Σύνδεση συνδρομητών

«Θα το κάνουμε μόνοι μας»

Παρασκευή, 24 Μαϊος 2024 00:23
H γέφυρα του Ασωπού και το τούνελ. Η φωτογραφία είναι του 1947. Η γέφυρα είχε καταστραφεί δεύτερη φορά, μετά την ανατίναξή της το 1943, αυτή τη φορά από τους Γερμανούς, κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα.
Harry S. Truman Library
H γέφυρα του Ασωπού και το τούνελ. Η φωτογραφία είναι του 1947. Η γέφυρα είχε καταστραφεί δεύτερη φορά, μετά την ανατίναξή της το 1943, αυτή τη φορά από τους Γερμανούς, κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα.

Case Study in guerrilla war: Greece during World War II (Μελέτη Περίπτωσης Ανταρτοπολέμου: Η Ελλάδα κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο). Paul J. Tompkins Jr., Επικεφαλής Έργου. Erin M. Richardson, Συντάκτης, Κομάντο Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών - Πανεπιστήμιο Johns Hopkins /   Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Φυσικής, επικαιροποιημένη έκδοση. Αρχική έκδοση by D. M. Condit, 1961,  https://www.soc.mil/ARIS/books/pdf/ARIS_Greece-BOOK-small.pdf

 

Προφανώς, μία μελέτη περίπτωσης του Αμερικανικού Στρατού και μάλιστα προς χρήση των οικείων στρατιωτικών για την εκπαίδευσή τους στον Ανταρτοπόλεμο, έστω κι αν διενεργήθηκε από αμερικανικό πανεπιστήμιο, δεν εμπίπτει στον τίτλο αυτής της στήλης, καθώς απέχει πολύ από τα μυθιστορήματα. Όμως, πολλές φορές σε ιστορικά κείμενα –όπως έδειξε ο Δημήτρης Μαρωνίτης στο βιβλίο του, Ηρόδοτος: Οκτώ Νουβέλες και τέσσερα Ανέκδοτα– υπάρχουν ξεχωριστές αφηγήσεις που θα μπορούσαν ν’ αναγνωστούν αυτόνομα, ως νουβέλες. Στην συγκεκριμένη υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα μικροδιηγήματα. Επιλέχτηκε εκείνο της ανατίναξης της γέφυρας του Ασωπού.

Μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου τον Νοέμβριο του 1942 –που διέκοψε για έξι εβδομάδες τη σιδηροδρομική γραμμή η οποία διατρέχει την ηπειρωτική Ελλάδα και αντίστοιχα τον εφοδιασμό των γερμανικών στρατευμάτων στην Βόρεια Αφρική–, την Άνοιξη του 1943, η Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή πήρε την εντολή από το Συμμαχικό Στρατηγείο στο Κάιρο για ένα μπαράζ δολιοφθορών στα γερμανικά στρατεύματα, με στόχο να παραπλανηθεί η στρατιωτική ηγεσία τους για το πού θα άνοιγε το επικείμενο νότιο μέτωπο και να πιστέψει ότι θα ήταν η Ελλάδα και όχι η Ιταλία. Το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχεδιάστηκαν και πραγματοποιήθηκαν συγκρότησαν την επιχείρηση Animals, εξαιρετικά επιτυχημένη στους στόχους της, όπως επιβεβαίωσαν τα χιτλερικά αρχεία, καθώς η στρατιωτική ηγεσία της Γερμανίας πράγματι παραπλανήθηκε κι έφερε επιπλέον δύο εμπειροπόλεμες μεραρχίες στην Ελλάδα από το ρωσικό μέτωπο.

Ο Έντι Μάγιερς, αρχηγός της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής και επικεφαλής του κοινού Αρχηγείου των Εθνικών Ομάδων Αντίστασης, στο οποίο μετείχαν ο ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ, η ΕΚΚΑ και άλλες μικρότερες ομάδες, ήθελε, εκτός από τις πολλές κοινά αποφασισμένες και πραγματοποιημένες επιχειρήσεις, ανατινάξεις, καταστροφές τρένων, επιθέσεις και ενέδρες –οι περισσότερες με τη σύμπραξη του ΕΛΑΣ–, ν’ ανατινάξουν τη γέφυρα του Ασωπού για να διακόψουν και πάλι τον εφοδιασμό των Γερμανών. Μία εξαιρετικά δύσκολη επιχείρηση γιατί η γέφυρα ένωνε δύο βουνίσια τούνελ στην Οίτη, πάνω από ένα εξαιρετικά δυσπρόσιτο και απότομο φαράγγι το οποίο διέρρεε ο Ασωπός. Τα τούνελ φυλάσσονταν από γερμανική φρουρά. Ο Ανδρέας Τζήμας, εκπρόσωπος του ΕΛΑΣ που μετείχε στο κοινό στρατηγείο των Εθνικών Ομάδων Αντίστασης, διαφώνησε, καθώς θεωρούσε την επιχείρηση από εξαιρετικά επικίνδυνη έως ακατόρθωτη, ενώ ο στρατηγός Σαράφης είπε ότι είναι στρατιωτικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί η επιχείρηση και αντιπρότεινε την ανατίναξη ενός τούνελ του τρένου πιο πάνω, στον Τύρναβο, το τούνελ του Κούρνοβο. Ο Μάγιερς θυμωμένος απάντησε στην ηγεσία του ΕΛΑΣ: «Καλά, τότε θα το κάνουμε μόνοι μας». Συμφώνησε όμως και για το Κούρνοβο. Η επιχείρηση στο τούνελ έγινε μετά τη χορήγηση των κατάλληλων εκρηκτικών από τους Βρετανούς και έκλεισε τη γραμμή για 50 ώρες.

Ο Μάγιερς επιμένοντας στο σχέδιό του σχεδίασε λεπτομερώς την επιχείρηση του Ασωπού μαζί με τον νεοζηλανδό αντισυνταγματάρχη Άρθουρ Έντμοντς έπειτα από επιθεώρηση της γέφυρας, ενώ τέσσερις αξιωματικοί των Συμμαχικών Δυνάμεων και δύο βοηθοί τους, ομάδα  έξι συνολικά στρατιωτικών, ανέλαβε την ανατίναξή της, δίχως να χτυπηθεί η γερμανική φρουρά.

Η τολμηρή αυτή επιχείρηση θεωρούνταν καθοριστική για την παραπλάνηση των Γερμανών. Η πραγματοποίησή  και η πλήρης επιτυχία της ακούστηκε σ’ όλα τα μέτωπα, ανυψώνοντας το ηθικό των συμμάχων. Ο Τσώρτσιλ ευχαρίστησε προσωπικά τον Μάγιερς, ενώ οι Γερμανοί αναστατώθηκαν και πήραν αντίμετρα ενίσχυσης της φύλαξης των δρόμων και των σιδηροδρόμων, δεσμεύοντας δυνάμεις. 

Το ελληνικό ενδιαφέρον γι’ αυτή την επιχείρηση, άρα και τη σχετική διήγηση, είναι μικρότερο απ’ ό,τι άλλων που περιέχονται στην μελέτη. Επιλέχτηκε όμως λόγω του μεγέθους της επιχείρησης και λόγω της μεταφυσικής συνιστώσας που ενυπάρχει σε τέτοιες αποκοτιές: όταν δηλαδή οι άνθρωποι έλκονται από τον κίνδυνο, αισθάνονται ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς κι αναλαμβάνουν με πείσμα να κάνουν κάτι που οι άλλοι θεωρούν ότι είναι απραγματοποίητο. Ακολουθεί η αυτόνομη διήγηση από τη μελέτη.

 

Τακτική καταστροφής της γέφυρας του Ασωπού

Ενώ στην επιχείρηση του Γοργοποτάμου συμμετείχαν τόσο ένστολοι Βρετανοί όσο και μη ένστολοι έλληνες αντάρτες, η καταστροφή του Ασωπού, εκτελέστηκε στην πραγματικότητα εξ ολοκλήρου από έξι ένστολους βρετανούς στρατιωτικούς[i]. Πραγματοποίησαν την προσβολή χωρίς βοήθεια μετά την απόρριψη από το ΕΛΑΣ της συμμετοχής του ενώ, καθώς δεν μπορούσε να υπάρξει άμεση επίθεση στα φυλάκια, η όλη επιχείρηση εξαρτιόταν από τη μυστικότητα και τον αιφνιδιασμό για το χρόνο που ήταν απαραίτητος, ώστε να γίνει η δουλειά αλλά και η διαφυγή.

Ο Ασωπός είχε φρουρά περίπου 40 γερμανών στρατιωτών, με έξι βαριά πολυβόλα και περισσότερα ελαφρά αυτόματα. Η γέφυρα περιπολούνταν τακτικά, ενώ προβολείς ελέγχου τη σάρωναν περιοδικά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι δύο λογικές προσεγγίσεις ήταν μέσω των σηράγγων, που όμως ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσει το μικρό βρετανικό τμήμα σαμποτάζ, λόγω της φρουράς. Η γερμανική άμυνα της γέφυρας ήταν τοποθετημένη προς όλες τις πιθανές πλευρές επίθεσης, εκτός από το εξαιρετικά βαθύ και στενό φαράγγι, το οποίο τόσο η ηγεσία του ΕΛΑΣ όσο και οι Γερμανοί θεωρούσαν αδύνατο να προσεγγιστεί. Ωστόσο, η ομάδα ανέλαβε να κατεβεί ακριβώς μέσα από το φαράγγι, με τις μεγάλες πτώσεις και τα βάθη, με τα παγωμένα νερά και τους καταρράκτες, με κάποιους απ’ αυτούς περίπου δεκαπέντε μέτρα  ύψος. Κουβαλούσαν τα εκρηκτικά αλλά όχι όπλα.

Τον Μάιο του 1943, η βρετανική ομάδα έκανε μια θετική αναγνώριση και οι γομώσεις των εκρηκτικών καθορίστηκαν και ετοιμάστηκαν. Στις 23 Μαΐου, τα εκρηκτικά τυλίχτηκαν σε πέντε δέσμες με αδιάβροχο περιτύλιγμα και μεταφέρθηκαν αρκετά κάτω μέσα στο φαράγγι από μια ομάδα οκτώ ανδρών. Σε δύο ημέρες, οι άνδρες είχαν κατεβεί τα δύο τρίτα της διαδρομής, αλλά τους σταμάτησε ένας ιδιαίτερα δύσκολος καταρράκτης, για τον οποίο χρειάζονταν επιπλέον ανεμόσκαλες. Είχαν ήδη εξαντλήσει τα εκατό μέτρα του σχοινιού τους. Χρειάζονταν πακέτα που θα μπορούσαν να μεταφέρουν στο κεφάλι τους. Και το φεγγάρι γινόταν πολύ χαμηλό για την επιχείρηση. Αφήνοντας τα εκρηκτικά τους κρυμμένα στο φαράγγι, οι άνδρες επέστρεψαν στην κορυφή. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν άσχημα σχισμένα χέρια και γόνατα και ολόκληρο το τμήμα ήταν εξαντλημένο. Η επίθεση αναβλήθηκε για την επόμενη περίοδο του φεγγαριού.

Στις 16 Ιουνίου έγινε η τελική προσπάθεια από έξι άνδρες: δύο αξιωματικούς καταδρομών, δύο αξιωματικούς του Βασιλικού Μηχανικού, έναν βρετανό αιχμάλωτο πολέμου που δραπέτευσε και είχε ενταχθεί στην ομάδα, καθώς και έναν παλαιστίνιο άραβα λοχία του Βρετανικού Στρατού που είχε συμμετάσχει με διάκριση στον Γοργοπόταμο[ii]. Τέσσερις απ’ αυτούς είχαν μετάσχει και στην προηγούμενη προσπάθεια. Χρησιμοποιώντας επιπλέον σχοινί, τρεις άνδρες ξεκίνησαν κάτω στο φαράγγι με το φως της ημέρας, έφτασαν σε ένα σημείο περί τα ενενήντα μέτρα από τη γέφυρα, όπου μπορούσαν να δουν εργάτες απασχολημένους στη γέφυρα και ότι υπήρχαν σκαλωσιές που οδηγούσαν σε αυτήν. Ήδη σίγουροι για την επιτυχία, οι δύο αξιωματικοί έστειλαν ένα μήνυμα στο αρχηγείο της Βρετανικής Αποστολής: «Η δουλειά είναι στην τσέπη».

Στις 19 Ιουνίου οι άλλοι τρεις άνδρες έφτασαν στην κορυφή του φαραγγιού και την επόμενη μέρα ξεκίνησαν να κατεβαίνουν. Οι δύο ομάδες συναντήθηκαν στο σημείο όπου είχαν κρυφτεί νωρίτερα τα εκρηκτικά και πέρασαν την ημέρα επισκευάζοντας και αλλάζοντάς τα. Εκείνη τη στιγμή, οι δύο αξιωματικοί καταδρομείς έκαναν μια τελική αναγνώριση και ανακάλυψαν ότι υπήρχε ένα μονοπάτι που οδηγούσε απευθείας στη σκαλωσιά της γέφυρας. Όλα ήταν έτοιμα για την τελική επίθεση.

Στις 18.30 ώρα, στις 20 Ιουνίου 1943, και οι έξι άνδρες ξεκίνησαν το κατέβασμα στο τελευταίο τμήμα του φαραγγιού. Ώρα 20.00 έφτασαν στην αρχή του μονοπατιού που οδηγούσε στη γέφυρα. Καθώς προχωρούσαν, βρήκαν τρύπες στο συρματόπλεγμα και μια σκάλα που οδηγούσε από τη σκαλωσιά σε μια πλατφόρμα περίπου εννέα μέτρα πάνω. Από εδώ μπόρεσαν να φτάσουν στις κύριες δοκούς της γέφυρας. Οι δύο στρατολογημένοι άνδρες στάλθηκαν τώρα πίσω στο χώρο κατασκήνωσης στο φαράγγι για να φτιάξουν ζεστό φαγητό και να ετοιμάσουν τα πάντα για τη διαφυγή. Οι τέσσερις αξιωματικοί έσυραν επάνω τα εκρηκτικά. Στη συνέχεια, οι δύο μηχανικοί στρώθηκαν στη δουλειά, ενώ οι δύο καταδρομείς παρέμειναν στο έδαφος ως φρουροί.

Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης των εκρηκτικών, ένας γερμανός φρουρός κατέβηκε από το μονοπάτι. Ένας αξιωματικός καταδρομέας, κρυμμένος πίσω από ένα θάμνο, πήδηξε πάνω του καθώς περνούσε, τον έριξε κάτω χτυπώντας τον δυνατά με το λαστιχένιο κλομπ του και ακολούθως τον έριξε στον γκρεμό. Ο ήχος της πτώσης του καλύφθηκε από το θόρυβο του ορμητικού ποταμού. Καθώς οι σαμποτέρ εργάζονταν, χαλαρωμένα μπουλόνια έπεσαν από την πλατφόρμα και χτύπησαν πάνω στις μεταλλικές δοκούς κάτω. Οι άνδρες έπεσαν κάτω και τους έπεσαν πράγματα. Μερικές φορές έπρεπε να σταματήσουν να εργάζονται επειδή το φεγγάρι ήταν πολύ φωτεινό ή ο προβολέας φώτιζε τη γέφυρα. Αν και οι Βρετανοί ήταν δικαιολογημένα ταραγμένοι από το θόρυβο που έκαναν, οι γερμανοί φρουροί που περπατούσαν πάνω-κάτω στη γέφυρα δεν φαινόταν ν’ ακούν τίποτα. «Ο εχθρός», έγραψαν αργότερα οι Βρετανοί, «ήταν προφανώς ανυποψίαστος».

Μετά από περίπου μιάμιση ώρα, οι μηχανικοί είχαν ολοκληρώσει το έργο τους. Έφτιαξαν φυτίλια  για 90 λεπτά καθυστέρηση και η ομάδα έφυγε. Εκείνη τη στιγμή ο προβολέας πέρασε ακριβώς από πάνω τους, αλλά και πάλι κανένας από τους φρουρούς δεν τους πρόσεξε. Τώρα οι σαμποτέρ άρχισαν ν’ ανησυχούν για τα εκρηκτικά, τα οποία είχαν συρθεί μέσα από το νερό στην τελική προσέγγιση. Στις 02.15 ώρα, όμως, καθώς βρίσκονταν στα μισά του δρόμου πίσω στο φαράγγι, άκουσαν την έκρηξη[iii]. Η κύρια αψίδα της γέφυρας κόπηκε και ολόκληρο το κεντρικό κομμάτι κατέρρευσε στη χαράδρα, κατεβάζοντας και τους δύο προβόλους που συνδέονταν μ’ αυτό. Σε 24 ώρες όλη η βρετανική ομάδα ήταν πίσω στην Ανατολή. Όλοι ασφαλείς.

Όχι όμως και η γερμανική φρουρά γέφυρας. Η γερμανική ανώτατη διοίκηση ήταν τόσο πεπεισμένη ότι η γέφυρα δεν θα μπορούσε να ανατιναχτεί παρά μόνο μέσω προδοσίας ώστε έκριναν ολόκληρη την αμυντική φρουρά περίπου 40 ανδρών ένοχη για βαριά παράβαση καθήκοντος και εκτέλεσαν τον υπεύθυνο αξιωματικό και αρκετούς άνδρες[iv]. Δύο μήνες αργότερα, η γέφυρα άνοιξε ξανά για την κυκλοφορία. Αλλά καθώς η πρώτη μηχανή ξεκίνησε, η βόρεια προβλήτα κατέρρευσε, εκσφενδονίζοντας τη μηχανή και μέρος της γέφυρας στο φαράγγι. Είτε οι εργασίες επισκευής ήταν ελαττωματικές είτε είχαν σκόπιμα σαμποταριστεί από τα πολωνικά και τα ελληνικά συνεργεία. Χρειάστηκαν άλλοι δυο μήνες για να ολοκληρωθεί η δεύτερη επισκευή, έτσι ώστε, σύμφωνα με τον Mάγιερς, η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας - Θεσσαλονίκης δεν λειτουργούσε τέσσερις ολόκληρους μήνες το καλοκαίρι του 1943[v].

Ο Ασωπός ήταν πραγματικά ένας εκπληκτικός άθλος. «Για την απόλυτη αντοχή, την αποφασιστικότητα να πετύχεις και να χτυπήσεις», έγραψε ο ταξίαρχος Mάγιερς, «πιθανότατα δεν υπήρχε πιο γενναίο επίτευγμα αυτού του είδους» [vi]. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι πολλοί Έλληνες γνώριζαν ότι επρόκειτο να γίνει και κανείς δεν έβγαλε λέξη. Χωρίς αυτό το παραπέτασμα της σιωπής δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι επιτυχής.

 

[i] Σχεδιάστηκε από δύο άλλους, τον βρετανό ταξίαρχο Έντι Μάγιερς και τον Νεοζηλανδό αντισυνταγματάρχη Άρθουρ Έντμοντς. Ο τελευταίος ήταν αξιωματικός σύνδεσμος με το υπαρχηγείο της Ρούμελης, καθώς η ηπειρωτική Ελλάδα είχε χωριστεί από τον Έτι σε τέσσερις περιοχές με τα αντίστοιχα υπαρχηγεία – και σε επαφή με τον Άρη Βελουχιώτη.  

[ii]  Κατά σειρά, ο ταγματάρχης Geoffrey Gordon-Creed, ο νεοζηλανδός λοχαγός Donald Stott, ο ταγματάρχης R. Scott, ο λοχαγός Henry McIntyre, ο νεοζηλανδός δεκανέας Charlie Mutch, αιχμάλωτος πολέμου που είχε ανεβεί στο βουνό να βρει τους δικούς του και ο παλαιστίνιος λοχίας Michael Khuri, βετεράνος του Γοργοπόταμου.

[iii] Ο Ντον Στοτ, που ήθελε να δει με τα μάτια του την ανατίναξη της γέφυρας, ανέβηκε σ’ ένα απέναντι σημείο και την είδε να καταρρέει κομμάτια στο βάθος του φαραγγιού. Αργότερα πρόλαβε την ομάδα στη διαφυγή της και τους μετέφερε τις λεπτομέρειες. Το Συμμαχικό Στρατηγείο του Καΐρου έστειλε την επόμενη μέρα ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο και φωτογράφισε την κατεστραμμένη γέφυρα μέσα στο φαράγγι. Η φωτογραφία έφτασε στον Τσώρτσιλ που, χαρούμενος, την έδειξε στον Μάγιερς όταν συναντήθηκαν.    

[iv] Οι Γερμανοί κατάλαβαν τι είχε συμβεί πέντε μέρες αργότερα, όταν βρήκαν ένα σκοινί κατασκευασμένο από ιμάντες αλεξιπτώτου.

[v] Η γέφυρα επαναλειτούργησε τον Σεπτέμβριο του 1943.

[vi] Η αφήγηση αυτού του τμήματος της Μελέτης βασίστηκε βιβλιογραφικά κυρίως στο βιβλίο του Έντι Μάγιερς, Η ελληνική περιπλοκή.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.