Όλοι οι λαοί είναι σε κάποιο βαθμό αιχμάλωτοι της ιστορίας τους.[1] Οι Γερμανοί, ωστόσο, φαίνεται να αποτελούν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, καθώς ανήκουν στους λαούς που καταδυναστεύτηκαν και από την ιστορία των άλλων. Το 1935, η Ελίζα Μπάτλερ, η οποία λίγα χρόνια αργότερα έγινε καθηγήτρια γερμανικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, έγραψε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο: The Tyranny of Greece over Germany.[2] Στο βιβλίο αυτό, η συγγραφέας υποστήριξε ότι από τον 18ο αιώνα και τον Βίνκελμαν μέχρι τον Nίτσε και τις αρχές της δεκαετίας του 1930, η γερμανική διανόηση είχε επηρεαστεί τόσο βαθιά από την αρχαία ελληνική ιστορία και τέχνη που πραγματικά βίωσε ένα «τυραννικό ιδεώδες». Το γεγονός αυτό, βέβαια, οφειλόταν και στο ότι πολλοί γερμανοί λόγιοι που λάτρεψαν τους αρχαίους Έλληνες φρόντισαν να μη γνωρίσουν από κοντά τους νεότερους απογόνους τους και αρνήθηκαν σθεναρά να επισκεφθούν τη χώρα, ακόμα και όταν είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γκαίτε, «το ιδανικό και η πραγματικότητα θα πρέπει να κρατιούνται μακριά το ένα από το άλλο».[3] Στην ανάγνωση της Μπάτλερ, μπορεί όλη η Eυρώπη να θαύμαζε την αρχαία Ελλάδα αλλά μόνον οι Γερμανοί κατανάλωσαν πολύ μεγαλύτερη ποσότητα ελληνικής ιστορίας από όση θα μπορούσαν να μεταβολίσουν.
Η βρετανίδα καθηγήτρια δεν έκανε στο βιβλίο της την παραμικρή αναφορά στην αρχαία Μακεδονία και τον Μέγα Αλέξανδρο. Η έλλειψη αυτή, ωστόσο, δεν ήταν δικό της λάθος: οι Γερμανοί (αλλά και οι άλλοι ευρωπαίοι) φιλόλογοι και ιστορικοί θα αργούσαν να εστιάσουν στον Αλέξανδρο και τους επιγόνους του, καθώς το «μεγαλείο» του «χρυσού αιώνα» δεν άφηνε και πολύ χώρο για τη μελέτη μεταγενέστερων, και λιγότερο «σημαντικών», εποχών. Εξάλλου πολλοί θα αρνούνταν ακόμα και την «ελληνικότητα» των αρχαίων Μακεδόνων, ενώ υπήρχε και το μάλλον άβολο γεγονός ότι η αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου (και τα κράτη των επιγόνων του) ενσωμάτωσαν «ανατολικά» στοιχεία και παραδόσεις που ξέφευγαν από την «ελληνικότητα», όπως τουλάχιστον την προσέλαβε η δυτική επιστημονική παράδοση. Σημαίνει αυτό, όμως, ότι η αρχαία αλλά και η νεότερη Μακεδονία απουσίασαν από το γερμανικό φαντασιακό; Το ερώτημα αυτό οδηγεί στο αντικείμενο (για την ακρίβεια: στα αντικείμενα) του βιβλίου του Κωνσταντίνου Παπανικολάου.
Μακεδονίες γερμανόφωνων
Η Μακεδονία των Γερμανών, είναι μια επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και θέτει ψηλά τον πήχη του ιστορικού, καθώς εξετάζει ένα ασυνήθιστα μεγάλο θέμα που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αντικείμενο δύο βιβλίων. Καταρχάς, ο Παπανικολάου είναι προσεκτικός και δεν αναφέρεται στη Μακεδονία της «Γερμανίας» αλλά σε αυτήν των Γερμανών, καθώς μια ενωμένη Γερμανία αναδύθηκε μόλις το 1871, με το τέλος του γαλλο-πρωσικού πολέμου, ενώ το βιβλίο του εκκινεί από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ποιοι είναι, όμως, οι Γερμανοί; Ο συγγραφέας υιοθετεί μια ευρεία οπτική και συμπεριλαμβάνει στους Γερμανούς και τους γερμανόφωνους υπηκόους των Αψβούργων, αλλά όχι μόνον αυτούς: εξετάζει επίσης και τα βιβλία μη Γερμανών λογίων (ανάμεσά τους Σλάβων και Ελλήνων) που έγραψαν για τη Μακεδονία στα γερμανικά και συνεπώς επηρέασαν τη δημόσια συζήτηση για το θέμα. Η ευρυγώνια οπτική του αντανακλάται επιπλέον και στον ίδιο τον όρο Μακεδονία: το πρώτο μέρος του βιβλίου διερευνά τις γερμανικές αναπαραστάσεις της Αρχαίας Μακεδονίας αλλά το δεύτερο αναλύει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε η σύγχρονη (δηλαδή η Οθωμανική) Μακεδονία. Στη συνάφεια αυτή ο συγγραφέας μας υπενθυμίζει ότι οι Γερμανοί είχαν δύο λέξεις για τη «Μακεδονία»: η λέξη «Makedonien» αναφερόταν συνήθως στην αρχαία Μακεδονία ενώ ο όρος «Mazedonien» στη νεότερη· κάτι που θυμίζει μια ανάλογη διάκριση στα αγγλικά με τις λέξεις «Macedon» και «Macedonia» αντίστοιχα. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο τίτλος του βιβλίου είναι ελαφρώς παραπλανητικός: το βιβλίο δεν αναφέρεται στη Μακεδονία των Γερμανών αλλά στις Μακεδονίες των γερμανόφωνων.
Στο πρώτο μέρος ο Παπανικολάου παρακολουθεί με προσοχή τις μεταμορφώσεις της αρχαίας Μακεδονίας στον γερμανόφωνο χώρο, φροντίζοντας πάντοτε να αναλύει την πρόσληψη της μακεδονικής αρχαιότητας σε σχέση με τις πολιτικές ανάγκες της εποχής στην οποία αναφέρεται. Στο πλαίσιο αυτό, οι Μακεδόνες θα εισαχθούν στη γερμανική ιστορική φαντασία στις αρχές του 19ου αιώνα ως βάρβαροι και παρακμιακοί εισβολείς που βάζουν τέλος στο μεγαλείο της Αθήνας και της κλασικής Ελλάδας. Μια τέτοια εκδοχή του μακεδονικού παρελθόντος ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό την παράδοση που εισήγαγε ο διαπρεπής αρχαιολόγος Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν (Johann Joachim Winckelman) τον 18ο αιώνα. Το συμπέρασμα ήταν ξεκάθαρο: οι Μακεδόνες, «οι εχθροί της ελληνικής ελευθερίας», δεν ήταν άξιοι ούτε για δούλοι (σ. 22-23).
Επιπλέον, η πολιτική και κρατική πολυδιάσπαση της κλασικής ελλάδας θα ανακαλέσει, όπως θα περίμενε κανείς, τη σύγκριση με την πολυδιασπασμένη Γερμανία του 19ου αιώνα, ενώ η εισβολή του Ναπολέοντα θα διαμορφώσει και το αρχικό περιεχόμενο της σύγκρισης αυτής: η Γερμανία ήταν η Ελλάδα (κατακερματισμένες και οι δύο), η Πρωσία ήταν η Αθήνα και, βεβαίως, η ναπολεόντεια Γαλλία ήταν η ενσάρκωση της Μακεδονίας του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου: κατακτητική, αυτοκρατορική, τυραννική και ματαιόδοξη (σ. 34-35). Η αντίληψη αυτή, την οποία εξέφρασε o ιστορικός Barthold Georg Niebuhr, θα κυριαρχήσει σε μεγάλη μερίδα λογίων αλλά θα αντικρουστεί από έναν άλλον σημαντικό ιστορικό, τον Johann Gustav Bernhard Droysen στα μέσα του 19ου αιώνα, ο οποίος είχε άλλες πολιτικές και εθνικές προτεραιότητες. Το βασικό ζητούμενο γι’ αυτόν ήταν η ταύτιση των πρωσικών συμφερόντων με αυτά της ενωμένης Γερμανίας: «Η Πρωσία είναι ένα τίποτα χωρίς τη Γερμανία», έγραφε το 1845 και, συνεπώς, είναι η Πρωσία αυτή που θα πρέπει να αναλάβει και την αποστολή της γερμανικής ενοποίησης (σ. 67).
Οι νέες αυτές ανάγκες οδήγησαν και στην αναδιαμόρφωση του μακεδονικού παρελθόντος: η Γερμανία παρέμενε βέβαια πολυδιασπασμένη, άρα η αναλογία με την αρχαία Ελλάδα εξακολούθησε να υφίσταται, μόνο που τώρα ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δεν ήταν ο Ναπολέοντας αλλά η Πρωσία του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ΄. Οι Μακεδόνες δεν ήταν πια κατακτητές αλλά ενοποιητές και δεν ήταν ξένοι και βάρβαροι αλλά γνήσιοι Έλληνες. Η θετική πρόσληψη των Μακεδόνων ως ενοποιητών θα επικρατήσει τελικά (αν και όχι χωρίς αντίλογο) μετά την ανάδυση της γερμανικής αυτοκρατορίας το 1871, όταν ο Droysen (με τη δεύτερη έκδοση του μνημειώδους έργου του, Ιστορία του Ελληνισμού, το 1877-78) θα απομακρυνθεί από τις παλαιότερες φιλελεύθερες απόψεις του και ο Γερμανός Αλέξανδρος δεν θα ήταν πλέον ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος αλλά ο Μέγας Φρειδερίκος, ο ένδοξος στρατηλάτης και εκπρόσωπος της «φωτισμένης δεσποτείας» του 18ου αιώνα. Η δε ταύτιση των Μακεδόνων με τους Πρώσους θα γίνει τόσο έντονη που η αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Μακεδόνων θα αντικρουόταν με σφοδρότητα, καθώς ισοδυναμούσε με την αμφισβήτηση της γερμανικότητας των Πρώσων «από ξεροκέφαλους Σουηβούς και μπεκρήδες Βαυαρούς» (σ. 105-107).
Η γερμανική διείσδυση στην Εγγύς και Μέση Ανατολή στο γύρισμα του αιώνα θα εδραιώσει περαιτέρω την εικόνα των Γερμανών ως των Μακεδόνων της εποχής τους και θα ενισχύσει τη στενή τους σύνδεση: ο στρατάρχης Colmar von der Goltz, που εστάλη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα για να αναδιοργανώσει τον οθωμανικό στρατό, δεν εξέφραζε μόνο τα δικά του αισθήματα όταν επισκέφθηκε τη Μακεδονία και έγραψε με αρκετή δόση λυρισμού: «Ποια καρδιά στρατιώτη δεν συγκλονίζεται βαθιά στη σκέψη ότι μπορεί να αγγίξει τη γη της Μακεδονίας». Αυτό συνέβη, βέβαια, πρόσθεσε ο γερμανός στρατιωτικός, διότι στη γη αυτή «ο Αλέξανδρος κάποτε έζησε και είδε το πρώτο φως» (σ. 305). Για άλλη μια φορά το παρόν νοηματοδοτεί το παρελθόν: η Γερμανία θα κατακτήσει και θα εκπολιτίσει την Ανατολή, όπως ακριβώς έκανε και ο Αλέξανδρος.
Η νεότερη Μακεδονία
Η περίπτωση του Goltz οδηγεί στο δεύτερο μέρος του βιβλίου που αφορά τη νεότερη Μακεδονία και επικεντρώνεται στην περίοδο 1878-1914. Ο συγγραφέας παρουσιάζει στον αναγνώστη με ενάργεια και αξιοσημείωτη πληρότητα τις μετατοπίσεις του γερμανικού ενδιαφέροντος για την Οθωμανική Μακεδονία (δηλαδή για τα τρία βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και των Σκοπίων) από τους χαρτογράφους και τους εγκυκλοπαιδιστές, που έγραφαν περιγραφικά για τη Μακεδονία χωρίς να έχουν πολιτικούς ή άλλους στόχους, στους πολιτικούς και τους προπαγανδιστές που άρχισαν να ασχολούνται εντατικά με την περιοχή από την εποχή της μεγάλης ανατολικής κρίσης του 1875-1878.
Το ζήτημα της γερμανικής σλαβοφοβίας και της αντίστοιχης τουρκοφιλίας παρουσιάζεται σε μεγάλο αναλυτικό βάθος. Στις αρχές του 19oυ αιώνα, οι Γερμανοί δεν έδειχναν να ενοχλούνται από τον έντονα σλαβικό χαρακτήρα της Μακεδονίας, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Φαλμεράιερ, ο οποίος κατά τη δεκαετία του 1840 έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου της σλαβικής επιβουλής έναντι της Ευρώπης. Η εχθρότητα αυτή προς τους Σλάβους οφειλόταν, βέβαια, στο ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας ανήκαν στην ίδια ευρύτερη οικογένεια με τους «ομοδόξους Μοσχοβίτες». (σ. 198) Διαβάζοντας την κατάσταση στη Μακεδονία μέσα από ένα πρίσμα έντονου αντιρωσισμού, ο Φαλμεράιερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σωτηρία της Ευρώπης από τον σλαβικό κίνδυνο θα περνούσε μέσα από τη διατήρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη συνεχιζόμενη υπαγωγή των Σλάβων σε αυτήν.
Τον Φαλμεράιερ θα διαδεχτεί μια περίοδος ύφεσης της γερμανικής σλαβοφοβίας, η οποία όμως θα τερματιστεί με την ίδρυση ενός γεωγραφικά εκτεταμένου βουλγαρικού κράτους με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, τον Μάρτιο του 1878, και ενός πολύ μικρότερου με το συνέδριο του Βερολίνου, λίγους μήνες αργότερα. Η επανεμφάνιση αυτή των σλαβόφοβων γερμανικών ανακλαστικών θα οδηγήσει και σε μια έντονη τουρκοφιλία, η οποία, όπως είναι φυσικό, θα φτάσει στο απόγειό της με την οθωμανο-γερμανική προσέγγιση στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Η περίφημη γερμανική «πορεία προς ανατολάς» («Drang nach Osten») όχι μόνο θα μετατρέψει τους Γερμανούς σε σύγχρονους Μακεδόνες που θα προχωρήσουν βαθιά στην Ασία, όπως έκανε κάποτε ο Μεγαλέξανδρος, αλλά και θα αναπαραστήσει τους Τούρκους ως έναν αγνό, έντιμο, πειθαρχημένο και πολεμικό λαό. Επιπλέον, ο γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ δεν θα γίνει μόνον ο νέος Αλέξανδρος αλλά και ο νέος «φίλος» των 300 εκατομμυρίων μουσουλμάνων του κόσμου, όπως διακήρυξε ο ίδιος στη Δαμασκό τον Νοέμβριο του 1898. Έτσι, ο Γουλιέλμος Β΄ είναι ίσως ο μόνος ηγέτης του οποίου η εικόνα και «εκμακεδονίσθηκε» (αν και με όχι μεγάλη ένταση, είναι η αλήθεια) αλλά και «εξισλαμίστηκε».
Εκτός από το θέμα της σλαβοφοβίας, ο Παπανικολάου διερευνά ενδελεχώς και μια σειρά άλλων θεμάτων από τα οποία τέσσερα θα σημειώσω πρόχειρα εδώ.
Tο πρώτο είναι τα σχέδια διαφόρων λογίων και αξιωματούχων για αποικισμό της Μακεδονίας από τους Γερμανούς: Το στιβαρό χέρι του Γερμανού (μαζί βέβαια με τις γερμανικές επενδύσεις και τα γερμανικά σχολεία) θα αναζωογονούσε την περιοχή και αυτή θα τον επανασυνέδεε με τις ρωμαλέες παραδόσεις του και θα τον απομάκρυνε «από την ελαφρότητα της Unter den Linden». Έτσι, «ο αρρενωπός» χαρακτήρας της Μακεδονίας υποτίθεται ότι θα ξυπνούσε τα καλύτερα ένστικτα της γερμανικής ιδιοσυγκρασίας (σ. 308-309, 417-418).
Το δεύτερο σημείο είναι οι αποκλίσεις ανάμεσα στην ανατολική πολιτική της Αυστρίας και της Γερμανίας. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η Βιέννη δεν διέθετε τις υλικές δυνατότητες ούτε και είχε τις μεγαλόπνοες διπλωματικές στοχεύσεις του Βερολίνου. Κατά συνέπεια, η εξωτερική της πολιτική περιορίστηκε στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην προσπάθεια επέκτασης της πολιτικής της επιρροής στη Μακεδονία. Αυτή θα υποστηριζόταν και από μια «kulturmission», δηλαδή μια αποστολή «εκπολιτισμού» (και εκσυγχρονισμού) ανάλογη με αυτήν που ακολουθούσε στην Βοσνία, την οποία ήλεγχε από το 1878 και είχε προσαρτήσει από το 1908.
Το τρίτο σημείο είναι μια ενδιαφέρουσα ανάλυση τριών «βαλκανικών» μυθιστορημάτων του Karl May, ενός άκρως ευπώλητου συγγραφέα του 19ου αιώνα, ο οποίος τοποθέτησε μέρος της πλοκής τους στην οθωμανική Μακεδονία.[4] Τα έργα αυτά αναπαράγουν αρκετές από τις κυρίαρχες εικόνες της εποχής για τον «ληστρικό» και «άγριο» χαρακτήρα των βαλκάνιων χριστιανών, εκφράζοντας παράλληλα όχι μόνο το πρότυπο του «ηθικά ανώτερου» Δυτικού αλλά και το αίτημα για μια γερμανική αποικιοκρατία, η οποία και επρόκειτο να δημιουργηθεί στην Αφρική στο γύρισμα του αιώνα, αλλά συμπεριλάμβανε, όπως ανέφερα, και τον αποικισμό της Μακεδονίας, παρότι αυτός τελικά δεν έγινε.
Το τέταρτο και τελευταίο σημείο υπερβαίνει τη στενά γερμανική διάσταση αν και είναι άμεσα συνδεδεμένο με αυτήν: όπως έχει ήδη σημειωθεί, ο γερμανόφωνος χώρος (δηλαδή: ο γερμανόφωνος Τύπος και η γερμανόφωνη βιβλιοπαραγωγή) έγινε μια πραγματική αρένα όπου πλήθος συγγραφέων, λογίων, δημοσιογράφων και καθηγητών πανεπιστημίου έγραφαν για τη Μακεδονία προκειμένου να προωθήσουν όχι μόνο τα συμφέροντα του Βερολίνου αλλά και αυτά των επιμέρους διεκδικητών των οθωμανικών μακεδονικών εδαφών: της Ελλάδας, της Σερβίας, και της Βουλγαρίας. Στις έντονες αυτές μάχες για τον επηρεασμό της γερμανόφωνης κοινής γνώμης συμμετείχαν δυναμικά όχι μόνο Γερμανοί, αλλά και Βαλκάνιοι λόγιοι, καθώς και Σλάβοι της Αυστρο-Ουγγαρίας. Η ελληνική παρουσία δεν έλειπε, όπως αναδεικνύουν τα παραδείγματα του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και επί σειρά ετών διευθυντή της εταιρείας «Ελληνισμός» Νεοκλή Καζάζη και του εγκατεστημένου στο Βερολίνο δημοσιογράφου και εκδότη του περιοδικού Orientalische Correspondenz, Κλεάνθη Νικολαΐδη. Πλήθος σχετικών δημοσιευμάτων (και επιχειρημάτων υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς) αναλύεται διεξοδικά στο βιβλίο του Παπαϊωάννου.
Βαλκανισμός
Ολοκληρώνοντας την αναγκαστικά σχηματική αυτή παρουσίαση, πρέπει να προστεθεί ότι ο συγγραφέας προχωρά και σε μια θεωρητική συμβολή στο αντικείμενό του: η Μακεδονία είναι, προφανώς, μέρος των Βαλκανίων, αλλά ο Παπανικολάου εκτιμά ότι η γερμανική Μακεδονία δεν πρέπει να προσεγγίζεται αποκλειστικά μέσα από το ερμηνευτικό σχήμα του βαλκανισμού (balkanism), μια ανάγνωση της περιοχής που οφείλουμε στο κλασικό πλέον έργο Imagining the Balkans, της διακεκριμένης ιστορικού Mαρία Τοντόροβα.[5] Όπως ακριβώς η Tοντόροβα εισάγει τον βαλκανισμό ως διαφορετική περίπτωση από τον διάσημο «οριενταλισμό» του Έντουαρντ Σαΐντ (διότι οι Βαλκάνιοι δεν είναι Άραβες ούτε και μουσουλμάνοι και δεν πέρασαν εκτεταμένη ευρωπαϊκή αποικιοκρατία), ο Παπανικολάου, από τη δική του πλευρά, παρατηρεί ότι το σχήμα του βαλκανισμού ερμηνεύει μεν ορισμένες πτυχές της γερμανικής πρόσληψης της Μακεδονίας (όπως π.χ. τα βιβλία του May) αλλά παραγνωρίζει άλλες εξίσου υπαρκτές πλευρές όπως οι θετικές αναπαραστάσεις της Μακεδονίας από πολλούς γερμανόφωνους λογίους και δημοσιογράφους αλλά και τα γερμανικά σχέδια για τον αποικισμό της Μακεδονίας.
Συνοψίζοντας, το βιβλίο του Παπανικολάου αποτελεί μια σημαντική και πρωτότυπη συμβολή στην έρευνα ενός πολυπρισματικού θέματος που δεν είχε λάβει την προσοχή που του αναλογεί. Η θεματική του ευρύτητα, ωστόσο, δεν αφαιρεί από την αναλυτική του ικανότητα, έναν κίνδυνο που συχνά απαντούμε σε έργα που πραγματεύονται εκτεταμένα αντικείμενα. Επιπλέον, η ευρύτητα της οπτικής του συγγραφέα συνοδεύεται και από αυτήν της τεκμηρίωσης: η έρευνά του στηρίχθηκε σε πλήθος πηγών (ανέκδοτα αρχεία, συλλογές εγγράφων, λογοτεχνικά έργα, εφημερίδες) και σε εκτεταμένη βιβλιογραφία. Ανάλογης ποιότητας είναι και το συγγραφικό του ύφος, η καθαρότητα του οποίου αποφεύγει τόσο τη Σκύλα μιας παραφορτωμένης, μπαρόκ έκφρασης όσο και τη Χάρυβδη του επιστημονικού jargon, αυτού του ιδιόλεκτου που συχνά ταλαιπωρεί τις κοινωνικές επιστήμες λόγω της προσπάθειας ορισμένων να αποδείξουν με το συγκεκριμένο ύφος ότι και αυτές οι επιστήμες είναι «πραγματικές» και δεν διαφέρουν από τις λεγόμενες «θετικές».
Όταν ο συγγραφέας μού πρότεινε να συμμετάσχω στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του, μου επιτέθηκε μια σκέψη: πώς θα μπορούσε άραγε να προσεγγίσει κανείς τη σχέση των Γερμανών με τη Μακεδονία καθώς μιλάμε για δύο ζητήματα που για μεγάλο χρονικό διάστημα σήμαιναν διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά συμφραζόμενα, ανάλογα με το ποιος μιλάει, πότε, και σε ποιον; Την απάντηση μας τη δίνει ο Παπανικολάου στην καταληκτική πρόταση του βιβλίου του: «κάθε Γερμανία διέθετε τη δική της Μακεδονία» (σ. 42). Η απάντησή του, προφανώς, είναι ακριβής, καθώς συνάδει με τον βασικό άγραφο κανόνα της ιστορικής επιστήμης, που θέλει το εκάστοτε παρόν να κατασκευάζει ή να αναδιαμορφώνει το παρελθόν ανάλογα με τις ανάγκες του. Όπως έχει προσφυώς ειπωθεί: το μόνο πράγμα που θα αλλάξει σίγουρα στο μέλλον είναι το παρελθόν. Την πρακτική αυτή, άλλωστε, ακολουθούν όλα τα εθνικά αφηγήματα, αλλά όταν την εφαρμόζουν αναφέρονται κυρίως στη δική τους ιστορία. Το εξαιρετικό βιβλίο του Παπανικολάου μας δείχνει ότι οι Γερμανοί το έκαναν αυτό και για την ιστορία των άλλων· και μας το δείχνει αξιόπιστα και εύγλωττα.
[1] Το κείμενο αυτό είναι επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης του συγγραφέα σε βιβλιοπαρουσίαση που έγινε στην Αθήνα την Τρίτη 7 Νοεμβρίου, 2023, στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ. Στην εκδήλωση μίλησαν επίσης για το βιβλίο ο Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας (ΕΚΠΑ), ο Στέφανος Καβαλλιεράκης, Εισηγητής Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, και ο συγγραφέας του βιβλίου.
[2] E. M. Butler, The Tyranny of Greece over Germany: A Study on the Influence exercised by Greek art and poetry over the great German writers of the eighteenth, nineteenth and twentieth centuries (Cambridge 1935). Εξ όσων γνωρίζω, το βιβλίο αυτό δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
[3] Butler, ό.π., σ. x. (Η παραπομπή είναι από την αμερικανική έκδοση του βιβλίου, του 1958).
[4] Πρόκειται για τα έργα: Στα φαράγγια των βαλκάνιων ορέων (1884), Μέσα από τη χώρα των Αλβανών (1887) και Ο Schut (1887).
[5] Ελληνική μετάφραση: Maria Todorova, Βαλκάνια: Η δυτική φαντασίωση (Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2005)