Κυκλοφόρησε το 2010, πούλησε 1.100.000 αντίτυπα μέχρι σήμερα, εξυμνήθηκε από τους κριτικούς, και βρισκόταν επί 246 εβδομάδες στον κατάλογο των μη λογοτεχνικών μπεστ σέλερ των New York Times. Το βιβλίο της Μισέλ Αλεξάντερ The New Jim Crow επανακυκλοφόρησε στις αρχές του έτους για την επέτειο των 10 χρόνων και, βοηθούντος πιθανόν και του κλίματος που δημιουργήθηκε από τη δολοφονία του Τζωρτζ Φλόυντ, ξαναβρέθηκε στην πρώτη δεκάδα των ευπώλητων Kindle editions της Amazon.
Η σύντομη απάντηση για την εντυπωσιακή αυτή επιτυχία είναι ότι βοήθησε τους Αμερικανούς να κατανοήσουν ό,τι έβλεπαν επί δεκαετίες: «Η μαζική φυλάκιση είναι, μεταφορικά, ο Νέος Τζιμ Κρόου», ένα ολοκληρωμένο και συγκεκαλυμμένο σύστημα φυλετικού κοινωνικού ελέγχου. Αν η νομοθεσία Τζιμ Κρόου[1] υπήρξε η απάντηση των ρατσιστών στην κατάργηση της δουλείας και τον εκδημοκρατισμό της περιόδου της Ανοικοδόμησης (1865-1877), η μαζική φυλάκιση είναι η απάντηση στις κατακτήσεις του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων των δεκαετιών 1950 και 1960. Η πρόοδος φέρνει την αντίδραση και, συνεπώς, «Δεν τελειώσαμε με τη φυλετική κάστα στην Αμερική· απλώς την ανασχεδιάσαμε».
Ανασχεδιασμός; Ναι, διότι αν θέλει κανείς να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα να αλλάξουν, θα ξανάλεγε ο πρίγκιπας Τανκρέντι. Μετά την αποφυλάκισή του με περιοριστικούς όρους, ο Jarvious Cotton δεν μπορούσε να ψηφίσει, ούτε ο πατέρας του που αδυνατούσε να πληρώσει την εγγραφή του στους εκλογικούς καταλόγους και απέτυχε στα τεστ αλφαβητισμού· ούτε ο παππούς του που τον εκφόβισε η Κου Κλουξ Κλαν, ούτε ο προπάππος του που τον ξυλοκόπησε θανάσιμα όταν επιχείρησε να ψηφίσει· ούτε ο προ-προπάππος του που ήταν σκλάβος.
Μια τόσο προκλητική θέση απαιτεί στέρεη τεκμηρίωση. Απόφοιτη της Νομικής σχολής του Στάνφορντ στην οποία δίδαξε ως αναπληρώτρια καθηγήτρια, καταξιωμένη δικηγόρος των πολιτικών δικαιωμάτων,πρώην διευθύντρια του Racial Justice Project στην Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες (ACLU) της Βόρειας Καλιφόρνιας, η συγγραφέας διέθετε και τις γνώσεις και την εμπειρία για ένα τέτοιο εγχείρημα. Μολονότι και άλλοι είχαν μιλήσει για μαζική φυλάκιση πριν από αυτή, η αξία του βιβλίου της αναγνωρίστηκε, χάρη και στην επιχειρηματολογία του και τη γραφή του, και μάλιστα επηρέασε τον δημόσιο διάλογο για τη φυλετική και ποινική δικαιοσύνη στις ΗΠΑ.
Δεν ήταν άμεση η επιτυχία. Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε διανύσει έναν χρόνο προεδρίας, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο. Ήταν εποχή μεγάλων προσδοκιών και αισιοδοξίας για τις φυλετικές μειονότητες στις οποίες όλα φαίνονταν δυνατά. Κατά τον Henry Louis Gates Jr., είχε ξαναζωντανέψει μάλιστα η παλιά μεταφορά του «Νέου Νέγρου» που δίχασε τους Αφροαμερικανούς: ο «Παλιός Νέγρος» (αγρότης, Νότιος, εξαθλιωμένος, αγράμματος, προνεωτερικός, απολίτιστος, ακόμη και άπλυτος) και ο «Νέος Νέγρος» (αστικοποιημένος, μοντέρνος, μορφωμένος, καλλιεργημένος, κοσμοπολίτης, επαγγελματίας, «καθαρός», μεταφορικά και κυριολεκτικά). Έπρεπε να κυλήσει ο χρόνος για να αρχίσουν να ακούνε ότι η χώρα παγιδεύτηκε σε έναν κύκλο μεταρρυθμίσεων, οπισθοδρομήσεων και μετασχηματισμού των συστημάτων φυλετικού κοινωνικού ελέγχου. Κι αυτό συνέβη όταν διαλύθηκαν οι αυταπάτες ότι αρκούσαν λίγα χρόνια για να ανατρέψουν προκαταλήψεις και πρακτικές δεκαετιών.
Όσο κι αν η συγγραφέας προειδοποιεί ότι πρόκειται για μεταφορική χρήση, είναι λίαν προκλητικό να μιλάς, μετά τη δουλεία και τη νομοθεσία του Τζιμ Κρόου, για νέα εποχή φυλετικού κοινωνικού ελέγχου, όταν δεσπόζει η άποψη ότι το πρόβλημα καταρχήν λύθηκε με τις Πράξεις του 1964 και 1965 από τον πρόεδρο Λύντον Τζόνσον και ότι οι προσπάθειες θα έπρεπε να εστιαστούν εφεξής σε βελτιώσεις και στην υλοποίησή τους.
Οι μαύροι και η φυλακή
Αφετηρία του Νέου Τζιμ Κρόου υπήρξε ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» που ξεκίνησε η διοίκηση Ρέηγκαν με αιχμή το κρακ και την κοκαΐνη σκόνη. Μέσα σε τριάντα χρόνια, οι φυλακισμένοι επταπλασιάστηκαν, από περίπου 300.000 ξεπέρασαν τα δύο εκατομμύρια, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό φυλάκισης από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο: σε πληθυσμό 100.000, στη μεν Γερμανία βρίσκονται στη φυλακή 93 άτομα, ενώ στις ΗΠΑ 750. Η φυλετική διάσταση είναι επίσης εντυπωσιακή. Σύμφωνα με το Vera Institute of Justice, με 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, οι ΗΠΑ έχουν το 25% των φυλακισμένων παγκοσμίως· και οι μη λευκοί, που αποτελούν το 30% του πληθυσμού της, αντιστοιχούν στο 60% των φυλακισμένων. Ένας μαύρος που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έχει διπλάσια πιθανότητα να φυλακιστεί στη ζωή του από εκείνη ενός μαύρου γεννημένου τη δεκαετία του 1940, το ποσοστό των μαύρων φυλακισμένων είναι μεγαλύτερο από εκείνο της Νότιας Αφρικής στην κορύφωση του απαρτχάιντ, στη δε Ουάσιγκτον εκτιμάται ότι τρεις νεαροί μαύροι στους τέσσερις θα περάσουν από τη φυλακή.
Το κυρίαρχο στερεότυπο ισχυρίζεται ότι αυτές οι διαφορές οφείλονται σε διαφορετικά ποσοστά παραβατικότητας της νομοθεσίας περί των ναρκωτικών. Αυτό δεν ισχύει. Οι μελέτες δείχνουν ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν και πουλούν ναρκωτικά στα ίδια ποσοστά ανεξαρτήτως χρώματος, και μάλιστα νεαροί λευκοί εμπλέκονται σε παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών ουσιών περισσότερο από τους μη λευκούς. Γράφει η Αλεξάντερ:
Οι λευκοί τείνουν να πουλούν σε λευκούς· οι μαύροι σε μαύρους. Οι φοιτητές τείνουν να πουλούν ο ένας στον άλλο. Οι λευκοί αγρότες, από τη μεριά τους, δεν ταξιδεύουν ειδικά στα μέρη τους για να αγοράσουν μαριχουάνα. Την αγοράζουν από κάποιον στο δρόμο.
Εξάλλου, όπως στις ΗΠΑ, στην Αγγλία και στην Ουαλλία οι μαύροι ελέγχθηκαν για ναρκωτικά, τη διετία 2016/17, 9 φορές παραπάνω από τους λευκούς, ενώ Ασιάτες και σε «μεικτές» ομάδες τρεις φορές παραπάνω από τους λευκούς.
Πάντως, η Αλεξάντερ εννοεί τη μαζική φυλάκιση ευρύτερα. Ο πραγματικός εγκλεισμός σε φυλακή ανοίγει το δρόμο προς ένα πολύ ευρύτερο σύστημα φυλετικού στιγματισμού και μόνιμης περιθωριοποίησης. Σε μεγάλες πόλεις στις οποίες διεξήχθη ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών, 80% των νεαρών Αφροαμερικανών έχει βεβαρημένο ποινικό μητρώο με ό,τι σημαίνει αυτό για τον κοινωνικό τους αποκλεισμό — δικαίωμα του εκλέγειν, απασχόληση, απόκτηση κατοικίας, εκπαίδευση, κ.λπ.
Όχι πως είναι καινούργια πρακτική. Όπως έδειξε ο Ρόμπερτ Πέρκινσον, οι φυλακισμένοι τετραπλασιάστηκαν στο Τέξας μεταξύ 1865 και 1868. Λίγοι καταδικάστηκαν για βίαιη παραβατικότητα (όχι σπάνια ως αυτοάμυνα εναντίον λευκών), αλλά «η μεγάλη πλειονότητα απώλεσε τη μόλις αποκτηθείσα ελευθερία τους για ασήμαντη παραβατικότητα, συχνά με σαθρές αποδείξεις. Κάποιος τιμωρήθηκε με πέντε χρόνια φυλάκιση για κλοπή λίγου καλαμποκιού, άλλος με δύο χρόνια για ένα ζευγάρι παπούτσια». Μετά την Ανοικοδόμηση, όταν χάθηκε η ελάχιστη προστασία των μαύρων από την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ο πληθυσμός των φυλακισμένων μαύρων αυξήθηκε κατά 500%. Παρομοίως, στη μετά την Απολύτρωση δεκαετία[2], οι φυλακισμένοι αυξήθηκαν στην πολιτεία του Μισισιπή δέκα φορές φορές περισσότερο από τον πληθυσμό, και φυσικά οι περισσότεροι ήταν μαύροι.
Η δουλεία είχε μεν καταργηθεί, αλλά με μια μη ασήμαντη εξαίρεση: οι φυλακισμένοι ήταν δούλοι του κράτους. Σε μια απόφαση-ορόσημο του ανώτατου δικαστηρίου της Βιρτζίνια, στην κορύφωση της Απολύτρωσης του Νότου, οι φυλακισμένοι δεν διέφεραν από τους σκλάβους:
Τον χρόνο της φυλάκισής του, αυτός βρίσκεται σε κατάσταση ποινικής δουλείας προς το Κράτος, έχει στερηθεί, ως συνέπεια του εγκλήματός του, όχι μόνον της προσωπικής του ελευθερίας, αλλά και όλα τα προσωπικά δικαιώματα πλην εκείνων που ο νόμος στον ανθρωπισμό του παρέχει σε αυτόν. Για αυτό το χρονικό διάστημα είναι σκλάβος του Κράτους. Είναι πολιτικά νεκρός (civilitermortus)· και η διαχείριση της περιουσίας του, αν διαθέτει, γίνεται σαν να έχει πεθάνει.
Μεταξύ άλλων, αυτή είναι μια μείζων διαφορά ανάμεσα στη μαζική φυλάκιση και το σύστημα του Τζιμ Κρόου (κεφάλαιο 5). Στη μαζική φυλάκιση, τμήμα του πληθυσμού θεωρείται μεν διαθέσιμο, αλλά στην πραγματικότητα μη απαραίτητο για τη λειτουργία της οικονομίας, ενώ τα προηγούμενα συστήματα ελέγχου σχεδιάστηκαν να εκμεταλλεύονται και να ελέγχουν τη μαύρη εργατική δύναμη. Σύμφωνα με τον Πέρκινσον, οι φυλακισμένοι μετά την Ανοικοδόμηση νοικιάζονταν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, έκαστος με αμοιβή 3,01 δολάρια τον μήνα.
Στον πρόλογό της για την επετειακή έκδοση, η Αλεξάντερ δεν παραγνωρίζει τη συνεισφορά του Μπαράκ Ομπάμα (π.χ. νομοθεσία περιορισμού των διαφορών στις ποινές σχετικά με το κρακ και τη σκόνη κοκαΐνης). Ωστόσο, η εκλογή του Τραμπ απέδειξε πόσο απλοϊκή ήταν η άποψη ότι αρκούσε ένας μαύρος πρόεδρος, όσο πετυχημένη κι αν υπήρξε η θητεία του, για να τεθεί τέλος στις φυλετικές διακρίσεις. Είδαμε να ξαναγεννιέται η «λευκή ανωτερότητα» και ο «λευκός εθνικισμός», να προπαγανδίζονται ανοικτά ρατσιστικές απόψεις, και όλα αυτά να τα σιγοντάρει ο πρόεδρος του ισχυρότερου έθνους.
Παρά τις κριτικές που της ασκήθηκαν ότι παραγνωρίζει το βίαιο έγκλημα (κάπου 52% των φυλακισμένων), επιμένει ότι πρόκειται για ψεύδος, ότι η μεγάλη πλειονότητα των φυλακισμένων καταδικάστηκαν για μη βίαια εγκλήματα, ειδικά για παραπτώματα της νομοθεσίας περί ναρκωτικών.[3] Το επιχείρημά της είναι απλό. Τα βίαια εγκλήματα τιμωρούνται με πολυετή κάθειρξη, τα παραπτώματα των ναρκωτικών με μικρότερες ποινές, συνεπώς μια καταμέτρηση σε δεδομένη στιγμή των φυλακισμένων παραβλέπει τις εισροές-εκροές των δεύτερων.
Δεν ξέρω αν όσα γράφει η Αλεξάντερ είναι ολόκληρη η αλήθεια· σίγουρα, όμως, αποτελούν σημαντικό μέρος της. Ασφαλώς, είναι παθιασμένη με το θέμα της, αλλά όχι εις βάρος της αξιόπιστης και ακλόνητης τεκμηρίωσης. Τούτου δοθέντος, το βιβλίο της μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πτυχές του ρατσιστικού προβλήματος στις ΗΠΑ. Στη χώρα μας, έχουν γραφεί απίστευτες ανοησίες για τις πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις και τις φυλετικές διακρίσεις από ανθρώπους που δεν θα το περίμενες — αυτό ήταν επίσης κίνητρο για τούτη τη βιβλιοπαρουσίαση.[4]
[1]Τζιμ Κρόου ήταν ένας φανταστικός, ηλικιωμένος μαύρος χορευτής τον οποίον υποδυόταν ο λευκός ηθοποιός Thomas Rice (με σύγχρονους όρους, ένας blackface). Εξαιρετικά δημοφιλής φιγούρα τον 19ο αιώνα, κατέληξε συνώνυμο του Νέγρου.
[2]Redemption. Είναι η περίοδος μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων των Βορείων από τις Νότιες πολιτείες, η οποία διαρκεί συμβολικά κατά τον Henry Louis Gates Jr. μέχρι το 1915, όταν ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον παρακολούθησε την προβολή της ταινίας Η Γέννηση ενός Έθνους του Γκρίφιθ στον Λευκό Οίκο.
[3]Σημειωτέον, ο Jarvious Cotton είχε καταδικαστεί για δολοφονία, γεγονός που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις.
[4]Αυτή είναι μια προσωπική ευχή. Οι όροι «ρατσισμός»/«ρατσιστής» (όπως και το «φασίστας») καταδικάζουν με απόλυτο τρόπο τον απέναντι ή/και τον συνομιλητή μας. Επαναλαμβάνοντας τον Λώρενς Μπλουμ, ο εννοιολογικός πληθωρισμός (υπερχρήση) και η ηθική υπερφόρτισή τους (κάλυψη υπερβολικά διαφορετικών φαινομένων) παρεμποδίζουν την επικοινωνία και τον δημοκρατικό διάλογο. Μπορούμε να τους κρατήσουμε για όσους αυτοαποκαλούνται ρατσιστές. Αλλά δίχως λελογισμένη χρήση, χάριν της πολεμικής, δύσκολα θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε.