό και τη σύγχρονη Αριστερά είναι ορθή. Η συγγένεια αυτή είναι ιστορική: αλλάζει, μετεγγράφεται και μετασχηματίζεται. Η συγγένεια όμως είναι αναδρομική: «Δεν είναι οι πατεράδες που γέννησαν τους γιους, αλλά οι ίδιοι οι γιοι που επινόησαν τους προπάτορές τους» (σελ. 49). Και τι συμβαίνει με τους κομμουνιστές; Είναι και αυτοί γιοι του Διαφωτισμού; Αναφέρει ο Ζυλλιάρ:
Οι κομμουνιστές και οι αριστεριστές, με άλλα λόγια η Άκρα Αριστερά, αποτελούσαν ανέκαθεν ένα σημαντικό, ενίοτε και πλειοψηφικό, τμήμα της γαλλικής Αριστεράς, από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Η ταύτισή τους όμως με τις αξίες του Διαφωτισμού είναι εντελώς αβάσιμη. (σελ. 51).
Όποιος κατανοεί αυτή τη διάκριση του συγγραφέα θα ενθουσιαστεί και με την υπέροχη, λογοτεχνική γλώσσα στην οποία μας προσφέρει τις ιδέες του, με τον πλούτο των ιστορικών συμβάντων και με τα κεφάλαια στα οποία εξετάζει την αντίθεση διαφορετικών προσωπικοτήτων μεταξύ τους. Θεωρώ ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτα τα μέρη στα οποία, μέσω της αντιθετικής παρουσίασης προσωπικοτήτων όπως ο Ρουσσώ και ο Βολταίρος, ο Νταντόν και ο Ροβιεσπέρος, ο Ουγκώ και ο Λαμαρτίνος, ο Γκαμπετά και ο Φερύ, ο Κλεμανσώ και ο Ζωρές και, κυρίως, ο «Άγιος» Καμύ και ο «αμαρτωλός» Σαρτρ, παρουσιάζει στους αναγνώστες τις διαφορετικές Αριστερές. Στο ξέφωτο αυτών των παράλληλων προσωπογραφιών, αποκαλύπτει τις «κρυμμένες» στο γυμνό μάτι διαφορές μεταξύ των αριστερών της Γαλλίας. Θα ήθελα λίγο πιο αντικειμενικό το κεφάλαιο στο οποίο αναπτύσσεται το πορτραίτο του Φρανσουά Μιττεράν σε αντίθεση με αυτό του Πιερ Μαντές Φρανς. Εδώ, η Δεύτερη Αριστερά που εκπροσωπεί ο Ζυλλιάρ αποδεικνύει πόσο δύσκολη είναι η απόλυτη αντικειμενικότητα, όταν παρουσιάζεις τον αντίπαλό σου, τον εκπρόσωπο της Πρώτης Αριστεράς, τον Μιττεράν.
Αριστερές και θρησκεία
Μόνο ο βαθιά δογματικός θεωρεί πως οι προπάτορες της Αριστεράς είναι όλοι άθεοι και αντικληρικαλιστές. Ο Ζυλιάρ, ο οποίος προσδιορίζει τον εαυτό του στο ρεύμα του αριστερού καθολικισμού, αντιμετωπίζει με συγκαταβατική ειρωνεία τον ρηχό αντικληρικαλισμό. Σε αντίθεση, ο συγγραφέας διακρίνει κατ’ αρχάς μια γιανσενική Αριστερά. Οι γιανσενιστές είναι οι μακρινοί πρόγονοι της επαναστατικής Αριστεράς του 1793. Το 1789, όμως, ανήκει σε μια άλλη θρησκευτική Αριστερά, την ιησουιτική.
Γιανσενική και ιησουιτική Αριστερά στο όνομα της Επανάστασης; Κοσμική ιεροσυλία; Και όμως. Αναφέρει ο Ζυλλιάρ:
Αν εστιάσουμε στις πολιτικές καταβολές της Επανάστασης, και ιδίως στον λυσσαλέο αγώνα του Παρλαμέντου ενάντια στον απολυταρχισμό του Παλαιού Καθεστώτος, τότε μπορούμε να δεχτούμε μια συγγένεια μεταξύ του γιανσενισμού και της σύγχρονης Αριστεράς […] αν όμως τοποθετηθούμε από τη σκοπιά της φιλοσοφίας της Επανάστασης […] τότε είναι το ιησουίτικο δόγμα της ελεύθερης βούλησης και της ουμανιστικής ελευθερίας αυτό που προαναγγέλλει […] το δόγμα της Αριστεράς που θεμελιώθηκε στην οικουμενικότητα του ανθρώπινου είδους και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. (σελ. 87)
Αλλά εδώ δεν παίζει ρόλο μόνο ο καθολικισμός. Συστατικός παράγοντας των προπατόρων της Αριστεράς είναι και το πνεύμα του προτεσταντισμού. Θα θύμωνε, αν το διάβαζε αυτό ο Μαξ Βέμπερ; Κάθε άλλο, μάλλον θα χαιρόταν. Γιατί τι άλλο ήταν το προτεσταντικό πνεύμα του από το πνεύμα της προοδευτικής αστικής τάξης που συνεργάστηκε πολιτικά με την εργατική τάξη; Βεβαίως, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφέρει πως η Αριστερά χρωστά πολύ περισσότερα στον Έρασμο, ίσως και στον Πελάγιο θα συμπλήρωνα, απ’ ό,τι στον Γιανσένιο ή στον Καλβίνο. Ούτε παραγνωρίζει ότι, ιστορικά, «μόνο από τη σκοπιά του θεμελιώδους αντικληρικαλισμού μπορούμε να προσεγγίσουμε τη σχέση της γαλλικής Αριστεράς με τον Διαφωτισμό» (σελ. 101). Αλλά ακόμα και αν ισχυριστούμε, όπως ο ιερέας Μελλιέ, ότι πάντα χρειάζεται ένας θεός για τον «λαουτζίκο», ακόμη και τότε μια θρησκευτικότητα, έστω και κοσμικού χαρακτήρα, πλανάται πάνω από τις Αριστερές. Έχει δίκιο; Αρκεί να σκεφτούμε τις θρησκείες του σταλινισμού και του μαοϊσμού που τον επιβεβαιώνουν.
Η Γαλλική Επανάσταση
Και έρχεται η ώρα της Γαλλικής Επανάστασης, που είναι ο Μωυσής της Αριστεράς. Αυτός που οδηγεί τις Αριστερές στη Γη της δικής τους Επαγγελίας.
Ασφαλώς, τα χρόνια της γαλλικής Επανάστασης ο διαχωρισμός Αριστερά- Δεξιά έχει μόνο μια χωρική (αριστερή και δεξιά πλευρά στο Κοινοβούλιο) σημασία, χωρίς άλλη πολιτική νοηματοδότηση. Σιγά σιγά, όμως, εμφανίζονται και τα πολιτικά νοήματα, και αποκτούν ιδεολογικά χαρακτηριστικά οι διαφορές Αριστεράς – Δεξιάς
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη μια επισήμανση: η Δεξιά, ως δύναμη εναντίωσης στη Γαλλική Επανάσταση, ποτέ δεν τόλμησε να αποδεχτεί την πολιτική της ταυτότητα. «Η Αριστερά επαίρεται που είναι η Αριστερά· [ενώ] η Δεξιά ντρέπεται που είναι η Δεξιά» (σελ. 119). Ένας παράγοντας που συνέβαλε στη αργή ωρίμανση αυτής της διάστασης της Αριστεράς από τη Δεξιά (της;) είναι η ύπαρξη του Κέντρου. Του πολιτικού χώρου που αμβλύνει τις πολώσεις, αλλά και τις αναπαράγει – ή. Για να το πω με τα λόγια του Ζυλλιάρ, «ευχή και κατάρα κάθε πολιτικού συστήματος». Αφού, «με άλλα λόγια, η Επανάσταση εκτυλίσσονταν σχεδόν πάντα στο πλαίσιο ενός απαρέγκλιτου τρικομματισμού» (σελ. 120), που τον χώρισαν οι απόψεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου, η έννοια της κυριαρχίας, η στάση έναντι της θρησκείας και το ζήτημα της δημόσιας εκπαίδευσης.
Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και του Πολίτη (27/8/1789) χώριζε πάντως τη Γαλλία σε δυο στρατόπεδα. Από τη μια βρισκόταν το στρατόπεδο της Αριστεράς που εμφορούνταν από τη διπλή αρχή της ελευθερίας και της ισότητας (μαζί, όχι μόνο η μια ή η άλλη αρχή). Από την άλλη ήταν αυτό που, χωρίς να προβάλει καθαρά την αντίθεσή του σ’ αυτές τις αρχές, καταθέτει διαρκώς ένα σωρό ενστάσεις και επιφυλάξεις. Η Δεξιά δεν είναι η παράταξη της ελευθερίας, αλλά η παράταξη της ιεραρχίας, της ισχυρής εξουσίας, του συγκεντρωτισμού. Στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, ελευθερία σήμαινε Αριστερά.
Αν η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων χωρίζει την Αριστερά από τη Δεξιά μέχρι το 1840, έκτοτε αυτή η διαφορά παύει σταδιακά. Έκτοτε εμφανίστηκαν άλλοι διαχωρισμοί. Οι δυο χώροι απαντούσαν διαφορετικά στο ερώτημα: ποιος είναι ο κυρίαρχος; Ήταν οι αντιπρόσωποι ή η άμεση δημοκρατία και ο λαός; Η εκτελεστική ή η νομοθετική εξουσία; Ο μονάρχης ή, ανάλογα, ο Πρόεδρος ή το Κοινοβούλιο; Εκ πρώτης όψεως, το πρώτο σκέλος των απαντήσεων ήταν οι θέσεις της Δεξιάς, το δεύτερο απηχούσε τις θέσεις της Αριστεράς. Αλλά στον κόσμο των πολλών Αριστερών δεν είναι πάντα και παντού έτσι. Δεν είναι όλες οι Αριστερές και όλοι οι αριστεροί που υποστηρίζουν την άμεση δημοκρατία, τη νομοθετική εξουσία και το Κοινοβούλιο. Ούτε και όλοι οι δεξιοί που υποστηρίζουν τη μοναρχία και την εκτελεστική εξουσία. Η αντιπροσωπευτική κυριαρχία έχει βασικό υπέρμαχο τον δεινό ρήτορα Σεγιές, η άμεση κυριαρχία τον «αδιάφθορο» Ροβιεσπέρο, οι δε μοναρχικοί υποστηρίζουν τη μεικτή κυριαρχία. Αν και η υποστήριξη της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί την ιδρυτική πράξη της Αριστεράς, το αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας από τον 19ο αιώνα και ύστερα θα ενσωματωνόταν στον πολιτικό λόγο και της Αριστεράς και της Δεξιάς.
Η εκπαίδευση συνθέτει μια ακόμη διαφορά. Για την Αριστερά, η εκπαίδευση είναι το παν. Όσοι ασπάζονται τα αγαθά της εκπαίδευσης, αρνούνται ως και την καθολική ψήφο, καθ’ όσον οι άνθρωποι δεν έχουν την παιδεία να τη χρησιμοποιήσουν σωστά. Η ορλεανική και βοναπαρτική Δεξιά, με τη σειρά τους, μάλλον επιθυμούν την καθολική ψήφο, ιδίως όσο οι χωρικοί δεν απογαλακτίζονται από το βασιλιά τους. Τέλος, όσον αφορά τη θρησκεία, στους κόλπους των Αριστερών διαμορφώνονται τρεις στάσεις. Ο γαλλικανισμός που διαπνέει τον όρκο των ιερέων προς το Πολιτικό Σύνταγμα του κλήρου. Η εκκοσμίκευση που αποκορυφώνεται το 1905 με το νόμο για το διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας – νόμο που επέβαλε ο μαχητικός αθεϊσμός των ρεπουμπλικάνων των αρχών του 20ού αιώνα, όχι όπως πιστεύεται λανθασμένα των Ιακωβίνων του 1793, και ψήφισε η κυβέρνηση των ριζοσπαστών ρεπουμπλικάνων.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, όχι μόνο υπάρχουν πολλές Αριστερές, αλλά και πολλοί αριστεροί, όπως ο Ζαν Ζορές, οι οποίοι θεωρούν ότι ο σοσιαλισμός είναι η φυσική συνέπεια της Δημοκρατίας. Και αν επιτρέπεται μια ακόμη δική μου ερμηνεία, ο Ζορές, στις αρχές του 20ού αιώνα, υποστήριζε, με γαλλικό τρόπο, αυτό που στη Γερμανία είχε λίγα χρόνια πριν διακηρύξει ο Μπερνστάιν: «η δημοκρατία είναι σοσιαλισμός».
Βεβαίως υπάρχουν και άλλα δίπολα που χωρίζουν την Αριστερά από τη Δεξιά, αλλά και τις Αριστερές μεταξύ τους: δημοκρατική πολιτεία (république) ή δημοκρατία (démocratie), κεντρικό κράτος ή αποκέντρωση, φιλελεύθερη ή κοινωνική δημοκρατία, παιδεία ή εκπαίδευση, γαλλικανισμός ή διαχωρισμός.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός
Την περίοδο της Παλινόρθωσης (1815-1830) και της Ιουλιανής Μοναρχίας (1830-1848), στη Γαλλία διαμορφώνεται ο πολιτικός φιλελευθερισμός. Πολιτική φιλοσοφία αρχικά της Αριστεράς που, όσο και να φαίνεται σε κάποιους παράξενο, βασίζεται στη διάκριση μεταξύ αρχαίων και νεότερων ελευθεριών του κατ’ εξοχήν αριστερού φιλόσοφου της εποχής, του Μπενζαμέν Κονστάν.
Την εποχή της Παλινόρθωσης, το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι ποιοι δικαιούνται να ψηφίζουν. Παρά τις ενστάσεις εκ μέρους τμήματος των Αριστερών για το δικαίωμα ψήφου των χωρικών και των αγράμματων, εν τέλει το καθολικό δικαίωμα ψήφου υποστηρίζεται από τις Αριστερές, ενώ τμήματα της Δεξιάς εξαρτούν αυτό το δικαίωμα από κάποιους χρηματικούς περιορισμούς. Το δεύτερο ερώτημα είναι εξ ίσου καθοριστικό της ποιότητας της δημοκρατίας: αντιπροσωπευτικό ή κοινοβουλευτικό σύστημα; Βεβαίως, εκείνη την εποχή, αντιπροσωπευτικό και κοινοβουλευτικό δεν σήμαιναν το ίδιο πράγμα. Στο αντιπροσωπευτικό αίτημα, η νομοθετική εξουσία ασκείται από εκλεγμένους αντιπροσώπους με τιμοκρατική ψηφοφορία. Στο κοινοβουλευτικό, η εκτελεστική εξουσία είναι υπόλογη στους εκλεγμένους με καθολική ψηφοφορία αντιπροσώπους. Το εύρος και η ουσία των διλημμάτων κατά της περίοδο της Ιουλιανής Μοναρχίας παραμένει το ίδιο, αν και αλλάζουν κάποιες παράμετροι, με κυρίαρχη την εμφάνιση του ρεπουμπλικανισμού στο προσκήνιο και την, λίγο πιο πίσω, εμφάνιση του ουτοπικού σοσιαλισμού – ιδεολογικά ρεύματα που προαναγγέλλουν τις δύο επαναστάσεις του 1848.
Μετά τις βραχύβιες και αποτυχημένες επαναστάσεις, της μεσαίας τάξης με στόχο μια ουτοπική δημοκρατία (Φεβρουάριος 1848) και της επαναστατικής εργατικής τάξης με στόχο τον ουτοπικό σοσιαλισμό (Ιούνιος 1848), ξεκινά η μακρά ρεπουμπλικανική στιγμή (1848-1898). Ενδιάμεσο τέκνο αυτής της στιγμής είναι η ήττα των κομμουνάρων (1871). Η κομμούνα δεν σκόπευε στην κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και στη μετάβαση στην κρατική εργοδοσία, αρκούνταν στην κατάργηση της έμμισθης εργασίας (κάτι που δεν ήταν επιρροή της σκέψης του Προυντόν –η φράση «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» πρωτοειπώθηκε από αυτόν– ούτε γενική ουτοπία, αλλά εργατική ουτοπία. Επίσης, ήταν και ρεπουμπλικανική ουτοπία, η οποία με τη συντριβή της επισφράγισε μεν την ήττα της Δεύτερης Δημοκρατίας (1848-1852), αλλά άνοιξε το κεφάλαιο της Τρίτης Δημοκρατίας (1871-1940). Μιας Δημοκρατίας η οποία δεν εστίαζε πλέον μόνο στη θεμελίωση των θεσμών, αλλά έδινε σημασία και στο λεγόμενο κοινωνικό ζήτημα. Η Δημοκρατία που κατέστειλε την Κομμούνα αποτέλεσε, ταυτόχρονα, τη σημαία και το πρόγραμμα των μετά το 1871 Αριστερών. Δεν είναι παράδοξο, επομένως, που βασικός εκφραστής αυτής της νέας ρεπουμπλικανικής στιγμής ήταν ο Θιέρσος, ο σφαγέας των κομμουνάρων. Δυστυχώς ή ευτυχώς, τα έχει αυτά η πανουργία της Ιστορίας.
Η Γαλλία έγινε η χώρα της ελευθερίας την περίοδο της Τρίτης Δημοκρατίας. Ή μάλλον των τριών ελευθεριών, με τις οποίες έκτοτε ταυτίζεται η πολιτική δημοκρατία: ελευθερία του συνέρχεσθαι, ελευθερία του Τύπου, ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Αριστερά και Αριστερές, στο εξής, σημαίνει δέσμευση γύρω από αυτές τις ελευθερίες, δηλαδή γύρω από τις αρχές του φιλελευθερισμού. Η συνέχεια δεν βρίσκεται στο επόμενο βήμα, αλλά δίπλα στα βήματα του φιλελευθερισμού. Ποιες θα είναι οι αρμοδιότητες του προέδρου; Τι θα γίνει με τις ελευθερίες σε τοπικό επίπεδο; Το Κοινοβούλιο πρέπει να είναι κυρίαρχο ή υποτελές στον Πρόεδρο; Αυτά και άλλα ερωτήματα θεσμικού χαρακτήρα χωρίζουν τις Αριστερές. Προσωπικότητες και κινήματα συγκρούονται πάνω σ’ αυτά τα θέματα, καριέρες παίζονται και χάνονται, θέσεις αλλάζουν.
Η μεγάλη στιγμή της Τρίτης Δημοκρατίας ήταν η διαμάχη για την εκκοσμίκευση και το ρόλο της Παιδείας. Στο σημείο αυτό συγκρούστηκαν δυο αντιλήψεις γύρω από το σχολείο. Η αντίληψη των ρεπουμπλικάνων, που έβλεπαν τη δημοκρατία στην παιδευτική, διαπλαστική της διάσταση (Ζυλ Φερί). Και εκείνη της Εκκλησίας, που ήθελε η δημοκρατία να εγγυάται τη θρησκεία. Η διαμάχη αυτή γέννησε τη ριζοσπαστική στιγμή (1894-1914) της Τρίτης Δημοκρατίας, αλλά και τον σύγχρονο διανοούμενο, όπως αυτός εμφανίζεται στην υπόθεση Ντρέυφους. Διότι οι πρώτοι και οι μόνοι που, για μεγάλη περίοδο, υπερασπίστηκαν τον Ντρέυφους και την κοινωνία της ανεκτικότητας ήταν οι διανοούμενοι, και όχι οι Αριστερές ούτε οι αριστεροί. Η Αριστερά και η Δεξιά είτε ήσαν αρνητικές στον Ντρέυφους είτε επιφυλακτικές. Από τότε υπολόγιζαν το πολιτικό κόστος. Από τότε, όμως, η Αριστερά γέννησε όχι μόνο θεωρητικούς, αλλά και ηγέτες διανοούμενους, όπως ο Ζορές, ο «άνθρωπος ορχήστρα» της γαλλικής Αριστεράς, ο οποίος, τασσόμενος υπέρ της συμμετοχής της στις αστικές κυβερνήσεις (1904 στο Συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στο Άμστερνταμ) ήρθε σε σύγκρουση με το ιερό τοτέμ της εποχής, τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι ούτε ήθελαν να ακούσουν κάτι τέτοιο. Στην ουσία, όμως, ο ρεφορμιστής-επαναστάτης Ζορές συγκρούστηκε με την αντίληψη μιας Αριστεράς που αδιαφορούσε πλέον, σε αντίθεση με ό,τι έκανε ώς το 1848, για την αστική δημοκρατία. Συνάγεται δηλαδή ότι η στάση των Αριστερών ούτε σε αυτά τα θέματα (υπεράσπιση ή όχι της αστικής δημοκρατίας, συμμετοχή ή όχι σε αστικές κυβερνήσεις) είναι μόνιμη και διαχρονική.
Η μεγάλη στιγμή των Αριστερών της Γαλλίας είναι το μεγάλο σχίσμα στο Συνέδριο της Τουρ (1920), μεταξύ σοσιαλιστών και κομμουνιστών. Από τότε, στο χώρο των Αριστερών δεν υπάρχουν μόνο οι ρεπουμπλικάνοι, οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές, αλλά και οι κομμουνιστές. Αυτές οι Αριστερές, προ του ναζιστικού κινδύνου (σοσιαλιστές, ρεπουμπλικάνοι, ριζοσπάστες) και κατόπιν των εντολών του Στάλιν, ενώνονται το 1936 στο Λαϊκό Μέτωπο. Διασπώνται πάλι με τον Ψυχρό Πόλεμο για να επανενωθούν εκ νέου με το Κοινό Πρόγραμμα (1972) σοσιαλιστών-κομμουνιστών.
Η συνέχεια, ωστόσο, οδήγησε σ’ έναν βαθύτατο και οριστικό χωρισμό, αφού ο Μιττεράν μετά το συνέδριο του Επινέ[1], οδήγησε τους κομμουνιστές εκεί όπου ήσαν οι σοσιαλιστές το 1899 – στο δίλημμα: «να συμμετέχουμε ή όχι στις κυβερνήσεις;». Η συνέχεια είναι γνωστή. Μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, η κομμουνιστική Αριστερά εξαφανίστηκε.
Φιλελεύθεροι, ιακωβίνοι, κολεκτιβιστές, ελευθεριακοί
Ο Ζυλλιάρ θεωρεί ότι τα κόμματα είναι κάτι διαφορετικό από τις πολιτικές οικογένειες και από τις ρυθμιστικές ιδέες που τα εφοδιάζουν με πνευματικά, αλλά και πολιτικά επιχειρήματα. Οι κομματικοί οργανισμοί, λέει, δεν είναι στεγανά τα οποία, άπαξ και διαμορφωθούν, τίποτα δεν αλλάζει σ’ αυτά. Η προσέγγισή του έχει μεγάλη σημασία, γιατί δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο οι κομματικές μετακινήσεις, οι εσωκομματικές διαφορές, αλλά και οι μετακινήσεις προσώπων από το ένα κόμμα στο άλλο δεν σημαίνουν, απαραίτητα, μετακίνηση σε άλλη πολιτική οικογένεια.
Τα πολιτικά κόμματα εμφανίζονται ιστορικά και κάποια στιγμή εξαφανίζονται. Ωστόσο, «δεν ισχύει το ίδιο και για τις πολιτικές οικογένειες, οι οποίες είναι σταθερές ενώσεις που διατρέχουν σχεδόν αμετάβλητες τα στρώματα [εν προκειμένω] της σύγχρονης γαλλικής ιστορίας» (σελ. 536). Το να παρατηρεί κανείς απόλυτες συμπτώσεις ανάμεσα στα κόμματα και τις οικογένειες είναι σπάνιο πράγμα. Τα κόμματα αναγνωρίζονται από την εκλογική τους απήχηση, από τα εκλογικά τους ποσοστά. Γι’ αυτό και η ιστορία των κομμάτων αρχίζει και τελειώνει εκεί όπου αρχίζει και τελειώνει η εκλογική τους απήχηση. Δεν είναι ίδια τα πράγματα με τις πολιτικές οικογένειες. Ακόμα και αν φανεί πως για μια στιγμή χάνονται από το πολιτικό πεδίο, στη συνέχεια πάλι εμφανίζονται υπό άλλη κομματική στέγη. «Οι μεγάλες οικογένειες δεν εξαφανίζονται ποτέ, πλην όμως η παρουσία τους στο πολιτικό πεδίο μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές» (σελ. 537). Αυτό αφορά και τη Δεξιά της οποίας οι τρεις οικογένειες, νομιμόφρονες οπαδοί των Βουρβόνων, Ορλεανιστές, Βοναπαρτιστές ενδημούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακόμα στη ζωή του σύγχρονου γαλλικού πολιτικού συστήματος.
Στο σημείο αυτό, ο Ζυλλιάρ, αφού διευκρινίζει τη διαφορά μεταξύ κομμάτων και πολιτικών οικογενειών, είναι σε θέση να παρουσιάσει τη ζωή και το έργο των τεσσάρων πολιτικών οικογενειών της Αριστεράς. Ας μη φανταστούμε, όμως, τέσσερις κλειστές οικογένειες, οι οποίες δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Η αντίληψη της καθαρότητας ενός κόμματος και της μέτρησής του πάνω σε δεδομένα μια για πάντα καλούπια είναι βαθύτατα ξένη στον Ζυλλιάρ. Έτσι, θεωρεί ότι «το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό βρίσκονται τις περισσότερες φορές με το ένα πόδι στον ιακωβινισμό και με το άλλο στον κολεκτιβισμό» (σελ. 537). Ρευστότητα και πολιτική ευθραυστότητα χαρακτηρίζουν τις τέσσερεις γαλλικές Αριστερές, την φιλελεύθερη, την ιακωβίνικη, την κολεκτιβιστική και την ελευθεριακή.
Πριν αναφερθεί στις λεπτομέρειες που χωρίζουν ή ενώνουν τις τέσσερις αυτές ιδεολογικές οικογένειες, μιλάει για τρεις ρυθμιστικές ιδέες που κατά περιόδους κινούνται ανάμεσά τους.
Η πρώτη είναι η ιδέα της ελευθερίας ως σύνθημα της επανάστασης κατά του απολυταρχισμού. Η ελευθερία ήταν, αρχικά, ιδέα της Αριστεράς, αν και από τον 19ο αιώνα διεκδικείται από τη Δεξιά. Αυτό όμως που αξίζει να γνωρίζουμε, το καταστατικό στοιχείο της προσέγγισης Ζυλλιάρ για τις διάφορες πολιτικές οικογένειες, είναι ότι «ενώ οι υπόλοιπες οικογένειες τοποθετούνται είτε αριστερά είτε δεξιά, ο φιλελευθερισμός υπερβαίνει τη διαχωριστική γραμμή, πατώντας ταυτόχρονα και στις δυο πλευρές» (σελ. 545). Καθόλου άδικο, λοιπόν, δεν έχουν οι δεξιοί που διεκδικούν τον φιλελευθερισμό ως δικό τους ιδεολογικό πρόσημο, ούτε όμως οι αριστεροί που από τη δική τους σκοπιά διεκδικούν την ίδια ταυτότητα. Έχουν όμως άδικο εκείνοι οι δεξιοί ή εκείνοι οι αριστεροί που υποστηρίζουν πως ο φιλελευθερισμός είναι μόνο δεξιός ή μόνο αριστερός.
Ο φιλελευθερισμός, ισχυρίζομαι, δεν είναι πάνω από τον διαχωρισμό Αριστερά- Δεξιά, βρίσκεται εντός του. Είναι η κάθετη που διαπερνά την οριζόντια γραμμή Αριστερά- Δεξιά. Ή διαφορετικά, με τα λόγια του Ζυλλιάρ, ο φιλελευθερισμός είναι το πέρασμα μέσα από το οποίο επικοινωνούν οι δυο πολιτικοί χώροι της Αριστεράς και της Δεξιάς. Βεβαίως, ελευθερία για την Αριστερά δεν σημαίνει μόνο απουσία καταναγκασμού, αλλά κυρίως υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Ο φιλελευθερισμός, όμως, διεκδικείται κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα από τη Δεξιά, αλλά το ίδιο διάστημα διαμορφώνεται και μια Αριστερά που ευθέως τον θέτει στο στόχαστρο.
Η αρχή του συγκεντρωτισμού εκκινεί επίσης από την Αριστερά. Στη Γαλλική Επανάσταση, η Αριστερά διεκδικούσε ένα συγκεντρωτικό κράτος, το οποίο μόνο αυτό πιστευόταν ότι μπορούσε να εκφράσει την ρουσσωική Γενική Βούληση. Η Δεξιά διεκδικούσε την αποκέντρωση.
Ενδιαφέρον έχει και ο εθνικισμός, η χρήση του στη διάρκεια της ιστορίας. Ήταν πάντα η Αριστερά διεθνιστική, απέναντι στους εθνικισμούς; Στο δίπολο εθνικισμός - διεθνισμός, απαντά ο Ζυλλιάρ, η Αριστερά της Επανάστασης ήταν υπέρ του εθνικισμού, με την έννοια της απολυτοποίησης της εθνικής ενότητας και της κυριαρχίας.
Με αυτά τα προγραμματικά στοιχεία εφοδιασμένοι, μπορούμε να δούμε στη φιλελεύθερη Αριστερά εκείνη την πολιτική οικογένεια που υποστηρίζει, με διαφορετικό τρόπο από τη φιλελεύθερη Δεξιά, τρεις κοινές αξίες: την προσήλωση στην οικονομία της αγοράς, τη διάκριση ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και το κράτος και το διαχωρισμό των εξουσιών. Μόνο που η φιλελεύθερη Αριστερά, όταν αποδέχεται την ελεύθερη αγορά, δεν αποδέχεται και το laisser- faire, όταν αποδέχεται τις αγορές δεν αποδέχεται ταυτόχρονα τις ανισότητες ως φυσικό φαινόμενο. Βεβαίως, ο κοινός παρονομαστής φιλελεύθερης Αριστεράς και φιλελεύθερης Δεξιάς είναι η προτεραιότητα του ατόμου. Δεν είναι όμως ασύμβατος ο ατομικισμός με τον οικουμενισμό της Αριστεράς; Καθόλου. Γι’ αυτή την Αριστερά, ο ατομικισμός όχι μόνο δεν είναι ασύμβατος με τον οικουμενισμό, αλλά βρίσκεται στους αντίποδες των κοινοτιστικών αξιών (πατρίς, θρησκεία, οικογένεια) που επικαλείται η Δεξιά για να αναδείξει τη δική της ταυτότητα. Ο ίδιος ο Ζυλλιάρ είναι πολύ κοντά σ’ αυτή την άποψη, για τον ατομικισμό ως αριστερή αξία. Προσθέτει, μάλιστα, ότι «η μετακίνηση της Αριστεράς προς τις συλλογικές και, πολύ σύντομα, κοινοτιστικές αξίες προξενεί κατά συμμετρικό τρόπο μια σταδιακή προσχώρηση της Δεξιάς στις ατομικιστικές αξίες» (σελ. 565).
Η ιακωβίνικη Αριστερά προγραμματικά συγκεντρώνει τους φίλους «της ελευθερίας και της ισότητας», όπως δηλωνόταν μετά τη μετονομασία της λέσχη των Ιακωβίνων, στις 10 Αυγούστου 1792. Η μήτρα που γεννά την ιακωβίνικη Αριστερά είναι οι διαφωνίες σχετικά με το ποιος θα είναι ο κυρίαρχος, η σύγκρουση δηλαδή μεταξύ αντιπροσωπευτικής, άμεσης δημοκρατίας και δημοκρατίας της κοινής γνώμης. Είναι μια ρουσσωική Αριστερά που πιστεύει, όπως δήλωνε ο Ροβιεσπέρος, πως ο λαός δεν έχει εκπροσώπους, παρά μόνο εντολοδόχους. Αυτή όμως, ακολουθώντας τη Γενική Βούληση για εθνική ενότητα, οδηγείται στον συγκεντρωτισμό και όχι στην άμεση δημοκρατία. Είναι μια Αριστερά που ξεκινά από την πίστη πως μόνο ο λαός είναι ο κυρίαρχος, αλλά ταυτόχρονα μια Αριστερά που δεν μπορεί να ζήσει έξω από τα νερά της εθνικής ενότητας και κυριαρχίας. Τελικά, όμως, η εθνική κυριαρχία επικαλύπτει και ακυρώνει την λαϊκή κυριαρχία. Η Αριστερά αυτή θεωρεί τυς τυχόν υπονομευτές της εθνικής ενότητας όχι ως ιδεολογικά αντίπαλη άποψη αλλά με έχθρα. Κάπως έτσι, η Γαλλική Επανάσταση εξέβαλε στην περίοδο της Τρομοκρατίας – κι εκείνο το παράδειγμα λειτουργεί έκτοτε ως κατάρα που έκτοτε στοιχειώνει όλες τις Αριστερές, όταν η τύχη τους διασταυρώνεται με τη βία.
Ο ιακωβινισμός στην περίοδο της Τρίτης Δημοκρατίας εμφανίζεται με τη μορφή του διοικητικού συγκεντρωτισμού και του αντικληρικαλισμού. Σήμερα, πάντως, ισχυρίζεται ο Ζυλλιάρ, ο ιακωβινισμός, είτε αριστερός είτε δεξιός, εμφανίζεται ως αμφισβήτηση της νεωτερικότητας. Κι αυτή η θέση μας δίνει ιδέες για να αναλύσουμε το φαινόμενο και της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η κολεκτιβιστική Αριστερά προβάλλει όταν ο σοσιαλισμός εμφανίζεται ως εναλλακτική λύση όχι στη μορφή του πολιτεύματος, αλλά στη μορφή και στο σύστημα της κοινωνίας. Η Αριστερά αυτή στήνεται πάνω σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος είναι η υποτιθέμενη εφικτή ουτοπία: «ο σοσιαλισμός εμφανίστηκε στη Γαλλία με τη μορφή της ουτοπίας» (σελ. 597). Ο δεύτερος περιέχει την απολυτοποίηση του ρόλου της οργάνωσης και του σχεδίου που αυτή γνωρίζει και θέλει να εφαρμόσει πάνω στην εύπλαστη, θεωρεί, κοινωνία. Και ο τρίτος πυλώνας είναι το προλεταριάτο ως η κοινωνική τάξη που εκπροσωπεί το στόχο του σοσιαλισμού. Στην ιδεολογική αυτή ενότητα, μεγάλος αντίπαλος θεωρείται ο ατομικισμός ενώ τελικός στόχος είναι η δύναμη των οργανώσεων. Το κόμμα είναι τα πάντα, το άτομο είναι τίποτα. Πού οδήγησε αυτή η αντίληψη το γνωρίζουμε όλοι. Όλοι;
Η ελευθεριακή Αριστερά, τέλος, είναι η Αριστερά του Προυντόν και των κομμουνάρων. Στην ενότητα αυτή κυριαρχεί η αμφισβήτηση κάθε είδους κυριαρχίας. Κυρίαρχος είναι η κατάργηση κάθε κυριαρχίας. Το έργο του ιδρυτή αυτής της Αριστεράς, του Προυντόν, είναι η κοινωνική φιλοσοφία της ελευθερίας. Για τους ελευθεριακούς, η μεταβίβαση της κυριαρχίας από το μονάρχη στον λαό είναι πρόοδος, αλλά το μείζον είναι η απόλυτη ατομική ελευθερία – και όχι, φυσικά, το κράτος των κολεκτιβιστών. Η ελευθεριακή Αριστερά του Προυντόν είναι το πάντρεμα του αναρχισμού με το εργατικό κίνημα. Σήμερα, αυτή είναι η ουτοπία της αυτοδιαχείρισης ως ρεαλιστικό πρόγραμμα της προτεραιότητας του ατόμου. Αυτοδιαχείριση και ατομικισμός, ξανά, μαζί. Έστω και ως ουτοπία.
Υπάρχει όμως κι ένας ακόμα διαχωρισμός στη σύγχρονη γαλλική Αριστερά, μεταξύ της Πρώτης και της Δεύτερης Αριστεράς. Αυτός ο διαχωρισμός γεννιέται μεταπολεμικά, στο όνομα της κυριαρχίας των μεσαίων στρωμάτων. Παρακολουθώντας την ιστορία του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ιδιαίτερα μετά την αναγέννηση του Επινέ, παρατηρεί κανείς μια πορεία προς τη μεσότητα, μια μεσότητα όμως αριστερή, όπως την εξέφρασε και η Πρώτη Αριστερά του Μιττεράν αλλά και η Δεύτερη του (προδρομικού της) Πιέρ Μαντές Φρανς, του Μισέλ Ροκάρ, του Ζυλ Μαρτινέ, αλλά και του Ζυλλιάρ, ο οποίος είναι ένας από τους βασικούς θεωρητικούς της.
Η πρώτη Αριστερά, του Μιττεράν, δίνει τα πρωτεία στην πολιτική και στον συγκεντρωτισμό. Η Δεύτερη, στην ηθική, στην αποκέντρωση, στα ατομικά δικαιώματα (εδώ, μεταξύ άλλων, εντάσσεται και η καθολική Αριστερά, στην οποία όπως προαναφέρθηκε κατατάσσεται ο συγγραφέας). Η Πρώτη Αριστερά εκφράζει τρεις μιττερανικές πολιτικές: «προσωποποίηση της εξουσίας, σοσιαλιστικός ρεφορμισμός, προσήλωση στο ευρωπαϊκό όραμα», και μια προσωπική στάση του ίδιου του Μιττεράν, την αδιαφορία για την ηθική.
Η Δεύτερη Αριστερά είναι αυτή που, έναντι της διάστασης για τη σημασία του χρήματος, προσθέτει και μια άλλη ατζέντα ή, με τα λόγια του συγγραφέα, ένα νέο λογισμικό. Σ’ αυτό το νέο λογισμικό ενσωματώνονται τα αιτήματα του ηθικού φιλελευθερισμού (δικαίωμα στην άμβλωση, δικαιώματα ομοφυλόφιλων, σύμφωνο συμβίωσης, ανοχή στη διαφορετικότητα). Ο ηθικός αυτός φιλελευθερισμός επαναφέρει με διαφορετικό τρόπο στο προσκήνιο την Αριστερά του Μπλουμ: δικαιολογούνται το δικαίωμα επέμβασης σε χώρες όπου παραβιάζονται βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα, η προστασία του περιβάλλοντος και τέλος η εκ νέου εναντίωση στην επιστροφή του αδηφάγου καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, επανέρχεται στο προσκήνιο η Αριστερά των ατόμων στο πλαίσιο της κοινωνικής δικαιοσύνης ως σύγχρονου αιτήματος, έναντι του παλαιού αιτήματος της προόδου.
Και οι δυο όμως αυτές γαλλικές υποαριστερές, θα τις ονόμαζα, γεννιούνται ως αντίδραση σ’ αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «το παράδοξο του γαλλικού σοσιαλισμού». Ένα παράδοξο που μετέτρεψε τα γεγονότα του Μάη του ’68 σε «ένα τέχνασμα που χρησιμοποίησε η Ιστορία για να φέρει στον κόσμο τη σύγχρονη κοινωνία» (σελ. 736). Ένα παράδοξο που, ταυτοχρόνως, δεν επέτρεψε στη σοσιαλδημοκρατία να αναπτυχθεί την κατάλληλη στιγμή (1981- 1995, Μιττεράν) και την έφερε στο προσκήνιο στην ακατάλληλη (1997-2002, Ζοσπέν). Ένα παράδοξο την έφερε στο προσκήνιο πάλι σήμερα, όπου ο Ολλάντ αναζητεί μια σοσιαλδημοκρατία «τρίτου τύπου».
Μα ποιο επιτέλους είναι αυτό το παράδοξο; Είναι ότι «υποχρεώνει» το σοσιαλιστικό κόμμα να ζει σε μια «σχιζοφρένεια», όπου «στη σφαίρα του ιδεατού η Επανάσταση πρέπει να συντελεστεί χωρίς αναβολή∙ και στο πεδίο της πράξης, και υπό τις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες, πρέπει να αρκεστούμε στο ελάχιστο εφικτό, δηλαδή στην υπεράσπιση των ελευθεριών και στη βελτίωση, έστω και μέτρια, των μισθών» (σελ. 616).
Ένα παράδοξο που, ωστόσο, δεν είναι μόνο γαλλικό. Είναι και ελληνικό. Στις ελληνικές συνθήκες κυριαρχεί το ίδιο ελληνικό παράδοξο: λεκτικός βερμπαλισμός σε συνθήκες συντηρητικού κρατισμού, που δυσκολεύει τη δημιουργία του ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Δυσκολεύει τα ελληνικά Μπαντ Γκόντεσμπεργκ και Επινέ [1].
Το μόνο μειονέκτημα του βιβλίου είναι ο γαλλοκεντρισμός του. Βεβαίως, το θέμα είναι οι γαλλικές Αριστερές, αλλά η απουσία των σχέσεών τους με τις Αριστερές της Ευρώπης δημιουργεί ένα κενό. Παρά την έλλειψη αυτή, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου ο τόμος αυτός είναι το καλύτερο βιβλίο ιστορίας των ιδεών που διάβασα τον 21ο αιώνα. Το μεταφραστικό αποτέλεσμα της Χριστιάννας Σαμαρά, η επιστημονική και η γλωσσική επιμέλεια του βιβλίου, κάνουν ακόμη πιο γλαφυρή τη θαυμάσια λογοτεχνική γραφή του Ζυλιάρ.
[1] Το συνέδριο του Επινέ, το 1971, ουσιαστικά έθεσε τέλος στην ισχύ των παρηκμασμένων μεταπολεμικών βαρονιών των Αριστερών και οδήγησε στη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού φορέα από μηδενική βάση.
Γιώργος Σιακαντάρης
Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, διετέλεσε επιστημονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ. Βιβλία του: Οι μεγάλες απουσίες. Η ελληνική δημοκρατία σε άμυνα (2011), Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: Ο φιλόσοφος της πεφωτισμένης δημοκρατίας (2012).
Τελευταία άρθρα από τον/την Γιώργος Σιακαντάρης
Προσθήκη σχολίου
Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.