Αυτό πιστεύει ο πολύ γνωστός ηθικός φιλόσοφος Χάρι Φράνκφουρτ. Γι’ αυτό έγραψε ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο Οn Bullshit, το οποίο δεν εξέδωσε κάποιος σκοτεινός εκδοτικός οίκος με ένα περίεργο όνομα (π.χ. Μanure Press) αλλά ο πολύ έγκυρος Princeton University Press (από το πανεπιστήμιο όπου δίδασκε ο Φράνκφουρτ) σε μια κομψή σκληρόδετη έκδοση 67 σελίδων.
Το βιβλίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε απαρατήρητο στην Ελλάδα την εποχή της αστακομακαρονάδας, το 2007, με τον γραφικό τίτλο, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της σαχλαμάρας (Λιβάνης 2007, εξαντλημένο). Η απόδοση του bullshit ως «σαχλαμάρα» είναι ατυχής, θυμίζοντας νεόπλουτη πρωταγωνίστρια ελληνικής ταινίας του 1960 που αμολάει μία κοτσάνα –χαριτωμένη η όχι, αδιάφορο– εν μέσω γενικής ιλαρότητας, ενώ μασάει τσιχλόφουσκα· κάτι αθώο που ειπώθηκε από μία πτωχή τω πνεύματι. Από αυτό όμως πόρρω απέχει.
Ο ψεύτης και ο παπαρολόγος
Ο Φράνκφουρτ ξεκινάει συμφωνώντας με τον Γκανά, που είχε προηγηθεί κατά 12 χρόνια, για την έκταση του φαινομένου, παρατηρώντας ότι όλοι το γνωρίζουν, αλλά κανείς δεν το έχει μελετήσει. Κατόπιν καταπιάνεται με τον ορισμό της έκφρασης, ένα όχι ευκαταφρόνητο εγχείρημα. Αρχικά τη συγκρίνει με μία άλλη κοντινή και παλιότερη έκφραση της αγγλικής αργκό, την «humbug», που στα λεξικά μας τη βρίσκει κανείς μεταφρασμένη ως «τρίχες», «μαλακίες», «πίπες», «παπάρια», «παπάτζες» (αγαπημένη έκφραση του δημοσιογράφου των Νέων Γιώργου Παπαχρήστου), «παπατζιλίκι» και άλλες. Μάλιστα σε ορισμένα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη βρίσκουμε να αποδίδεται ως ανοησίες, αερολογίες (δηλαδή λόγος που του έχει αφαιρεθεί κάθε περιεχόμενο), αέρα κουβέντα, λόγος κενός, εξαπάτηση. Ας κρατήσουμε για την ώρα τις δυο τελευταίες, γιατί σημαίνουν καλύτερα την πρόσθεση του ενεργούντος. Πάντως, όπως και να την ονομάσουμε, δεν πρόκειται για απλό ψέμα: πάει πολύ παραπέρα. Ο δε ενεργών αποκαλείται παπατζής, φουμαροπώλης, φιδέμπορας, φουμαρολόγος, λογοκόπος, κάποιος που λέει μούσια, ή μαϊμουδιές, ή, τέλος, ωμά ψέματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει ένδεια εκφράσεων, αλλά ένα πραγματικό κέρας της Αμάλθειας· δύσκολο να διαλέξεις. Αλήθεια, με τέτοιο πλούτο εκφράσεων θα επρόκειτο για ασήμαντο φαινόμενο;
Στην προσπάθειά του να ορίσει τις μεταφορικές καβαλίνες ή, ακριβέστερα, τις σβουνιές, ο Φράνκφουρτ επιστρατεύει τον Λονγκφέλοου. Όχι όμως οποιουσδήποτε στίχους του ποιητή, αλλά εκείνους ειδικά για τους οποίους ο Βιτγκενστάιν είχε πει ότι τον εξέφραζαν τόσο καλά, που θα μπορούσε να τους χρησιμοποιεί ως μότο του:
Στις παλαιότερες της τέχνης εποχές
Οι οικοδόμοι κατεργάζονταν με την ύψιστη φροντίδα
Κάθε μικροσκοπικό και αθέατο τμήμα·
Γιατί οι Θεοί είναι παντού.
Το μήνυμα των στίχων είναι σαφές: στις παλαιές εποχές οι τεχνίτες δεν έκαναν εκπτώσεις και περικοπές στο έργο τους. Ακόμη και αν ένα μέρος του έργου τους δεν φαινόταν, η συνείδησή τους δεν τους επέτρεπε να το κρύψουν κάτω από το χαλί. Με άλλα λόγια, λέει ο Φράνκφουρτ, δεν υπήρχε χώρος για παπαριές.
Και παπαριές φαίνεται να είναι ο καλύτερος τρόπος να αποδώσουμε το bullshit. «Σβουνιές!» θα ήταν ο τέλειος όρος, αλλά όπως καλώς γνωρίζετε η δυνατότητα ενός ατόμου να καθιερώσει έναν όρο, και μάλιστα της αργκό, είναι μηδαμινή. Για δε τον χαρισματικό bullshitter, τουτέστιν τον bullshit artist, o πειρασμός να τον αποδώσουμε κυριολεκτικά είναι μεγάλος, αλλά μας έχει προλάβει η γλώσσα, δανειζόμενη την κατάληξη από τα πεδία της ιατρικής ή της νομικής. Ο καλλιτέχνης της σβουνιάς είναι ο «παπαρολόγος», όρος λιτός και περιεκτικός.
Τίθεται όμως το ερώτημα: Είναι οι παπαριές ένα ακατέργαστο και αυθόρμητο προϊόν, ή μπορούν να τύχουν κατεργασίας; Βεβαίως και μπορούν, και μάλιστα με τη μεγαλύτερη δυνατή φροντίδα και προσοχή στη λεπτομέρεια, γιατί, όπως γράφει ο Φράνκφουρτ,
οι κλάδοι της διαφήμισης και των δημοσίων σχέσεων, και η στενά συνδεδεμένη την σήμερον ημέρα σφαίρα της πολιτικής, είναι γεμάτοι με περιπτώσεις από παπαριές τόσο απόλυτες που μπορούν να χρησιμεύσουν ως τα πλέον αδιαμφισβήτητα και κλασικά παραδείγματα της έννοιας. Και σε αυτές τις σφαίρες υπάρχουν εξαιρετικά σοφιστικέ τεχνίτες που με τη βοήθεια προηγμένων και απαιτητικών τεχνικών έρευνας αγοράς, δημοσκοπήσεων, ψυχολογικών τεστ και ούτω καθεξής αφοσιώνονται ακούραστα στο να βρίσκουν απολύτως κατάλληλα την κάθε λέξη και κάθε εικόνα που παράγουν.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη που πρέπει να προσέξουμε. Ο παπαρολόγος, όσο επιστημονικά και αν παράγει το λόγο του, πάντα δίνει την εντύπωση ότι κάτι θέλει «να περάσει». Δεν είναι αυστηρός και ουδέτερος. Το τι είναι αυτό θα το δούμε παρακάτω.
Φαίνεται λοιπόν, λέει ο συγγραφέας, ότι η παπαρολογία είναι ένα είδος μπλόφας. Μάλιστα είναι πιο κοντά στην μπλόφα παρά στο ψέμα. Γιατί; Δεν είναι και τα δυο διαστρεβλώσεις, κατασκευές, παραποιήσεις της αλήθειας; Το ψέμα, εντούτοις, είναι κάτι αναληθές, ενώ η παπαρολογία είναι κάτι χαλκευμένο, κάλπικο, κατασκευασμένο, πλαστό, ψεύτικο και υποκριτικό. Όπως και με ένα κάλπικο νόμισμα, σημασία δεν έχει αν είναι χειρότερο ή καλύτερο από το αυθεντικό, «αλλά το πώς φτιάχτηκε». Και αυτό οδηγεί σε ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της παπαρολογίας: «παρ’ όλο που παράγεται χωρίς σεβασμό προς την αλήθεια, δεν είναι απαραίτητα ψευδής». Ο παπαρολόγος πλαστογραφεί τα πράγματα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά τα λέει λανθασμένα.
Οι διαφορές, συνεπώς, της παπαρολογίας από το ψέμα είναι σημαντικές. Το ψέμα είναι μια ενέργεια με στενή εστίαση, ενώ η παπαρολογία είναι ένα «πρόγραμμα κατασκευής» όσων παραποιήσεων της αλήθειας απαιτηθούν κατά περίπτωση. Και αυτό μας φέρνει στην καρδιά του ζητήματος: Ο ψεύτης παραποιεί την κατάσταση των πραγμάτων, ή τις πεποιθήσεις του σχετικά με την κατάσταση των πραγμάτων. Ο παπαρολόγος, αντιθέτως, μπορεί μην μας εξαπατήσει, λέει ο Φράνκφουρτ, και μπορεί αυτή να μην είναι καν η πρόθεσή του, σε ό,τι αφορά τα στοιχεία ή την άποψή του γι’ αυτά. Αυτό για το οποίο σίγουρα μας εξαπατά είναι για τη φύση του εγχειρήματος του. Με άλλα λόγια, το κίνητρό του είναι να κατευθύνει και να ελέγχει το λόγο του· του είναι αδιάφορο για το αν είναι αληθινά τα πράγματα για τα οποία μιλά. Αυτή η διαφορά είναι σημαντική και δεν είναι τυχαίο ότι πολύ συχνά συναντάμε παπαρολόγους στην πολιτική. Τέλος, παρότι οι πιθανότητες να αποκαλυφθούν είναι συγκρίσιμες, κατά κανόνα ο παπαρολόγος θα τη βγάλει πιο καθαρή από τον ψεύτη. Ίσως επειδή οι άνθρωποι προσβάλλονται περισσότερο από το ψέμα παρά από την παπαρολογία.
Ο Φράνκφουρτ σημειώνει ότι είναι αδύνατον για κάποιον να πει ψέματα αν δεν γνωρίζει την αλήθεια. Η παραγωγή σβουνιών δεν υπόκειται σε αυτούς τους περιορισμούς. Ο παπαρολόγος δεν είναι ούτε με την αλήθεια ούτε με το ψέμα. Δεν τον ενδιαφέρει να απεικονίσει την αλήθεια όσο καλύτερα μπορεί, αλλά να καταφέρει να περάσει εκείνο που θέλει, λέγοντας ό,τι χρειαστεί γι’ αυτό, διαστρεβλώνοντας και παρα-ποιώντας. Με αρχαιοελληνικούς όρους, είναι ένα «σόφισμα παρά τα πράγματα».
Προς τι τόσες σβουνιές;
Δεν αναρωτιέστε γιατί ίπτανται τόσες παπαριές στον κόσμο μας; Η παπαρολογία δεν είναι ένα σπάνιο δέντρο που μεγαλώνει στο Μπρούκλιν, αλλά φυτείες ατελείωτες. Δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε αν το ποσοστό είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από άλλες εποχές, αλλά ο μεγάλος πολλαπλασιασμός των μέσων επικοινωνίας έχει σίγουρα συνεπιφέρει μία αύξηση της συνολικής ΑΕΠ (Ακατάσχετα Εκφερόμενης Παπαρολογίας). Στην καλύτερη περίπτωση, «Πολλοί άνθρωποι βλέπουν την αμφιβολία ως θεμιτή φιλοσοφική στάση. Σκέφτονται τον εαυτό τους στη μέση, ενώ φυσικά δεν είναι πουθενά.», όπως λέει ο Τζον Λε Καρέ. Στη λιγότερο καλή περίπτωση, παράγονται παπαριές. Η παπαρολογία, σημειώνει ο καλός φιλόσοφος, «είναι αναπόφευκτη όταν κάποιος μιλάει για πράγματα που δεν γνωρίζει» (όπως, για παράδειγμα ο σχολιασμός, και μάλιστα συχνά εμπαθής, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, επί παντός επιστητού). Όσο μεγαλύτερη η ευκαιρία –ή η υποχρέωση– να πει κάτι κάποιος, τόσο μεγαλύτερη είναι και η παραγωγή σβουνιών.
Το φαινόμενο είναι συχνό στη δημόσια σφαίρα, μάλιστα επιτείνεται από μια στρεβλή άποψη για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία: οι περισσότεροι πολίτες σε μια δημοκρατία διακατέχονται από τη βαθιά πεποίθηση ότι είναι υποχρέωσή τους να εκφέρουν άποψη για τα πάντα, ιδιαίτερα για την χώρα τους («Όλοι οι Έλληνες πιστεύουν πως θα γίνονταν οι καλύτεροι πρωθυπουργοί και οι καλύτεροι υπουργοί Εξωτερικών που έχουν περάσει ποτέ απ’ τη χώρα», έλεγε ένας μακαρίτης θειός μου, ψημένος στο καμίνι της πολιτικής). Aν αυτός ο «υποψιασμένος» δημοκρατικός πολίτης θέλει να επεκταθεί στα διεθνή, το πράγμα χειροτερεύει κι άλλο. Και όλο αυτό δεν εξαρτάται από την τοποθέτησή του στο πολιτικό φάσμα. Υπάρχει δεξιά, υπάρχει και αριστερή σβουνιά.
Η μεγάλη διάδοση της παπαρολογίας έχει βαθύτερες ρίζες, σύμφωνα με το συγγραφέα (τολμώ να πω πως αυτό ισχύει για κάθε παραπειστική συμπεριφορά). Οι παπαρολόγοι πιστεύουν –ή καμώνονται πως πιστεύουν– ότι είναι αδύνατον να έχουμε πρόσβαση στην αντικειμενική αλήθεια — και έτσι στοιχίζονται πίσω από τον Αβά Μπάρκλι, χωρίς ποτέ να έχουν ακούσει γι’ αυτόν. Άρα αποκλείουν την, αμυδρή έστω, ελπίδα να φτάσουμε στην ουσία των πραγμάτων. Καμαρώνουν πως είναι «αντιρεαλιστές» και έτσι υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στην απροκατάληπτη αναζήτηση του αληθούς και του ψευδούς (μην πάτε μακριά: κωδικός «εμβόλια»). Κάνουν και κάτι ακόμη χειρότερο: δυναμιτίζουν την έννοια της ίδιας της αναζήτησης της αλήθειας, πυλώνα του πολιτισμού μας.
Το μωρό από αυτή την εκτοπική κύηση ιδεών ακούει στο όνομα «ορθότητα» και –για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους– είναι μία τοξική ορθοδοξία. Το προπέτασμα καπνού που αναπτύσσεται από τους σοφιστικέ παπαρολόγους έχει το χρώμα της «ειλικρίνειας». Καταφεύγοντας δηλαδή σε ημι-ψυχολογικές ερμηνείες, ο «ειλικρινής» παπαρολόγος μπορεί να μιλάει τη γλώσσα της (πολιτικής) ορθότητας, πιστεύοντας ότι έτσι προβάλλει μια τίμια εικόνα του εαυτού του. Επειδή όμως δεν πιστεύει ότι οφείλει να παραμένει πιστός στα γεγονότα και στα στοιχεία, επιλέγει να παραμένει πιστός στη φύση του. Μπαρμπούτσαλα! Υπάρχουμε μόνο σε σχέση με τα άλλα πράγματα και, παρότι δεν είμαι κατάλληλος να διυλίσω τον φιλοσοφικό κώνωπα, εξίσου δεν καταπίνω και την κάμηλο της παπαρολογίας. Η γνώση της φύσης μας είναι εγγενώς ελλιπής και, κατά τούτο, όπως καταλήγει και ο συγγραφέας, «η ίδια η ειλικρίνεια [αποκομμένη από τα πράγματα] είναι και αυτή παπαρολογία». Είναι μια προφητεία η οποία, τώρα που τα «σόσιαλ» έχουν θεριέψει, έχει επαληθευτεί.
H προσέγγιση του Φράνκφουρτ δεν είναι υδατοστεγής, ούτε θα μπορούσε να είναι. Πολλοί την υποδέχτηκαν θετικά και, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, έμεινε στην κορυφή των μπεστ σέλερ των New York Times για αρκετές εβδομάδες. Άλλοι, ωστόσο, το κατηγόρησαν ως απλοϊκό, στενού φάσματος και ότι δεν παίρνει υπόψη του τους «δυναμικούς παράγοντες» της αλήθειαw — ένα, ούτως ή άλλως, επικίνδυνο ναρκοπέδιο. Επίσης εστίασαν την κριτική τους στο ότι μπορεί να υφίστανται και άλλα κίνητρα που επηρεάζουν την παπαρολογία, εκτός από την παντελή αδιαφορία για την αλήθεια. Τέλος, δεν αναφέρεται, είπαν, η ύπαρξη και η αποτελεσματικότητα του «ανιχνευτή παπαρολογίας» που διαθέτουν οι άνθρωποι —και ο οποίος, φυσικά, εξαρτάται από το ακροατήριο. Το βιβλίο, ωστόσο, παραμένει σημείο αναφοράς και εξακολουθεί να είναι δημοφιλές. Και το πιο σημαντικό: ήταν το πρώτο που ανίχνευσε το θέμα και το έθεσε επί τάπητος, αρκετά νωρίς και πριν κατακλυστούμε από τις παπαρολογίες του Διαδικτύου. Το θέμα το έθεσε ένας ηθικός φιλόσοφος, όχι ένας ειδικός της επικοινωνίας. Και αυτό κάτι σημαίνει.
ΥΓ. Οι λέξεις της αργκό που εισάγονται στη γλώσσα συχνά είναι κακόηχες, «μάγκικες», αρχικά αδόκιμες, εκπέμποντας μια «ασκήμια». Οι σκέψεις μου για το θέμα της παπαρολογίας και το παραπάνω κείμενο με έκαναν να αναθεωρήσω αυτές τις απόψεις. Ο πλούτος των εκφράσεων, με λεπτές αποχρώσεις νοήματος η καθεμία, είναι εντυπωσιακός. Σίγουρα δεν θα επιβιώσουν όλες, θα ζήσουν από φυσική επιλογή μόνον οι πιο προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα. Όλες, ωστόσο, δείχνουν τη μαγεία της εξέλιξης της γλώσσας. Η ετυμολογία της αγγλικής λέξης slang είναι αβέβαιη, αλλά αν δεχτούμε τη σκανδιναβική προέλευση από το ρήμα «sling» είναι «εκσφενδονισμένη γλώσσα», δηλαδή ένας γρήγορος και ειλικρινής τρόπος να πεις αυτό που θέλεις.
Εργασία για το Σπίτι
Δείτε τα βίντεο, διαβάστε τα κείμενα και αποφασίστε μόνοι σας: είναι άγνοια, ψέμα, ή παπαρολογία;
- Το Μάτι
- Το Μάτι 2
- Η κερδοφορία των Τραπεζών
- Η μάχη των Εξαρχείων
- Η μικρή Μαρία
- Η φωτίτσα των Προσφυγικών
- «Το 1974 η Ελλάδα ουσιαστικά δεν απάντησε στην τουρκική εισβολή. Ο Αττίλας προέλασε σχεδόν ανενόχλητος. Αποφεύχθηκε τότε η “παράταση του πολέμου”. Βοήθησε όμως η μη αντίδραση την ειρήνη; Περιόρισε τον εισβολέα;»
Σχόλιο στην εφημερίδα Καθημερινή
❗σας διαβάζω σταθερά
26 Μαρ 2023, 04:03