Το «Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα» του Γιάννη Ιωαννίδη (Κέδρος, 2020, Αθήνα) είναι ένα ιδιαιτέρως πολυσχιδές βιβλίο, αντανακλώντας την πληθωρική προσωπικότητα του συγγραφέα του. Δεν είναι τόσο ότι η μικρή φόρμα των κειμένων (κυρίως αλληλογραφία και επιφυλλίδες) πολλαπλασιάζει τα ανθολογούμενα κείμενα, όσο ότι η ετερογένεια των σκέψεων που εμπεριέχουν τα κείμενα προκαλεί ένα ευχάριστο μούδιασμα στον αναγνώστη ή, για να μην γενικεύω αυθαίρετα, όπως ίσως μου υποδείκνυε ο συγγραφέας, στον συγκεκριμένο αναγνώστη. Θα αποφύγω σχολιασμό των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών πτυχών του βιβλίου, για να εστιάσω σε θέματα που ξέρω καλύτερα: την πολιτικά παρεμβατική αρθρογραφία, τη διαμόρφωση πολιτικής (policy making), και τον επιστημονικό λόγο.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης (ΓΙ) είναι ένας Αναγεννησιακός άνθρωπος – τα ενδιαφέροντά του εκτείνονται από θέματα δημόσιας και προληπτικής ιατρικής (η στενή επιστημονική ειδίκευσή του), μέχρι θέματα επιστημονικής μεθόδου, λογοτεχνίας, αρχαιολογίας, ζωγραφικής, κλασικής μουσικής, αρχιτεκτονικής, αρχαιογνωσίας, και πολιτικής. Σε μια συνέντευξή του είχε πει: «Ανέκαθεν ήμουν μη εστιασμένος. Μου αρέσουν πολλά πράγματα. Το μοντέλο του ερευνητή που αφιερώνει όλη του την καριέρα σε ένα αντικείμενο δεν με τράβαγε πολύ. Με ενδιέφερε να μπορώ να συγκρίνω, με κοινό παρονομαστή την επιστημονική μέθοδο» (σ.129). Θέλοντας να αποφύγει τον κομπασμό, υπερβάλλει: δεν πρόκειται για έναν «μη εστιασμένο» αλλά για πολυ-εστιασμένο επιστήμονα, έναν άνθρωπο τον οποίο ο πλατωνικός θαυμασμός ωθεί να βρίσκει ενδιαφέρον σχεδόν οτιδήποτε στο χώρο του επιστητού.
Ελάχιστοι διαθέτουν αυτή την πολυγνωσιακή στάση, αν μη τι άλλο γιατί είναι εξόχως απαιτητική. Είχα την τύχη να γνωρίσω τέτοιους εντυπωσιακούς ανθρώπους. Ο παλιός μου καθηγητής Κυβερνητικής στο Πανεπιστήμιο Μάντσεστερ, Στάφορντ Μπιρ, δεν είχε καν πρώτο πτυχίο! Ο πατέρας του είχε γράψει σε έναν διακεκριμένο καθηγητή της εποχής του ότι «ο γιός μου αποδεικνύεται υπερβολικά έξυπνος για να τον εκπαιδεύσουν οι δάσκαλοί του», ζητώντας «συμβουλές για το πώς να προχωρήσει η εκπαίδευσή του» [2]. Ο Μπιρ μιλούσε από μικρός λατινικά και αρχαία ελληνικά· λάτρευε τα μαθηματικά, ζωγράφιζε, και έγραφε ποίηση· σπούδασε λογική, μαθηματικά, ψυχολογία, φιλοσοφία και αγγλική λογοτεχνία.
Ο ΓΙ είναι της ίδιας κοπής: τον διαπερνά μια ακατάσχετη περιέργεια για οτιδήποτε συγκροτεί το διανοητικό σύμπαν. Δεν μας αναφέρει, στο βιβλίο του, πολλά στοιχεία για τα παιδικά του χρόνια, αλλά δεν πρέπει να ήταν το ευκολότερο παιδί να χειριστεί ένας δάσκαλος. Ο άνθρωπος που ρωτά διαρκώς και για οτιδήποτε «γιατί», εξάπτει και, πιθανότατα, από κάποιο σημείο και μετά, εκνευρίζει. Η ερεθιστική στάση του ΓΙ διαπερνά τον δημόσιο και επιστημονικό λόγο του. Είναι η στάση της σωκρατικής αλογόμυγας: γιατί τα πράγματα είναι έτσι κι όχι αλλιώς; Γιατί κυριαρχεί η συγκεκριμένη αντίληψη ή πρακτική, όταν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι είναι ψευδής, αναποτελεσματική ή βλαπτική; Γιατί η συμπεριφορά αποκλίνει από τις διακηρύξεις; Ο ΓΙ ενσαρκώνει το επιστημονικό ήθος στην πληρότητά του. Επιμένει να αναζητά με πάθος την αλήθεια, να συλλέγει και να αναλύει εμπειρικά δεδομένα (όπου και όσα υπάρχουν), και να σκέπτεται λογικά. Πρόκειται για τα βασικότερα στοιχεία της κριτικής σκέψης: λογική, δεδομένα, αναζήτηση αλήθειας.
Αν και ήδη διακεκριμένος στο επιστημονικό του πεδίο, η επιστημονική φήμη του εκτοξεύθηκε ευρύτερα όταν, το 2005, δημοσίευσε το περίφημο επιστημονικό άρθρο του με τίτλο «Γιατί τα περισσότερα δημοσιευμένα επιστημονικά ευρήματα είναι ψευδή» [3]. Πρόκειται για ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και επιδραστικά άρθρα στην πρόσφατη, τουλάχιστον, ιστορία της επιστήμης. Ο προκλητικός τίτλος αποδίδει την αντισυμβατική κεντρική ιδέα του άρθρου: οι πλείστες επιστημονικές μεθοδολογίες καθιστούν περισσότερο πιθανό εμπειρικά τεκμηριωμένοι ισχυρισμοί να είναι ψευδείς παρά αληθείς. Επιπλέον, σε πολλά επιστημονικά πεδία, οι ισχυρισμοί που θεμελιώνονται σε εμπειρικά ευρήματα είναι πολύ πιθανόν να αντανακλούν κυρίαρχες προκαταλήψεις (biases). Το άρθρο του αποτυπώνει τον διανοητικό πυρήνα του συγγραφέα: στιβαρή, ετερόδοξη και αντισυμβατική σκέψη, η οποία σε προ(σ)καλεί να σκεφτείς. Θυμίζει τη γνωστή ρήση του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο: η πρόοδος σε κάθε τομέα εξαρτάται από τον «παράλογο άνθρωπο» (“the unreasonable man”) - αυτόν που με στιβαρότητα, σοβαρότητα και θάρρος αμφισβητεί αυτά που οι πολλοί θεωρούν αποδεκτά ή αυτονόητα.
Το ίδιο στιβαρά και θαρραλέα ετερόδοξο ύφος διαπερνά και το παρόν βιβλίο. Επιπλέον, στο βιβλίο, ο ΓΙ κάνει κάτι που δεν μπορεί να κάνει στα επιστημονικά του άρθρα: μιλά για οτιδήποτε του κινεί το ενδιαφέρον, από τη δημόσια πολιτική και την ακαδημαϊκή ζωή μέχρι τη λογοτεχνία, την ποίηση, την κλασική μουσική, την αρχαιολογία, τη ζωγραφική. Διαβάζοντάς το συνειδητοποιείς πόσα δεν ξέρεις, πόσα θα ήθελες να μάθεις, και, εκτός κι είσαι μικρόψυχος, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις την ευρυμάθεια του συγγραφέα.
Όπως ανέφερε ο Σ.Π. Σνόου στην περίφημη διάλεξή του, στο Κέμπτριτζ, «Οι δύο κουλτούρες» [4], η εξειδίκευση τείνει να οδηγεί στο στεγανό διαχωρισμό των τομέων του επιστητού, εις βάρος της πολύπλευρης κατανόησης. Η πρόκληση είναι να εντρυφείς στον Σαίξπηρ και να γνωρίζεις το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα· να σε ενδιαφέρει και η αρχαία τραγωδία και το ανθρώπινο γονιδίωμα· να αισθάνεσαι άνετα και με τον Πλάτωνα και με τον Γκέντελ· να λατρεύεις την ποίηση και να κατανοείς τις τεχνολογικές εξελίξεις. Ο ΓΙ περνάει με άνεση το τεστ του Σνόου. Στο παρόν βιβλίο βλέπουμε ένα ανήσυχα πολυμαθές, ακούραστα κριτικό, και θαρραλέα πείσμον πνεύμα να κινείται με άνεση σε διαφορετικά πεδία: να μιλά για αρχαίους φιλόσοφους και μαθηματικούς, για ποιητές, για λιμπρέτα και όπερες, για γλυπτική, για ιστορικούς, για την πολιτική, και, φυσικά, για την ιατρική, την επιστήμη, και τα πανεπιστήμια.
Αντικατοπτρίζοντας την ευρυμάθεια του συγγραφέα, το βιβλίο δεν έχει ενιαία δομή, αν και διαθέτει διανοητική συνοχή – ευδιάκριτα θέματα και σαφή οπτική γωνία υπο την οποία τα πραγματεύεται. Η θεματολογία του ποικίλει και, μάλιστα, συχνά με απροσδόκητο τρόπο. Η επιστολική δομή του βιβλίου εκτός από αμεσότητα, του προσδίδει ταχεία εναλλαγή μορφών λόγου – από ταξιδιωτικές εντυπώσεις και περιηγητικές αναφορές, διανθισμένες με σχόλια για την κλασική μουσική, την όπερα, τη ζωγραφική και την αρχαιολογία, μέχρι αρκετές επιφυλλίδες για την ποταπή προσπάθεια της καπνοβιομηχανίας να αλώσει το δημόσιο λόγο και τη δημόσια πολιτική, την αθλιότητα της κομματοκρατίας στο δημόσιο βίο, και την αναξιοπρέπεια της αναξιοκρατίας στα πανεπιστήμια, αντιφωνήσεις σε βραβεύσεις, προσκεκλημένες διαλέξεις, και λιμπρέτα.
Περί παντός του επιστητού
Όπως προανέφερα, τον ΓΙ τον ενδιαφέρει παν τι το επιστητό. Εν όψει ενός τέτοιου διανοητικού πανοράματος, η ανάγνωση δεν είναι απαραίτητο να είναι γραμμική αλλά στοχευμένη. Ο επιστολικός χαρακτήρας του βιβλίου παρουσιάζει ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον, εφόσον μας επιτρέπει να δούμε το παρασκήνιο μερικών επιφυλλίδων και δημοσίων παρεμβάσεων του συγγραφέα. Αν και δεν παραθέτει επιστολές ή η-μηνύματα των συνομιλητών του, οι δικές του απαντήσεις μας επιτρέπουν να εικάσουμε το μέρος του διαλόγου που παραλείπεται και, κυρίως, να δούμε πίσω από το πέπλο του δημόσιου λόγου.
Όπως θα περίμενε κανείς από έναν σοβαρό επιστήμονα, ο ΓΙ έχει ιδιαίτερο πάθος με θέματα που σχετίζονται με το στενό επιστημονικό του αντικείμενο – τη δημόσια και προληπτική υγεία. Με αίσθημα ευθύνης γράφει: «αν δεν μιλήσω εγώ [για τα θέματα αυτά] ποιος θα μιλήσει;» (σ.171). Ορμώμενος από το γνωστικό πεδίο του, υπήρξε ένας από τους πρωτομάστορες στο χτίσιμο ενός νέου πεδίου - τη «μεταεπιστήμη» (: την επιστήμη της επιστήμης, η οποία μελετά πώς να ενισχυθεί η εγκυρότητα της επιστημονικής έρευνας). Ένα σημαντικό μέρος των δημοσιευμένων εδώ επιφυλλίδων του αφορά στις άοκνες προσπάθειες της καπνοβιομηχανίας να προωθεί τα ποικίλα καπνικά προϊόντα της, παραποιώντας την αλήθεια για τις βλάβες υγείας και τους θανάτους που επιφέρουν. Η καπνοβιομηχανία, λέει ο ΓΙ, επιχειρεί να διαστρέψει την αλήθεια, χρηματοδοτώντας έρευνες προθύμων επιστημόνων, διεκδικώντας τουλάχιστον ισότιμη πρόσβαση στα ΜΜΕ για να προβάλλει τα επιστημονικοφανή ψεύδη της, και, φυσικά, πιέζοντας τις κυβερνήσεις προκειμένου να νομοθετούν με τρόπο που δεν θα επηρεάζει σημαντικά τα κέρδη τους.
Αν και, συνήθως, ο ΓΙ δεν παραθέτει ονόματα στο βιβλίο, στην καπνοβιομηχανία κάνει μια εξαίρεση – αναφέρεται ρητώς στη Philip Morris και την ελληνική θυγατρική της. Φυσικά δεν είναι η μόνη καπνοβιομηχανία, αλλά αυτό που εξοργίζει τον ΓΙ είναι η ευνοϊκή μεταχείριση της συγκεκριμένης εταιρίας από ΜΜΕ και την εκάστοτε κυβέρνηση στην Ελλάδα. Γράφει συναφώς (σ.244 & 246): «Οι καπνοβιομηχανίες έχουν στρατηγική στόχευση να εθίσουν στη νικοτίνη όσο μπορούν περισσότερους. Οι εξαρτημένοι είναι η αγορά τους. Συνεχώς παρουσιάζουν «νέα» προϊόντα και τα πλασάρουν τοξικώς ως λιγότερο τοξικά […] Οι εκάστοτε πρωθυπουργοί, αντι να προσκυνούν επενδύσεις και «μοντέρνα» εργασιακά πρότυπα καπνοβιομηχανιών, ας αποδείξουν ότι δεν είμαστε κορυφαία καπνομπανανία, διαμάντι του νόμιμου και παράνομου διεθνούς καπνο-καρτέλ».
Ο ΓΙ δυσκολεύεται να βρει εφημερίδες που θα δημοσιεύσουν, δίχως λογοκριτικές παρεμβάσεις, τα κριτικά άρθρα του. Ενίοτε, απορρίπτονται με ταυτολογικού χαρακτήρα επιχειρήματα: «Κατόπιν σκέψεως, καταλήξαμε ότι δεν μας κάνει το συγκεκριμένο κείμενο» (σ.189). Μερικές φορές, οι απορρίψεις αποσιωπούν τους πραγματικούς λόγους, όπως οι καλοί τρόποι της λεγόμενης καλής κοινωνίας απωθούν την είσοδο στον εσωτερικό κόσμο των συνομιλητών. Άλλες φορές, οι απορρίψεις είναι αυτοεξευτελιστικά ειλικρινείς: «Υπάρχει εμπορική συνεργασία με τον όμιλο [Philip Morris], δεν θα ήθελα να τους προκαλέσω πρόβλημα» (σ.31).
Βεβαίως, τα ΜΜΕ δεν παύουν να είναι επιχειρήσεις – οργανισμοί με οικονομικά συμφέροντα, οι οποίοι, εν μέρει, ζουν από τη διαφημιστική ύλη. Αν και αυτή η διάσταση είναι κατανοητή, αυτό που αποσιωπάται, σε μια προσπάθεια αυτο-φενακισμού, είναι άλλη διάστασή τους - η επαγγελματικά δεοντολογική. Πώς συμβιβάζει ένα ΜΜΕ αντικρουόμενες επιδιώξεις – δημοσιογραφική αλήθεια και εμπορική επιτυχία;
Αρκετά από τα η-μηνύματα που παραθέτει ο ΓΙ αφορούν στην επικοινωνία του με ΜΜΕ. Το μοτίβο είναι επαναλαμβανόμενο: ένα τεκμηριωμένα μαχητικό άρθρο του (είτε για ένα θέμα προληπτικής ιατρικής, είτε για θέμα της πολιτικής επικαιρότητας) δεν δημοσιεύεται· ο συγγραφέας διερωτάται με μήνυμά του γιατί· η απάντηση αργοπορεί· όταν, μετά από περαιτέρω ‘ενοχλήσεις’, καταφθάνει είναι, είτε αρνητική, είτε του ζητούν να λειάνει τις αιχμές του και να ξαναστείλει το άρθρο του. Ο ΓΙ, τότε, διακόπτει τη συνεργασία του. Αναζητεί συνεργασία με άλλα ΜΜΕ, αλλά το μοτίβο επαναλαμβάνεται. Προσέξτε: ένας ειδικός σε θέματα προληπτικής ιατρικής και μεταεπιστήμης παγκοσμίου κύρους, ένας εξαιρετικά διακεκριμένος διεθνώς καθηγητής ενός από τα κορυφαία πανεπιστήμια διεθνώς (Στάνφορντ), αδυνατεί να βρει εκφραστική διέξοδο στο μιντιακό περιβάλλον της χώρας του. Έχει πολλά και σημαντικά να πει αλλά δεν έχει μιντιακό βήμα να τα πει!
Ο ΓΙ υφίσταται στωικά τις απορρίψεις και συνεχίζει τον αγώνα του για πρόσβαση στον έγκυρο δημόσιο λόγο. Κάποιες στιγμές γίνεται αυτοσαρκαστικός: «Πάντως τελικά φοβάμαι μην καταντήσω σαν κάποιος πολίτης που διαπιστώνει ότι σε ένα νοσοκομείο δουλεύουν άτομα που ισχυρίζονται ότι είναι γιατροί, αλλά δεν είναι – απλώς φοράνε άσπρες μπλούζες και πετάνε διάφορους ψευτο-ιατρικούς όρους για εντυπωσιασμό. Το κεντρικό γραφείο του νοσοκομείου όπου καταγγέλλει το φιάσκο απαντά όμως ότι «αυτή η αίτηση χρειάζεται χαρτόσημο τύπου Β, εμείς δεν παίρνουμε χαρτόσημο τύπου Β». Το επόμενο γραφείο παίρνει μεν τέτοιες αιτήσεις, αλλά του ζητάει επιπρόσθετα και χαρτόσημο τύπου Γ, και αυτό έχει εξαντληθεί – και πάει λέγοντας» (σ.232).
«Θα έκανες ντιμπέιτ με έναν αντιεμβολιαστή;»
Του προτείνεται να συζητήσει δημοσίως με εκπροσώπους της καπνοβιομηχανίας, αλλά ο ΓΙ το αρνείται. Θεωρεί την τακτική των «ίσων αποστάσεων» (σ.255), που εύκολα τείνουν να υιοθετούν τα ΜΜΕ, ως βαθιά προβληματική και, αν και δεν το λέει ρητά, ανήθικη. Γράφει σε φίλο του: «Θα έκανες debate με έναν creationist για το αν το σύμπαν δημιουργήθηκε μόλις πριν από 7 χιλιάδες χρόνια ή παλιότερα; Θα έκανες debate με έναν αντι-εμβολιαστή για το αν πρέπει να δίνεται το MMR στα παιδιά ή όχι; Θα έκανες debate με έναν τρομοκράτη που σκότωσε ανθρώπους, για το αν το να σκοτώνεις ανθρώπους είναι καλό ή όχι; Πώς μου ζητάς να κάνω debate με έναν εκπρόσωπο της καπνοβιομηχανίας αν τα καπνικά προϊόντα είναι ασφαλή ή όχι; Θα πει αυτός τα δικά του (επιπέδου αξιοπιστίας τρέχα γύρευε), θα πω εγώ τα δικά μου και στο τέλος οι αναγνώστες θα μείνουν με την εντελώς ψευδή εντύπωση ότι υπάρχει αβεβαιότητα, ότι όλα παίζονται, ότι μπορεί να είναι έτσι και μπορεί να είναι και αλλιώς. Ενώ είμαστε βέβαιοι ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε πριν δισεκατομμύρια χρόνια, ότι η άρνηση του MMR έχει τραγικές συνέπειες για την υγεία, ότι η τρομοκρατία σκοτώνει άνανδρα χιλιάδες ανθρώπους τον χρόνο (πάνω από 18 χιλιάδες το 2018), και ότι τα καπνικά προϊόντα σκοτώνουν πολλά εκατομμύρια ανθρώπους το χρόνο» (σ.253).
Ο ισαποστακισμός σχετικοποιεί αδικαιολόγητα τη γνώση και εξοστρακίζει την αλήθεια. Αποτελεί επίφαση ελεύθερου διαλόγου, ενώ αυτό που στην πραγματικότητα επιτυγχάνεται είναι το «anything goes». Σε ένα περιβάλλον γνωσιακού σχετικισμού, όμως, τα ισχυρά, οργανωμένα συμφέροντα θριαμβεύουν, εφόσον οι αναληθείς ισχυρισμοί τους καθίστανται άξιοι ισηγορίας των αληθών. Η ήδη εμπεδωμένη ισχύς των συμφερόντων παραμένει άθικτη όταν anything goes - το anything goes μετατρέπεται εύκολα στο the powerful stays.
Ενάντια στους σύγχρονους σοφιστές, ο ΓΙ επιμένει να υπερασπίζεται την αλήθεια. Ξέρει ότι δεν θα τη φτάσουμε ποτέ, αλλά αξίζει τον κόπο να επιχειρούμε να την προσεγγίσουμε (σ.26). Θεωρεί την επιστήμη ως τον καλύτερο μηχανισμό διόρθωσης λαθών και, συνεπώς, αναζήτησης της αλήθειας – εξού και το ενδιαφέρον του για τη μεταεπιστήμη. Δεν είναι όμως αφελής. Ξέρει ότι η επιστήμη εργαλειοποιείται, ότι μπορεί να υπηρετεί συμφέροντα και ιδεοληψίες, ότι στρεβλώνεται. Παραδείγματος χάριν, «χωρίς χρηματοδότηση από τη [φαρμακο]βιομηχανία, περίπου οι μισές από τις αναλύσεις [κόστους-αποτελεσματικότητας] καταλήγουν υπερ του [φαρμακευτικού] προϊόντος. Με χρηματοδότηση από τη βιομηχανία, το ποσοστό αυξάνεται στο 80-90% ή και περισσότερο» (σ.173). «Η επιστήμη διορθώνει τον εαυτό της», γράφει ο ΓΙ, «αλλά αυτή η διαδικασία δεν είναι αυτόματη. Αν δεν χρησιμοποιούμε τις καλύτερες μεθόδους και τις καλύτερες ερευνητικές πρακτικές, επιστήμη μπορεί να χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να διορθώσει τον εαυτό της ή μπορεί να κινηθεί προς την κατεύθυνση ακόμη μεγαλύτερου σφαλμάτων. Το ίδιο ισχύει και σε κοινωνικό επίπεδο […]» (σ.209-210).
Η αριστεία στην επιστήμη
Η επιδίωξη της αριστείας στην επιστήμη συνεπάγεται την επιδίωξη αριστείας στους μηχανισμούς που κυρίως διακονούν την επιστήμη και δια-μορφώνουν επιστήμονες – τα πανεπιστήμια. Εκεί, η κατάσταση στην Ελλάδα, όπως την περιγράφει ο ΓΙ, είναι οικτρή. Η Ελλάδα διώχνει τα αριστεύοντα παιδιά της όπως μπορεί. Από τους 45 Έλληνες επιστήμονες, που γεννήθηκαν από το 1974 και εντεύθεν, και έχουν δημοσιεύσει εργασίες με επιρροή στο κορυφαίο 0.1% της παγκόσμιας επιστήμης, οι 40 σταδιοδρομούν στο εξωτερικό. Ο συγγραφέας τονίζει εμφατικά την ύπαρξη αξιόλογου, με διεθνείς προδιαγραφές, επιστημονικού δυναμικού στα ελληνικά πανεπιστήμια, ακόμα και νησίδων παγκόσμιας αριστείας, ωστόσο δεν δίνουν αυτοί τον τόνο, αλλά οι μέτριοι, οι βολεμένοι και οι ανάξιοι. «Τα πανεπιστήμια», γράφει, «αποτελούν φυτώρια κομματαρχών, χώρο δράσης ταγμάτων εφόδου (κομματικών νεολαιών), και χώρο άγαρμπης επίδειξης διακομματικής ισχύος» (σ.161). Παρομοιάζει, όχι άδικα, την εκάστοτε πολιτική εξουσία με τον τερατώδη Κινγκ Κόνγκ, ο οποίος «καταπιάνεται με την παιδεία για λόγους παιδιάς, ψηφοθηρίας ή ιδεοληψίας» (σ.161-2).
Η παθογένεια του ελληνικού πανεπιστημίου είναι θεσμική, χρόνια, και γι αυτό δυσκόλως αντιμετωπίσιμη. Παρά τα όσα λέγονται, τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι δημόσια αλλά «ιδιωτικά», παρατηρεί αντιδιαισθητικά ο ΓΙ. Τους δίνει μάλιστα και ονομασία: «χοντροπριβέ» (σ.161). «Τα πανεπιστήμια είναι πριβέ. Αποτελούν μάλιστα πρότυπο φαινόμενο αίγλης γι’ αυτό τον τύπο ιδρύματος. Χοντρό πρότυπο. […] Χοντροπριβέ]».
Ποιοι είναι οι «ιδιώτες» που τα λυμαίνονται; «Ιδιωτεύοντες καθηγητές θεωρούν ότι το ίδρυμα τους ανήκει. Καταστροφείς που τα κάνουν όλα λαμπόγιαλο θεωρούν ότι το ίδρυμα τους ανήκει. Έμποροι ναρκωτικών θεωρούν ότι το ίδρυμα τος ανήκει. Περιφερειάρχες, ιεράρχες, τελετάρχες, νομάρχες, πατριάρχες, τμηματάρχες, τοπάρχες, ομαδάρχες, θιασάρχες, στο μέλλον ίσως ξανά συνταγματάρχες, θεωρούν ότι το ίδρυμα τους ανήκει» (σ.162).
Η διαπλοκή ακαδημίας και πολιτικής είναι βαθιά. Καθηγητές που επιζητούν πανεπιστημιακά αξιώματα, τα εξαργυρώνουν αργότερα στην πολιτική, και αντιστρόφως. Πολιτικοί που τερματίζουν ή απλώς διακόπτουν την πολιτική θητεία τους επιστρέφουν, τρόπος του λέγειν, στο πανεπιστήμιο. Σε ποιο δημόσιο πανεπιστήμιο, ακαδημαϊκά ανεπτυγμένης χώρας, καθηγητής μπορεί να παίρνει άδεια απουσίας 30 ετών, προκειμένου να υπηρετήσει, τρόπος του λέγειν, την πολιτική, ως βουλευτής, υπουργός και αντιπρόεδρος κυβερνήσεως, και, κατόπιν, όταν η πολιτική τον δυσαρέστησε ή το κόμμα του τον παραγκώνισε, να επιστρέφει στη θέση που άφησε προ τριακονταετίας;
«Ιδιωτεύοντες καθηγητές» του «χοντροπριβέ» πανεπιστημίου προσφέρουν τις καλές υπηρεσίες τους, με το αζημίωτο, σε ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα και πολιτικούς καιροσκόπους της εκτελεστικής εξουσίας. Ο ΓΙ περιγράφει την πορεία συγκεκριμένου οικονομολόγου καθηγητή, ο οποίος έχοντας κάνει καριέρα σε «παντοδύναμες φαρμακοβιομηχανίες» (σ.172), εισφέρει τα επιστημονικά φώτα του υπερ συγκεκριμένων φαρμακευτικών προϊόντων. Είναι μικρή λεπτομέρεια ότι οι 20 δημοσιεύσεις του καθηγητή «έχουν χρηματοδοτηθεί από τη βιομηχανία που παράγει το εκάστοτε συγκεκριμένο ακριβό φάρμακο/προϊόν που ο καθηγητής συμπεραίνει ότι αξίζει τα λεφτά του» (σ.173). Ο ΓΙ σκαλίζει περαιτέρω τις δημοσιεύσεις του εν λόγω καθηγητή και ανακαλύπτει την «ίδια σχέση αγαστής συμβίωσης με τη βιομηχανία» (σ.173). «Τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι νομικά μεμπτό», παρατηρεί ο ΓΙ. «Απλώς ο καθένας διαλέγει το επιστήμη θα κάνει».
Ακριβώς αυτό είναι το θέμα. Ο ΓΙ μας καλεί να αναρωτηθούμε: τι είδους επιστήμονες θέλουμε να είμαστε; Πώς βλέπουμε το ρόλο μας; Σε τι αποσκοπούμε; «Σεβαστές οι επιλογές του καθενός για το πώς θέλει να ζήσει τη ζωή του στη φτωχή Ελλάδα με ή χωρίς Aston Martin αξίας 200.000 ευρώ ή να διαλέξει το εξωτερικό. […] Σεβαστό αν πληρώνουν όλους τους φόρους ή έστω τα πρόστιμα φοροδιαφυγής. Σεβαστά όλα τα νόμιμα. Υπάρχει όμως κάτι τελείως ακατανόητο, ακόμη κι αν είναι νόμιμο: πώς ένας επιστήμονας που εμφανώς η καριέρα του είναι συνυφασμένη με τη βιομηχανία και που τόσο η προσωπική του περιουσία, όσο και η επιστημονική του χρηματοδότηση, εξαρτάται εμφατικά από το φαρμακοβιομηχανία γίνεται κύριος σύμβουλος τόσων υπουργών (δεξιών, σοσιαλιστών, αριστερών δεν έχει σημασία);» (σ.174). Η σύγκρουση συμφερόντων είναι άγνωστη έννοια στο κράτος των κολλητών.
Η Ελλάδα δεν είναι ο «κανένας»
Αισθάνομαι ότι μακρηγόρησα. Θέλω να τελειώσω με μερικά σχόλια για το ύφος του συγγραφέα. Ο ΓΙ ουδέποτε ονοματίζει την Ελλάδα στο βιβλίο του. Ούτε, όμως, μιλά γι' αυτήν απρόσωπα - η Ελλάδα δεν είναι ο «κανένας». Τι είναι, τότε; Από το ουσιαστικό και το επίθετο που αναφέρονται στη χώρα κρατά μόνο το αρχικό γράμμα (ε/Ε), το υπόλοιπο το διαγράφει με μαύρο μελάνι. Η πρακτική αυτή θυμίζει το sous rature του Χάιντεγκερ, το οποίο γενικεύτηκε αργότερα με τον Ντεριντά. Ο Χάιντεγκερ, δυσπιστώντας για τους ορισμούς, διαγράφει τη λέξη «είναι», επιτρέποντας όμως στον αναγνώστη να τη διαβάσει [5]. Με τον τρόπο αυτό, αφενός αναγνωρίζει, αφετέρου αμφισβητεί τον δεδομένο ορισμό της έννοιας «είναι». Η απουσία και η παρουσία του νοήματος συνυπάρχουν.
Προτείνω να δούμε με παρόμοιο πνεύμα τη διαγραφή/παράθεση της «Ελλάδας» και των αντίστοιχων επιθέτων στο βιβλίο του ΓΙ. Η Ελλάδα είναι οι ρίζες του, ο τόπος του βιώματος και της συγκίνησης. Σε φίλο ή φίλη που τον προτρέπει να γράφει μόνο στα αγγλικά απαντά: «Αγαπώ αυτή τη γλώσσα που πεθαίνει. […] Αν την εγκατέλειπα τώρα , θα ήταν σα να προδίδω κάποιο φίλο που ξέρω ότι έχει καρκίνο τελικού σταδίου» (σ.26). Συγχρόνως, όμως, αυτή η Ελλάδα, η ιστορική χώρα που γνωρίζουμε, τον πληγώνει, τον θυμώνει, τον απο-γοητεύει. Την Ελλάδα την επικυρώνει και την ακυρώνει ταυτοχρόνως. Η Ελλάδα είναι η αδύνατη δυνατότητα. Ο ΓΙ μας καλεί να επιστρέψουμε στο παρόν νόημα της Ελλάδας το απόν νόημα που επιμένει να διαφεύγει.
Τα δημόσια γραπτά του ΓΙ δεν είναι στεγνά τεχνοκρατικά κείμενα. Κάθε άλλο. Η γλώσσα του είναι ζωντανή, χυμώδης, ενίοτε (αυτο-) σαρκαστική και, συχνά, ελλειπτική-μεταφορική. Ο επιστήμονας γιατρός Ιωαννίδης είναι ο ίδιος άνθρωπος που διδάσκει (και) Ελληνική Λογοτεχνία στο Στάνφορντ – κι αυτό φαίνεται. Τα γραπτά του, εκτός από καλλιεπή, πάλλονται από πάθος. Μόνο ο παθιασμένος άνθρωπος μπορεί να συγ-κινήσει τους άλλους. Να υψώσει τη φωνή όταν πρέπει, να είναι τρυφερός όταν χρειάζεται, άκαμπτος όταν επιβάλλεται. Το πάθος, βέβαια, έχει το δικό του τυφλό σημείο: ενίοτε κάνει τον φορέα του εμμονικό. Είναι αναπόφευκτο – συγ-κινείς μόνο όταν εστιάζεις μονομανώς στο άδικο, το παράνομο, το ανήθικο.
Το διοικείν και το κυβερνάν, όμως, είναι σύνθετες δραστηριότητες - εμπεριέχουν συμβιβασμούς και συγκερασμό. Ο άνθρωπος που παθιάζεται με την αλήθεια δεν αποδίδει πάντοτε ιδιαίτερη σημασία σε αυτά· ίσως τα θεωρεί ασήμαντες λεπτομέρειες. Δεν παύει, όμως, να είναι σημαντικά. Η κυβερνητική τέχνη απαιτεί «φρόνηση» για τη συνετή πλοήγηση μεταξύ αντικρουόμενων προτεραιοτήτων. Η τέχνη του ελεύθερου βίου, από την άλλη, απαιτεί διαρκή αυτοδιόρθωση, η οποία προκύπτει όταν δεν έχει χαθεί η διάθεση για ρήξη με παραδεδομένες συνήθειες και αντιλήψεις. Διανοούμενοι σαν τον ΓΙ μας ωθούν να γίνουμε τολμηροί και ηθικά-αναλυτικά οξύνοες. Ακόμα κι όταν υπερβάλλουν ή μας εκπλήσσουν, προβληματίζουν· θέτουν γόνιμα ερωτήματα, δείχνουν αξίες που διακυβεύονται, και στηλιτεύουν πολιτικές που, συχνά απρόθετα, δυσλειτουργούν. Σε κάθε περίπτωση, λειτουργώντας ως αλογόμυγες, μας βγάζουν από το λήθαργο της ρουτινώδους ορθοδοξίας.
Η ελεύθερη κοινωνία δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς τα ερεθίσματα από τις αλογόμυγες – απο-καλύπτουν τι ξεχνάμε, τι προσπερνάμε, με τι συμβιβαζόμαστε. «Η άρνηση στη ΛΗΘΗ είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ. Η αλήθεια είναι αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει», αναφέρει (σ.26, τα κεφαλαία στο πρωτότυπο). Πρέπει όλους να μας ενδιαφέρει. Χωρίς την αναζήτηση της αλήθειας δεν υπάρχει ούτε φιλελεύθερη δημοκρατία, ούτε δικαιοσύνη – δεν υπάρχει ποιότητα βίου. Χρειαζόμαστε, όσο ποτέ άλλοτε, σοβαρούς επιστήμονες, οι οποίοι δεν θα λειτουργούν μόνο ως τεχνοκράτες, αλλά και ως ελευθερόφρονες διανοούμενοι: θα υπηρετούν τον κοινωφελή επιστημονικό στοχασμό, θα καλλιεργούν την κριτική σκέψη, και θα αρθρώνουν αυτοδιορθωτικό σκεπτικισμό.
[1] Korzybski, A. (1933). Science and Sanity. An Introduction to Non-Aristotelian Systems and General Semantics. The International Non-Aristotelian Library Pub. Co. σ. 58
[2] Beer, V. & Leonard, A. (2019) Stafford Beer: The Father of Management Cybernetics, Fondation Oroborus
[3] Ioanidis, J.P.A. (2005) Why most published research findings are false, PLoS Medicine, 2/8: 0696-0701
[4] Snow, C.P. (1959/2001) The Two Cultures. Cambridge: Cambridge University Press.
[5] Heidegger, M. (1998) On the question of being. In Pathmarks, edited by W.McNeil, Cambridge: Cambridge University Press, σ.310
(*) Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Ι.Π.Α. Ιωαννίδη, Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα, Αθήνα, Κέδρος, 2020, Αθήνα, 27 Σεπτεμβρίου 2022
Ο Ιωαννίδης δεν είπε αυτά. Ή δεν είπε ακριβώς αυτά. Είπε πολλά περισσότερα, ύποπτα, αντιεπιστημονικά και άθλια. Σε στιγμή πολύ πολύ επικίνδυνη για τον αγώνα που γινόταν τότε. Προφανώς ..ότι (δεν) θυμάστε χαίρεστε. Έχετε κάποιους λόγους να τον ξεπλύνετε;
26 Δεκ 2022, 04:12