Το 2017, η Ακαδημία Αθηνών ανέθεσε στο νέο –από το 2016– τακτικό μέλος της, Άγγελο Δεληβορριά, τον πανηγυρικό της 25ης Μαρτίου. Το κείμενο με το σύνολο των εικόνων, απαραίτητων στον αναγνώστη προκειμένου να παρακολουθήσει την επιχειρηματολογία του συγγραφέα, δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε ξεχωριστό, καλαίσθητο τόμο στη σειρά «Μελέτες για την τέχνη» της Βιβλιοθήκης του Μουσείου Μπενάκη, που διευθύνει ο Δημήτρης Αρβανιτάκης.
Οι πανηγυρικοί είναι συνήθως κείμενα μάλλον συμβατικά και οι συντάκτες τους κατά κανόνα ανταποκρίνονται μηχανικά, διεκπεραιωτικά στο καθήκον. Ο Δεληβορριάς, ωστόσο, καταγράφεται ως εξαίρεση και εδώ.
Πολιτισμός της Επανάστασης
Ο Δεληβορριάς υποστηρίζει ότι η έκρηξη του απελευθερωτικού αγώνα το 1821 δεν ήταν ιστορικά μετεωρική αλλά αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας πολιτισμικής εγρήγορσης που τροφοδοτούσε και καλλιεργούσε διαρκώς με καλλιτεχνική και πνευματική ύλη το υπόδουλο έθνος.
Θα επισημάνω τρία στοιχεία που μπορεί να αντιληφθεί κάθε αναγνώστης, έστω και αν δεν έχει ποτέ του διαβάσει κείμενο του Δεληβορριά.
- Τεράστια εποπτεία του πεδίου. Άμεσο συνεπαγόμενο μιας τέτοιας εμβέλειας είναι η ευρηματική σύνθεση πραγμάτων και κειμένων μιας περιόδου περίπου τρεισήμισι αιώνων, στη διάσταση που ο Μπρωντέλ θα αποκαλούσε «κοινωνικό χρόνο». Το εκφραστικό πεδίο που ορίζεται ως χώρος ανάπτυξης του ελληνικού πολιτισμού της προεπαναστατικής περιόδου εκτείνεται σε όλες τις εκφράσεις του πολιτισμού, από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική μέχρι το δημοτικό τραγούδι, από τις τοιχογραφίες και τις φορητές εικόνες στην εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης μέχρι τις ζωγραφισμένες κασέλες, όχι μόνο μετά την Άλωση (1453) αλλά ακόμα από τη φραγκοκρατία (1204). Αναδεικνύει σύμμετρο το πολιτισμικό σφρίγος των στυλ στα κεντήματα, τα υφαντά και τα κεραμικά, προϊόντα τεχνών που συνδέονται μέσω κλασικότροπων ή βυζαντινότροπων αναφορών ακόμα και με στοιχεία της περσικής μικρογραφίας. Κοινά γνωρίσματα διαφορετικών τεχνών συνθέτουν τον πυρήνα της ερμηνείας του καθώς αποτελούν δείγματα ενός πλουραλιστικού και πολυπρισματικού, συχνά αντιφατικού, κοσμοειδώλου που εξελίσσεται. Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις τέχνες του λόγου, του χώρου και του χρόνου υπήρξε το έδαφος στο οποίο εξακολούθησε να καλλιεργείται ο παιδευσιακός οπλισμός του υπόδουλου έθνους.
- Τολμηρή απόρριψη των στερεοτύπων μιας επιστημονικοφανούς ορολογίας, των κάθε λογής «-ισμών» και των κάθε εποχής «μετά-», μιας κρυπτικής γλώσσας για λίγους. Τη συντηρούν μελετητές που επαφίενται στην ασφάλεια της σταθερής τροχιάς. Ωστόσο, ο αναγνώστης ενδιαφέρεται να κατανοήσει τη φυσιογνωμία του παρελθόντος: όχι στη συμβατική εικόνα που φιλοτεχνούν οι ειδικοί των ταξινομήσεων αλλά στην πραγματικότητά της. Λόγου χάριν, ο Δεληβορριάς απορρίπτει τον προσδιορισμό «μεταβυζαντινός» στην τέχνη ως «προκρούστειο». Τον ενδιαφέρει η ουσία της διείσδυσης του δυτικού παραδείγματος στην εκκλησιαστική τέχνη που αρχίζει πριν από την Άλωση (καθιστώντας τον όρο «μεταβυζαντινός» έωλο) με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτισμική διαμόρφωση της ταυτότητας του δέκτη.
- Ποιος τα γράφει όλα αυτά σε έναν πανηγυρικό της Ακαδημίας Αθηνών; Ένας ακαδημαϊκός – χαρακτηρισμός που, ως τίτλος, δηλώνει το μέλος της Ακαδημίας αλλά ως επιθετικός προσδιορισμός παραπέμπει στη βαριά σκιά του κλασικόφιλου, του θεματοφύλακα της λογιοσύνης, του εκφραστή του επίσημου κλέους. Αν, όμως, διαβάσετε τον τόμο, θα διαπιστώσετε ότι ο ακαδημαϊκός Άγγελος Δεληβορριάς έχει το θάρρος να υπονομεύει αυτή την εικόνα του επιθέτου. Στη θέση τoυ μας προτείνει να δούμε τα τεκμήρια πολιτισμικών επιτευγμάτων που έκαναν δυνατό τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα.
Όπως η Πινακοθήκη Γκίκα
Τελικά, το βιβλίο, στη μικρή κλίμακα ενός τόμου, ανήκει στην ίδια αντίληψη με την οποία ο συγγραφέας του δημιούργησε, στη μεγάλη κλίμακα, ένα μνημειώδες έργο: το μουσείο που στεγάζεται στην Πινακοθήκη Γκίκα. Εκεί, με τρόπο ολιστικό, αποκαλύπτει το ελληνικό κοσμοείδωλο στα γράμματα και τις τέχνες στην Ελλάδα σε μια κρίσιμη περίοδο (1922-1967) της σύγχρονης ιστορίας.