Σύνδεση συνδρομητών

Η εξωτερική πολιτική στον πόλεμο

Παρασκευή, 30 Ιουνίου 2023 07:25
Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ της Ελλάδας (στο κέντρο) κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στις ελληνικές μονάδες της RAF στην Αίγυπτο. Ο βασιλιάς και οι εξόριστες κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής προσπάθησαν να συμμετάσχουν στη μελλοντική διαμόρφωση ενός μεταπολεμικού status quo στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.   
Royal Air Force / Imperial War Museums
Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ της Ελλάδας (στο κέντρο) κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στις ελληνικές μονάδες της RAF στην Αίγυπτο. Ο βασιλιάς και οι εξόριστες κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής προσπάθησαν να συμμετάσχουν στη μελλοντική διαμόρφωση ενός μεταπολεμικού status quo στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.  

Μανόλης Κούμας, Δεκαετία πολέμων. Διλήμματα της ελληνικής διπλωματίας 1940-1949, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2022, 392 σελ.

Ποια ήταν τα ζητήματα που απασχολούσαν την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας τα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά και, κατόπιν, την ταραγμένη δεκαετία του 1940, τη δεκαετία ενός πολέμου και ενός εμφυλίου πολέμου. Ποιοι ήταν οι προσανατολισμοί της χώρας και τι άλλαξαν τα γεγονότα; [ΤΒJ]

Ο Μανόλης Κούμας είναι μια σπάνια όσο και εξαιρετική περίπτωση φιλόπονου ερευνητή ιστορικού της νεότερης γενιάς, με πλήθος δημοσιεύσεων, εκτός των άλλων συγγραφέας και πέντε μονογραφιών-μελετών. Μελετητής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ιδίως του Μεσοπολέμου, και ζητημάτων ασφαλείας και στρατηγικής στη Μεσόγειο, με το προηγούμενο βιβλίο του, 1936. Η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά (Μεταίχμιο, 2022), συνέβαλε σημαντικά στη μελέτη των συνθηκών που επέβαλαν το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.

Στο τελευταίο βιβλίο του, Δεκαετία Πολέμων. Διλήμματα της ελληνικής διπλωματίας 1940-1949, καταπιάνεται με ζητήματα που απασχόλησαν την ελληνική εξωτερική πολιτική τη δεκαετία που σημαδεύτηκε από την ιταλική και κατόπιν τη γερμανική –αλλά και τη βουλγαρική– εισβολή, την τριπλή Κατοχή και τον βίαιο Εμφύλιο που ακολούθησε, μετά την Απελευθέρωση.

Στη σύντομη εισαγωγή του, ο συγγραφέας αναφέρεται στις τάσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το 1922, και χωρίζει το βιβλίο του σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο αφορά την προ του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου περίοδο και τα ζητήματα που ετίθεντο για την Ελλάδα πριν της κηρύξει τον πόλεμο η φασιστική Ιταλία, αλλά επεκτείνεται και το επόμενο διάστημα, την περίοδο 1940-41, μέχρι και την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας (αλλά, όπως επισήμανα, και της Βουλγαρίας, επιβεβαιώνοντας κατά τον Κούμα το εύλογο των προπολεμικών ανησυχιών του πολιτικού κόσμου για τον βουλγαρικό κίνδυνο). Επισκοπούνται η εξωτερική πολιτική και η προετοιμασία του καθεστώτος Μεταξά για τον επερχόμενο πόλεμο, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις προσεγγίσεις της διεθνούς σκηνής από τους πολιτικούς των «παλαιών κομμάτων» της εποχής αλλά και από τις νέες πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούσαν προσωπικότητες όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Εξετάζονται ακόμα η σαφώς φιλογερμανική στάση που εξέφραζε ο (μετέπειτα δωσίλογος στη διάρκεια της Κατοχής) Σωτήριος Γκοτζαμάνης, υπουργός του Παναγή Τσαλδάρη και βουλευτής του Εθνικού Μεταρρυθμιστικού Κόμματος του οποίου ήταν αρχηγός – τα χρόνια εκείνα συγκαταλεγόταν σε ένα «μεταρρυθμιστικό ρεύμα» που αργότερα θα χανόταν μέσα στη συγκυρία τους Εμφυλίου, όπως εύστοχα έχει καταδείξει ο καθηγητής Ευάνθης Χατζηβασιλείου. Εξετάζεται ακόμα η «ειδική περίπτωση» του Νικολάου Πλαστήρα, ενώ ενδιαφέρον έχουν και οι βασικές απόψεις σημαντικών διπλωματών και υπηρεσιακών παραγόντων όπως ο Νικόλαος Πολίτης, ο Αλέξανδρος Ρίζος - Ραγκαβής και ο Αλέξης Κύρου.

 

Η σκληρή δεκαετία του 1940

Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά την κατοχική περίοδο και, κυρίως, τις ενέργειες των κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής να συμμετάσχουν στη μελλοντική διαμόρφωση ενός μεταπολεμικού status quo στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ενδιαφέρον έχει η πρόσληψη του μεταπολεμικού κόσμου από προσωπικότητες όπως ο Παναγιώτης Πιπινέλης και ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στα αδιέξοδα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η ελληνική διπλωματία κατά την περίοδο 1944-1947. Η περίοδος αυτή είναι, κατά την άποψή μου, και η πλέον ενδιαφέρουσα, αφού η ελληνική διπλωματία κλήθηκε να διαχειριστεί τρία σοβαρά, κύρια ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας: τον «από βορρά κίνδυνο», τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στο Συνέδριο των Παρισίων και το θέμα της Κύπρου. Στο βιβλίο τίθεται και το ζήτημα της μετάβασης της Ελλάδας από τη βρετανική στην αμερικανική σφαίρα επιρροής.

Το τέταρτο κεφάλαιο, γραμμένο για την περίοδο κορύφωσης του ελληνικού Εμφυλίου, παρουσιάζει την ελληνική εξωτερική πολιτική σε σχέση με τις χώρες της Μεσογείου και τη στάση της έναντι του νεοϊδρυθέντος τότε κράτους του Ισραήλ, καθώς και του αραβικού κόσμου.

Η δεκαετία του 1940, γράφει ο Κούμας,

είναι από πολλές απόψεις «μεταβατική» όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις του 20ού αιώνα. Κατ’ αρχάς, την περίοδο αυτή συντελείται η μετάβαση από το παραδοσιακό σύστημα κρατών σε μια νέα μορφή οργάνωσης της διεθνούς κοινωνίας στην οποία σημαντικό ρόλο παίζουν οι διεθνείς οργανισμοί, με κυρίαρχο τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Δεύτερον, τη δεκαετία αυτή εντοπίζεται η μετάβαση από το πολυκεντρικό / πολυπολικό σύστημα ισορροπίας δυνάμεων (που είχε χαρακτηρίσει τις διεθνείς σχέσεις από τα μέσα του 17ου αιώνα) στο διπολικό σύστημα, στο οποίο κυριαρχούν πλέον δύο υπερδυνάμεις: οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ. […] Η μετατόπιση του παγκόσμιου κέντρου ισχύος από τη γηραιά ήπειρο σε εξωευρωπαϊκές δυνάμεις είχε ήδη αρχίσει να συντελείται από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). Εντούτοις, αυτή έγινε πλήρως αντιληπτή μόλις τη δεκαετία του 1940, όταν καταγράφηκαν οι απαρχές την υποχώρησης των μεγάλων αποικιακών αυτοκρατοριών, που είχαν κυριαρχήσει στις παγκόσμιες υποθέσεις από τον 18ο αιώνα: της Γαλλίας και της Βρετανίας. Αυτή ήταν η τρίτη μείζων διαδικασία που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1940: η αποαποικιοποίηση και η άνοδος του Τρίτου Κόσμου.

Αυτό λοιπόν είναι το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται ή, πιο σωστά, καλείται να διαμορφωθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική κατά τη δεκαετία του 1940. Η επώδυνη αυτή περίοδος για την Ελλάδα διαμορφώνεται κυρίως μέσα από την Κατοχή και την εμφύλια διαμάχη, καταστάσεις οι οποίες συμβαδίζουν με μια παρατεταμένη κρίση, πολιτική, κοινωνική και οικονομική. Κι η εξωτερική πολιτική συνήθως σχεδιαζόταν με το βλέμμα περισσότερο στο εσωτερικό μέτωπο παρά στη διεθνή κατάσταση.

Την περίοδο πριν από τον πόλεμο, πάντως, είχαν επισημανθεί προβλήματα που η χώρα τα αντιμετώπισε με ένταση κατόπιν. Κυρίαρχη, αυτή την περίοδο, ήταν η ανησυχία του πολιτικού κόσμου για την πολιτική και διπλωματική αντιμετώπιση της Βουλγαρίας, που αναγνωριζόταν ως ο υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνος για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Με αφορμή την προσέγγιση Γιουγκοσλαβίας - Βουλγαρίας το 1937, η ανησυχία κορυφώθηκε με αποτέλεσμα σχεδόν οι πάντες να στείλουν υπομνήματα με τις θέσεις τους στον Μεταξά επί του θέματος. Ενδιαφέρον είχε η στάση του παλαιού βενιζελικού και πρώην πρωθυπουργού Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, ο οποίος αφενός «κατηγόρησε τη δικτατορική κυβέρνηση ότι με την πολιτική της η Ελλάδα έχει στερηθεί της ιταλικής υποστήριξης, “της μόνης εγγυήσεως την οποίαν είχεν απέναντι των πολλάκις διατυπωθεισών ανθελληνικών Σερβικών αξιώσεων”, κάτι που μαρτυρεί πως προφανώς ο πρώην πρωθυπουργός θεωρούσε, ακόμα και μετά τη σύμπηξη του Άξονα Ρώμης-Βερολίνου, ότι η διατήρηση της ιταλικής φιλίας έπρεπε να αποτελεί μείζονα προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής» καθώς πίστευε «πως η προσέγγιση Ιταλίας-Γερμανίας δεν θα είχε μόνιμο χαρακτήρα», ενώ σε άλλο υπόμνημά του υποστήριζε ότι «επίσημοι κύκλοι στη Γαλλία και στη Βρετανία έβλεπαν με δυσπιστία τον Μεταξά λόγω του “γερμανόφιλου” παρελθόντος του».

Αλλά και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος το ίδιο έτος υποστήριζε πως «επιβάλλεται ταυτόχρονος προσανατολισμός της Ελλάδος προς την Ιταλίαν και την Μεγάλην Βρεττανίαν, οπωσδήποτε δε και προς την Γαλλίαν […] χωρίς βεβαίως να παροραθή και η ανάγκη όπως αι οικονομικαί μας σχέσεις και μετά της Γερμανίας να διατηρηθώσιν ομαλαί». Προκειμένου να κατανοηθεί η θέση των δύο προαναφερθέντων πολιτικών, είναι αναγκαίο να τονιστεί, και ο Κούμας αναφέρει, ότι «στις αρχές του 1937, η υπογραφή του Μεσογειακού Συμφώνου ανάμεσα στη Βρετανία και την Ιταλία είχε δημιουργήσει την προσδοκία διάλυσης του Άξονα Ρώμης-Βερολίνου». Στον Κανελλόπουλο, κατά τον Κούμα, ανήκει και «η πληρέστερη και πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που έγινε από αρχηγό κόμματος κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930» (η αναφορά, για το τελευταίο υπόμνημα του αχαιού πολιτικού προς τον Μεταξά, τον Ιούνιο του 1940).

Σαφής ως προς την αναγκαιότητα της προσέγγισης με τη Βρετανία και τη Γαλλία ήταν και ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ενώ φανατικός υπέρμαχος της ελληνοβρετανικής προσέγγισης ήταν και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, όπως προκύπτει από την αρθρογραφία του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση Γκοτζαμάνη ο οποίος «έμελλε να αναδειχθεί σε ηγέτη του “μακεδονισμού”, τοπικιστικής ιδιαιτερότητας η οποία εξέφραζε τη δυσαρέσκεια των κατοίκων της Μακεδονίας για τον παραγκωνισμό τους από την εκάστοτε πολιτική εξουσία», ο οποίος στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 «εξελίχθηκε στον πιο γνήσιο υποστηρικτή της άποψης ότι η Ελλάδα έπρεπε να εγκαταλείψει τη φιλοβρετανική πολιτική και να στραφεί προς την κατεύθυνση του Άξονα» κάτι που φανερώνει πως η μετέπειτα συμμετοχή του στις κυβερνήσεις Τσολάκογλου και Λογοθετόπουλου, «δεν ήταν ασύμβατη με τον γενικότερο ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό του».

Η πλέον ιδιαίτερη –όσο και ενδιαφέρουσα– περίπτωση που παρουσιάζεται σε αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου είναι ο Νικόλαος Πλαστήρας. Το ότι ο θεσσαλός στρατιωτικός και πολιτικός ήταν θαυμαστής του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας είναι γνωστό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Επίσης, δεν θεωρούσε αναγκαία «την υιοθέτηση φιλοϊταλικού προσανατολισμού». Μάλιστα, μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τα ιταλικά στρατεύματα, η «επαναστατική επιτροπή» υπό τον Πλαστήρα διαμήνυσε στην ελληνική πρεσβεία των Παρισίων ότι αναβάλλει «οιανδήποτε αντιπολίτευσιν» εναντίον του Μεταξά. Με το ξέσπασμα ωστόσο του ελληνοϊταλικού πολέμου, «ο Πλαστήρας θεωρούσε υπεύθυνη για την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο την ελληνική και όχι την ιταλική κυβέρνηση. Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι στις 21 Απριλίου 1941, σε επιστολή του προς τον Πυρομάγλου, ο στρατηγός τασσόταν υπέρ του σχηματισμού φιλογερμανικής κυβέρνησης, “για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν”».  Πάντως, από τα μέσα του 1942, «φαίνεται να εγκατέλειψε τις αρχικές του πεποιθήσεις και προσωπικές φιλοδοξίες ενώ ώς τις αρχές του 1944 είχε αποκατασταθεί η επικοινωνία μεταξύ της εξόριστης κυβέρνησης και του στρατηγού».

Οι «τεκτονικές αλλαγές» που έφεραν ο πόλεμος και, κατόπιν, ο εμφύλιος, «ήταν επόμενο να προκαλέσουν αμηχανία, ανησυχία, ενίοτε και πανικό σε ένα μικρό κράτος όπως ήταν η Ελλάδα». Οι εξόριστες ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να «διορθώσουν» αστοχίες και παραλείψεις της δεκαετίας του 1930. Αργότερα, κύρια πηγή ανησυχίας των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν το μεταπολεμικό πρόβλημα ασφαλείας στη  Βαλκανική, η οποία κάμφθηκε μόνο μετά την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν (και δευτερευόντως του Σχεδίου Μάρσαλ) την άνοιξη του 1947.

 

Ελλάδα και Τουρκία

Ενδιαφέρον για εμάς σήμερα παρουσιάζει και η παρουσίαση από τον Κούμα της τουρκικής στάσης ως προς τις ελληνικές διεκδικήσεις που αφορούσαν τα Δωδεκάνησα, αφού, κατά τη διάρκεια του πολέμου, «τόσο οι Βρετανοί όσο και οι Τούρκοι αξιωματούχοι διαβεβαίωναν τις ελληνικές αρχές ότι η Άγκυρα δεν είχε βλέψεις στα νησιά του Αιγαίου και ότι τα Δωδεκάνησα θα δίδονταν στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο», κάτι που επιβεβαίωνε και ο τούρκος πρεσβευτής στην ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, Ενίς Ακαγιέν, ο οποίος «διεμήνυσε στον Τσουδερό ότι η Τουρκία ουδέποτε ήγειρε εδαφικές αξιώσεις στα Δωδεκάνησα “ούτε δημοσία ούτε κατ’ ιδίαν”», κάτι που επανέλαβε και στον Παπανδρέου το 1944. Έκτοτε βεβαίως, πολλά άλλαξαν, όπως γνωρίζουμε.

Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα της μελέτης του πως επιβεβαιώνεται η εξάρτηση των ελληνικών κυβερνήσεων από τον ξένο παράγοντα –κάτι που σαφώς καταδεικνύεται στο βιβλίο– παρατηρώντας πάντως ότι «ο βαθμός εξάρτησης δεν ήταν σε όλες τις περιπτώσεις ο ίδιος». Προς τούτο φέρνει ως παραδείγματα τόσο τη μεταξική κυβέρνηση σε σχέση με τις εξόριστες ελληνικές κυβερνήσεις, όσο και την περίοδο 1947-49, όπου η Ελλάδα, «σε μια περίοδο κατά την οποία συντελούνταν η μετάβαση στην αμερικανική σφαίρα επιρροής, ακολούθησε εντελώς διαφορετική πολιτική στο παλαιστινιακό ζήτημα». Στο διά ταύτα, ο Κούμας συμπεραίνει ότι, αν και τη δεκαετία του 1940 οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ήταν σε θέση να χαράξουν μακρόπνοους σχεδιασμούς, με αποτέλεσμα προτεραιότητά τους να είναι

η κατανόηση, η προσαρμογή και η αντιμετώπιση των προκλήσεων ενός νέου διεθνούς συστήματος· και στο σημείο αυτό, παρά τις όποιες αντιξοότητες, η ελληνική εξωτερική πολιτική ανταποκρίθηκε με επιτυχία.

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.