Σύνδεση συνδρομητών

Ένας Μαυροβούνιος στην Επανάσταση

Παρασκευή, 16 Αυγούστου 2024 00:20
Το πορτρέτο του Βάσου Μαυροβουνιώτη από τον Νικηφόρο Λύτρα.
Wikipedia
Το πορτρέτο του Βάσου Μαυροβουνιώτη από τον Νικηφόρο Λύτρα.

Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, O δημόσιος και ιδιωτικός βίος του Στρατηγού Βάσου Μπράγιοβιτς-Μαυροβουνιώτη 1797-1847. Ένας νοτιοσλάβος οπλαρχηγός στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης, της Ελληνικής Επανάστασης και του Βασιλείου της Ελλάδας, Παπαζήση, Αθήνα 2024, 474 σελ.

«Συνιστούσε τυπική περί­πτω­ση βαλκάνιου άτα­κτου πο­λε­μιστή. Δεν είχε, βέ­βαια, γνώσεις µοντέρνας στρατιωτικής τέχνης αλ­λά διέ­θετε µεγάλη εμπειρία στις συγ­κρούσεις της επαναστατικής πε­ριόδου […]· περαιτέρω συγ­κέντρωνε στο πρό­σωπό του όλες εκείνες τις απαραίτητες δεξιό­τητες που τον ανέ­δειξαν ως η­γέ­τη ατάκτων πολε­µι­στών: ισχυ­ρή προσωπικότητα, δυνατότητα επι­βολής στους καθ’ έξιν απεί­θαρχους άνδρες του, θάρρος αλλά και σύ­νεση». Ο Στέφανος Π. Παπαγεωργίου ανασυνθέτει τη ζωή και τη δράση ενός ήρωα της ελληνικής Επανάστασης του 1821, από το Μαυροβούνιο, του Βάσου Μπράγιοβιτς-Μαυροβουνιώτη.

Γράφοντας προ καιρού στις φιλόξενες σελίδες του περιοδικού αυτού αναφέρθηκα στον αγωνιστή του 1821 Βάσο Μαυροβουνιώτη, σημειώνοντας ότι οι επαναστάσεις δεν μετασχηματίζουν μόνο τις κοινωνίες που τις αποτολμούν αλλά μεταμορφώνουν εξίσου δραματικά και τους πρωταγωνιστές τους. Ο Μαυροβουνιώτης είναι σίγουρα μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις μιας τέτοιας ριζικής αλλαγής, γεγονός, μάλιστα, που αντιλαμβανόταν πλήρως και ο ίδιος:

Εν τη ζωή μου δεν απήντησα θαυμασιώτερον (απορώτερον) παρά την μεταβολήν εμού του ιδίου αυτού. Οσάκις, επρόσθεσε, διαλογίζωμαι τον προ της επαναστάσεως βίον μου, και είτα την θέσιν και την κατάστασιν, εις ην ήδη ευρίσκομαι, μένω εκστατικός εις τρόπον, ώστε δυσπιστώ αν εγώ αυτός είμαι εκείνος ο προ της Επαναστάσεως.[1]

Πράγματι, είχε πολλούς λόγους για να «δυσπιστεί», καθώς η συμμετοχή του στην Επανάσταση τον μετέτρεψε από άσημο νοτιοσλάβο οπλοφόρο σε στρατηγό του ελληνικού αγώνα, υπασπιστή του Όθωνα και κάτοχο σεβαστής περιουσίας.   

 

Ποιος ήταν ο Βάσο Μπράγιοβιτς

Τίποτα από όλα αυτά, βέβαια, δεν ήταν αναμενόμενο όταν ο Vaso Brajović (Βάσο Μπράγιοβιτς), όπως ήταν το κανονικό του όνομα, γεννήθηκε στο Μαυροβούνιο πιθανότατα το 1797. Το Μαυροβούνιο (γνωστό στους Έλληνες και με το ιταλικό του όνομα: Μοντενέγκρο) ήταν μια φυλετικά οργανωμένη κοινωνία, όπως και η βόρεια Αλβανία, στην οποία η βεντέτα, ή η «αιματηρή αντεκδίκηση» όπως αλλιώς λέγεται («Blood Feud»), ήταν ευρύτατα διαδεδομένη και η τέχνη των όπλων περνούσε στα παιδιά κυριολεκτικά μαζί με το γάλα της μητέρας τους: από την ηλικία των 15 ετών περίπου, τα αγόρια εντάσσονταν στον κόσμο των ενόπλων ενηλίκων και σε αυτόν της βεντέτας. Σε αντίθεση με τα ανήλικα παιδιά και τις γυναίκες, μπορούσαν πλέον να σκοτώσουν και να σκοτωθούν.[2] Ο Βάσος ανήκε στη φυλή Bjelopavlići, μια από τις ισχυρότερες φυλές των Μαυροβουνιακών «υψιπέδων» (Brda), η οποία πιθανόν να ήταν αρχικά αλβανόφωνη και συνεπώς αλβανικής καταγωγής.[3] Επιπλέον, τα υψίπεδα αυτά αποτελούσαν παραδοσιακά έναν τόπο όπου η ληστεία ήταν ενδημική, ενώ οι τοπικές φυλές χαρακτηρίζονταν από μια έντονα πολεμική προδιάθεση, με αποτέλεσμα η οθωμανική εξουσία να μην καταφέρει ποτέ να εδραιωθεί ουσιαστικά.[4] Η περιοχή ενσωματώθηκε τελικά στο Μαυροβούνιο στα τέλη του 18ου αιώνα.

Η ζωή του Βάσου, όπως επισημαίνει ο Παπαγεωργίου, φαίνεται ότι έγινε ακόμα πιο σκληρή την εποχή της ενηλικίωσής του, λόγω φυλετικών συγκρούσεων, του λιμού που ενέσκηψε τότε στην περιοχή αλλά και της αδυναμίας επιβολής της κεντρικής εξουσίας (σελ.15). Έτσι, σε ηλικία περίπου είκοσι ετών ο μαυροβούνιος ορεσίβιος εγκατέλειψε την πατρογονική του γη μαζί με τα τρία του αδέλφια και άλλους συγγενείς του, και βρήκε καταφύγιο στη Σμύρνη. Το τι ακριβώς έκανε εκεί δεν είναι γνωστό, καθώς τα υπάρχοντα στοιχεία είναι λιγοστά και δύσκολο να επαληθευτούν. Πιθανώς να έγινε επιστάτης κοπαδιών των ισχυρότατης τοπικής οικογένειας των Καραοσμάνογλου ή ακόμα και ληστής. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στη Σμύρνη συνδέθηκε με τον δεσμό της αδελφοποιίας με τον Αρβανίτη Νικόλαο Κριεζιώτη, ο οποίος προερχόταν από την Εύβοια, εργαζόταν για τους Καραοσμάνογλου  και επρόκειτο να διαδραματίσει και αυτός εξέχοντα ρόλο στην Επανάσταση (σελ. 23-29). Η «βλαμιά» του Βάσου με τον Κριεζώτη, παρότι δεν απέτρεψε τα σύννεφα τα οποία κατά καιρούς παρουσιάστηκαν στις σχέσεις τους, ήταν ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που επηρέασαν τη μετέπειτα πορεία του.[5]

Από τη Σμύρνη, ο Βάσος θα καταφύγει στην Αθήνα, μάλλον για να αποφύγει τις συνέπειες κάποιας παρανομίας του, αλλά δεν θα καταφέρει να διατηρήσει την  ελευθερία του, καθώς θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί. Η ιστορική συγκυρία του 1820 και η πείρα του στα όπλα, ωστόσο, θα τον διασώσουν: καθώς οι Οθωμανοί συγκέντρωναν στρατεύματα κατά του Αλή Πασά, ο Βάσος στρατολογήθηκε σε αυτά και αποφυλακίστηκε. Η επαναφορά του στην οθωμανική νομιμότητα, προϊόν άλλωστε ανάγκης και όχι επιλογής, δεν κράτησε πολύ και το καλοκαίρι του 1821 εμφανίζεται στην Εύβοια, στην περιοχή όπου θα δρούσε και ο Κριεζιώτης, ως επικεφαλής σώματος σλάβων ατάκτων (σελ. 31-34). Από τότε, ο μαυροβούνιος οπλαρχηγός θα ξεκινήσει μια στρατιωτική πορεία, η οποία, αν και όχι χωρίς ήττες, θα συνεχιστεί με επιτυχία καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης και θα τον οδηγήσει στα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα αλλά και στη θέση του ισχυρότερου παράγοντα της ανατολικής Στερεάς, μαζί, βεβαίως, με τον αρβανίτη «βλάμη» του.

 

Σερβαλβανιτοβουλγαρόβλαχος

Η μελέτη της περίπτωσης του Μαυροβουνιώτη είναι πολλαπλά χρήσιμη, καθώς η προσωπική του εξέλιξη μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε τις διαθλάσεις στην ελληνική κοινωνία ορισμένων ενδιαφερόντων φαινομένων σε μια εποχή όπου η ιστορία φαινόταν να κινείται με ασυνήθιστη ταχύτητα. Μας επιτρέπει, επίσης, να δούμε με αξιοσημείωτη ενάργεια αρκετές πτυχές του προνεωτερικού ελληνικού κόσμου, ο οποίος συμβάδιζε με τη νεωτερικότητα που προσπαθούσε να εισάγει μέρος της ελληνικής ελίτ της Επανάστασης. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Βάσος ήταν Μαυροβούνιος, καταγόταν δηλαδή από μια περιοχή των Βαλκανίων ή οποία ήταν εν πολλοίς άγνωστη στους Έλληνες στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Τα «καπλάνια» του «Μαυροβουνιού» μπορεί να εμφανίζονταν στον Θούριο του Ρήγα, αλλά αυτή η αναφορά ήταν μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας.[6] Το ευρύτερο πλαίσιο της συμμετοχής του μαυροβούνιου οπλαρχηγού στην ελληνική Επανάσταση ορίζεται από τη βαλκανική διάστασή της και ιδιαίτερα από την κάθοδο στις επαναστατημένες ελληνικές περιοχές εκατοντάδων ορθόδοξων οπλοφόρων, οι οποίοι προέρχονταν από όλες σχεδόν τις εθνοτικές ομάδες των Βαλκανίων.[7]

Στο γύρισμα του αιώνα, οι Έλληνες δεν ήταν ακόμη σε θέση να διακρίνουν ευκρινώς την καταγωγή ενός εκάστου, όπως φαίνεται και από το γλωσσικό αποτύπωμα στα ελληνικά της σλαβικής παρουσίας: οι νοτιοσλάβοι άτακτοι, ανεξαρτήτως καταγωγής και γλώσσας, ονομάζονταν συχνά «Βούλγαροι», όπως δείχνει και μια άλλη σημαντική περίπτωση σλάβου αγωνιστή του 1821, αυτή του Χατζηχρήστου Βούλγαρη, ο οποίος όμως δεν ήταν Βούλγαρος αλλά Σέρβος (Κρίστε Ντάκοβιτς). Ονομάζονταν επίσης «Σκλαβούνοι», όπως ονομαζόταν και ο ίδιος ο Βάσος, τουλάχιστον μέχρι το 1823 (σελ. 15). Υπήρχε, όμως, και πλήθος άλλων ονομασιών, οι οποίες ήταν προϊόν αμηχανίας, άγνοιας αλλά και ρευστότητας στην χρήση των εθνοτικών και γεωγραφικών ορίων. Έτσι, εκτός από τους «Βουλγάρους» (ή «Γουργάρους»), τους «Σκλαβούνους» και τους «Σέρβους» (ή «Σερβιώτες»), υπήρχαν και οι «Θρακοβούλγαροι», οι «Θρακομακεδόνες» και οι «Μακεδονοσερβίτες». Επιπλέον, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας (αλλά και πέρα απ’ αυτές), όσοι Έλληνες ή Σλάβοι άτακτοι ζούσαν από τα όπλα τους αναφέρονταν συχνά σε ελληνικές πηγές ως «Αρβανίται» ή «Αρναούτηδες», λόγω ακριβώς του ότι ήταν οι Αλβανοί αυτοί που θεωρούνταν οι κατεξοχήν άνδρες (και επαγγελματίες) των όπλων.[8] Η ποικιλία αυτή των διαφόρων εθνοτικών και γεωγραφικών όρων δεν πρέπει να ξενίζει, καθώς έχει σημαντικό ιστορικό βάθος: ήδη από τις αρχές του 15ου αιώνα, ελληνικές πηγές ανέφεραν ότι ο «ηγεμονίσκος» της Ηπείρου Βογγόης Ζάρδαρης ήταν «Σερβαλβανιτοβουλγαρόβλαχος».[9]

Υπάρχει, ωστόσο, και ένα ακόμα στοιχείο που χρειάζεται να τονιστεί στη συνάφεια αυτή: στις αρχές του 19ου αιώνα, οι σλάβοι οπλοφόροι, όπως ο Βάσος ή ο Βούλγαρης, δεν ένιωθαν ότι ανήκαν στο μαυροβουνιακό, το βουλγαρικό ή το σερβικό έθνος διότι τα βαλκανικά εθνικά κινήματα δεν είχαν ακόμα εμφανιστεί με την ένταση που επρόκειτο να αποκτήσουν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα· ούτε, όμως, και προσλαμβάνονταν από τους Έλληνες ως μέλη διαφορετικού έθνους λόγω της Ορθοδοξίας τους και της συμμετοχής τους στον ελληνικό αγώνα.[10] Ήταν μεν διακριτοί από τους άλλους Έλληνες και έφεραν ονόματα δηλωτικά της (υπαρκτής ή μη) καταγωγής τους αλλά αυτό δεν απέτρεπε και την εισδοχή τους στο ελληνικό «γένος». Στο πλαίσιο της εποχής πριν από την ανάδυση της  βαλκανικής «αλληλομισίας», σύμφωνα με τον όρο του Κ. Θ. Δημαρά, δεν εκπλήσσει το ότι οι κατάλογοι των «Ελλήνων» που γράφονταν τότε συμπεριλάμβαναν πλήθος Νοτιοσλάβων: ο Φαναριώτης Θεόδωρος Νέγρης, για παράδειγμα, το 1824, θεωρούσε ότι « Ο Σέρβος, ο Βούλγαρος, ο Θραξ» ήταν το ίδιο Έλληνες όπως ήταν «ο Μακεδών, ο Ηπειρώτης, ο Θεσσαλός, ο Αιτωλός, ο Φωκεύς, ο Λοκρός, ο Βοιωτός, ο Αθηναίος, ο Ευβοεύς, ο Πελοποννήσιος, ο Ρόδιος, ο Κρητικός, ο Κύπριος» και άλλοι.[11] Οι Μαυροβούνιοι δεν έλειπαν από ανάλογους καταλόγους, όπως φαίνεται και από δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα που παραθέτει ο Παπαγεωργίου: ο ποιητής Παναγιώτης  Σούτσος, εκφωνώντας τον επικήδειο του Βάσου, το 1847, θεωρούσε ότι οι Θεσσα­λοί, οι Ηπειρώτες, οι Μα­κε­δόνες, οι Θράκες, οι Κρήτες, οι Μαυ­ροβού­νιοι, οι Βούλ­γαροι και οι Σέρ­βοι ήταν οι «στύλοι» της «παλαιάς Ελλη­νικής Αυτο­κρα­τορίας», ενώ το 1857 ο αρ­χιμανδρίτης Κυκλάδων Ναθαναήλ Ιω­άννου, σημείωνε ότι «Ώρ­μησαν δε υπέρ της ελευθε­ρίας πάντες οι Έλληνες εν ενί πνεύ­ματι, ο Ηπει­ρώ­της, ο Μακεδών, ο Θεσσαλός, ο Στερεοελλαδίτης, ο Πελοποννή­σιος, ο Νησιώτης, ο Ευβοεύς, ο Ασιανός, ο Θραξ, ο Βούλ­γαρης, ο Μοντενεγρί­νος κ.λ.» (σελ. 18-19)

Όπως θα περίμενε κανείς, δεν έλειψαν και οι αντίθετες προσλήψεις, που θεωρούσαν τους σλαβοφώνους «ξένους» ή και «ξενότερους» κυρίως λόγω της «αλλογλωττίας» τους και ιδιαίτερα αν δεν μάθαιναν καθόλου ελληνικά. Αυτοί ήταν «μαζώματα» που αναζητούσαν μόνο «λουφέ» (μισθό) και «διπλώματα».[12] Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, η Ορθοδοξία και οι πολεμικές τους αρετές επέτρεψαν την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό έθνος και την συμπερίληψή τους στην ευρεία και άκρως ετερογενή κατηγορία των «ετεροχθόνων». Ενδεικτικό της πραγματικότητας αυτής είναι και το ότι, αν και ο Βάσος είχε αρκετούς εχθρούς, κανείς δεν χρησιμοποίησε τη μαυροβουνιακή καταγωγή του για να τον πλήξει ως ξένο ή λιγότερο Έλληνα από κάποιους άλλους. Χαρακτηριστικό των ιδεολογικών προδιαθέσεων της εποχής είναι και το ακόλουθο περιστατικό: Όταν οι αντίπαλοί του θέλησαν να τον κατηγορήσουν στον Καποδίστρια, το 1828, προκειμένου να μην καταλάβει το αξίωμα του Χιλιάρχου, οι κατηγορίες που εκτόξευσαν εναντίον του προήλθαν από τη φαρέτρα των παραδοσιακών νοοτροπιών και όχι από αυτήν του εθνικού ζητήματος: κατηγορήθηκε για «λαφυραγωγία» και για «ηθική αυτουργία σε διάπραξη κτηνοβασίας», καθώς υποτίθεται ότι επέτρεψε σε στρατιώτη του να επιτεθεί σε μια «γαϊδούραν». Ο Βάσος παραπέμφθηκε κανονικά σε στρατοδικείο αλλά τελικά απηλλάγη όλων των κατηγοριών (σελ. 176-179).

Ο μαυροβούνιος οπλαρχηγός ανήκε, συνεπώς, σε μια πολυπληθή ομάδα σλαβοφώνων ενόπλων, οι οποίοι συνάντησαν ανοικτές θύρες όταν ξεκίνησε η ελληνική Επανάσταση και συμμετείχαν σε αυτή για μια σειρά από λόγους: ορισμένοι από αυτούς ανήκαν στο πολυεθνοτικό στράτευμα του Αλεξάνδρου Υψηλάντη και είχαν κατέλθει στις επαναστατημένες περιοχές μετά την ήττα του, ή είχαν πολεμήσει στη σερβική εξέγερση του 1804, ενώ άλλοι είχαν εγκαταλείψει τις πατρογονικές τους εστίες για διάφορους κοινωνικούς λόγους (όπως η βεντέτα, η τέλεση αξιόποινων πράξεων ή οι φυλετικές συγκρούσεις) και αποζητούσαν αντιοθωμανική στρατιωτική δράση, πόρους ή και τα δύο· δεν ήταν λίγοι και όσοι εργάζονταν ως αγωγιάτες, υπηρέτες ή σωματοφύλακες στους Οθωμανούς της Πελοποννήσου και της Ρούμελης και αυτομόλησαν στο ελληνικό στρατόπεδο, ιδίως όταν αιχμαλωτίζονταν και ο θάνατος ή η σύμπραξη με τους Έλληνες ήταν οι μοναδικές τους επιλογές.[13] Στην πλειονότητά τους ήταν καλοί γνώστες των όπλων (λόγω καταγωγής ή στρατιωτικής/ληστρικής εμπειρίας) και εντάχθηκαν γρήγορα στα επαναστατικά σώματα, είτε σε αμιγώς σλαβικά είτε σε μεικτά μαζί με άλλους Έλληνες. Ήταν επίσης αναλφάβητοι, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι ελληνόφωνοι ή αλβανόφωνοι συναγωνιστές τους και μιλούσαν τα ελληνικά με δυσκολία. Η πολεμική ιαχή του Χατζηχρήστου Βούλγαρη παρέμεινε σλαβική: «ούμρε μπράτκο» («πέθανε αδέρφι»)·[14] αλλά και όταν μιλούσε ελληνικά αυτά ήταν σπαστά: η παρέμβασή του στην Εθνοσυνέλευση του 1844 υπέρ των ετεροχθόνων, στην οποία συμμετείχε ως πληρεξούσιος «Βουλγάρων, Σέρβων και Θρακών», είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: όταν ο νοτιοσλάβος οπλαρχηγός αναφέρθηκε στους νεκρούς συναγωνιστές του είπε συγκινημένος: «που είναι εμένα εκείνο Παπάζογλου, που είναι εμένα εκείνο Χατζηζορμπά […]»[15]. Τα ελληνικά του Βάσου δεν πρέπει να ήταν και πολύ καλύτερα: «γκαµώ µάνα γκαµώ νοµίζει ότι είµαι δειλός», φώναξε στον αξιωματικό του γαλλικού στρατού Διονύσιο Μπούρμπαχη (αλλιώς: Βούρβαχη), τον Ιανουάριο του 1827, όταν ο Μπούρμπαχης επέμενε να δώσουν μάχη εναντίον του Κιουταχή στο Καματερό, παρά την αντίθεση του Βάσου (σελ. 140)[16].

 

Ο άτακτος Βαλκάνιος

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι λόγοι που επέτρεψαν στον Μαυροβουνιώτη να ανέλθει σε σημαντικά στρατιωτικά αξιώματα και να αποκτήσει σημαντική πολιτική επιρροή αλλά και οικονομική επιφάνεια. Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως και όλοι οι ετερόχθονες, δεν ανήκε σε καμία από τις προεπαναστατικές ελίτ και συνεπώς η έκρηξη της Επανάστασης του έδωσε την ευκαιρία να διεκδικήσει τα πάντα χωρίς όμως να χρειαστεί να διακινδυνεύσει τίποτα. Δεν ήταν, βέβαια, ούτε γόνος προυχόντων αλλά ούτε και μέλος παλαιάς αρματολικής οικογένειας όπως ο Γεώργιος Βαρνακιώτης ή ο Γιαννάκης Ράγκος. Κατά συνέπεια, εντάχθηκε από την αρχή στο στρατόπεδο των επαναστατών και δεν είχε τις παλινδρομήσεις (οι οποίες εκλήφθησαν ως «προδοσία») ανάμεσα στην υπαγωγή στην οθωμανική εξουσία και τη συμμετοχή στην Επανάσταση, ένα ζήτημα που ταλάνισε αρκετά μέλη της ιδιότυπης στρατιωτικής αριστοκρατίας των αρματολών. Επιπλέον, καθώς δεν είχε πρότερη στρατιωτική παρουσία στις ελληνικές περιοχές ή στην υπηρεσία του Αλή Πασά, δεν αποσκοπούσε στην κατάληψη αρματολικιών, όπως ήταν για παράδειγμα η περίπτωση του Καραϊσκάκη με το αρματολίκι των Αγράφων, γεγονός που ευθυνόταν για την αμφιθυμία του σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων. Αντιθέτως, ο Βάσος τοποθετήθηκε από την αρχή ξεκάθαρα στην Επανάσταση και απέφυγε τα «καπάκια», δηλαδή τις άτυπες ανακωχές με τον οθωμανικό στρατό, τακτική στην οποία προσέφυγαν αρκετοί αρματολοί.

Από την άλλη πλευρά, δεν είχε ούτε τη μόρφωση, την πολυγλωσσία και τη βαθιά γνώση της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής που είχαν οι Φαναριώτες ετερόχθονες, όπως ο Μαυροκορδάτος ή ο Νέγρης· μπορεί να μην είχαν ούτε αυτοί εδραιωμένη θέση και πολιτική πελατεία στην προεπαναστατική Ελλάδα (όπως είχαν οι τοπικοί προεστοί) αλλά είχαν δεξιότητες που δεν βρίσκονταν εύκολα, στράφηκαν στην πολιτική και στη στελέχωση του γραφειοκρατικού μηχανισμού του αναδυόμενου κράτους, ενώ η γενικότερη παρουσία τους οδήγησε κάποιους και στο (εντελώς λανθασμένο) συμπέρασμα ότι ήταν εκπρόσωποι ξένων δυνάμεων και, συνεπώς, χρήσιμοι πολιτικοί σύμμαχοι. Σε αντίθεση με αυτούς, ο Βάσος δεν στράφηκε στην πολιτική και δεν επεδίωξε να καταλάβει κανένα πολιτικό αξίωμα, κάτι που θα μπορούσε να είχε κάνει ανέτως. (σελ. 404)· ούτε και αναδείχθηκε ως πολιτικός ηγέτης των στερεοελλαδιτών αρματολών, όπως έγινε, για παράδειγμα, ο Ιωάννης Κωλέττης. Ανήκε και αυτός, ωστόσο, στο Γαλλικό κόμμα, αν και, όπως σημειώνει ο Παπαγεωργίου, διατηρούσε μια κάποια αυτονομία κινήσεων.

Ανιχνεύοντας τους λόγους της ανόδου του Μαυροβουνιώτη, ο Παπαγεωργίου μας δίνει αρκετά στοιχεία:

Συνιστούσε τυπική περί­πτω­ση βαλκάνιου άτα­κτου πο­λε­μιστή. Δεν είχε, βέ­βαια, γνώσεις µοντέρνας στρατιωτικής τέχνης αλ­λά διέ­θετε µεγάλη εμπειρία στις συγ­κρούσεις της επαναστατικής πε­ριόδου […]· περαιτέρω συγ­κέντρωνε στο πρό­σωπό του όλες εκείνες τις απαραίτητες δεξιό­τητες που τον ανέ­δειξαν ως η­γέ­τη ατάκτων πολε­µι­στών: ισχυ­ρή προσωπι­κότητα, δυνατότητα επι­βολής στους καθ’ έξιν απεί­θαρχους άνδρες του, θάρρος αλλά και σύ­νεση. (σελ.139)

Οι αρετές αυτές ήταν σίγουρα σημαντικές και συμπληρώνονταν από την ικανότητά του να συνάπτει συμμαχίες με τους εκάστοτε κρατούντες και ισχυρούς. Αυτό έκανε, για παράδειγμα, κατά την περίοδο των εμφυλίων συρράξεων, όταν συντάχθηκε με την κυβερνητική παράταξη και συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη το 1824. Ο γιος του Γέρου του Μοριά, μάλιστα, ό Πάνος Κολοκοτρώνης, σκοτώθηκε σε μάχη με άνδρες του Βάσου. Το ίδιο συνέβη και κατά την οθωνική περίοδο: ο Μαυροβουνιώτης ήταν απόλυτα πιστός στον Όθωνα («βασιλικότερον του βασιλέως» τον αποκαλεί ορθά ο Παπαγεωργίου) και αντιτάχθηκε στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου (σελ. 329). Έτσι, κατέλαβε σημαντικά αξιώματα όπως γενικός διοικητής της Οροφυλακής και Φρούραρχος Αθηνών, ενώ ορίστηκε και βασιλικός υπασπιστής. Όπως προσφυώς ανέφερε ο Σούτσος στον επικήδειό του: «Ο στρα­τηγός Βάσσος υπήρ­ξεν απ’ αρχής φίλος όλων των κυβερνή­σεων, και απέθανε φίλος της ενε­στώσης» (σελ. 414). Ο Παπαγεωργίου συμφωνεί:

Ο Βάσος, αφού πρόσ­φε­ρε τις υπηρεσίες του στις Προσω­ρινές Διοικήσεις της επανα­στα­τικής περιόδου επέτυχε να καθιερωθεί ως ένας από τους σημανικότερους  στρατιωτικούς του Αγώνα· και, περαιτέρω,  να εν­τα­χθεί και να ευδο­κι­μήσει στο νεό­τευκτο Ελ­ληνικό Βασίλειο εξαιτίας της ικανότητάς του να προ­σαρμοστεί στη νεω­τερί­ζουσα μετεπαναστατική πραγματικότητα, υπηρετώντας πιστά το κρά­τος.

Οι στρατιωτικές ικανότητες, οι ορθές πολιτικές επιλογές, ένα κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον που δεν τον απέρριπτε και (κυρίως!) μια ιστορική συγκυρία, το 1821, που προκάλεσε σημαντικές αναταράξεις και ανακατένειμε τους ρόλους εξουσίας στις ελληνικές περιοχές, ήταν οι παράγοντες που επέτρεψαν στον μαυροβούνιο ένοπλο να διαγράψει μια λαμπρή πορεία.

Οι αξίες του Βάσου δεν αφίσταντο, προφανώς, από τις κυρίαρχες αξίες των βαλκάνιων οπλοφόρων της εποχής του, όπως ήταν η έννοια της τιμής και της υπερηφάνειας, μαζί με την σκληρότητα που απαιτούσαν οι συνθήκες του αγώνα αλλά και την ανάγκη να μη φανεί λιπόψυχος ή κατώτερος των περιστάσεων. Επιπλέον, κατανοούσε πλήρως την αναγκαιότητα της λαφυραγωγίας προκειμένου να συντηρήσει τους άνδρες του, ιδιαίτερα όταν η πληρωμή από την εκάστοτε κυβέρνηση αργούσε ή δεν ήταν επαρκής. Η τακτική αυτή ήταν γνωστή και αποδεκτή από όλους τους οπλαρχηγούς της Επανάστασης και απέδωσε, για παράδειγμα, στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη το προσωνύμιο «καπετάν Λαφύρας». Έτσι, ο Μαυροβουνιώτης προχωρούσε συχνά  σε  εκτεταμένο πλιάτσικο και σε πειρατικές εξορμήσεις όχι μόνο σε ελληνικές περιοχές αλλά ακόμα και στις ακτές του Λιβάνου, όταν συμμετείχε μαζί με τον βλάμη του Κριεζιώτη σε μια «καταδρομική» εξόρμηση το 1826, δήθεν για να βοηθήσει τον Εμίρη του Λιβάνου Μπεσίρ Σιχάμπ Β΄ να ξεκινήσει επανάσταση εναντίον των Οθωμανών. Σύντομα, όμως, η επιχείρηση αυτή κατέληξε σε πλιάτσικο στον Λίβανο αλλά και στην Κύπρο (σελ. 98-104).

Όλες οι διαθέσιμες πηγές συμφωνούν στο ότι ο Βάσος ξεχώριζε για το «πελώριον ανάστημά του»· ήταν πραγματικά «ανήρ ωραίας αθλητικής όψεως» και «πραγματικός γίγαντας» (σελ. 32-33). Ο γάμος του με την Ελέγκω Ιωαννίτη, όμως, ήταν πραγματικό σκάνδαλο. Ο Μαυροβουνιώτης τη συνάντησε στην Κέα, σε ένα σταθμό στην εκστρατεία του στον Λίβανο, όταν ο τοπικός προύχοντας Μιχαήλ Πάγκαλος τον προσκάλεσε στην οικία του μαζί με τους άλλους δύο αρχηγούς του ελληνικού σώματος. Εκεί ο Βάσος γνώρισε τη δεκαεξάχρονη και «σπανίου κάλλους» Ελέγκω, σύζυγο του Πάγκαλου και έγκυο στην κόρη τους. Την απήγαγε με τη θέλησή της, την εγκατέστησε στην Άνδρο μέχρις ότου ολοκληρωθεί η εκστρατεία του Λιβάνου και την παντρεύτηκε μόλις επέστρεψε. Η Ελέγκω ήταν η ίδια κόρη επιφανούς εμπορικής οικογένειας της Κέας, απέκτησε αξιόλογη μόρφωση και ανέπτυξε προωθημένες για την εποχή της ιδέες. Ωστόσο, ο γάμος διαλύθηκε με υπαιτιότητά της, ίσως λόγω μοιχείας. (σελ. 299-300). Ο Βάσος παντρεύτηκε στη συνέχεια την Μπίλω Οικονόμου, γόνο και αυτή σημαντικής οικογένειας της Ύδρας. Ο Μαυροβουνιώτης πέθανε τον Ιούνιο του 1847 από πνευμονία, βυθίζοντας στο πένθος όχι μόνο τους πολιτικούς φίλους και προστάτες του αλλά και το λαό των Αθηνών. Ο Όθωνας και η Αμαλία ήταν απαρηγόρητοι για το θάνατο του «πιστού, γενναίου και αφοσιωμένου» Βάσου, ενώ την κηδεία του την παρακολούθησαν χιλιάδες κόσμου, με τον Κωλέττη να «κλαίει σαν παιδί» (σελ. 410-412).

Εκτός από τις ιδιαιτερότητες του βίου του, εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η θέση του νοτιοσλάβου οπλαρχηγού στην ελληνική δημόσια μνήμη. Όπως αναφέρει ο Παπαγεωργίου (σελ. 413), το αποτύπωμα του Βάσου στη δημόσια σφαίρα είναι περιορισμένο: δυο δρόμοι (στην Αθήνα και τη Χαλκίδα) φέρουν το όνομά του, ενώ υπάρχουν επίσης δύο πορτρέτα του (το ένα, από τον Νικηφόρο Λύτρα, κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου), ένα μνημείο του στο Μαρτίνο (όπου το 1829 κατήγαγε σημαντική νίκη) και μια προτομή του στην Ποντγκόριτσα, στο Μαυροβούνιο.  Φτωχή μάλλον συγκομιδή, δεδομένης της κεντρικής θέσης του Μαυροβουνιώτη στη στρατιωτική και πολιτική σκηνή της εποχής του. Για τους λόγους της απουσίας αυτής εικασίες μόνο μπορεί να γίνουν: ίσως η απουσία μιας εμβληματικής και αποφασιστικής σημασίας μάχης (όπως τα Δερβενάκια του Κολοκοτρώνη) ή ενός ηρωικού θανάτου (όπως του Παπαφλέσσα ή του Διάκου) να είναι ανάμεσα στους παράγοντες που ευθύνονται για την περιορισμένη ορατότητά του στην ελληνική ιστορική μνήμη. Ίσως, το ότι δεν είχε γενέτειρα στην Ελλάδα, ώστε να τον τιμήσει και να διατηρήσει τη μνήμη του ως «τοπικού ήρωα» να έπαιξε και αυτό κάποιον ρόλο: ακόμα και το μνημείο του στο Μαρτίνο ανηγέρθη μόλις το 2012. Ίσως, πάλι, η σλαβοφωνία και η σλαβική καταγωγή του να μην του επέτρεψαν να διατηρήσει τον 20ό αιώνα την προνομιακή θέση που είχε τον 19ο. Οι σλαβικές επιπλοκές που έφερε ο 20ός αιώνας (με το Μακεδονικό, αν και όχι μόνο με αυτό) και η συμπερίληψη του Μαυροβουνίου στη Γιουγκοσλαβία σίγουρα δεν βοήθησαν στο να διατηρήσει ένας Μαυροβούνιος Σλάβος μια περίοπτη θέση στην ελληνική δημόσια ιστορία. Αν σκεφτούμε ότι εξίσου πενιχρό είναι και το αποτύπωμα του άλλου προβεβλημένου σλάβου ηγέτη της Επανάστασης, του Χατζηχρήστου Βούλγαρη, τότε ενδεχομένως το ζήτημα της σλαβικής καταγωγής τους να μην είναι άνευ σημασίας σε ό,τι αφορά τη θέση τους στη νεοελληνική συλλογική μνήμη.  

 

Μια βαθιά προσέγγιση

Ο Στέφανος Παπαγεωργίου, ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, είναι ο κατεξοχήν κατάλληλος ιστορικός για να συνθέσει τη βιογραφία του νοτιοσλάβου ατάκτου:  έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών με τον Μαυροβουνιώτη με στέρεα επιστημονική σκευή, καθώς έχει συγγράψει σημαντικές μελέτες για τον οπλαρχηγό και έχει εκδώσει και το αρχείο του σε οκτώ τόμους.[17] Επιπλέον, το βιβλίο του χαρακτηρίζεται από μεγάλο αναλυτικό βάθος και πληρότητα, ενώ η αρχειακή και βιβλιογραφική του τεκμηρίωση είναι αξιοζήλευτη. Οι κρίσεις και οι εκτιμήσεις του είναι προσεκτικές και ισορροπημένες και εδράζονται όχι μόνο στη βαθιά γνώση του αντικειμένου του αλλά και στην κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων της εποχής του. Είναι προφανές ότι το βιβλίο θα παραμείνει το κύριο έργο αναφοράς για το θέμα αλλά η σημασία του δεν εξαντλείται μόνο στην περίπτωση του Βάσου: όσοι ενδιαφέρονται για την πολιτική και στρατιωτική ιστορία του 1821 γενικότερα αλλά και την πολιτική ζωή της οθωνικής περιόδου θα βρουν στο έργο αυτό πολλά χρήσιμα στοιχεία, αξιόπιστη αφήγηση και πρωτότυπη ανάλυση, η οποία προσφέρεται στον αναγνώστη με καθαρότητα σκέψης και γραφής.  

Αξίζει, όμως, το βιβλίο αυτό να διαβαστεί και για έναν ακόμα λόγο: είναι μια ωραία  ιστορία αυτή που διηγείται· μια ιστορία που αναδεικνύει όχι μόνο τον Βάσο αλλά και σημαντικές πτυχές της ελληνικής κοινωνίας του καιρού του, οι οποίες δεν έχουν λάβει την προσοχή που τους αναλογεί. Έναν περίπου αιώνα μετά το θάνατο του Μαυροβουνιώτη το 1847, η ιστορική συγκυρία επρόκειτο να αποκόψει βίαια την Ελλάδα από τη βαλκανική της ενδοχώρα. Ωστόσο, η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις βαλκανικές χώρες, οι μεταναστευτικές ροές από τις χώρες αυτές προς την Ελλάδα και η προϊούσα ενσωμάτωσή τους στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ φαίνεται να επαναφέρουν την Ελλάδα στην ιστορική γειτονιά της. Κατά συνέπεια, η γνωριμία μας με τον νοτιοσλάβο οπλαρχηγό και την ιστορία του είναι ίσως σήμερα πιο επίκαιρη (και αναγκαία) από ποτέ.  

 

[1] Βλ. Δημήτρης Λυβάνιος, «Το 1821 αλλιώς», The BooksJournal, τχ. 130 (Μάιος 2022). Το παράθεμα από: Διονύσιος Σουρμελής, Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ ελευθερίας αγώνα αρχοµένη από της επαναστάσεως µέχρι της αποκα­τα­στά­σεως των πραγµάτων,(Αθήνα 1853), 194-195.

[2] Για τη λειτουργία της  βεντέτας στις μαυροβουνιακές φυλές βλ. Christopher  Boehm, Blood Revenge: The Enactment and Management of Conflict in Montenegro and Other Tribal Societies. (University of Pennsylvania Press 1987)

[3] Για την πιθανή αλβανοφωνία της φυλής αυτής βλ. Robert Elsie, The Tribes of Albania: History, Society and Culture (London 2015), 3.  

[4] Για τον πολεμικό χαρακτήρα των μαυροβουνιακών φυλών των υψιπέδων, βλ Elizabeth Roberts, Realm of the Black Mountain: A History of Montenegro (London 2007), 119.

[5] Για τη λειτουργία της αδελφοποιίας στο Μαυροβούνιο Βλ. J. Gardner Wilkinson, Dalmatia and Montenegro (London 1848), 178-180. Είναι προφανές ότι τόσο ο Μαυροβούνιος Βάσος όσο και ο Αρβανίτης Κριεζιώτης ήταν απολύτως εξοικειωμένοι με τον δεσμό αυτό και τη σημασία του. Στα ελληνικά υπάρχει πληθώρα όρων ανάλογα και με τη γεωγραφική περιοχή όπου εμφανίζεται το έθιμο αυτό: Αδελφοποιτός, Σταυραδερφός, Μπραζέρης, Βλάμης (από τα αλβανικά), Μπράτιμος (από τα βουλγαρικά) και Καρδάσης (από τα τουρκικά). Στο Μαυροβούνιο ο αδελφοποιτός ήταν γνωστός ως «pobratim» («Μισός Αδελφός»).

[6] Το «Καπλάνι» προέρχεται από την τουρκική. λέξη «Kaplan», που σημαίνει τίγρη. Για την πρόσληψη του Μαυροβουνίου από τους Έλληνες τον 19ο αιώνα βλ. Αγγελική Κωνσταντακοπούλου, Πολιτική και μνήμη στα Βαλκάνια: Οι ελληνικές εικόνες του Μαυροβουνίου, 19ος αιώνας – Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (Ιωάννινα 2004).

[7] Για τη σλαβική πτυχή της Επανάστασης του 1821 βλ. ενδεικτικά: Νικολάι Τοντόροφ, Η βαλκανική διάσταση της επανάστασης του 1821: Η περίπτωση των Βουλγάρων (Αθήνα 1981), Ιωάννης Παπαδριανός, «Μαυροβούνιοι εθελοντές στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στα 1821», Βαλκανικά Σύμμεικτα, τόμ. 11 (1999-2000), Σπύρος Λουκάτος, Σχέσεις Ελλήνων μετά Σέρβων και Μαυροβου­νίων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν, (Θεσσαλονίκη 1979).

[8] Ι. Σ. Κολιόπουλος, Η «Πέραν Ελλάς» και οι «άλλοι» Έλληνες: Το σύγχρονο ελληνικό έθνος και οι ετερόγλωσσοι σύνοικοι Χριστιανοί, 1800-1912 (Θεσσαλονίκη 2003), 145-146.

[9] Κολιόπουλος, ό.π, 144

[10] Για μια συστηματική ανάλυση της πρόσληψης των βαλκανικών λαών από τους Έλληνες βλ. Βασίλης Γούναρης, Τα Βαλκάνια των Ελλήνων από τον Διαφωτισμό έως τον  Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Θεσσαλονίκη 2007).  Βλ. επίσης: Dimitris Livanios, “Christians, Heroes and Barbarians: Serbs and Bulgarians in the Modern Greek Historical Imagination (1602-1950)”, στο Dimitris Tziovas (ed.), Greece and the Balkans: Identities, Perceptions and Cultural Encounters since the Enlightenment (London 2003), 68-83.

[11] Έλλη Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα (Αθήνα 1988), 25.

[12] Γούναρης, Τα Βαλκάνια, ό.π., 100-101

[13] Στο ίδιο,  96-98.

[14] Στο ίδιο, 98.

[15] Όπως παρατίθεται στο: Στ. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος: Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1862 (Αθήνα 2005), 418.

[16] Τελικά ο Βάσος είχε δίκιο καθώς τα ελληνικά στρατεύματα ηττήθηκαν και ο ίδιος ο Μπούρμπαχης σκοτώθηκε. 

[17] Βλ. Παπαγεωργίου Στέφανος – Πεπελάση-Μίνογλου Ιωάννα: Τιμές και Αγαθά στην Αθήνα (1834). Κοινωνική  συμπεριφορά και οικονομι­κός ορθο­λο­γισμός της οικογένειας Βά­σου Μαυροβουνιώτη (Αθήνα 1988). Παπαγεωργίου Στέφανος: «Απόπειρες προσαρμογής και ανέλιξης στην ο­θω­νική κοι­νω­νία της  Αθήνας του 1834: η περίπτωση της οικο­γέ­νειας Βάσου Μαυρο­βου­νιώτη», στο Στ. Παπαγεωργίου (επιμέλεια) Αφιέρωμα στη Μνήμη του Ν. Σβορώνου(Αθήνα 1992). Παπαγεωργίου  Στέφανος  (επιμέλεια–εισαγωγή–σχολιασμός): Το Αρ­χείο Στρατηγού Βάσου  Μαυροβουνιώτη, τόμοι Α΄–Η΄ (Αθήνα, 2013  2015), Papageorgiou Stefanos: “Vasos Mavrovouniotes. A Montenegrin chief­­tain on the threshold of modernity:  from the service of the Sublime Porte to the service of the Greek Revolution and the King­dom of Greece”, Mediterranea–Ricerche Storiche, No 32, (2014).

Δημήτρης Λυβάνιος

Επίκουρος καθηγητής νεότερης ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Βιβλία του: Μακεδονικό και Βρετανία (1939-1949) (2015), Forging Identities. Studies in Religion, Violence and Nationalism in the Balkans (17th-20th centuries) (2022).

Τελευταία άρθρα από τον/την Δημήτρης Λυβάνιος

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.