O ελληνικός 19oς αιώνας, είναι μια από τις πιο «κακοφωτισμένες» περιόδους της Ιστορίας μας. Ιδίως η περίοδος μετά τον Όθωνα και μέχρι τον λεγόμενο ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, φαντάζει σχεδόν άγνωστη στους περισσότερους. Σκόρπιες μόνο πληροφορίες συναντά κανείς, άλλοτε για την έλευση του Γεωργίου Α΄ κι άλλοτε για την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας, χωρίς όμως λεπτομέρειες. Οι περισσότεροι Έλληνες, ακόμη κι εκείνοι που μελετούν την ελληνική Ιστορία, δύσκολα θα θυμηθούν ποιος ήταν εκείνος ο πρωθυπουργός επί των ημερών του οποίου επετεύχθη η αναίμακτη ενσωμάτωση σημαντικών και, κυρίως, εύφορων εδαφών, στο μικρό ακόμη τότε ελληνικό κράτος, το 1881.
Το νέο βιβλίο του Λευτέρη Καντζίνου εκκινεί από αυτή την άγνοια και επιχειρεί να μας «τσιγκλήσει», εκθέτοντάς μας τον άγνωστο ελληνικό 19ο αιώνα. Ξεκινά από την έξωση του Όθωνα το 1862 και φτάνει μέχρι την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου το 1881. Πρόκειται για μελέτη βασισμένη εξ ολοκλήρου σε αρχειακές πηγές, δημοσιευμένες και μη, και σε εφημερίδες.
Ο Καντζίνος εκκινεί την εξιστόρησή του με μια συνοπτική παρουσίαση του κόσμου την εποχή με την οποία ασχολείται. Με αυτόν τον τρόπο, συνδέει τα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας με το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Είναι σημαντικό, π.χ., να έχουμε κατά νου πως, όταν αλλάζει η δυναστεία στην Ελλάδα, στις μακρινές ΗΠΑ έχει ξεκινήσει ο αιματηρός Εμφύλιος. Όταν ξεσπά η Κρητική Επανάσταση και λαμβάνουν χώρα τα Λαυρεωτικά, η Γαλλία δοκιμάζεται από πόλεμο που «δημιουργεί» τελικά το Β΄ Ράιχ και το ενιαίο γερμανικό κράτος.
Αλλαγή δυναστείας
Ο Καντζίνος δίνει μεγάλη έμφαση στην τριετία που οδήγησε στην έξωση του Όθωνα και στο δημοψήφισμα το οποίο, αντί του Αλφρέδου της Βρετανίας, οδήγησε στην αποδοχή του ελληνικού θρόνου από τον Γουλιέλμο-Γεώργιο της Δανίας, ο οποίος ανακηρύχθηκε βασιλεύς των Ελλήνων με το όνομα Γεώργιος Α΄.
Αν και ξεκινά κάπως ανορθόδοξα, ο Καντζίνος αναδεικνύει μια πτυχή που ελάχιστα έχει επισημανθεί μέχρι στιγμής: τις ελληνοϊταλικές σχέσεις της περιόδου, τις ζυμώσεις στα Επτάνησα και πώς τελικά τα γεγονότα αυτά συνέβαλαν στην έξωση του Όθωνα. Στάθηκα ιδιαίτερα στον «διπλωματικό διπολισμό» που αναφέρει ο συγγραφέας, ο οποίος αποτελούσε κοινό γνώρισμα τόσο της ελληνικής όσο και της ιταλικής πολιτικής σκηνής της εποχής.
«Η ιταλική και η ελληνική πολιτική σκηνή είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισµα: οι αιρετές κυβερνήσεις των δύο χωρών είχαν υιοθετήσει ξεχωριστές προσεγγίσεις στα ζητήµατα εξωτερικής πολιτικής από τους βασιλείς τους». Όταν το υπουργείο Εξωτερικών ενός κράτους ακολουθεί διαφορετική πολιτική από εκείνη που εκφράζει ο µονάρχης, αυτό αποκαλείται «διπλωµατικός διπολισµός», ο οποίος περιπλέκει τις διακρατικές σχέσεις. «Επιπλέον, δεν εξέλιπαν οι ανταγωνισµοί ακόµα και µεταξύ των στελεχών µιας κυβέρνησης, καθώς καθένα εξ αυτών (όχι σπάνια) προσπαθούσε να υπερτερήσει, προκαλώντας σύγχυση τόσο στο κυβερνητικό έργο όσο και στην εξωτερική πολιτική». Και στη συνέχεια εξηγεί:
ο Βιτόριο Εµανουέλε υποστήριζε την παρουσία και τη δραστηριότητα των κοµιτάτων µε το σκεπτικό ότι µπορούσαν να λειτουργήσουν αποπροσανατολιστικά για τις Μεγάλες Δυνάµεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σύµφωνα µε τον ιταλό βασιλιά, οι επαναστάσεις που θα ξεσπούσαν εντός της εδαφικής επικράτειας της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Οθωµανικής αυτοκρατορίας θα έδιναν τη διπλωµατική και τη στρατιωτική δυνατότητα στους Ιταλούς να απελευθερώσουν ευκολότερα την υπό αυστριακή κατοχή Βενετία και τη –φρουρούµενη από τα γαλλικά στρατεύµατα– Ρώµη. Εάν ο Βιτόριο Εµανουέλε πετύχαινε κάτι τέτοιο, αυτοµάτως θα ισχυροποιούνταν τόσο η Ιταλία όσο και η εξουσία του, και ο ίδιος θα αναδεικνυόταν στον αδιαµφισβήτητο ηγέτη του έθνους του. Στον αντίποδα, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών –και από τον Ιούνιο του 1861 πρωθυπουργός– Μπετίνο Ρικάζολι θεωρούσε ότι η χώρα του έπρεπε να αποστασιοποιηθεί από τα επαναστατικά κινήµατα, διότι έτσι θα κέρδιζε τη συµπάθεια των Μεγάλων Δυνάµεων και θα θεωρούνταν αξιόπιστος εταίρος των ισχυρών της Ευρώπης. Ως εκ τούτου, η Ιταλία θα αποκτούσε ένα ισχυρό διπλωµατικό βήµα και θα µπορούσε να διεκδικήσει τους εθνικούς της στόχους µε µεγαλύτερη ασφάλεια.
Ο Καντζίνος επισημαίνει κάτι που όλο και πιο συχνά εμφανίζεται στην έρευνα: την κυριαρχία δηλαδή στην πολιτική ζωή της χώρας των απογόνων όσων αγωνίστηκαν στην ελληνική Επανάσταση ή και των ίδιων των αγωνιστών, όπως π.χ. ο Κωνσταντίνος Κανάρης, κόντρα στο άκρως δημοφιλές όσο και μίζερο αφήγημα που θέλει τους πρωταγωνιστές του Αγώνα κυνηγημένους και εκτός του νυμφώνος της εξουσίας, υπερτονίζοντας τα παραδείγματα του Νικηταρά ή της Μαντώς Μαυρογένους.
Δημοψήφισμα
Την έξωση του Όθωνα, ακολούθησε δημοψήφισμα με αντικείμενο την εκλογή ηγεμόνα. Η ψηφοφορία είχε αρκετές ιδιαιτερότητες μεν, αλλά ήταν δηµοκρατική διαδικασία, ακόµη και για τα σύγχρονα δεδοµένα. «Δικαίωµα ψήφου είχαν όλοι οι άρρενες έλληνες πολίτες άνω των 20 ετών, που διαβιούσαν εντός και εκτός της ελληνικής επικράτειας. Οι εφορευτικές επιτροπές ήταν τριµελείς και απαρτίζονταν από τον δήµαρχο κάθε πόλης, τον τοπικό δηµοδιδάσκαλο και τον πρεσβύτερο ιερέα της εκλογικής περιφέρειας, ο οποίος είχε την αρµοδιότητα να βοηθά όποιον ψηφοφόρο δεν γνώριζε γραφή και να υπογράφει αντ’ αυτού. Οι Έλληνες του εξωτερικού θα ψήφιζαν στα κατά τόπους προξενεία, όπου η εφορευτική επιτροπή θα αποτελούνταν από τον έλληνα πρόξενο και ακόµη δύο διπλωµατικούς υπαλλήλους της επιλογής του. Στην εκλογική διαδικασία δεν υπήρχαν ψηφοδέλτια – η πολιτεία δεν προέκρινε υποψηφίους, τους οποίους έπρεπε να εγκρίνει ή να απορρίψει το εκλογικό σώµα. Αντ’ αυτών χρησιµοποιήθηκε ένα ειδικό έντυπο εν είδει πρωτοκόλλου, στο οποίο αναγράφονταν το όνοµα της επιλογής κάθε εκλογέα για τον νέο ηγεµόνα της χώρας, το ονοµατεπώνυµο του ψηφοφόρου και η υπογραφή του. Με αυτόν τον τρόπο, καθένας µπορούσε να ψηφίσει όποιον επιθυµούσε, χωρίς προϋποθέσεις. Ωστόσο, η εκλογική διαδικασία έλαβε τον χαρακτήρα συλλογής υπογραφών, αφού δεν υφίστατο µυστική ψηφοφορία».
Αλλά ας δούμε τη διαδικασία. Περιγράφει ο Καντζίνος:
Το δηµοψήφισµα θα διαρκούσε 10 ηµέρες. Η ηµεροµηνία της διαδικασίας δεν θα ήταν ίδια σε όλα τα εκλογικά κέντρα∙ θα ξεκινούσε τρεις ηµέρες µετά την παραλαβή του εκλογικού υλικού και των εγκυκλίων από την εκάστοτε δηµοτική και προξενική Αρχή. Η ψηφοφορία θα διεξαγόταν µεταξύ 09.00 π.µ. και 04.00 µ.µ. Στο τέλος κάθε ηµέρας, η εφορευτική επιτροπή θα συνέτασσε ενυπόγραφη πράξη επί του ειδικού πρωτοκόλλου ψηφοφορίας. Μετά τη συµπλήρωση της 10ης ηµέρας, κάθε δήµος θα υπέβαλλε το σχετικό πρωτόκολλο στον οικείο έπαρχο ή νοµάρχη, ο οποίος µε τη σειρά του θα κατέθετε τα έγγραφα στο υπουργείο Εσωτερικών. Αυτό θα προσκόµιζε συγκεντρωτικά τα παραπάνω έντυπα στην Εθνοσυνέλευση, η οποία θα εξέδιδε το αποτέλεσµα του δηµοψηφίσµατος.
Το αποτέλεσµα ήταν αδιαµφισβήτητο: νικητής αναδείχθηκε ο πρίγκιπας Αλφρέδος µε ποσοστό 94,20% (έλαβε 230.016 από τις περίπου 244.200 ψήφους). Δεύτερος ήλθε ο δούκας του Λίχτενµπεργκ, µε ποσοστό που δεν ξεπερνούσε το 1% (2.400 ψήφοι). Ακολούθησε πλειάδα γαλαζοαίµατων και διασηµοτήτων της εποχής: «Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο Μέγας Ναπολέων, που είχε πεθάνει 41 χρόνια νωρίτερα, πήρε δύο ψήφους, ενώ από µία ψήφο έλαβαν ο 87χρονος φιλέλληνας Εϋνάρδος, ο Γάλλος στρατάρχης Μακ Μαόν και ο –ήδη έκπτωτος– Όθωνας. Επίσης, είναι ενδιαφέρον ότι 482 εκλογείς ψήφισαν τις Μεγάλες Δυνάµεις, πιθανότατα θέλοντας µε αυτόν τον τρόπο να καταδείξουν το µάταιο της διαδικασίας. Ακόµα, 80 ψηφοφόροι µπορεί να θεωρηθούν ιδιαιτέρως εκσυγχρονιστές για την εποχή τους, αφού επέλεξαν την εκδοχή της αβασίλευτης δηµοκρατίας. Τέλος, µόλις έξι ψήφους έλαβε ο πρίγκιπας Γουλιέλµος Γεώργιος της Δανίας, ο νέος βασιλιάς των Ελλήνων».
Ελληνοϊταλικά και Κρητική Επανάσταση
Φτωχό το ελληνικό κράτος, υποχρεώθηκε να καταργήσει το 1863 τις έμμισθες διπλωματικές αποστολές πλην εκείνης στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό, βεβαίως, είχε διάφορα ευτράπελα αποτελέσματα, όπως το να βρίσκονται τρεις έλληνες πρόξενοι στη Νάπολη και να αλληλοτρώγονται προκαλώντας θυμηδία σε όλη την Ευρώπη. Καθοριστικό ρόλο, όπως γλαφυρά περιγράφει ο Καντζίνος, έπαιξε το παγκάρι του ναού των Αγίων Πέτρου και Παύλου στην πόλη.
Κι αφού ψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα του 1864, που μετατρέπει την Ελλάδα από συνταγματική μοναρχία σε βασιλευομένη δημοκρατία, φτάνουμε στο 1866, με τον αυστροπρωσικό πόλεμο, την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, την ενσωμάτωση της Βενετίας στο ιταλικό κράτος και την Κρητική Επανάσταση. Ο Καντζίνος αναδεικνύει τη σύνδεση και την αλληλεπίδραση των γεγονότων μεταξύ τους σε ένα κουβάρι, που δύσκολα η ελληνική πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να βρει την άκρη του. Ενδιαφέρον έχει για το σήμερα η κατάσταση στην οποία βρέθηκε η ελληνική κυβέρνηση με τα γεγονότα της Κρητικής Επανάστασης.
Η Κρητική Επανάσταση, επισημαίνει ο Καντζίνος, «είχε φέρει σε αµηχανία την προηγούµενη κυβέρνηση∙ εάν απεκήρυσσε το αίτηµα των Κρητών για ένωση, τότε θα κινδύνευε να χαρακτηριστεί προδοτική στο εσωτερικό. Εάν όµως αποδεχόταν την ένωση και βοηθούσε ενεργά τους επαναστάτες, τότε θα ήταν σαν να προκαλούσε τον πόλεµο µε την Οθωµανική αυτοκρατορία. Σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο πιθανότατα θα ηττάτο µε απρόβλεπτες συνέπειες και, συνάµα, θα αθετούσε τους σχετικούς όρους των προηγούµενων συνθηκών περί ουδετερότητας, οπότε και οι Μεγάλες Δυνάµεις θα στρέφονταν εναντίον της Ελλάδας». Είναι το μόνιμο πρόβλημα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων έκτοτε, έως και στις μέρες μας, πώς δεν θα κατηγορηθούν για απεμπόληση των θεωρούμενων κάθε φορά εθνικών συμφερόντων αλλά και πώς δεν θα προκαλέσουν τον εκάστοτε αντίπαλο ή τις όποιες Μεγάλες Δυνάμεις
Δεν μπορώ να προσπεράσω την αναφορά του Καντζίνου στον εορτασμό των 50 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, το 1871. Οι επίσηµες εκδηλώσεις είχαν συνδεθεί µε την ανακοµιδή των λειψάνων του απαγχονισθέντος από τους Οθωμανούς πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ από την Οδησσό, όπου είχε ταφεί, στην Αθήνα. Πράγµατι, κατέφτασαν στην πρωτεύουσα τον Απρίλιο του 1871, «έγιναν δεκτά µε τιµές αρχηγού κράτους στον Πειραιά και µεταφέρθηκαν σε ποµπή στον µητροπολιτικό ναό των Αθηνών, όπου εναποτέθηκαν σε µαρµάρινη λάρνακα (στην ίδια θέση φυλάσσονται µέχρι σήµερα). Τον επόµενο χρόνο, ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ χρηµατοδότησε την κατασκευή ενός ανδριάντα του΄, τον οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γεράσιµος Φυτάλης και τοποθετήθηκε στην είσοδο του Πανεπιστηµίου Αθηνών». Είναι ο αδριάντας που και σήμερα καμαρώνουμε στην είσοδο του Πανεπιστημίου Αθηνών, να στέκει βανδαλισμένος, χωρίς την ποιμαντορική ράβδο του εδώ και περίπου δυο χρόνια.
Ο συγγραφέας αναφέρεται εκτενώς και στην πολιτική κρίση της τριετίας 1873-1876. Σιμωνιακά, «Τις πταίει;», το πρώτο ειδικό δικαστήριο στην ιστορία του ελληνικού κράτους, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που κυριάρχησαν. Η Ελλάδα ήρθε και τότε αντιμέτωπη με οικείες και σήμερα καταστάσεις, όπως είναι η ρωσική διείσδυση στην αθωνική Πολιτεία. Ήταν μια εποχή που ο πανσλαβισμός ως ιδεολόγημα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής βρισκόταν στο απόγειο του. Οι τοπικές Εκκλησίες απέκτησαν εθνικό προσδιορισµό και η Βουλγαρική Εξαρχία διαδραµάτισε πολιτικό ρόλο µε πρόσχηµα την εκκλησιαστική ανεξαρτησία της. «Ιδανική αφορµή για την υλοποίηση του σλαβικού οράµατος ήταν το πολυεθνικό Άγιον Όρος. Ωστόσο, οι προκαθήµενοι του Οικουµενικού Πατριαρχείου αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Συνάµα, η αγιορείτικη πολιτεία βίωνε ηθική και οικονοµική κρίση, ενώ το κλίµα ανάµεσα στην Αθήνα και στο Φανάρι ήταν τεταµένο».
Με ορµητήριο τη µονή Αγίου Παντελεήµονος, Ρώσοι µοναχοί (κυρίως απόστρατοι αξιωµατικοί του τσαρικού πολεµικού ναυτικού) και πράκτορες ξεχύθηκαν στο Όρος, εξαγοράζοντας γη, οικήµατα και συνειδήσεις. Στόχος τους ήταν η πληθυσµιακή υπεροχή, ώστε όσο το δυνατόν περισσότερα µοναστήρια και σκήτες να περιέλθουν στον έλεγχό τους. Συνάµα, πολυάριθµες οµάδες προσκυνητών ύποπτης προέλευσης και σκοπού διαδέχονταν η µία την άλλη, µε αποτέλεσµα µεγάλος αριθµός Ρώσων να βρίσκεται πάντοτε επί του Αγίου Όρους.