Πρώτα, η βιογραφία τρόπον τινά του βιβλίου. O τίτλος του, Δυναμική Αντίσταση, αφορά μια συγκεκριμένη μορφή αντίστασης κατά την περίοδο της χούντας, εν πολλοίς αδιάγνωστη μέχρι σήμερα από την ιστορική έρευνα. Αντίσταση με ενέργειες, κυρίως, όπως η τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών μικρής ισχύος με στόχο να πληγούν υλικοί στόχοι, αυτοκίνητα, πυλώνες της ΔΕΗ, κτίρια, και με παράλληλη έγνοια να μην υπάρξουν ανθρώπινα θύματα. Στόχος των συγκεκριμένων αυτών πράξεων ήταν η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης εναντίον του χουντικού καθεστώτος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ο Πολυμέρης Βόγλης εξετάζει τόσο τις οργανώσεις που επέλεξαν τη δυναμική αντίσταση ως μορφή πάλης (ήταν αρκετές), όσο και τις συζητήσεις και τους προβληματισμούς που οδήγησαν να προκριθεί η συγκεκριμένη αντιστασιακή δράση, σκοπός της οποίας ήταν να αποδειχτεί ευθέως ότι το καθεστώς δεν ήταν πανίσχυρο. Το νέο βιβλίο του συστήνει και προτείνει έναν αναστοχασμό στο ζήτημα της πολιτικής βίας σε συνθήκες «καταστάσεως πολιορκίας».
Ο Πολυμέρης Βόγλης δίνει το λόγο σε πρωταγωνιστές τέτοιων μορφών αντίστασης στη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας. Κάνει υποκείμενα της ιστορίας ανθρώπους που συμμετείχαν στις εν λόγω οργανώσεις. Οι εμπειρίες τους διαμεσολαβούνται από τη μνήμη, στο πλαίσιο προφορικών συνεντεύξεων. Επιπλέον, ο συγγραφέας στρέφει, παράλληλα και συγχρόνως, το ιστορικό στόχαστρο στις βιογραφικές διαδρομές αυτών των αγωνιστών, στην υποκειμενικότητά τους, έτσι όπως διαμορφώθηκε προδικτατορικά και στη διάρκεια της χούντας.
Πρόκειται, βέβαια, για βιογραφικές τροχιές σε διασταύρωση, τόσο στο πλαίσιο της «καχεκτικής δημοκρατίας» προδικτατορικά, στο πλαίσιο δηλαδή του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς, αλλά και στο πλαίσιο της ριζοσπαστικοποίησης που καλλιεργήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, με την Ένωση Κέντρου να διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας και τα «Ιουλιανά» να συστήνουν και να συνιστούν σημείο τομής και κατ’ ουσίαν να γίνονται το προανάκρουσμα της δυναμικής αντίστασης στη χούντα, που ακολούθησε.
Βιογραφικές καμπές
Ερωτήματα: Τι ώθησε τους προαναφερθέντες αγωνιστές να διακινδυνεύσουν την ελευθερία τους, να κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να συλληφθούν, τι τους ώθησε να αποφασίσουν να αναλάβουν δυναμικές ενέργειες; Πώς διαμορφώθηκαν οι στάσεις ζωής τους, πώς αναπροσαρμόστηκαν με την επιβολή της Δικτατορίας; Ο Πολυμέρης Βόγλης έχει τη δική του απάντηση:
Το πραξικόπημα δεν αποτελεί απλώς καμπή στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά και μία καμπή στη ζωή χιλιάδων ανθρώπων […] η Ιστορία εισβάλλει στη ζωή των ανθρώπων και ανατρέπει σχέδια, αλλάζει την καθημερινότητα, αναδιατάσσει προτεραιότητες, δημιουργεί νέες ανάγκες, επιβάλλει νέες υποχρεώσεις. […] Εάν σε πολιτικό επίπεδο η επιβολή της δικτατορίας συνιστούσε αναχρονισμό, σε επίπεδο προσωπικής εμπειρίας αποτελούσε ένα ορόσημο που διαχωρίζει το πριν από το μετά. Από αυτήν τη σκοπιά, το πραξικόπημα συνιστά βιογραφική καμπή.
Η βιογραφική αυτή καμπή στις πλείστες των περιπτώσεων συνδέεται με την απόφαση για ενεργό αντίσταση. Κατά τον Βόγλη,
η αντίθεση παράγει νέες πραγματικότητες, οδηγεί στη δημιουργία νέων συλλογικών δεσμών αλληλεγγύης και συνεργασίας, που σε άλλες συνθήκες δεν υπήρχαν. Το υποκείμενο με τη δράση του προσδίδει στην αντιστασιακή μορφή, περιεχόμενο και στόχους, τα οποία συνιστούν τα σημεία σύγκλισης και συνθέτουν τον αντιδικτατορικό χώρο.
Ο Βόγλης επιλέγει συνειδητά να κάνει λόγο για «αντιδικτατορικό χώρο» και όχι για «αντιδικτατορικό κίνημα», επιμένοντας στον ρευστό χαρακτήρα του χώρου αλλά και του υποκειμένου, σε ένα ρευστό περιβάλλον, το οποίο διαμορφώθηκε σε τρεις φάσεις. Ώς το 1972 δραστηριοποιήθηκαν μικρές, παράνομες ομάδες, λόγου χάρη η Δημοκρατική άμυνα, το ΠΑΜ ή η 28 Οκτώβρη. Κατά τα επόμενα χρόνια, με πρωταγωνιστές τους φοιτητές και γενικότερα τη νεολαία, η αντιστασιακή δραστηριότητα απέκτησε μαζικότερα χαρακτηριστικά. Στη διάρκεια του καθεστώτος της δικτατορίας Ιωαννίδη, που επιβλήθηκε μετά το Πολυτεχνείο, είχαμε έξαρση της βίας και της καταστολής αλλά και των μηχανορραφιών που οδήγησαν στα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο.
Πολλοί από τους αντιδικτατορικούς αγωνιστές εισέπραξαν το πραξικόπημα ως ήττα της Αριστεράς, η οποία εξάλλου κάθε άλλο παρά προετοιμασμένη ήταν για αυτή την εξέλιξη. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε μαζική αντίδραση ώθησε μικρές ομάδες να αναλάβουν δράση με συμβολικές ενέργειες. Αυτό που τους οιστρηλατούσε ήταν το χρέος απέναντι στους συντρόφους τους, η έννοια της αξιοπρέπειας, η ανάγκη να προβάλλουν την υποκειμενικότητά τους απέναντι σε ένα κατεξοχήν αυταρχικό καθεστώς. Το κίνητρο αυτό και η συνθήκη της χούντας αποδαιμονοποιεί την πολιτική βία που απαντά στη βία του καθεστώτος ενώ, συγχρόνως, αποσυνδέεται η δυναμική αντίσταση κατά της χούντας από τα ένοπλα αντάρτικα πόλης.
Οι οργανώσεις με τις οποίες ο Βόγλης ασχολείται, με γνώση και προσοχή, στελεχώνονται από αγωνιστές που προέρχονται από το χώρο της Αριστεράς, στους νεολαίους της οποίας βαραίνει η συνθήκη της ήττας, αλλά και του Κέντρου, όπου βαραίνει η ματαίωση της ελπίδας για εκδημοκρατισμό της χώρας. Αυτή η ελπίδα τροφοδότησε το αγωνιστικό φρόνημα όσων συμμετείχαν στους αγώνες για εκδημοκρατισμό, μια πολιτική πράξη και πρακτική που βρίσκεται στον πυρήνα της ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας, των ανθρώπων στους οποίους σχεδόν με τρυφερότητα δίνει τον λόγο ο Βόγλης. Οι 14 προφορικές μαρτυρίες, αποσπάσματα των οποίων παραθέτει, αποδεικνύονται καίριες.
Ακριβώς κατά τη δεκαετία του 1960 αναδύθηκε μια Αριστερά «από τα κάτω», που αναλάμβανε δράση, έπαιρνε πρωτοβουλίες και δεν περίμενε τις εντολές της «καθοδήγησης». Γενικώς, η πολιτική πρακτική άλλαζε χαρακτηριστικά. Διεκδικήθηκε το δικαίωμα στη διαφωνία και στην αμφισβήτηση, δόθηκαν μεγαλύτερα περιθώρια αυτοκαθορισμού σε σχέση με το παρελθόν… Κι όλα αυτά, σε εποχή κινητοποιήσεων, εν μέση οδώ – απλώς θυμίζω: 1-1-4, 15% για την παιδεία, κινητοποιήσεις για το Κυπριακό, κινητοποιήσεις των σπουδαστών τεχνικών σχολών και των οικοδόμων.
Έτσι, η αντιστασιακή δραστηριότητα απέναντι στη χούντα, η προσπάθεια της εν τοις πράγμασι απονομιμοποίησής της, είναι αποτέλεσμα αυτενέργειας. Το ίδιο το Πολυτεχνείο δεν προέκυψε στην άκρη μιας ευθύγραμμης ιστορικής διαδικασίας, αλλά από την ίδια τη δυναμική των υποκειμένων και των εξελίξεων. Γι’ αυτό άλλωστε (ή και γι΄ αυτό) η δυναμική αντίσταση αφορά πολλές οργανώσεις και πολλούς ανθρώπους. Η αρκετά διαδεδομένη τα χρόνια της χούντας πρακτική δεν γινόταν σε ιδεολογικό κενό. Όσοι συμμετείχαν στη δυναμική αντίσταση ήταν σε επικοινωνία με τη ριζοσπαστική διανόηση, συμμετείχαν στους προβληματισμούς της Νέας Αριστεράς, λάμβαναν υπόψη ό,τι συνέβαινε με τα επαναστατικά κινήματα εκείνης της εποχής ιδίως στον λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο», όπως καταδεικνύει και η σχετική εκδοτική έκρηξη.
Μια Αριστερά «από τα κάτω»
Είναι σχεδόν κανόνας σήμερα στη δημόσια συζήτηση η πολιτική βία να ταυτίζεται με την Αριστερά. Είδαμε, όμως κιόλας, και ο Βόγλης το δείχνει καθαρά και απολύτως τεκμηριωμένα, ότι στην περίπτωση της Δικτατορίας, εμπλέκονται και πρωταγωνιστούν οργανώσεις τόσο της Αριστεράς, όσο και στελεχωμένες από αγωνιστές του προδικτατορικού Κέντρου, που συγκροτούνται μόλις λίγες μέρες ύστερα από το πραξικόπημα – λόγου χάριν η Δημοκρατική Άμυνα ή το Ελληνικό Δημοκρατικό Κίνημα και η Ελληνική Αντίσταση (η οργάνωση του Αλέξανδρου Παναγούλη). Η Αριστερά στο σύνολό της δεν συμμετείχε στη δυναμική αντίσταση, το ΚΚΕ μάλιστα, ύστερα από τη διάσπαση του 1968, προέκρινε μια εντόνως αρνητική στάση και στοιχήθηκε στο δίλημμα: «δυναμική αντίσταση ή μαζικοί αγώνες;».
Τι συνέβαινε, όμως, με την αδράνεια της κοινωνίας; Προφανώς, λέει ο Πολυμέρης Βόγλης, ένα μέρος της κοινωνίας, τμήμα του κόσμου της εθνικοφροσύνης, συντάχτηκε με τη δικτατορία, με τα ιδεολογήματα, τα προτάγματά της και, ασφαλώς, με την άγρια και βάναυση καταστολή. Η αδράνεια σχετίζεται με το ότι το χουντικό καθεστώς γρήγορα πέτυχε να εξουδετερώσει όχι μόνο την αντίσταση, αλλά και τις προϋποθέσεις για την εκδήλωσή της, πόσο μάλλον την άνθησή της, πραγματοποιώντας συλλήψεις, εδραιώνοντας καθεστώς χαφιεδισμού, παρακολούθησης και φόβου, με την καλλιέργεια του οποίου το καθεστώς βίαια αδρανοποίησε την κοινωνία – κατά τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος συνελήφθησαν 8.270 πολίτες, ενώ 6.118 από τους συλληφθέντες στάλθηκαν στη Γυάρο. Σχεδόν όλοι ήσαν αγωνιστές της Αριστεράς.
Ο φόβος, για να επιμείνουμε σε αυτόν και στο κείμενο του Βόγλη,
γεννούσε την καχυποψία, την επιφυλακτικότητα, τη δυσπιστία προς τον άλλο, που με τη σειρά τους διέλυαν την αλληλεγγύη και τους συλλογικούς δεσμούς. Μέσα από το φόβο, που, ας μην το ξεχνάμε, είχε καλλιεργηθεί συστηματικά ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου, και χωρίς τη δυνατότητα συλλογικής αντίδρασης, οι άνθρωποι αναδιπλώνονταν στην ιδιωτική σφαίρα αναζητώντας την ασφάλεια μέσα από τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Η επίκληση της «κανονικότητας» βρισκόταν στον πυρήνα της πειθάρχησης της κοινωνίας. Ο Φουκώ, άλλωστε, έχει δείξει ότι η πειθαρχική εξουσία ασκείται και μέσα από την κανονικοποίηση, την ομοιογένεια που, πάντως, δεν αποκλείει «την εξατομίκευση, μέσα από καθορισμένους βαθμούς ελευθερίας».
Έχει σημασία εδώ να επισημανθεί σε ό,τι αφορά τη Δεξιά και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ότι τα συνωμοτικά σχέδια του στρατού που οδήγησαν στο επιτυχές πραξικόπημα είχαν εκπονηθεί επί δικής του κυβερνήσεως –τα σχετικά έχουν τεκμηριωθεί ιστορικά, λόγου χάριν από τον Λεωνίδα Καλλιβρετάκη–, ενώ ο λεγόμενος «εθνάρχης» απέφυγε να κάνει την οποιαδήποτε δήλωση μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Η σιωπή σκέπει την αντίσταση…
Ύστερα από την πτώση της χούντας, ήδη από τους πρώτους μήνες, οι περισσότερες αντιστασιακές οργανώσεις διαλύονται. Έχει εκλείψει ο λόγος ύπαρξής τους.
Λίγοι πιστεύουν ότι η χρήση πολιτικής βίας πρέπει να συνεχιστεί. Δημιουργούνται, έτσι, ο ΕΛΑ και η 17 Νοέμβρη, ένοπλες οργανώσεις οι οποίες με τη δράση τους –περιττό να καθυστερήσουμε επ’ αυτού– επισκιάζουν, ουσιαστικά φαλκιδεύουν τη δυναμική αντίσταση, έτσι όπως ο Βόγλης με σαφήνεια την περιγράφει.
Έτσι, οι αγωνιστές της δικτατορίας, από τα τέλη της δεκαετίας και ύστερα, βρίσκονται ξανά στο δημόσιο στόχαστρο. Η λογική των αστυνομικών και των δικαστικών αρχών ότι η 17 Νοέμβρη στελεχώνεται από στελέχη του αντιδικτατορικού αγώνα, ή κυρίως από τέτοια, συνολικά οδηγεί στη στοχοποίηση όλων των αγωνιστών που συμμετείχαν ενεργά ή λιγότερο ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα, στη δυναμική αντίσταση. Αναγκάζονται, λοιπόν, ως «συνήθεις ύποπτοι», να πάρουν αποστάσεις από τη δυναμική αντίσταση. Αποσιωπούν το παρελθόν τους, σιωπούν για την ίδια τους την προσωπική διαδρομή σε χρόνια δύστηνα, εφόσον δεν επιθυμούν να ταυτιστούν με οποιονδήποτε τρόπο με τη δράση της 17 Νοέμβρη και τις προκρίσεις της. Οι δυναμικές ενέργειες στη διάρκεια της χούντας αποσιωπούνται, αφού καθόλου δεν συνάδει ένα παρελθόν συνδεδεμένο με βομβιστικές ενέργειες με το λεγόμενο «μεταπολιτευτικό συμβόλαιο» και τα νεοφιλελεύθερα παρακολουθήματά του για «κανονικότητα» και «προσαρμοστικότητα».
Αυτές οι δύο έννοιες, για να το πούμε γενικά, υποκαθιστούν την έννοια της αντίστασης και συντείνουν να εργαλειοποιούνται θεμελιώδη στοιχεία της πολιτικής: η σύγκρουση, η πολλαπλότητα, οι διαιρέσεις, οι αντιθέσεις – χωρίς τη σύνθεση των οποίων, άλλωστε, αναγκαίες συναινέσεις δεν μπορούν να υπάρξουν.