Η δημοκρατία είναι ένα ανοιχτό, πορώδες σύστημα. Δεν ανέχεται απλώς τη συνεχή λογοδοσία και κριτική∙ τα ενθαρρύνει και βασίζεται σε αυτά. Ταυτόχρονα, το πολιτικό σύστημα –οι ηγέτες– αναλώνουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους στην επικοινωνία της πολιτικής, αντί στη χάραξη ή την εφαρμογή της. Αυτό γίνεται αφενός μεν γιατί οι προβολείς των ηλεκτρονικών και ψηφιακών μέσων είναι στραμμένοι πάνω τους∙ αφετέρου δε επειδή η εκδημοκρατικοποίηση όλων των εκφάνσεων της καθημερινότητας μας σημαίνει ότι για να εφαρμοστεί μια πολιτική απαιτείται η συναίνεση και ενεργός συμμετοχή των πολιτών. Η συνεχής κριτική και σάτιρα για τους πολιτικούς, η υπερπροβολή και ο κορεσμός μηνυμάτων, η ακραία εκδημοκρατικοποίηση στη δημόσια σφαίρα μέσω των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης οδηγούν στη φθορά προσώπων και θεσμών. Ο μαξιμαλισμός υποσχέσεων και προσδοκιών –ειδικά όταν η δημόσια πολιτική συγκρίνεται με την ευελιξία και τη στοχοπρoσήλωση ιδιωτικών επιχειρήσεων– καλλιεργούν τη δυσπιστία και τον αντισυστημισμό. Η σύγχρονη δημοκρατία δεν βασίζεται τόσο στη θεσμική αντιπροσώπευση (κόμματα, Kοινοβούλιο) αλλά στην ψηφιακή επικοινωνία. Ο μεταπολεμικός και κυρίως μεταψυχροπολεμικός φιλελευθερισμός –η κατάσταση της μετανεωτερικότητας– έχουν καταστήσει το άτομο τον κυρίαρχο δρώντα στην κοινωνία, με αποτέλεσμα το σύστημα συνολικά να είναι μεν πιο πλουραλιστικό αλλά και πολύ πιο δυσκίνητο.
Σε αντίθεση με αυτό το μοντέλο, απολυταρχικά καθεστώτα όπως αυτά της Κίνας και της Ρωσίας φαίνονται να είναι πιο ευέλικτα και αποτελεσματικά σε κατάσταση κρίσης ή πολέμου. Εφαρμόζοντας στρατιωτική πειθαρχία και κάθετες μορφές λήψης και εφαρμογής αποφάσεων με ξεκάθαρη ιεραρχία, διασφαλίζουν τον κεντρικό έλεγχο της διαχείρισης και την ταχύτητα εφαρμογής μέτρων, ειδικά όταν όλα αυτά υποστηρίζονται από ένα καθεστώς φόβου και απειλής βίας. Η λογοκρισία, η κρατική προπαγάνδα και ο εκφοβισμός ή η πάταξη διαφορετικών φωνών διασφαλίζουν την κοινωνική πειθαρχία χωρίς να «χάνεται πολύτιμος χρόνος» σε κομματικές ή κοινωνικές προστριβές.
Δημοκρατίες και αυταρχισμοί
Είναι αλήθεια ότι ένα δημοκρατικό σύστημα μπορεί να παραλύσει ή να καταρρεύσει όταν παίκτες-κλειδιά (vetoplayers) εμποδίζουν τη λειτουργία του. Η σύγχρονη πολιτική σκηνή των Ηνωμένων Πολιτειών δείχνει με αρκετά δραματικό τρόπο το πώς ο θεσμικός έλεγχος και η εξισορρόπηση των εξουσιών (checksandbalances), σε συνδυασμό με την πόλωση, το λαϊκισμό και μακροχρόνιες δομικές αδυναμίες στο εκπαιδευτικό σύστημα μπορούν να οδηγήσουν μια φιλελεύθερη δημοκρατία σε κατάσταση σήψης.
Ωστόσο, δεν είναι ούτε αυτονόητο, ούτε καν πιθανότερο ότι τα αυταρχικά καθεστώτα θα είναι καλύτερα στη διαχείριση κρίσεων και αυτό φαίνεται τώρα, σε αυτήν εδώ την κρίση. Εφόσον μια κοινωνία υιοθετήσει ένα ρόλο ευθύνης και συμμετοχής, μια δημοκρατία μπορεί να πετύχει τα φαινομενικά ακατόρθωτα. Η κριτική και η ελευθερία λόγου διασφαλίζουν την υγεία της επιστήμης και τη βιωσιμότητα των πολιτικών αποφάσεων. Σε κατάσταση κρίσης ή αμφισβήτησης, τα αυταρχικά καθεστώτα κλείνουν τις στρόφιγγες πληροφόρησης με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκής επικοινωνία ανάμεσα στους κλάδους και τα τμήματα του συστήματος∙ η παραπληροφόρηση και η προπαγάνδα σταδιακά εισχωρούν και εκφυλίζουν τον επιστημονικό, δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό λόγο. Αργά ή γρήγορα, το καθεστώς χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα. Η αλήθεια έχει έναν μοναδικό τρόπο να εκδικείται όσους συστηματικά τη διαστρεβλώνουν ή την αγνοούν.
Στην διαχείριση του κορωνοϊού φάνηκε να αναμετρώνται δύο διαφορετικά μοντέλα διακυβέρνησης: το αυταρχικό (π.χ. Κίνα) και το φιλελεύθερο (π.χ. ΗΠΑ), αν και στο δεύτερο παρατηρούμε αρκετές διαφοροποιήσεις στον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις της Ευρώπης προσέγγισαν το πρόβλημα. Αυτή η άτυπη αναμέτρηση θα μπορούσε να έχει ένα εκ των εξής αποτελεσμάτων, τα οποία θα είχαν και αντίστοιχες γεωπολιτικές επιπτώσεις:
(α) ένα νοκ άουτ, δηλαδή μια καθαρή υπερίσχυση του ενός μοντέλου υπέρ του άλλου. Αυτό θα συνέβαινε εφόσον είτε το κλειστό, αυταρχικό σύστημα της Κίνας έχανε σε τέτοιο βαθμό την επαφή με την πραγματικότητα ώστε να καταρρεύσει (όπως έγινε μετά το Τσερνομπιλ με τη Σοβιετική Ένωση), είτε εφόσον οι δημοκρατίες της Δύσης δεν κατάφερναν να επιβάλλουν περιοριστικά μέτρα λόγω ενός άκρατου φιλελευθερισμού. Τίποτε από τα δύο δεν φαίνεται να έχει συμβεί μέχρι στιγμής. Η μεν Κίνα φαίνεται να μπορεί να ελέγξει σε ένα βαθμό την εξάπλωση του ιού∙ οι δε χώρες της Δύσης που έλαβαν μέτρα εγκαίρως κατάφεραν να περιορίσουν τους θανάτους στο πρώτο κύμα του ιού.
(β) ένα άλμα προς τα εμπρός, δηλαδή ένα ποιοτικό και ποσοτικό άλμα παγκόσμιας συνεργασίας με δημιουργία νέων θεσμών συντονισμού και παγκόσμιας διακυβέρνησης∙ με ισχυροποίηση και ανεξαρτητοποίηση οργανισμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας∙ με πάταξη του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, της φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και των φορολογικών παραδείσων, που απορροφούν ένα τεράστιο μέρος του παγκόσμιου ΑΕΠ∙ με ριζικές αλλαγές στην παραγωγή και την κατανάλωση τροφίμων με περιορισμό των πρακτικών βιομηχανικής εκτροφής ζώων∙ με αποτελεσματική αντιμετώπιση οικονομικών ανισοτήτων και αδικιών που υπονομεύουν το κοινωνικό συμβόλαιο∙ και με ενίσχυση διακρατικών μηχανισμών προετοιμασίας και αντιμετώπισης παγκόσμιων προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή και η επόμενη πανδημία που νομοτελειακά θα συμβεί. Τίποτε από αυτά δεν φαίνεται να συμβαίνει σε αυτή τη φάση, αν και όλα αυτά είναι απλώς απαραίτητα (και λογικά κάποια στιγμή θα γίνουν, αφού όμως έχουμε βιώσει ακόμη χειρότερες συνθήκες). Το ξέρουμε ότι δεν συμβαίνουν επειδή κράτη όπως η Ρωσία και η Κίνα εξακολουθούν να παίζουν ένα γεωπολιτικό παιχνίδι παλαιού τύπου, χρηματοδοτώντας επιθέσεις παραπληροφόρησης και ψευδών ειδήσεων εν μέσω πανδημίας που στόχο έχουν να καλλιεργήσουν τη σύγχυση και τη δυσπιστία στη Δϋση. Και το ξέρουμε ότι δεν συμβαίνουν επειδή οι ΗΠΑ εξακολουθούν να βρίσκονται σε γεωστρατηγική ελεύθερη πτώση, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται προ πολλού σε πολιτικό βάλτο.
(γ) εφόσον λοιπόν κανένα απ’τα δύο πρώτα σενάρια δεν φαίνεται να συμβαίνει, αυτό που μένει, αυτό που προς το παρόν συμβαίνει, είναι αυτό που ήδη συνέβαινε: η Νέα Παγκόσμια Αταξίατης ατελούς παγκοσμιοποίησης∙ μια διαδικασία στρατηγικής παρακμής των ΗΠΑ, παρακμή των υπαρχόντων θεσμών διεθνούς συνεργασίας (όπως ο ΟΗΕ) και ανάδυση ενός σχετικά άναρχου και ασταθούς πολυπολικού συστήματος με τέσσερις βασικούς παίκτες (ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία, Κίνα)∙ ένας Νέος Ψυχρός Πόλεμος που ήδη εξελίσσεται εδώ και 16 χρόνια από τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν και 8 χρόνια από τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ∙ και μια διαδικασία ζυμώσεων στη Δύση – τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όσο και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βασικό ερώτημα αν θα υπάρξει συντονισμένος γαλλογερμανικός άξονας ως κινητήριος δύναμη μιας νέας Ευρώπης. Από αυτές τις ζυμώσεις θα κριθεί και το μέλλον της δημοκρατίας.
Κινδυνεύει η δημοκρατία;
Τι σχέση έχουν όμως τα τεκταινόμενα στο διεθνές σύστημα με τη δημοκρατία; Δεν θα μπορούσε η δημοκρατία να επιβιώσει στο εσωτερικό των κρατών ασχέτως του τι συμβαίνει διεθνώς ή παγκοσμίως. Η απάντηση είναι «μάλλον όχι». Αν και δεν είναι απαραίτητο όλες οι χώρες του κόσμου να έχουν δημοκρατία για να μπορέσει αυτή να επιβιώσει, η εμφάνιση και ανάπτυξη της νεότερης και σύγχρονης δημοκρατίας ήταν και είναι μέρος ενός ευρύτερου οικοσυστήματος τόσο στο επίπεδο των πνευματικών ιδέων (π.χ. κοινωνικό συμβόλαιο, Διαφωτισμός), πρακτικών (φιλελεύθερα συντάγματα, καθολική ψήφος) και καναλιών δημοσίου διαλόγου (εφημερίδες, τηλεόραση, διαδίκτυο), όσο και σε αυτό των παγκόσμιων συσχετισμών ισχύος.
Η μεταπολεμική και μεταψυχροπολεμική άνθιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στις χώρες της Δύσης βασίστηκε στην ύπαρξη ενός σταθερού διεθνούς συστήματος με ένα καθολικώς αποδεκτό πλαίσιο κανόνων και αξιών (ανθρώπινα δικαιώματα, διεθνές δίκαιο, συνεργασία, διπλωματία, ειρήνη). Αυτό με τη σειρά του υποστηρίχθηκε από τη σκληρή (στρατιωτική) και μαλακή (οικονομική, τεχνολογική και πολιτισμική) ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών ως «φάρου» του φιλελευθερισμού. Από τη στιγμή που όλες αυτές οι συνθήκες –τόσο η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, όσο και το διεθνές πλαίσιο συνεργασίας και σταθερότητας– απειλούνται, από τη στιγμή δηλαδή που κάποιοι παίκτες στο σύστημα αρχίζουν να παίζουν «βρώμικα» και να επιτίθενται ευθέως στους άλλους πυλώνες του συστήματος εν μέσω πανδημίας και παγκόσμιων προκλήσεων, τότε και η ίδια η δημοκρατία στο εσωτερικό των κρατών θα απειληθεί αφού οι εθνικές κυβερνήσεις θα αναγκάζονται να λειτουργούν συνεχώς σε καθεστώς κρίσης (crisis governance).