Σύνδεση συνδρομητών

Καλή λευτεριά

Παρασκευή, 12 Ιουνίου 2020 12:34
28 Απριλίου, Βάρη. Κοινωνική απόσταση.
Νικήτας Σινιόσογλου
28 Απριλίου, Βάρη. Κοινωνική απόσταση.

 Παρατηρήσεις για την ευχή που δέσποσε το Πάσχα του 2020

H απροσδόκητη ευχή «Καλή λευτεριά» το Πάσχα του 2020 έμοιαζε να είναι μάλλον παιγνιώδης, ένα λεπτό ευφυολόγημα. Και ενώ σαφώς έφερε μια μυρωδιά αντάρτικου και επανάστασης, επικρατούσε εν τέλει μια επίγευση ανάλαφρης αλληλεγγύης.

1.

Κατά τη διάρκεια του βίου τυχαίνει να διαδίδονται ταχέως ορισμένες ευχές και λοιπές εκφράσεις εντελώς συγκυριακά, ακόμη κι αν μοιάζουν ολίγον αταίριαστες και παρατραβηγμένες. Πρόκειται για κατ’ ευφημισμόν ή καθ’ υπερβολήν χρήσεις του λόγου που όμως αναπτύσσουν φυσικά μιαν απρόσμενη δυναμική για μικρό χρονικό διάστημα, ας πούμε για λίγες μέρες, κι έπειτα χάνονται χωρίς κανείς κοινωνιολόγος ή πολιτικός επιστήμονας να ασχοληθεί ποτέ μαζί τους. Μια τέτοια συγκυριακή χρήση του λόγου ήταν η ευχή «Καλή λευτεριά», την οποία μπορούσε κανείς να ακούσει το Πάσχα του 2020, και γενικώς τις ημέρες της λεγόμενης καραντίνας. Το διάστημα εκείνο, η ευχή «Καλή λευτεριά» απέκτησε το κύρος αγωνιστικού συνθήματος ή χαιρετισμού και συνοδευόταν συχνά από ένα συγκρατημένο μειδίαμα, κλείσιμο του ματιού ή ανασήκωμα του φρυδιού· καθώς αυτός που την απηύθυνε θεωρούσε εαυτόν κατά το μάλλον ή ήττον φυλακισμένο, κι άρα δυνάμει επαναστάτη κάποιου είδους, ο δε συνομιλητής θεωρούνταν αυτομάτως ως σύντροφος και συναγωνιστής. Σημειωτέον, ότι υπό κανονικές συνθήκες η ευχή «Καλή λευτεριά» απευθύνεται στις έγκυες για την ταχεία και ομαλή έξοδο του κυοφορουμένου.

 

2.

Τι έκανε τόσους ανθρώπους να νιώσουν πως έχασαν την ελευθερία τους, ώστε να εύχονται «Καλή λευτεριά»; Φαίνεται πως η προτροπή να μείνουν σπίτι –ακόμη κι αν ήταν πολλά τα παράθυρα για περιπάτους, «σωματική άσκηση» και μικρές εξορμήσεις– εκλήφθηκε ως ένας defactoεγκλεισμός υπό τη στενή έννοια της λέξης «εγκλεισμός», η οποία παραπέμπει σε στέρηση της ελευθερίας. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Γνωρίζουμε πόσο ψηλά είχαν βάλει τον πήχυ οι Στωικοί φιλόσοφοι, που νόμισαν κάποτε ότι η ελευθερία συνίσταται σε μια εσωτερική κατάσταση της ψυχής, και πως υφίσταται τάχα ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες.

 

3.

Στην έκτακτη τούτη συνθήκη η ανεσταλμένη καθημερινή ρουτίνα μετατράπηκε στη χαμένη εγγυήτρια της ελευθερίας· κι εκείνος ο αυτοματισμός της καθημερινότητας (που άλλοτε έγινε στόχος του επαναστατικού συνθήματος métro, boulot, dodo) αναδείχθηκε σε μέτρο της ελευθερίας μας. Φαίνεται πως κάποτε αγανακτούμε φυλακισμένοι στη ρουτίνα που μας εξαντλεί, και άλλοτε δηλώνουμε φυλακισμένοι επειδή αυτή απουσιάζει. Είναι μια τρομακτική σκέψη πως για πολλούς ανθρώπους ισχύουν και τα δύο συνάμα: η καθημερινότητα είναι εξίσου ανυπόφορη με τη μοναξιά τους.

 

4.

Βέβαια, η απροσδόκητη ευχή «Καλή λευτεριά» το Πάσχα του 2020 έμοιαζε να είναι μάλλον παιγνιώδης, ένα λεπτό ευφυολόγημα. Και ενώ σαφώς έφερε μια μυρωδιά αντάρτικου και επανάστασης, επικρατούσε εν τέλει μια επίγευση ανάλαφρης αλληλεγγύης, η οποία μας έκανε ίσως να θυμηθούμε εκείνες τις σουρεαλιστικές στιγμές της στρατιωτικής θητείας, όταν παραιτημένοι αλλά ψύχραιμοι κλείναμε το μάτι στους ζορισμένους συναδέλφους. Συνεπώς, η ευχούλα «Καλή λευτεριά» μπορούσε να κρύβει αρκετά επίπεδα νοήματος, κι όπως πολλά σύνθετα πράγματα το πετύχαινε με το να εμφανίζεται κάποτε ως απλώς χαριτωμένη.

 

5.

Περίεργο όμως είναι πως το Πάσχα του 2020 άκουγε κανείς την ευχή «Καλή λευτεριά» από τα ίδια εκείνα πρόσωπα που σε έντονο ύφος παρότρυναν τους υπόλοιπους να δουν στην καραντίνα μια ωραία ευκαιρία. Ζούμε σε μια εποχή που όλα οφείλουν να είναι μια ευκαιρία, κι όπου η θετική σκέψη είναι λίγο-πολύ υποχρεωτική. Αλίμονο αν αφήναμε την καραντίνα να περάσει χωρίς να διαβάσουμε ό,τι δεν είχαμε διαβάσει ώς τώρα, δίχως να μυηθούμε στη σύγχρονη μουσική, ή χωρίς να δούμε δεκάδες ταινίες· αλίμονο αν επιτρέπαμε στον εαυτό μας να βυθιστεί στη δυσθυμία και την απραξία, πόσο μάλλον αν μέναμε μόνοι με τον εαυτό μας. Ο νεκρός χρόνος θεωρείται χαμένος χρόνος. Κι εμείς δεν τον αντέχουμε.

 

6.

Τα μηνύματα πως ο εγκλεισμός συνιστούσε «ευκαιρία» έπεφταν βροχηδόν μαζί με τις σέλφι επωνύμων. Δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία πως όλοι αυτοί οι πρωταθλητές της θετικής σκέψης τα κατάφεραν καλύτερα κι από το σοφό Κικέρωνα ακόμα, ο οποίος κάποτε λύγισε ενώ βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στην έπαυλή του στο Τούσκουλο, κι άρχισε να θρηνεί για το παρελθόν, να παραπονιέται για το παρόν και να απελπίζεται για το μέλλον, όπως μας λέει ο Σενέκας. Ίσως φταίει που ο Κικέρων δεν είχε για συντροφιά τους καλωδιωμένους μας ηθοποιούς, καλλιτέχνες και συγγραφείς, οι οποίοι αμέσως είδαν στην πανδημία μια ακόμη ευκαιρία αυτογνωσίας και δημιουργίας.

 

7.

Ο καλοθρεμμένος ναρκισσισισμός της λεγόμενης «κοινωνικής δικτύωσης» (άλλος ευφημισμός αυτός!) ενδυναμώθηκε εν μέσω καραντίνας υπό τον μανδύα μιας διαδικτυακής «αλληλεγγύης». Στην πραγματικότητα, ο νέος ρόλος της «κοινωνικής δικτύωσης» αναδεικνύει και μια νέα μορφή κοινωνικού αποκλεισμού, και δη εκείνων που δεν έχουν καλή σχέση με το ίντερνετ, αρνούνται να προβάλλουν εαυτούς ή την εργασία τους μέσω Facebook, και δεν επιθυμούν να διαχειρίζονται ψηφιακούς εαυτούς ή περσόνες κάποιας λογής. Αυτοί όλοι βρέθηκαν θαμμένοι ζωντανοί κάτω από τόνους ενός άυλου ψηφιακού χώματος κι η μοναξιά τους δεν βρήκε διέξοδο εκτόνωσης ή έκφρασης παρά μόνο μέσω τυχαίων ψηφιακών αντανακλάσεων σε κείμενα τρίτων, ενώ κατά τα άλλα έμεινε ανείπωτη, και άγνωστη.

 

8.

«Ευπαθείς ομάδες», «περιοριστικά μέτρα»: η επιδημία απέκτησε γρήγορα το δικό της λεξιλόγιο. Μαζί με τις νέες σημασίες, όμως, εμφανίστηκε κι η αναγωγή τους στην Ιστορία. Οι δημοσιογράφοι θυμήθηκαν το λοιμό του Θουκυδίδη και την ισπανική γρίπη. Έχουμε μια μόνιμη ανάγκη να συνδέουμε ό,τι μας συμβαίνει με γεγονότα του παρελθόντος, λες κι είναι αδιανόητο, ή επικίνδυνο, να είναι ό,τι μας συμβαίνει μοναδικό και πρωτόφαντο, κάτι που δεν επιδέχεται συγκρίσεις και συνδέσεις. Αναλύουμε κάτι ασφαλέστερα αν πρώτα αγκυρωθεί στο παρελθόν, ή έτσι νομίζουμε.

 

9.

Στην πραγματικότητα, τις συνδέσεις με τον κόσμο του Θουκυδίδη δεν θα τις βρει κανείς στην εξιστόρηση του λοιμού, αλλά σε όσα γράφει ο ιστορικός για την αλλαγή της σημασίας των λέξεων εν καιρώ κρίσης, όταν, για παράδειγμα, η γενναιότητα βαφτίζεται επιπολαιότητα, ή το αντίστροφο. Ο Θουκυδίδης είχε παρατηρήσει πως σε κρίσιμες στιγμές φυραίνει το σημασιολογικό έρμα λέξεων συνηθισμένων, που πλέον σημαίνουν άλλα πράγματα απ’ ό,τι πριν, ακόμη και το αντίθετό τους. Εν μέσω πανδημίας θα προσθέταμε ότι κάποτε οι ευκαιριακές σημασίες που προκύπτουν συνίστανται σε λεπτές μετατοπίσεις εννοιών, που περνούν σχεδόν ανεπαίσθητες.

 

10.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την υποτιθέμενη «πειθαρχία» και «κοινωνική συμμόρφωση» που τάχα επέδειξαν εσχάτως οι Έλληνες και που η κυβέρνηση έσπευσε να αξιοποιήσει δεόντως. Ενώπιον του θανάτου ο φόβος και το εγωιστικό άγχος να επιβιώσουμε μοιάζουν τόσο με ό,τι ονομάζεται «αλληλεγγύη» και «πειθαρχία» ώστε περνιούνται για κάτι τέτοιο. Ενδόμυχα φοβάμαι μη γυρίσει η βάρκα και με πνίξεις, κι εσύ το ίδιο. Επομένως, όταν κάνουμε κι οι δυο ό,τι μπορούμε για να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε τη ζωή, τότε δεν πειθαρχούμε ακριβώς στους κυβερνώντες. Ακούμε τη ζωή κι όχι την κυβέρνηση.

 

11.

Και οι «ξένοι» που έδιναν τα συγχαρητήριά τους για την πειθαρχία των Ελλήνων; Τόσο το καλύτερο! Το νεοελληνικό κόμπλεξ απέναντι στη «Δύση» βγαίνει σε δύο εκδοχές συμπληρωματικές: η μία είναι ελαφρώς παρανοϊκή, όταν η «Δύση» απαξιώνεται χάριν ενός ντόπιου τρόπου σύνδεσης των ανθρώπων που φτάνει, τάχα, ώς εμάς από τα βάθη του βυζαντινού λυκόφωτος. Η δεύτερη, θυμίζει την έκσταση του σκύλου όταν ο απαιτητικός «ξένος» του χαϊδεύει τα αυτιά, πόσο μάλλον αν του πει ένα μπράβο, και ότι υπερτερεί. Στην πραγματικότητα, περισσότερο ενδιαφέρον από την υποτιθέμενη «πειθαρχία» των Νεοελλήνων είχαν οι αρκούδες που ξεμύτισαν κι έκαναν τη βόλτα τους στην Καστοριά, η φώκια που λιάστηκε σε μια παραλία του Σαρωνικού κι οι γάτες που κατέλαβαν τα έρημα παγκάκια· ίσως και οι σεισμολόγοι, που λέγεται πως από την πολλή ησυχία ακούνε τους ψιθύρους της γης, ακόμη και τις πιο μικρές δονήσεις.

 

12.

Όπως η αναπάντεχη «κοινωνική συμμόρφωση» και το ευφημιστικό σλόγκαν «μένουμε σπίτι», έτσι κι η ευχή «Καλή λευτεριά» (και μαζί το συνειρμικό της δίκτυο) συνιστά μία ακόμη συγκυριακή μετατόπιση της σημασίας των λέξεων, που άθελά της καταντά παρωδιακή. Εν προκειμένω, η ευχή «Καλή λευτεριά» έγινε μια παρωδία του αληθινού και μύχιου πόθου για ελευθερία. Ίσως κι η διαβόητη κριτική του Τζόρτζιο Αγκάμπεν (πως η πανδημία ανέδειξε τη φτήνια μας, καθώς κοιτάμε να επιβιώσουμε πάση θυσία και θυσιάζουμε ακόμη και την ελευθερία μας ή το Σύνταγμα για χάρη της επιβίωσης) να βασίζεται σε έναν ακόμη ευκαιριακό προσανατολισμό της λέξης «ελευθερία», η οποία αποκτά εξαίφνης μια άδηλη και καθ’ όλα ασαφή μεταφυσική σημασία.

 

13.

Ειρήσθω εν παρόδω πως στον Αγκάμπεν θα μπορούσε κανείς να απαντήσει με εκείνον τον αρχαίο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ώς κι η Νιόβη θυμήθηκε να φάει. Διότι η ελευθερία της Νιόβης να θρηνεί κι η επιλογή της να είναι ανεπίδεκτη παρηγοριάς προϋπέθετε την επιβίωσή της.

 

14.

Πιθανότατα του χρόνου δεν θα ακούσουμε ξανά την ευχή «Καλή λευτεριά» να συνοδεύει αυτήν για «Καλή Ανάσταση» (ή για «Καλή ΑνάΤαση», όπως έσπευσαν ορισμένοι πολιτικώς ορθώς σκεπτόμενοι συμπολίτες μας να μεταλλάξουν τις πασχαλινές ευχές). Ήδη, στον Φλοίσβο και στις μαρίνες σουλατσάρουν άνθρωποι που προ ολίγων εβδομάδων ανακάλυπταν τη σημασία της διαδικτυακής «αλληλεγγύης», αυτοί που κατόπιν ενθουσιάζονταν με τα εύσημα που τάχα έδιναν στους «Έλληνες» οι «ξένοι». Οι βολταδόροι τούτοι έχουν ανακτήσει την αυτοπεποίθησή τους, έστω κι αν η συμπεριφορά τους αφήνει να διαφανεί μια υποψία φόβου, λες και βολτάροντας αντιλαμβάνονται επιτέλους ότι η γειτνίαση με τους άλλους είναι πολύ ζόρικο πράγμα.

 

15.

Δεν θα μάθουμε ποτέ πόσοι απ’ αυτούς όλους έδειξαν αλληλεγγύη στους συνανθρώπους τους που βρέθηκαν αποκλεισμένοι από το νέο ψηφιακό σύμπαν των ανέπαφων συναλλαγών και συναντήσεων· κι ούτε θα μάθουμε ποτέ αν υπήρξε λίγη, ή μπόλικη χαιρεκακία σε εκείνες τις συγκρίσεις ανάμεσα σε «εμάς» και την Αγγλία, ή την Αμερική. Υποψιαζόμαστε μόνον ότι πίσω από τα γεγονότα που καταγράφουν οι ιστορικοί συντηρούνται για λίγο αχανή πλέγματα ξέφρενων συναισθημάτων, αφανών αγωνιών, αναντίληπτων σφαλμάτων και ρητορικών τροπών της γλώσσας, τα οποία μας διαφεύγουν και μένουν για πάντα σκοτεινά και ακατάγραπτα. Η ευχή «Καλή λευτεριά», που μεσουράνησε για λίγες μόνον ημέρες σε τούτη τη χώρα, αν όχι για λίγες ώρες, ήταν μία μόνον ελάχιστη απόληξη ενός τέτοιου αθέατου πλέγματος που συγκρατεί και συνάμα σιγοτρώει τον βίο μας. Γι’ αυτό και μόνο αξίζει να καταγραφεί η συγκυριακή της εμφάνιση, πριν χαθεί για πάντα στη λήθη της Ιστορίας.

[Σημείωση: οι παράγραφοι 10 και 11 δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα JaJ (Journalists about Journalism) ύστερα από πρόσκληση του Αντώνη Παγκράτη]

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.