Σύνδεση συνδρομητών

Cancel Culture: η Damnatio Memoriae του 21oυ αιώνα

Τρίτη, 21 Μαρτίου 2023 23:12
To άγαλμα του 16ου προέδρου των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν (1861-1865) σε ένα λόφο πλάι στη Νομική Σχολή και τη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Γουισκόνσιν-Μάντισον, που φοιτητές του κινήματος της cancel culture απαιτούν την αποκαθήλωσή του. Το κίνημα που επιδιώκει την κατεδάφιση των αγαλμάτων του σε όλη την Αμερική του καταλογίζει τη συμπεριφορά του στους αυτόχθονες πληθυσμούς της Ντακότα και, ιδίως, την εκτέλεση τριάντα οκτώ Ινδιάνων της περιοχής.
Jaron Berman / Bloomberg  
To άγαλμα του 16ου προέδρου των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν (1861-1865) σε ένα λόφο πλάι στη Νομική Σχολή και τη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Γουισκόνσιν-Μάντισον, που φοιτητές του κινήματος της cancel culture απαιτούν την αποκαθήλωσή του. Το κίνημα που επιδιώκει την κατεδάφιση των αγαλμάτων του σε όλη την Αμερική του καταλογίζει τη συμπεριφορά του στους αυτόχθονες πληθυσμούς της Ντακότα και, ιδίως, την εκτέλεση τριάντα οκτώ Ινδιάνων της περιοχής.

Laure Murat, Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture, μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Κτενάς, Πόλις, Αθήνα 2022, 50 σελ.

Σε όλες τις χώρες της Δύσης αποκαθηλώνονται ή βανδαλίζονται αγάλματα σε δημόσιους χώρους. Η κουλτούρα της ακύρωσης που υποκινεί τέτοιες πράξεις εκφράζει την άρνηση της «επίσημης», «θεσμικής» Ιστορίας και την όπισθεν αυτής κρατούσας εθνικής ιδεολογίας, η οποία διαιωνίζει στερεότυπα και αναπαράγει «μηχανισμούς καταπίεσης, διάκρισης και κυριαρχίας». Μήπως όμως έχουν δίκιο όσοι κατηγορούν τους ακτιβιστές της αποκαθήλωσης αγαλμάτων για φανατισμό, επαναστατική γυμναστική, οχλοκρατία ή και για εφαρμογή εξτρεμιστικών ιδεολογιών;

Η cancel culture, η «κουλτούρα της ακύρωσης», αποτελεί ένα ριζοσπαστικό πολιτισμικό φαινόμενο που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στη δημόσια σφαίρα. Ενδημεί κυρίως στο σύμπαν των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αλλά, ταυτόχρονα, εκδηλώνεται και στην «πραγματική ζωή», στην υλική καθημερινότητα, μέσα από σειρά ακτιβιστικών δράσεων, που συχνά παίρνουν έναν ιδιαίτερα επιθετικό και εξτρεμιστικό χαρακτήρα. Ενέργειες όπως ο βανδαλισμός δημόσιων μνημείων που συνδέονται κυρίως με το ρατσιστικό ή αποικιοκρατικό ιστορικό παρελθόν, οι καταγγελίες σε βάρος διασημοτήτων για επιλήψιμες (σεξιστικές, ρατσιστικές κ.λπ.) συμπεριφορές, που συνοδεύονται από την ισοπέδωση της δημόσιας εικόνας τους, την «ακύρωσή» τους και άλλες αντίστοιχες «δράσεις» γίνονται, σε καθημερινή βάση, ευρέως γνωστές μέσα από εξώφυλλα εφημερίδων, τηλεοπτικά ρεπορτάζ και αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε,  σήμερα, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών στις δυτικές δημοκρατίες να είναι απολύτως εξοικειωμένη με τον όρο «cancelling».

Οι πρακτικές όσων ατόμων ή συλλογικοτήτων υιοθετούν την κουλτούρα του «cancelling» ποικίλουν (καταγγελίες/calling-out, μποϊκοτάζ, προπηλακισμοί) αλλά, γενικώς, όλες οι μέθοδοι «ακύρωσης» συγκλίνουν σε έναν βασικό στόχο: στο «στιγματισμό» και στον «εξοστρακισμό» του φυσικού ή νομικού προσώπου που παραβιάζει, λόγω ή έργω, τις θεμελιώδεις αρχές του οψιγενούς κινήματος: κοινωνική δικαιοσύνη, έμφυλη ισότητα, κατάργηση των πάσης φύσεως διακρίσεων, σεβασμός στη διαφορετικότητα. Όσες και όσοι αμφισβητούν ή καταπατούν τις αξίες αυτές τιμωρούνται με ακαριαίο κοινωνικό «θάνατο»: τη μαζική κατακραυγή και τον εξευτελισμό μέσω του διαδικτύου, την απαξίωση του όποιου έργου τους, τη διεκδίκηση της επαγγελματικής και της κοινωνικής τους απομόνωσης, από –συνήθως χιλιάδες– έξαλλους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αποσυνάγωγος, κοινωνικά αφορισμένος και διαπομπευμένος, ο ένοχος λαμβάνει τα «επίχειρα της κακίας του»: ακυρώνεται. H πρακτική θυμίζει την «Damnatio Memoriae» της Αρχαίας Ρώμης, δηλαδή την απάλειψη, με απόφαση της Συγκλήτου, από επιγραφές του καταδικασμένου προσώπου, την απαγόρευση αναφοράς του ονόματός του αλλά επίσης και την περιθωριοποίηση του προσώπου εν ζωή[1]. Η διαφορά είναι ότι, ενώ η αρχαία καταδίκη επιβαλλόταν ως επίσημη ποινή από τους κρατικούς θεσμούς, η σύγχρονη «ακύρωση» επιχειρείται από «τα κάτω», από τον κινηματικό χώρο, από χρήστες του διαδικτύου και από οργανωμένες συλλογικότητες.

Συχνά, μάλιστα, η παροιμιώδης αυστηρότητα των φορέων της cancel culture οδηγεί σε αμφιλεγόμενες ενέργειες, προκαλώντας την εύλογη αγανάκτηση μιας μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης: τελείως ενδεικτικά αναφέρουμε το «cancelling» της γνωστής συγγραφέως Τζ. Κ. Ρόουλινγκ (δημιουργού της σειράς Χάρι Πότερ) η οποία κατηγορήθηκε ως τρανσφοβική για κάποιες δημόσιες δηλώσεις της (κατηγορία που η ίδια αποκρούει)[2]. Αποτέλεσμα: εξαπολύθηκε αυτομάτως σε βάρος της ένα τεράστιο κύμα (συχνά υστερικών) αντιδράσεων. Ωστόσο, τα βιβλία της, όχι απλώς δεν «εξοστρακίστηκαν» στη λήθη, όπως ελπιζόταν, αλλά, αντιθέτως, οι πωλήσεις τους αυξήθηκαν[3]… Μάλιστα, η περίπτωσή της, και άλλες πολλές, πυροδότησαν σε Ευρώπη και Αμερική μια ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση για την κοινωνική νομιμοποίηση της cancel culture και το ρόλο που τείνει να λάβει ως εργαλείο «κοινωνικού φρονηματισμού» ή ακόμη και λογοκρισίας απόψεων που δεν συμπίπτουν με το credo των οπαδών της. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές της cancel culture επισημαίνουν τις διόλου ευάριθμες περιπτώσεις προσώπων που δικαίως καταγγέλθηκαν μέσω ποικίλων εκδοχών cancelling/calling-out (π.χ. του #MeToo ή του #BlackLivesMatter) και, τελικώς, τιμωρήθηκαν για παράνομες πράξεις που σε παλαιότερες εποχές θα είχαν αποσιωπηθεί λόγω του φόβου των θυμάτων ή της εξέχουσας κοινωνικής θέσης των δραστών.

Ενώ όμως η «κουλτούρα της ακύρωσης» κατέστη τα τελευταία χρόνια αναπόσπαστο μέρος της δημόσιας ζωής στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, πηγή αντεγκλήσεων και ενός ζωηρού κοινωνικού διαλόγου, μέχρι πρότινος έλειπαν οι σοβαρές ακαδημαϊκές προσπάθειες μελέτης του περίπλοκου αυτού φαινομένου που, όπως όλα δείχνουν, ήρθε για να μείνει.

Το κενό φαίνεται πως καλύπτει, πλέον, σε σημαντικό βαθμό το νέο βιβλίο της Γαλλίδας Λορ Μιρά με τίτλο Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture (Qui annule quoi? Sur la cancel culture). H Mιρά, καθηγήτρια γαλλικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες (UCLA), συνέγραψε και μας παραδίδει το πρώτο ακαδημαϊκό δοκίμιο κριτικής ανάλυσης του cancel culture. Το κείμενό της είναι βασισμένο σε αντίστοιχου περιεχομένου διάλεξη που έδωσε στο συμπόσιο βιβλίου της Λαγκράς, στη Νότια Γαλλία, το 2021.

Παρότι ολιγοσέλιδο, το βιβλίο της Μιρά καλύπτει πλήρως την υπό εξέταση θεματική χάρη στη συμπυκνωμένη διατύπωση των διεισδυτικών σκέψεων της συγγραφέως. Η ανάλυση είναι εμπλουτισμένη με πολλές ιστορικές αναφορές, γι’ αυτό και ο λεπτομερής υπομνηματισμός, μέσω εκτενών υποσημειώσεων, διευκολύνει την πληρέστερη κατανόηση του κειμένου.

 

Βάρβαρο ξέσπασμα ή παρεξηγημένη ιδέα;

Η Μιρά αρχικώς διαπιστώνει ότι οι κριτικές κατά της cancel culture πλέον «προηγούνται κάθε συζήτησης επί του θέματος και την καθιστούν εκ των πραγμάτων σχεδόν αδύνατη» (σ. 9).  Η παρατήρηση είναι ακριβέστατη καθώς, χωρίς υπερβολή, η συντριπτική πλειονότητα των σχετικών δημοσιευμάτων (ακόμη και στη χώρα μας) επικεντρώνονται στις ακρότητες της cancel culture, ενώ σπανίως επιχειρείται έστω και στοιχειώδης εμβάθυνση στην ιδεολογική της υποδομή. Ωστόσο, κατά την Mιρά, ακόμη και οι υπερβολές ή τα ελαττώματα της cancel culture δεν πρέπει να διαγράψουν τη γενικότερη παραδοχή ότι τα κίνητρα αυτού του κινήματος είναι ευγενή, καθώς στοχεύει «(σ)την εκ των υστέρων επανόρθωση εξόφθαλμων αδικιών» (σ. 10)

Η ανάλυση της Mιρά συνεχίζεται με μια απρόσμενη επισήμανση: ο όρος cancel culture είναι, στην πραγματικότητα, ετεροπροσδιορισμός, μία ορολογία που δεν επιλέχθηκε από τους «φίλους» αλλά από τους «αντιπάλους» της: 

Η cancel culture, ή σε μια κατά λέξη απόδοση, η κουλτούρα της ακύρωσης είναι ουσιαστικά ένας πολεμικός, υποτιμητικός όρος, μια «έκφραση της αμερικανικής Δεξιάς που υιοθετήθηκε από τους γάλλους νεοσυντηρητικούς προκειμένου να απαξιώσουν περαιτέρω τα προοδευτικά αιτήματα […] το άλλο όνομα της cancel culture που βρίσκεται πιο κοντά την πραγματικότητα των αποτελεσμάτων της: accountability culture (κουλτούρα καταλογισμού) ή ακόμη woke (αφυπνισμένη) σκέψη. (σ. 12-13)

Παρέπεται ότι, για τη Mιρά, η cancel culture αποτελεί μια καταρχήν θεμιτή αντίδραση απέναντι σε εξουσιαστικές συμπεριφορές που όζουν ρατσισμού, σεξισμού ή μισαλλοδοξίας. Πρόκειται για μια προσπάθεια έμπρακτης υπεράσπισης ευγενών ιδεωδών, «μια έκκληση να αναλάβουμε την ευθύνη για τις ιδεολογικές μας θέσεις και μια προτροπή σε ηθική συνειδητοποίηση» (σ. 13).

Η συγγραφέας, λοιπόν, δεν παρουσιάζει το αντικείμενο της έρευνάς της ξερά και αποστασιοποιημένα: παίρνει θέση, αποκαλύπτοντας εξαρχής τις συμπάθειές της στον αναγνώστη, χωρίς όμως να απωλέσει σε κανένα σημείο τής μετέπειτα ανάλυσης την ψυχραιμία και τη επιστημονικότητά της. Από το πολυσύνθετο και πολυθεματικό κίνημα του cancelling επιλέγει μία συγκεκριμένη πτυχή ως case study: το βανδαλισμό αγαλμάτων και δημόσιων μνημείων τα οποία συνδέονται με την αποικιοκρατία και/ή ρατσιστικές πολιτικές καταπίεσης των μειονοτήτων στο απώτερο παρελθόν.

 

Η πολεμική κατά των αγαλμάτων

Ο λόγος γι’ αυτή την επιλογή της είναι ότι θεωρεί την τακτική της ανατροπής δημόσιων μνημείων  πράξη μεστή συμβολικού περιεχομένου, που συνδέει τα τρέχοντα αιτήματα του cancelling με το αμαρτωλό ιστορικό παρελθόν των δυτικών κοινωνιών, καταφέροντας ταυτόχρονα ένα πλήγμα στην καρδιά των μεγάλων εθνικών αφηγήσεων και της «επίσημης Ιστορίας» (με κεφαλαίο γιώτα). Εξ ου και η συγκεκριμένη πρακτική εγείρει τις εντονότερες και πιο βίαιες αντιδράσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, διαπιστώνεται ότι μέσα σε μόλις πέντε μήνες (30/05/2020 έως 23/10/2020) σημειώθηκαν 100 περίπου καταστροφές αγαλμάτων στις ΗΠΑ, ενώ το κίνημα έλαβε διαστάσεις και στον υπόλοιπο κόσμο. Ενδεικτικά αναφέρεται η καταβαράθρωση του αγάλματος του βρετανού δουλέμπορου Edward Colston στο Μπρίστολ, του βέλγου αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β΄(υπαίτιου της γενοκτονίας του Κονγκό) στην Αμβέρσα, αλλά και διαφόρων γάλλων στρατιωτικών ( Faidherbe, Bougeaud, Gallieni) που βαρύνονται με εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.

Το πρωτογενές ερώτημα, βέβαια, είναι για ποιον λόγο αποφασίστηκε εξαρχής από τις εθνικές κυβερνήσεις η ανέγερση αγαλμάτων και, επομένως, η απόδοση της ύψιστης τιμής, δηλαδή της διαιώνισης της μνήμης μέσω της μνημειακής αναπάραστασης, σε πρόσωπα το λιγότερο αμφιλεγόμενα, αν όχι διαταραγμένα και εγκληματικά. Κατά την άποψη της Mιρά, η κατασκευή των αγαλμάτων αυτών μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν συνεκτιμηθεί το ιστορικό πλαίσιο του χρόνου της ανέγερσής τους. Το εγκληματικό παρελθόν των εν λόγω προσώπων αγνοήθηκε διότι τα ρατσιστικά κίνητρα της δράσης τους δεν διέφεραν ουσιωδώς από το κλίμα της εποχής: τη στιγμή π.χ. που ίσχυε διά νόμου στις ΗΠΑ  ο φυλετικός διαχωρισμός (Jim Crow Laws), δεν ήταν καθόλου ανήκουστο ή ανοίκειο να τιμηθεί με την ανέγερση αγάλματος ένας στρατηγός του δουλοκτητικού Νότου.

Παραδόξως όμως, η μεταγενέστερη πολιτική (και ευρύτερα θεσμική) εξέλιξη που κορυφώθηκε με την επικράτηση των δημοκρατικών και ανθρωπιστικών ιδεωδών στις δυτικές χώρες δεν συνοδεύτηκε από μια ειλικρινή ιστορική αναθεώρηση:  τα έργα και οι ημέρες των προσώπων αυτών καλύφθηκαν από τη σιωπή της επίσημης Ιστορίας. Καθώς συνδεόταν άλλοτε με τις επιταγές του κρατικού συμφέροντος, άλλοτε με την ταυτότητα μιας κοινωνίας και την εικόνα του εαυτού της, η σιωπή αυτή, όπως εύστοχα επισήμανε από παλιά ο γάλλος ιστορικός Μαρκ Φερρό, έριξε ένα αίδημον πέπλο πάνω σε «οικογενειακά» μυστικά[4]: κάθε θεσμός, κάθε εθνότητα, κάθε ιστορική φυσιογνωμία έχει τα μυστικά της. Δεν θα ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι οι επίσημες ιστορικές αφηγήσεις όλων ανεξαιρέτως των σύγχρονων εθνών-κρατών θεμελιώθηκαν πάνω σε τέτοιες σιωπές και σε αντι-αλήθειες.

Μάλιστα η Mιρά προβαίνει σε μια κρίσιμης σημασίας διερώτηση: μήπως τελικά η επιβίωση των αγαλμάτων ώς τις μέρες μας υποκρύπτει και μια σιωπηρή αποδοχή των κινήτρων της εγκληματικής τους δράσης;

Με βάση τα παραπάνω τίθεται το αναπόφευκτο και κομβικό ζήτημα της διαιώνισης του ρατσισμού […] και του τρόπου με τον οποίο η δουλεία επιβιώνει μετά την απαγόρευσή της εντός ενός καθεστώτος φυλετικού διαχωρισμού που, παρότι καταργήθηκε, παρεισφρέει σταδιακά σε χιλιάδες μορφές καθημερινών διακρίσεων. Η επαναλαμβανόμενη αθώωση αστυνομικών που ευθύνονται για ρατσιστικές δολοφονίες προκάλεσε το ξέσπασμα της αγανάκτησης μιας νεολαίας η οποία στρέφεται στο παρελθόν και τις μετααποικιακές σπουδές για να κατανοήσει τον επίμονο χαρακτήρα μιας εγκληματικής ιδεολογίας που εξακολουθεί να απολαμβάνει τιμές στον δημόσιο χώρο. (σ. 19-20)

Εδώ βρίσκεται ο κεντρικός άξονας της ανάλυσης:  η θεσμική ανοχή σε ρατσιστικές συμπεριφορές κρατικών οργάνων, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, συνδέεται, κατά τη Mιρά, με το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον, με υπολείμματα της ιμπεριαλιστικής, αποικιοκρατικής και ρατσιστικής ιδεολογίας των προηγούμενων αιώνων, που, παραδόξως, επιβιώνει έως σήμερα, και η ύπαρξή της προδίδεται από την επιτελεστική ανέγερση και τη συντήρηση μνημειακών αναπαραστάσεων ιστορικών μορφών που την ενσαρκώνουν.

Στο σημείο αυτό, εύλογα, μπορεί να εγερθεί ο αντίλογος πως, παρά τις όποιες παραφωνίες, ο δυτικός κόσμος αποτελεί αναντίρρητα, την εστία της νεωτερικότητας, το παγκόσμιο επίκεντρο της προάσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, καθώς και ότι, σε τελική ανάλυση, η μέση δυτική κοινωνία είναι μακράν πιο φιλελεύθερη και δημοκρατική συγκριτικά με όλες τις υπόλοιπες. Άρα, ποια η ανάγκη για το βίαιο επαναστατικό ξέσπασμα του cancelling; Εξάλλου, η σκέψη πως ένας ανδριάντας του Λεοπόλδου π.χ. υποκρύπτει τη ρατσιστική ιδεολογία του βελγικού κράτους η οποία μάλιστα διαχέεται στα αστυνομικά του όργανα ελέγχεται ως μάλλον υπερβολική. Από την άλλη πλευρά, αναπόφευκτα προβάλλει το ερώτημα, σε τι χρησιμεύει, τελοσπάντων, η διατήρηση των αγαλμάτων του βέλγου αυτοκράτορα και η μακάβρια ωραιοποίηση των έργων του («οραματιστής ήρωας» χαρακτηρίστηκε από τον ευρωβουλευτή Louis Michel το 2010[5]) τη στιγμή που, αποδεδειγμένα, ευθύνεται για 10 εκατομμύρια θανάτους στο βελγικό Κονγκό; Μήπως εκκρεμεί ένας ιστορικά αναγκαίος αναστοχασμός των δυτικών κοινωνιών για τις κρατούσες «εθνικές αφηγήσεις» και τον τρόπο πρόσληψης και αξιολόγησης της ιστορικής μνήμης; Ίσως εκεί βρίσκεται, τελικά, και η πραγματική κοινωνική σημασία του cancelling:

Το διακριτικό γνώρισμα της cancel culture είναι επίσης, και ενδεχομένως κυρίως, ότι θέτει εκ νέου σε κίνηση κρίσιμες συζητήσεις, συχνά πολύ παλιές, και μάλιστα θεωρούμενες τετριμμένες, και ότι εισάγει, ενάντια σε κάθε προσδοκία, περισσότερες αποχρώσεις στη σχέση ανάμεσα στη μνήμη και την ιστορία, τις λεγόμενες ταυτοτικές διεκδικήσεις και την κατασκευή της μεγάλης εθνικής αφήγησης, αναδεικνύοντας την ίδια στιγμή το βαθμό στον οποίο το παρόν επηρεάζει το βλέμμα που στρέφουμε στο παρελθόν. (σ. 14)

 

Τα «όρια» του cancelling

Αναπόφευκτα, όμως, όπως προείδαμε, η διεθνοποίηση, η μαζικοποίηση και η περαιτέρω ανάπτυξη της cancel culture συνοδεύεται από έναν παράλληλα εκτυλισσόμενο διάλογο περί των θεμιτών «ορίων» του αντι-μνημειακού ακτιβισμού. Πόσο εύστοχη, ας πούμε, μπορεί να θεωρηθεί μια διαμαρτυρία όταν στοχοποιεί  προσωπικότητες η γενικότερη κληρονομιά των οποίων κρίνεται θετική και επωφελής από την πλειονότητα των ιστορικών;  Η Μιρά παρουσιάζει τρία παραδείγματα: την ανατροπή ή το βανδαλισμό αγαλμάτων του Βίκτορ Σέλτσερ στη Μαρτινίκα, του Ουίνστον Τσώρτσιλ στο Ουεστμίνστερ και του Αβραάμ Λίνκολν στο Όρεγκον από στρατευμένες συλλογικότητες. Στις περιπτώσεις αυτές δεν έχουμε να κάνουμε με βασανιστές αποικιοκράτες, αλλά με πρόσωπα το έργο των οποίων αποτιμάται θετικά, καθ’ όσον συνδέθηκε είτε με την κατάργηση της δουλείας (Σέλτσερ, Λίνκολν) είτε με την απελευθέρωση της Ευρώπης από τη χιτλερική τυραννία (Τσώρτσιλ). Η δικαιολόγηση των βανδαλισμών εντοπίζεται σε, λιγότερο γνωστές, αρνητικές πτυχές της δράσης τους, όπως ήταν κάποιες ρατσιστικές δηλώσεις τους, ή τυχόν ευθύνες που τους αναλογούν για ανθρωπιστικές καταστροφές (π.χ. ο λιμός της Βεγγάζης που καταλογίζεται στον Τσώρτσιλ από πολλούς ιστορικούς). Έτσι, οι ακτιβιστές της cancel culture αντιστρέφουν το πρόσημο της «επίσημης» ιστορικής ετυμηγορίας, προτάσσοντας τον σκοτεινό ρόλο των στοχοποιούμενων προσώπων και αδιαφορώντας, επιδεικτικά, για τη θετική τους συνεισφορά. Εδώ όμως ξεκινούν τα προβλήματα, οι διαμαρτυρίες και οι αντιδικίες, που καθιστούν το κίνημα της «ακύρωσης» εξαιρετικά αμφιλεγόμενο για μεγάλη μερίδα των πολιτών, οι οποίοι παρακολουθούν τη δράση του μέσα από τα ΜΜΕ και τα social media.

Οι προβληματισμοί είναι εύλογοι και επί της ουσίας παρόμοιοι με την αμφισβήτηση συναφών κινημάτων «ακύρωσης» διαφορετικού περιεχομένου, όπως π.χ. του #MeToo που επανειλημμένως έχει επικριθεί για την ανατροπή του τεκμηρίου της αθωότητας, για λαϊκιστική και ισοπεδωτική κριτική κ.λπ. Στην περίπτωση του μνημειακού cancelling, που εξετάζει η Mιρά, το ζήτημα εξειδικεύεται στη διαχείριση της ιστορικής μνήμης: πόσο ορθή μπορεί, ας πούμε, να θεωρηθεί η πρακτική της καθολικής ακύρωσης ενός ιστορικού προσώπου, στο όνομα μιας αυστηρής και υπεριστορικής Ηθικής, που καταδικάζει χωρίς ελαφρυντικά; Πρόκειται για δικαιολογημένη, παρά τις υπερβολές της, διαμαρτυρία ή μήπως για μια ανώριμη και ισοπεδωτική αντίδραση που εντέλει δεν αποκαθιστά αλλά διαστρεβλώνει εκ νέου την Ιστορία; Μήπως είναι βάσιμη, τελικά, η ένσταση πως η ακυρωτική διαμαρτυρία συχνά εκφυλίζεται σε αποκαθηλωτική εμμονή, επαναστατική γυμναστική, οχλοκρατία; Ή ίσως, στο όνομα αγνών, υποτίθεται, προθέσεων, επιχειρείται, εκ πλαγίου, η εφαρμογή εξτρεμιστικών ιδεολογιών; Ποιο είναι το όριο, τελοσπάντων, μεταξύ της δίκαιης οργής και ενός αλαζονικού ιστορικού αναθεωρητισμού χωρίς έρμα;

Η Mιρά παρουσιάζεται ανοικτή στην ασκούμενη κριτική και την υιοθετεί σε κάποιο βαθμό, χωρίς να κρύβει όμως τη συμπάθειά της για τα ιδεολογικά ελατήρια του κινήματος της cancel culture. Σε αυτό το σημείο του δοκιμίου της, αποδύεται σε μία ιδιαιτέρως επιδέξια άσκηση ισορροπιών, αποφεύγοντας επιμελώς να πέσει στην παγίδα της ξερής καταδίκης ή, αντιστρόφως, να γλιστρήσει σε έναν εξίσου απόλυτο και αδιέξοδο ακτιβιστικό μαξιμαλισμό.

Για το λόγο αυτό, αποφεύγει να δώσει τελεσίδικες απαντήσεις στους εύλογους προβληματισμούς και τα αναπόφευκτα ερωτήματα που γεννά η όξυνση αυτού του «πολέμου της μνήμης», ίσως επειδή τέτοιες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Ωστόσο, επισημαίνει ότι η βία της cancel culture, κατοπτρικό είδωλο της διαχρονικής «βαναυσότητας της εξουσίας», δεν μπορεί να αποτελέσει τη λύση στο πρόβλημα του ρατσισμού και των διακρίσεων που μαστίζει τις δυτικές κοινωνίες – χρησιμοποιεί εύστοχα το ρητό της ποιήτριας Οντρ Λορντ (Audre Lorde, 1934-1992), «τα εργαλεία του αφέντη δεν θα ξηλώσουν ποτέ το σπίτι του αφέντη». Από την άλλη πλευρά, προτείνει να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στους ιστορικούς και πολιτικούς λόγους που πυροδοτούν την ανοίκεια αυτή πρακτική της «βεβήλωσης» των αγαλμάτων, η οποία, σε τελική ανάλυση, αποτελεί «απάντηση στην επιβίωση μιας αποικιοκρατικής στάσης στον σύγχρονο κόσμο, στη διαιώνιση των θεωριών της λευκής υπεροχής και στην αύξηση της αστυνομικής βίας» (σ. 40). Η ακύρωση, λοιπόν, έχει και μια παραγνωρισμένη «παιδαγωγική» διάσταση: «διότι στον αντίποδα των αγανακτισμένων αντιδράσεων, προσωπικά, κάτι διδάχθηκα κάθε φορά που η cancel culture εμφανίστηκε κάπου» (σ. 11).

Υπ’ αυτή την έννοια, η κουλτούρα της ακύρωσης, μπορεί να νοηθεί ως μέρος ενός ιδιότυπου διαλεκτικού διπόλου, ως η άρνηση της θέσης που εκπροσωπεί η «επίσημη», «θεσμική» Ιστορία και η όπισθεν αυτής κρατούσα εθνική ιδεολογία, η οποία διαιωνίζει στερεότυπα και αναπαράγει «μηχανισμούς καταπίεσης, διάκρισης και κυριαρχίας». Είναι, λοιπόν, ένα «τεράστιο “μπουχτίσαμε” απέναντι σε μια δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων, μία τεράστια κούραση να βλέπουμε το ρατσισμό και τον σεξισμό να απολαμβάνουν τιμές μέσω υποτίθεται αμετακίνητων αγαλμάτων ή καλλιτεχνών που θεωρούνται υπεράνω του νόμου» (σ. 42). Εκκρεμεί, ωστόσο, η διαμόρφωση μιας νέας κατάστασης, η σύνθεση δηλαδή των επιμέρους πρακτικών αντίδρασης και διαμαρτυρίας σε μια «εύστοχη απάντηση, μια κατάλληλη πολιτική απόκριση, με όσα μέσα διαθέτουμε, στην ατιμωρησία και την άρνηση της αναγνώρισης» (σ. 41).

Συμπερασματικά, το δοκίμιο της Λορ Μιρά για την cancel culture συνιστά μια από τις πρώτες σημαντικές απόπειρες διεισδυτικής ανάλυσης ενός μοντέρνου πολιτισμικού φαινομένου, η δυναμική του οποίου φαίνεται πως κάθε άλλο παρά έχει εξαντληθεί. Είναι βέβαιο ότι το βιβλίο θα χρησιμεύσει ως έναυσμα περαιτέρω μελέτης αλλά και ως απαραίτητη βιβλιογραφική αναφορά σε μελλοντικά έργα με παρόμοια θεματική. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει, τέλος, στην εξαιρετικά επιμελημένη και άκρως ποιοτική μεταφραστική δουλειά του Γιάννη Κτενά.

 

[1] Νίκος Γ. Μοσχονάς, Στην επικαιρότητα του παρελθόντος, κεφ. «Damnatio memoriae», εκδ. Αρχείο, σειρά «Μικρό Αρχείο», Αθήνα 2015, σ. 13, https://www.archaiologia.gr/blog/2015/07/28/damnatio-memoriae/.

[2] Εrin Ogunkeye, JK Rowling gets cancelled for tweet deemed transphobic, https://www.france24.com/en/20191219-jk-rowling-gets-cancelled-for-tweet-deemed-transphobic.

[3] Jacob Stolworthy, JK Rowling says ‘I do not consider myself cancelled’ over controversial trans views,

https://www.independent.co.uk/arts-entertainment/books/news/jk-rowling-trans-harry-potter-b2243432.html.

[4] Μαρκ Φερρό, Η Ιστορία υπό επιτήρηση, Νησίδες, 1999, σ. 42.

[5] https://euobserver.com/world/30345.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.