Στην περίπτωση του συγγραφέα, η συμμετοχή του διεκόπη όταν ένας γνωστός του ήταν ανάμεσα στα θύματα της επίθεσης στο Charlie Hebdo και αυτός κλήθηκε να εκφωνήσει τον επικήδει;o του. Ξαναέκανε το σεμινάριο από την αρχή και αργότερα νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική με συμπτώματα διπολικής διαταραχής, όπου του χορηγήθηκαν ενέσεις κεταμίνης ενώ του γινόταν θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Μετά, συμμετείχε σε ομάδα διδασκαλίας δημιουργικής γραφής μαζί με μία αμερικανίδα εθελόντρια στη Λέρο για νεαρούς μετανάστες από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν και, τελικά, επανήλθε σε κάποια κανονικότητα.
Όλα αυτά τα γεγονότα μοιάζουν και είναι ασύμμετρα ως προς το βάρος και τη σημασία τους, ωστόσο η ραχοκοκαλιά του βιβλίου βασίζεται στην αλληλουχία τους. Με αφορμή αυτή την εξιστόρηση, ο συγγραφέας μάς παρέχει έναν τεράστιο πλούτο ανεκδοτολογικών αφηγήσεων σχετικά με τη ζωή του, αλλά και τη ζωή γενικά, συχνά με έμμεσο τρόπο, όπως για παράδειγμα στις σελίδες 32-33 όπου γράφει ότι, νεότερος, συνήθιζε να τα πίνει με τον Jean-François Revel και παρατηρεί πως τότε δεν γνώριζε, όπως και κανείς άλλωστε, πως ο τελευταίος είναι πατέρας του Mathieu Ricard, δεξιού χεριού του Δαλάι Λάμα, εισηγητή και εκλαϊκευτή του βουδισμού στη Γαλλία. Γνωστού επίσης, θα προσθέσω εγώ, από φωτογραφία με τα άμφια του βουδιστή μοναχού και τα ηλεκτρόδια στο κεφάλι, στην οποία η κάμερα τον έδειξε να κάνει εγκεφαλογράφημα ζωντανά προκειμένου να αποδείξει τα οφέλη του διαλογισμού για τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Επίσης, στις σελίδες 119-121, αναφέρεται στην πρακτική κάποιων θιασωτών της new age πνευματικότητας να αγκαλιάζουν τα δέντρα και, μετά, μιλά για τον αμερικανό γκουρού Richard Alpert, γνωστό με το προσωνύμιο Ram Dass, οπαδό των δυνατοτήτων διεύρυνσης της συνείδησης του ναρκωτικού LSD, τον οποίο και κατατάσσει στη φυλή των γενειοφόρων-γιόγκι-χορτοφάγων-σανδαλοφόρων που τόσο αντιπαθούσε ο Τζορτζ Όργουελ. Όλο το βιβλίο είναι γεμάτο από τέτοιες αναφορές, ενίοτε υπονομευτικές των ίδιων των αναζητήσεων του Carrère.
Όλα αυτά είναι αφορμές για την περιγραφή της διαδρομής για τη σωτηρία της ψυχής του, όπου αποδεικνύει ότι μια τέτοια αναζήτηση μπορεί να συνδυάζεται με ζωηρό ενδιαφέρον, ακόμα και με κάποια πονηριά για τα ζητήματα του κόσμου τούτου.
Σκεφτείτε κάτι ανάμεσα σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή των Εξομολογήσεων του Αγίου Αυγουστίνου και το «πνευματικό» μπεστ σέλερ Eat Pray Love, το οποίο μάλιστα μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη. Το βιβλίο ξεπέρασε τις πωλήσεις των 200.000 αντιτύπων στη Γαλλία και βρέθηκε στη μακρά λίστα για το ετήσιο εθνικό λογοτεχνικό βραβείο Γκονκούρ, ωστόσο η δημόσια δήλωση της πρώην συζύγου του συγγραφέως πως την ανέφερε στο κείμενο, ενώ είχε αναλάβει συμβατική υποχρέωση να μην το κάνει, μέτρησε στην πάντα ευαίσθητη για την πολιτική ορθότητα Γαλλία. (https://www.nytimes.com/2020/12/05/books/emmanuel-carrere-yoga-helene-devynck-france.html)
Χιούμορ, πνευματική αναζήτηση, χαρμολύπη, δράμα, ψυχική ασθένεια, ενδιαφέρον για τους μετανάστες – όλα τα περιεχόμενα της φωτισμένης δυτικής συνείδησης διαδέχονται το ένα το άλλο σε αυτό το βιβλίο.
Τον Ιανουάριο του 2015, στην αρχή της αφήγησης του, ο Carrère περιγράφει πωώς ο ίδιος και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στο σεμινάριο κλήθηκαν να απαντήσουν σε ένα ερωτηματολόγιο τεσσάρων ερωτήσεων. Η τρίτη ήταν σε ποια φάση της ζωής τους βρίσκονται. Αναλογίζεται λοιπόν ο συγγραφέας στη σελίδα 15:
Έπειτα από φάσεις της ζωής μου που υπήρξαν πραγματικά κακές, ζω μια φάση περίπου δέκα χρόνων [...] που δεν έχω βιώσει πρόσφατα κάποιο καταθλιπτικό επεισόδιο, που δεν έχω ούτε ερωτικά, ούτε οικογενειακά, ούτε επαγγελματικά, ούτε βιοποριστικά προβλήματα – και το μοναδικό μου πραγματικό πρόβλημα, που είναι βέβαια πρόβλημα αλλά το πρόβλημα ενός πλουσίου, είναι ένα «εγώ» φορτικό και δεσποτικό, του οποίου ελπίζω να περιορίσω την επιρροή. Ο διαλογισμός είναι ακριβώς φτιαγμένος γι’ αυτόν το σκοπό.
Μετά τα όσα έχουν μεσολαβήσει στον κόσμο μας από τότε, ποιος από εμάς δεν λαχταρά να διαβάσει για μια εποχή που τα προβλήματα κάποιων έστω από τους συνανθρώπους μας ήταν αποκλειστικά τέτοιας υφής;