Σύνδεση συνδρομητών

Η αυταπάτη μιας «Ενωμένης Ευρώπης». Επίκαιρες σκέψεις ενός «ευρω-πεσιμιστή»

Πέμπτη, 26 Οκτωβρίου 2023 12:18
Ο Τόνι Τζαντ (1948-2010) από τον Αλέκο Παπαδάτο, σχέδιο για το εξώφυλλο του Books’ Journal, τχ. 101, Σεπτέμβριος 2019. Η επιλογή της αναπαράστασης του στοχαστή σε τρένο οφείλεται στη δεδηλωμένη λατρεία του στους σιδηροδρόμους που έχει καταγραφεί σε σειρά άρθρων του στο New York Review of Books, που κυκλοφόρησαν σε βιβλίο (στα ελληνικά, Η δόξα των σιδηροδρόμων, ΜΙΕΤ, 2013).   
Αλέκος Παπαδάτος / The Books’ Journal
Ο Τόνι Τζαντ (1948-2010) από τον Αλέκο Παπαδάτο, σχέδιο για το εξώφυλλο του Books’ Journal, τχ. 101, Σεπτέμβριος 2019. Η επιλογή της αναπαράστασης του στοχαστή σε τρένο οφείλεται στη δεδηλωμένη λατρεία του στους σιδηροδρόμους που έχει καταγραφεί σε σειρά άρθρων του στο New York Review of Books, που κυκλοφόρησαν σε βιβλίο (στα ελληνικά, Η δόξα των σιδηροδρόμων, ΜΙΕΤ, 2013).  

Τοny Judt, Ευρώπη: Μια μεγάλη χίμαιρα;, μετάφραση από τα αγγλικά: Ροζαλί Σινοπούλου, Aλεξάνδρεια, Αθήνα 2023, 123 σελ.

To 1995, χρονιά κατά την οποία εκδόθηκε το βιβλίο του Τόνι Τζαντ για την Ευρώπη, η ΕΕ ζούσε την ευφορία μιας «πανίσχυρης ένωσης». Ο υπέρμαχος της ενωμένης Ευρώπης και συγγραφέας μιας από τις πιο ουσιώδεις ιστορίες της βρετανός καθηγητής, ωστόσο, δεν συμμεριζόταν αυτή την ευφορία. Υποστήριξε ότι ο «μύθος» της Ευρώπης όχι μόνο δεν αμβλύνει τις παθογένειες της ηπείρου αλλά μας εμποδίζει ακόμη και να τις αναγνωρίσουμε. Πράγματι, μπροστά στον κυκεώνα των κρίσεων που ακολούθησαν (δημοσιονομικών, μεταναστευτικών, γεωπολιτικών, πολεμικών), η ΕΕ αποδείχθηκε, όπως ήδη ξέρουμε, απροετοίμαστη, αργή στις αντιδράσεις της, δύσκαμπτη, κατώτερη των περιστάσεων. (Τεύχος 145)

To μικρό σε έκταση –αλλά εξαιρετικά περιεκτικό– βιβλίο του διαπρεπούς βρετανού ιστορικού, Τόνι Τζαντ, για τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), τιτλοφορείται στην ελληνική του έκδοση ως «Ευρώπη: Μια μεγάλη Χίμαιρα;». Ο ακριβής βρετανικός τίτλος είναι Europe: A Grand Illusion?. Το Illusion, ευχερώς (και αρκετά πετυχημένα), μεταφράζεται στα ελληνικά ως «χίμαιρα», μεταφορικά δηλαδή ως απραγματοποίητο όνειρο, ως σκοπός ή επιθυμία που δεν δύναται να υλοποιηθεί, ως «ουτοπία». Πράγματι, η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από την ανάλυση του συγγραφέα είναι ότι η Ενωμένη Ευρώπη –ως αυθεντική πολιτική κοινωνία– ήταν και παραμένει μια ουτοπία. Ωστόσο, στην αγγλική λέξη «illusion» εμπεριέχεται και μια πρόσθετη έννοια: αυτή της [αυτ]απάτης, ή, ορθότερα, της «ψευδαίσθησης». Από τον τίτλο λοιπόν, αποκωδικοποιεί κανείς εύκολα τον κύριο προβληματισμό του Τζαντ: ότι η ΕΕ, όπως την οραματίστηκαν οι «ιδρυτές πατέρες» της και όπως γίνεται αντιληπτή από τους πολίτες της, ίσως είναι τελικά ένα πλάσμα ταυτοχρόνως ουτοπικό και ψευδαισθητικό. Ένα «όνειρο» που εξαιτίας διαφόρων περιορισμών δεν δύναται να πραγματωθεί αλλά και μια πλάνη, μια ψευδής αισθητηριακή αντίληψη του παρατηρητή, που δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Είναι λοιπόν «κάτι» που δεν μπορεί να υπάρξει και που, ταυτόχρονα, το κοινό, η κοινή γνώμη, θεωρεί πως, πράγματι, υπάρχει.

Aς πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Βρισκόμαστε στο 1995. Η τέταρτη («βόρεια») διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι γεγονός. Η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία προσχωρούν στην ΕΕ. Στο τέλος του ίδιου έτους, η Λετονία, η Εσθονία και η Λιθουανία υποβάλλουν, ομοίως, αίτημα ένταξης. Λίγους μήνες αργότερα, ο γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ θα δηλώσει: «σκοπεύουμε να κάνουμε την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση μη αναστρέψιμη ώστε οι νέοι άνθρωποι της Ευρώπης να μη χρειαστεί να πολεμήσουν ξανά». Μια διάχυτη αίσθηση υπεραισιοδοξίας και ακλόνητης πίστης στην πρόοδο της Ένωσης επικρατεί στα κράτη-μέλη. Απέχουμε ακόμη δεκαετίες ολόκληρες από τη μεγάλη δημοσιονομική κρίση του 2010, το κίνημα του ευρωσκεπτικισμού, το Brexit, τον πόλεμο της Ουκρανίας και όλα τα δεινά που ενέκυψαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο τα τελευταία 15 χρόνια.

Ωστόσο, δεν συμμερίζονται όλοι αυτόν τον πρόσκαιρο οπτιμισμό για το «λαμπρό» μέλλον της ΕΕ. Τον Μάιο του 1995, ο Τόνι Τζαντ, ένας, κατά δήλωσή του, «ενθουσιώδ[ης] Ευρωπαίος» [σ. x, εισαγωγής], ένας «Κεντροευρωπαίος από διανοητική έλξη», σύμφωνα με τον επιτυχή χαρακτηρισμό του Μάρκου Καρασαρίνη, δίνει δύο διαλέξεις στο John Hopkins Center της Μπολόνια για τις «δυσοίωνες» –όπως λέει– προοπτικές της ΕΕ. Οι διαλέξεις του αυτές θα αποτελέσουν τη βάση του βιβλίου και θα αποδειχθούν – εκ του αποτελέσματος– εξαιρετικά εύστοχες, σχεδόν προφητικές.

 

Ευτυχής σύμπτωση [συμφερόντων]

Η ταυτοτική αναφορά του Τζαντ στον ένθερμο ευρωπαϊσμό του, ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου, δεν είναι καθόλου τυχαία. Προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι δεν πρόκειται να διαβάσει κάποιο δογματικό αντιευρωπαϊκό μανιφέστο. Αντιθέτως, παρότι και ο ίδιος αποστρέφεται τον «αμοιβαία ανταγωνιστικό κύκλο καχύποπτων και εσωστρεφών εθνών» που κυριάρχησαν προπολεμικά στην Ευρώπη, τα ιστορικά δεδομένα τον οδηγούν στο άφευκτο συμπέρασμα πως μια αληθινά Ενωμένη Ευρώπη είναι «τόσο ελάχιστα πιθανή που θα ήταν απερίσκεπτο και αυτοκαταστροφικό να επιμείνει κανείς σε αυτήν». Για το λόγο αυτό, υπερβαίνοντας τη διαιρετική τομή μεταξύ ευρωπαϊστών και αντιευρωπαϊστών, εκείνος επιλέγει την ιδιότητα του «ευρω-πεσιμιστή».

Η απαισιοδοξία του δεν είναι τυχαία ούτε συγκυριακή. Στηρίζεται στη ρεαλιστική αποτίμηση των γεωπολιτικών και ιστορικών συνθηκών, σε μια προσέγγιση συνθετική και επιστημονική, απαλλαγμένη από τον ρομαντισμό αλλά και τον εύλογο ενθουσιασμό που είχε  προκαλέσει η επιτυχία του ευρωπαϊκού project στις αρχές του 1990.

Μια πρώτη διαπίστωση του Τζαντ είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτέλεσε σπορά του μεταπολεμικού ιδεαλισμού των Ευρωπαίων, ούτε κάποιο υπερβατικό «ιστορικό πεπρωμένο» της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αντιθέτως, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια τίποτε απολύτως δεν προδιέθετε θετικά για τη μελλοντική ενοποίηση των καθημαγμένων ευρωπαϊκών κρατών. Μάλιστα, η εμπειρία της γερμανικής κατοχής των χωρών της Ευρώπης, η πρόσκαιρη δηλαδή «ενοποίησή» τους κάτω από την μπότα ενός ανηλεούς κατακτητή είχε «μολύνει» ακόμη και αυτή την ορολογία της ενοποίησης (σ. 8). Μέλημα των πολιτικών ηγετών (κυρίως της Γαλλίας) υπήρξε η σταδιακή επαναφορά στη γεωπολιτική «λογική» των εθνών-κρατών, με την οποία ήταν και οι ίδιοι εξοικειωμένοι, ήδη από την εποχή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η διευθέτηση που επιδίωξαν, λοιπόν, προσομοίαζε σε ένα σύστημα σχέσεων αντίστοιχο με αυτό που ίσχυε τη δεκαετία του 1920 και έδινε έμφαση στην εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας των νικητριών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μέσω της εκμετάλλευσης των πόρων μιας ηττημένης και αποδυναμωμένης Γερμανίας.

Σύντομα, όμως, η επιδιωκόμενη αυτή αναδίπλωση στο προπολεμικό status quo συγκρούστηκε με την αμείλικτη ψυχροπολεμική πραγματικότητα που είχε ήδη προλάβει να επιβληθεί. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των δύο μεγάλων συνασπισμών, οι γεωπολιτικές προτεραιότητες των ΗΠΑ επέβαλλαν τη σταδιακή ενίσχυση της γερμανικής οικονομίας, ώστε το «δυτικογερμανικό» κράτος να αποτελέσει ανάχωμα στη σοβιετική απειλή. Αναγνωρίζοντας την αδυναμία τους να ανατρέψουν αυτή τη στρατηγική επιλογή των Αμερικανών, οι Γάλλοι μηχανεύτηκαν, ως εναλλακτική λύση, το σχέδιο μιας πανευρωπαϊκής συνεργασίας ρύθμισης της ενεργειακής παραγωγής και κατανάλωσης (άνθρακα και χάλυβα). Η πρότασή τους συνάντησε την απρόσμενη ένθερμη αποδοχή εκ μέρους της (Δυτικής) Γερμανίας, οι ηγέτες της οποίας αναζητούσαν ευκαιρίες «να επανέλθουν στη διεθνή κοινότητα με ίσους όρους» (σ. 13). Αλλά και οι λεγόμενες χώρες του Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) ήταν πρόθυμες να ενταχθούν σε μια κοινότητα κρατών, μέσω της οποίας θα μπορούσαν να εξάγουν τα προϊόντα τους στην τεράστια γερμανική αγορά. Έτσι, λοιπόν, μέσα από μια τέτοια απρόσμενη –και ευτυχή– σύμπτωση συμφερόντων μεταξύ νικητών και ηττημένων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, άρχισε σταδιακά να μορφοποιείται ο πυρήνας της «ευρωπαϊκής οντότητος».

Πράγματι, κατά τον Τζαντ, αυτά τα συγκυριακά συμφέροντα διαμόρφωσαν, σε καθοριστικό βαθμό, τον ορίζοντα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ίδρυση, ας πούμε, της Κοινής Αγοράς το 1957 αποσκοπούσε, κατά βάση, στη σταθεροποίηση του εμπορίου των χωρών-μελών: τα εθνικά τους συμφέροντα επέβαλλαν την κοινή συνεννόηση σε περισσότερους τομείς από εκείνους του άνθρακα και του χάλυβα. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), η οποία συγκράτησε τις τιμές των ευρωπαϊκών προϊόντων πάνω από τις παγκόσμιες επ’ ωφελεία των ευρωπαίων αγροτών (σ. 21). Τελικά, η ΚΑΠ  κατέστη η πλέον δαπανηρή πολιτική για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα: τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 αντιστοιχούσε στο 70% του προϋπολογισμού της ΕΟΚ και δικαίως θεωρήθηκε «τερατωδώς ανορθολογική κατάχρηση πόρων». Κι όμως, συνεχίστηκε, διότι οι ευρωπαίοι πολιτικοί έκριναν ότι εξυπηρετούσε τις ανάγκες των εθνικών τους ακροατηρίων. Για το λόγο αυτό ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι:

Από ορισμένες απόψεις, η ΚΑΠ μπορεί να ιδωθεί ως μεταφορά για το όλο εγχείρημα της Ευρώπης. Τυχαία έκβαση ξεχωριστών και διακριτών εκλογικών μελημάτων, οικονομικών συμφερόντων και εθνικών πολιτικών παραδόσεων […]. Μόνο εκ των υστέρων ενσωματώθηκε σε έναν ευρύτερο απολογισμό της σύγκλισης των ευρωπαϊκών εθνών. Αν το τελευταίο αυτό σχέδιο ήταν ο αληθινός αρχικός σκοπός, καμιά τέτοια πολιτική δεν θα είχε καν συνδεθεί ποτέ με αυτό. (σ. 22)

Διατρέχοντας την ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο Τζαντ επανειλημμένως, διαπιστώνει τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στην ιδεαλιστική ταυτότητα της ΕΕ –την αυτοαντίληψή της ως δημοκρατικής και δικαιοκρατικής ουτοπίας– και τους βαθύτερους ιδιοτελείς μηχανισμούς που καθόρισαν την εξέλιξή της, οι οποίοι συνδέονται βέβαια με τα κατ’ ιδίαν συμφέροντα των κρατών μελών. Οι εθνοκεντρικές γεωπολιτικές στρατηγικές, που αποτέλεσαν τις κινητήριες δυνάμεις της ενοποίησης, λαθροβιούσαν για δεκαετίες κάτω από το ιδεολογικό επικάλυμμα μιας υπερεθνικής (ή μεταεθνικής) ένωσης, η οποία φιλοδοξούσε –υποτίθεται– να διευρύνεται διαρκώς, εντάσσοντας ολοένα και περισσότερες χώρες σε μια ισότιμη πολιτική κοινωνία, ικανή να διασφαλίζει την οικονομική ευημερία των μελών της:

Αυτός ήταν ο ιδρυτικός μύθος της σύγχρονης Ευρώπης, ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήταν και παραμένει ο πυρήνας μιας ευρύτερης, πανευρωπαϊκής προοπτικής. […] Η κατά τα άλλα αυτάρκης, αυτάρεσκη, ακόμη και εγωιστική «Ευρώπη» με κέντρο τις Βρυξέλλες έγινε ένας φάρος για την υπόλοιπη ήπειρο και μια πηγή σεβασμού και αξιοπιστίας για τον εαυτό της. (σ. 41)

 

Πόσες «Ευρώπες» υπάρχουν;

Αυτή, όμως, η ιδεολογική ανάγνωση του ευρωπαϊκού status quo κατέρρευσε το 1989, όταν, με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, διαφάνηκε η απροθυμία των κρατών-μελών να αποδεχθούν τα νέα διεθνή δεδομένα και η μακάβρια προσδοκία τους πως η Σοβιετική Ένωση θα κατάφερνε με κάποιον τρόπο να επιβιώσει. Η δυσφορία των ευρωπαίων ηγετών μπροστά στα τετελεσμένα της σοβιετικής κατάρρευσης ήταν αρκετά ευεξήγητη. Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ αναιρέθηκαν αυτομάτως όλα τα σταθεροποιητικά κεκτημένα των δυτικοευρωπαϊκών κρατών: η ασφάλεια που πρόσφεραν γενναιόδωρα οι ΗΠΑ και ο εγκλωβισμός στο Παραπέτασμα των πτωχότερων κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, η ανοικοδόμηση των οποίων θα απαιτούσε μια τεράστια μεταφορά πόρων από τις πλούσιες χώρες της Δύσης. Αξιοποιώντας αυτές τις επωφελείς συνθήκες, οι Δυτικοευρωπαίοι επιδόθηκαν μεταπολεμικά στην απρόσκοπτη ανάπτυξη του δικού τους «τεταρτημορίου» της ευρωπαϊκής ηπείρου για σχεδόν μισό αιώνα. Ταυτόχρονα όμως, δεν έπαυαν να διατείνονται φιλάρεσκα ότι αποτελούσαν τους αυθεντικούς εκφραστές της ευρωπαϊκής ταυτότητας, τους θεματοφύλακες των ευρωπαϊκών αξιών και τους εκφραστές ενός μακρόπνοου οράματος πανευρωπαϊκής συνεργασίας. Ωστόσο, παρά τις δημόσιες διακηρύξεις περί του αντιθέτου, η ΕΕ (η Ευρωπαϊκή Κοινότητα του 1970 και του 1980) όχι μόνο θεωρούσε δεδομένη τη διαίρεση της Ευρώπης αλλά και εξαρτιόταν απ’ αυτή.

Μάλιστα, για τον Τζαντ, η σύνδεση της ευρωπαϊκής ταυτότητας με την ΕΕ συνιστά έναν νεωτερικό μετασχηματισμό της έννοιας του ευρωπαϊσμού, που δεν έχει βαθιές ρίζες στο ευρωπαϊκό παρελθόν. Ο συγγραφέας, αξιοποιώντας τη βαθιά γνώση του της ευρωπαϊκής ιστορίας, διατρέχει με χαρακτηριστική ευκολία χρονικογραφικές και λαογραφικές πηγές, απαριθμεί ιστορικά γεγονότα, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, εθνολογικά δεδομένα, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα σύνορα της Ευρώπης υπήρξαν ανέκαθεν ρευστά και μεταβαλλόμενα, όπως εξίσου ρευστή υπήρξε και η ταυτότητα του «ευρωπαίου ανθρώπου». Η πολυεπίπεδη τεκμηρίωση αυτού του ισχυρισμού δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Η γεωγραφική και πολιτιστική έννοια της Ευρώπης μεταλλάσσεται εντυπωσιακά στο πέρασμα των αιώνων: στα μάτια ενός ταξιδιώτη του 17ου αιώνα, για παράδειγμα, η Βουδαπέστη ήταν σίγουρα μη «δυτική» ενώ τα εδάφη στα ανατολικά της δεν είχαν διαφορά από την εξωτική Ανατολή (σ. 53). Η λέξη Ευρώπη σήμαινε κάτι τελείως διαφορετικό στην πολωνική υπαίθρια αγορά, στους λιθουανικούς αγρούς, στις γαλλικές αγροικίες και στα βελγικά χωριά, ενώ κανένα απ’ αυτά τα τόσο «ευρωπαϊκά» τοπόσημα δεν θα μπορούσε να επιλεχθεί αυτοτελώς ως «επίκεντρο της ηπείρου» (υποσημείωση, σ. 55).

Υπάρχουν λοιπόν πολλές Ευρώπες, όλες τους με κάποιο νόμιμο δικαίωμα στον τίτλο χωρίς καμιά να έχει το μονοπώλιο. (σ. 60)

Πέραν αυτού, η Δυτική και η Ανατολική Ευρώπη πράγματι διαφέρουν, πρωτίστως διότι η ιστορία στάθηκε μακράν πιο σκληρή και αμείλικτη με τη δεύτερη. Μάλιστα, κατά τον Τζαντ, η διάκριση μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής» δεν σχετίζεται με τη γεωγραφία, αλλά μάλλον υποκρύπτει μια άλλη, διττή διάκριση: αυτή μεταξύ των ισχυρών «εθνικών» κρατών της Δύσης και των σύμμεικτων λαών της Ανατολής που, επί αιώνες, έζησαν σε επαρχίες πολυεθνικών αυτοκρατοριών. Και, δευτερευόντως, τη διάκριση μεταξύ των πλούσιων (δυτικών) και των πτωχών (ανατολικών) χωρών της ηπείρου, που συνεπάγεται μοιραία έναν διαχωρισμό «μεταξύ αξιοσέβαστων, ευυπόληπτων μελών και μιας σειράς φτωχών συγγενών που αποτελούν πάντα ντροπή, ενόχληση, βάρος» (σ. 61).

Τούτη η έντονη ενδοευρωπαϊκή ετερότητα που, για αρκετές δεκαετίες, είχε λησμονηθεί, λόγω του εγκλωβισμού των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών σε ένα μη ευρωκεντρικό  υπερεθνικό μόρφωμα (την ΕΣΣΔ) αναδείχθηκε επιτακτικά –ως πρόβλημα που έχρηζε άμεσης διαχείρισης– μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. Τότε, έγινε αντιληπτό από τα μέλη της ΕΕ ότι η πίστη σε μια ενωμένη Ευρώπη διαρκούς διεύρυνσης και ευημερίας είναι χιμαιρική. Ότι, δηλαδή,

[κ]άθε απόπειρα να επεκταθεί παραπέρα μπορεί να επιτευχθεί με τίμημα αυτά που έχουν κερδηθεί μέχρι σήμερα. […] Κοντολογίς ότι μια Ενωμένη Ευρώπη έχει γίνει ένα παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος όπου η επέκταση των πλεονεκτημάτων της στους νεοφερμένους εξ ανατολών θα επιτευχθεί μόνο με πραγματικό κόστος για τα σημερινά μέλη. (σ. 91)

Μετά, λοιπόν, την εποχή των σκαπανέων της ευρωπαϊκής ενοποίησης (Μονέ, Σπαάκ, Σουμάν), και ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της, η ΕΕ ήρθε αντιμέτωπη με το ίδιο της το υπαρξιακό όραμα. Η γοητεία της «μεγάλης χίμαιρας» αποδυναμώνεται καθώς τα κράτη-μέλη συνειδητοποιούν τα δυσανάλογα βάρη και τις σοβαρές θυσίες που απαιτεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το «όραμα» της ένταξης ξεθωριάζει, όμως, και για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που αισθάνονται πως δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτες στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μια κρίση εμπιστοσύνης προς τους καταστατικούς σκοπούς της ΕΕ φαντάζει αναπόφευκτη. Η ελπίδα για ένα λαμπρό μέλλον, γράφει ο Τζαντ, θα υποκατασταθεί από την απογοήτευση και την εσωστρέφεια. Όλα δείχνουν πως «στην ισχυρή της μορφή, η ιδέα της “Ευρώπης” έχει παρέλθει» (σ. 129).

 

Η Ένωση σε τροχιά υπαρξιακής κρίσης

Η πολυπρισματική ανάλυση της ΕΕ, η αποδόμηση των «ιδρυτικών μύθων» της, η ανάδειξη των παθογενειών της δεν αποσκοπεί στη στείρα κριτική της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων ούτε στην προσφυγή σε εναλλακτικές πολιτικές λύσεις μιας «άλλης» Ευρώπης: ο Τζαντ δεν είναι ούτε δημοσιογράφος ούτε πολιτικός. Είναι ιστορικός και, μέσα από τη συστηματική μελέτη του παρελθόντος, επιχειρεί να προϊδεί την πιθανή εξέλιξη των ιστορικών τάσεων. Εξάλλου, και ο ίδιος, ως ευρωπαϊστής, βρίσκει εντυπωσιακά τα έως τότε επιτεύγματα της ΕΕ, όχι όμως τόσο εντυπωσιακά, παγιωμένα ή μόνιμα, όσο πίστευαν οι ένθερμοι υποστηρικτές της. Σε αυτό το πλαίσιο, προειδοποιεί –από το 1995– για τον επικείμενο εγκλωβισμό της Ευρώπης σε έναν φαύλο κύκλο δυσεπίλυτων κρίσεων, η εμφάνιση των οποίων είναι νομοτελειακή. Η προσέγγισή του προς την ΕΕ θυμίζει τη φράση του γάλλου στοχαστή Μαρσέλ Γκοσέ: πρόκειται για ένα «θρίαμβο που καταλήγει σε αδιέξοδο». Γιατί το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που κατέστησε εφικτή την ίδρυση της ΕΕ και επέτρεψε αυτό το ιστορικό «άλμα προς τα εμπρός» μεταβαλλόταν, ήδη από τις αρχές του 1990, με ραγδαίους ρυθμούς και η Ένωση φαινόταν ανίκανη να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.

Για τον Τζαντ, η περίοδος 1945-1989 υπήρξε μια –μοναδική στην ιστορία– ευτυχής συγκυρία, κατά την οποία όλοι ανεξαιρέτως οι εξωτερικοί και εσωτερικοί παράγοντες (πολιτικοί και οικονομικοί) συνέτειναν στην άνευ προηγουμένου ανάπτυξη και ευημερία των τότε κρατών-μελών της ΕΕ. Αυτή η ιστορική «παρένθεση», όμως, έληξε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και δεν πρόκειται να εμφανιστεί ξανά. Στο μέλλον, η Ένωση όφειλε να επιλέξει ανάμεσα στη διεύρυνσή της, με τη συντριπτική οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγεται για τους «εισφέροντες» στον ενωσιακό προϋπολογισμό (net contributors), ή στη μετατροπή της σε μια κλειστή «λέσχη» εύπορων χωρών.

Πέρα όμως από τις δυσμενείς προοπτικές της διεύρυνσης, μια σειρά από εσωτερικά προβλήματα των κρατών-μελών ήταν μοιραίο, κατά τον Τζαντ, να κλονίσουν και την εσωτερική συνοχή της ΕΕ. Το δημογραφικό, η μετανάστευση και η ανεργία θα συντελούσαν αναπότρεπτα στην υπονόμευση του παραδοσιακού «κράτους-πρόνοιας» και στην επιστροφή του ξενοφοβικού εθνικισμού. Η ανισομερής οικονομική ανάπτυξη ευνοούσε τις αποσχιστικές τάσεις και, κυρίως, τη ρητορική εθνοκεντρικής αναδίπλωσης τόσο στα πλούσια κράτη της Δύσης όσο και στα πτωχά κράτη της Ανατολής, τόσο στον ευημερούντα Βορρά όσο και στον λιγότερο αναπτυγμένο Νότο. Με εξαιρετική διορατικότητα διέκρινε, ήδη από το 1995, τις τρομερές διαιρέσεις που επρόκειτο να διχάσουν την Ένωση 20 χρόνια αργότερα (κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Κύπρο κ.λπ.):

Το κοινό γνώρισμα των αποσχιστικών διεκδικήσεων σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι «εμείς» είμαστε «Ευρωπαίοι» – οι σύγχρονοι, εύποροι, καλοπληρωτές φόρων, πιο μορφωμένοι, γλωσσικά ή/και πολιτισμικά διακριτοί Βόρειοι· ενώ «εκείνοι» – ο αγροτικός, καθυστερημένος, τεμπέλης, μεσογειακός, επιδοτούμενος «Νότος», κατά κάποιον τρόπο, δεν είναι τόσο. (σ. 115)

Ταυτοχρόνως, η επανένωση της Γερμανίας άνοιγε το δρόμο στη «γερμανική κυριαρχία» επί της ΕΕ, στο τέλος δηλαδή της συμφωνημένης γαλλογερμανικής «συγκυριαρχίας» και στην απώθηση της (όποιας) βρετανικής επιρροής. Σε μια σχεδόν προφητική (τουλάχιστο για την περίπτωση της Αγγλίας) αποστροφή του λόγου του, ο Τζαντ επισημαίνει πως Αγγλία και Γαλλία, «σαράντα χρόνια μετά την αγγλογαλλική ταπείνωση στο Σουέζ, είναι έτοιμες να ανακαλύψουν εκ νέου τα θέλγητρα και τα βάρη της σχετικής διπλωματικής αυτονομίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κοιτούν πια τα νώτα τους και η “Ευρώπη” δεν είναι πια ένα αξιόπιστο καταφύγιο» (σ. 142).

Από την άλλη πλευρά, ο Τζαντ διαπιστώνει την πάγια αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συντονίσει τα μέλη της σε κοινή συνεργασία στον τομέα των στρατιωτικών ή των εξωτερικών υποθέσεων. Το πρόβλημα αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα επικίνδυνο σε σχέση με τη σημαντικότερη στρατιωτική απειλή που  αντιμετωπίζει η Ευρώπη: τη ρωσική επιβουλή. Ο συγγραφέας εκτιμά ότι το κύριο στρατηγικό δίλημμα της ΕΕ είναι η επιλογή ανάμεσα σε δύο διαφορετικές πολιτικές αποτροπής της ρωσικής επεκτατικότητος: την ενσωμάτωση των κρατών που συνορεύουν με τη Ρωσία ή τη διατήρησή τους εκτός της Ένωσης, ως ενδιάμεση ζώνη ασφαλείας. Οι προβληματισμοί αυτοί φαντάζουν αναπάντεχα επίκαιροι σήμερα, σε μια εποχή που η βάρβαρη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επαναφέρει με τρόπο επιτακτικό την προβληματική της ανάγκης περαιτέρω διεύρυνσης της ΕΕ προς ανατολάς. Μάλιστα, η διστακτικότητα των ισχυρών κρατών της ΕΕ να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά την πρωτόγνωρη συνθήκη ενός πολέμου στην «αυλή» τους ίσως αποδεικνύει τη δομική (κατά τον Τζαντ) αδυναμία της Ένωσης να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή των πολιτικών εξελίξεων στο «εγγύς» εξωτερικό της, που μοιραία τη φέρνει σε θέση ουραγού, εξαρτημένου από τις βουλήσεις τρίτων δυνάμεων.

Επιστρέφουμε στο 1995, χρονιά συγγραφής του βιβλίου. Ο Τζαντ ζει σε μια Ενωμένη Ευρώπη τυφλωμένη από το ίδιο της το αυτοείδωλο, που  αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως «όαση ειρήνης και δημοκρατίας», ως την ενσάρκωση ενός ευρωπαϊκού  «τέλους της Ιστορίας». Με αυτή την αυταπάτη (ή, αν θέλετε, τη «χίμαιρα») μιας «πανίσχυρης ένωσης» συγκρούεται  ο συγγραφέας γιατί διαβλέπει τα επερχόμενα προβλήματα, που σύντομα θα λάβουν κολοσσιαίες διαστάσεις. Όπως επισημαίνει, ξανά και ξανά, ως «μάντης κακών», ο «μύθος» της Ευρώπης όχι μόνο δεν αμβλύνει τις παθογένειες της ηπείρου αλλά μας εμποδίζει ακόμη και να τις αναγνωρίσουμε. Πράγματι, μπροστά στον κυκεώνα των κρίσεων που ακολούθησαν (δημοσιονομικών, μεταναστευτικών, γεωπολιτικών, πολεμικών), η ΕΕ αποδείχθηκε, όπως ήδη ξέρουμε, απροετοίμαστη, αργή στις αντιδράσεις της, δύσκαμπτη, κατώτερη των περιστάσεων. Ωστόσο, έστω κι έτσι, κατάφερε τελικά να αντεπεξέλθει στις τρομερές προκλήσεις των καιρών και αυτή η εξέλιξη δύναται να μετριάσει, κάπως, τον «ευρω-πεσιμισμό» του βιβλίου. Δυστυχώς, ο Τζαντ δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσά μας για να σχολιάσει τις καταλυτικές εξελίξεις που συνέβησαν στην αγαπημένη του ήπειρο, μετά το θάνατό του, το 2010. Σε κάθε περίπτωση, όμως, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος, είχε απόλυτο δίκιο στη βάση του προβληματισμού του: η «Ευρώπη» είναι κάτι περισσότερο από γεωγραφική έννοια, αλλά κάτι λιγότερο από απάντηση.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.