Σύνδεση συνδρομητών

«Στο διάολο, Αυστραλία, στο διάολο»

Παρασκευή, 24 Φεβρουαρίου 2023 01:22
Λεπτομέρεια διαφημιστικής καταχώρισης που δημοσιευόταν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 στον αθηναϊκό Τύπο.
Πανεπιστήμιο Κρήτης
Λεπτομέρεια διαφημιστικής καταχώρισης που δημοσιευόταν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 στον αθηναϊκό Τύπο.

Κώστας Κατσάπης, Αυστραλία. Δέκα ιστορίες, Ο Μωβ Σκίουρος, Αθήνα 2022, 192 σελ.

«Η ανά χείρας συλλογή ιστοριών αποτελεί μια μείξη πραγματικών στοιχείων και μυθοπλασίας. […] Η λογοτεχνική απόδοση - ψηλάφηση - προσέγγιση γεγονότων και καταστάσεων επιλέχτηκε συνειδητά ως πειραματική μανιέρα για τη συγκρότηση μιας πολιτισμικής ιστορίας». Με αυτά τα λόγια, ο ιστορικός Κώστας Κατσάπης εισάγει τους αναγνώστες του σε δέκα υβριδικές ειδολογικά ιστορίες, που θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως σπονδυλωτή μυθ-ιστορία και στηρίζονται σε μαρτυρίες μεταναστών που ζήτησαν την τύχης τους στο Σίδνεϊ το 1964.

Ως ιστορικός, ο Κώστας Κατσάπης υποστηρίζει ότι μόνο η λογοτεχνία μπορούσε να του δώσει τη δυνατότητα να μιλήσει για πράγματα για τα οποία ο ακαδημαΐκός λόγος, με τον φετιχισμό της τεκμηρίωσης, δυσκολεύεται. Περί τίνος πρόκειται, λοιπόν; Λογοτεχνική γραφή καλουπωμένη σε ερωτήματα που απασχολούν τους ιστορικούς ή πολιτισμική ιστορία που φοράει το κοστούμι της λογοτεχνίας – στην κατεύθυνση που υποδεικνύει ο Ένζο Τραβέρσο στο Ιδιότυπα παρελθόντα του (Εκδόσεις του 21ου);

Ο Τραβέρσο έχει δείξει ότι η ιστορία γράφεται όλο και πιο συχνά σε πρώτο πρόσωπο και ότι οι ιστορικοί δεν αρκούνται σε εξεικόνιση, ανασύσταση και ερμηνεία του παρελθόντος, αλλά προκρίνουν συχνά πυκνά να μιλήσουν για την ίδια τους την υποκειμενικότητα. Που σημαίνει ότι ένα νεοπαγές είδος διαμορφώνεται στην πόλη των γραμμάτων, της ιστορίας ή (και) της λογοτεχνίας. Ένα είδος υβριδικό, όπου οι συγγραφείς-ιστορικοί αφηγούνται, σε πρώτο πρόσωπο ή δίνοντας τον λόγο στους κατά περίπτωση ήρωές τους, τις καταδικές τους συγκινήσεις, τα πάθη ή και τους πόθους τους. Ανάλογοι είναι οι προβληματισμοί του Ιβάν Ζαμπλονκά, στο κείμενο του με τον προγραμματικό τίτλο Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία (Πόλις).

Αναλόγως, συγγραφείς όπως ο Πατρίκ Μοντιανό, ο Χαβιέρ Θέρκας, ο Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ μετακενώνουν τη μυθιστορηματική «αλήθεια» και την ιστορική «αλήθεια» τη μία στην άλλη, συστήνοντας και συγκροτώντας μια σύγχρονη ποιητική του μυθιστορήματος, την οποία θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως «ποιητική του μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος». Εκβάλλει, κάπως έτσι, η λογοτεχνία στην πολιτισμική ιστορία και τη διαστίζει: αυτό που συνέβη εν τοις πράγμασι συναντιέται με αυτό που συνέβη για αυτόν ή για αυτήν. Η μικροΐστορία των ανθρώπων, τα ατομικά πάθη, οι ατομικοί λόγοι, οι λαλέουσες σιωπές, το παρελθόν, το παρόν, η βαθύτερη αλληλεπίδρασή τους, δηλαδή η πολιτισμική μνήμη,  μετακενώνεται σε μνήμη συλλογική και η οπλή της Ιστορίας ξύνει τη μνημονική σκευή, εκτεφρώνει το μέλλον. Έτσι η ιστορία ανοίγεται στην υποκειμενικότητα και στο βίωμα, τη βιωμένη «από τα κάτω» ιστορία, και κάπως έτσι εγκιβωτίζεται στη λογοτεχνία. Με αποτέλεσμα η λογοτεχνία να αξιοποιεί την έννοια του «αρχείου», να αφήνεται στη γοητεία του, να γητεύεται από όσα αποκαλύπτει και, κυρίως, από όσα συχνά αγωνιωδώς αδιάγνωστα παραμένουν στα ράφια του. Έτσι το αρχειακό υλικό εντάσσεται στην πλοκή μιας αφήγησης.

 

Διασταυρούμενα πεπρωμένα

Ένα υβριδικό κείμενο, φτιαγμένο με τους όρους που περιγράφηκαν παραπάνω, είναι η Αυστραλία – που, σωστότερα, αποτελείται από δέκα (και δύο) υβριδικές ειδολογικά ιστορίες κατορθωμένες σε σπονδυλωτή μυθ-ιστορία, με το ενωτικό που ο Σεφέρης μάς έχει υποδείξει. Σπονδυλωτή μυθ-ιστορία γιατί τα πρόσωπα της μίας ιστορίας  εμπλέκονται στην επόμενη και διαπιστεύονται από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Όσο για την πολυφωνία του υβριδικού αυτού κειμένου,  συστήνεται από τα διασταυρούμενα πεπρωμένα των προσώπων.

Ο αφηγηματικός χρόνος και τόπος όλων των ιστοριών είναι κοινός: το Σίδνεϊ του 1964, όπου οι ήρωες του Κατσάπη, μετανάστες, προσπαθούν με ολίγιστα μέσα, οικονομικά και διανοητικά,  να  ανανοηματοδοτήσουν την ταυτότητά τους –καλύτερα: τις ταυτότητές τους, αφού καθένας μας σε πολλές ταυτότητες αναγνωρίζεται–, τον εαυτό τους, αν προτιμάτε, στους μακρινούς Αντίποδες, μακριά και πέρα από τη «μητριά πατρίδα» της δεκαετίας του 1950 και του 1960, μακριά και πέρα από τις επιχώριες κοινότητες, τους τόπους καταγωγής τους, την επαρχιακή ελληνική πραγματικότητα. Φιλελεύθερη χώρα ευκαιριών και δικαιωμάτων, ευταξίας και ευνομίας, η Αυστραλία φαντάζει ως υπεσχημένος παράδεισος – όπως την περιγράφει ένας από τους ήρωες του Κατσάπη:  

Πήγαινε στην Αυστραλία, η χώρα των ευκαιριών, όσοι πήγανε φτιαχτήκανε. […] Θα κάτσεις πέντε χρόνια και μετά θα ’ρθεις μ’ ένα μπαούλο λεφτά για να χτίσεις τριώροφη οικοδομή […]. Σίγουρα άμα είσαι δουλευταράς και κάνεις κουμάντο, θα δημιουργήσεις περιουσία και γρήγορα.

Αλλά κάθε ευτοπία, το ξέρουμε καλά, είναι και μία ουτοπία. Τα πράγματα στην Αυστραλία δεν είναι ανέφελα. Δυσκολίες προσαρμογής, γλώσσα, αναδιοργάνωση έμφυλων, κοινωνικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων, ο ρόλος της Αρχιεπισκοπής η οποία ευθέως παρεμβαίνει πολιτικά, σχέσεις και συνάφειες με τους ντόπιους, κοινωνικές και πολιτικές συνομαδόσεις… Και στο μεταξύ, τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας επείγει να διατηρηθούν –καλόδεχτα και καλοδεχούμενα όσα εξοβελίζονται, όπως ο θεσμός της προίκας–, αφού η επιστροφή στην πατρίδα είναι ο κρυφός πόθος, όνειρο και συγχρόνως σαράκι, την ίδια ώρα που τα όρια νεωτερικότητας και μοντερνισμού  καθίστανται διαρκώς πορώδη στην Αυστραλία, όπως ήταν και πίσω στην πατρίδα. «Σκέφτομαι πόσο δύσκολα χρόνια περάσαμε, ιδίως στον πόλεμο και μετά την απελευθέρωση, ακόμη κι αυτά όμως τα προτιμώ από την Αυστραλία», ομολογεί ένας από τους ήρωες της καθημερινής ζωής στην ακροτελεύτια ιστορία του βιβλίου και, έτσι, η μνημονική σκευή, από φιλόξενο κοιμητήριο, γίνεται φιλόξενο καταφύγιο.

Η επιστροφή στην πατρίδα, κατά συνέπεια, γίνεται πρόκριμα αλλά και πρόταγμα, αφού «αυτοί που μένουνε για πάντα μετανάστες, είναι εκείνοι που δεν καταφέρνουν το στόχο τους. Κι ο στόχος είναι ’δώ», λέει ένας από τους αφηγητές των ιστοριών δείχνοντας το κεφάλι του. «Γι΄αυτό όσο πιο γρήγορα μαζέψεις λεφτά, τόσο πιο γρήγορα θα γυρίσεις […] Όταν έρθει η στιγμή να φύγεις, θα πας στο μέρος όπου ξεκίνησες την  περιπέτεια και θα κάνεις απολογισμό της ζωής σου. Θα σκεφτείς: Απέκτησες συνήθειες που δεν είχες; Ή έμεινες προσηλωμένος στο στόχο σου;»

Στο επίκεντρο της Αυστραλίας, αυτού του «μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος», βρίσκεται η καθημερινή ζωή των μεταναστών, των «κοινών ανθρώπων». Οι αγωνίες, οι πόθοι τους, η κοινοτική οργάνωσή τους, τα συναισθήματά τους, το πολιτισμικό σοκ και ο «ηθικός πανικός» που βιώνουν στην προσπάθειά τους να οργανώσουν το βηματισμό τους στη νέα γη. Αλλάζουν, π.χ., τα ονόματά τους:  ο Μήτσος ακούει πια στο «Τζίμης», η Καρτερία αποκρίνεται στο «Ντέμπορα» (ακούμε, βέβαια, εδώ τη φωνή του Θανάση Βαλτινού στα Στοιχεία από τη δεκαετία του ’60). Η διαδρομή των μεταναστών που εδώ επισκεπτόμαστε είναι λίγο-πολύ κοινή: απόφαση να φύγουν από τη χώρα της «καχεκτικής δημοκρατίας» και των οξυμένων ανισοτήτων, πρόσκληση από την Αυστραλία, γραφειοκρατικές διαδικασίες, ταξίδι περίπου 40 ημερών, υπερωκεάνια Πατρίς, Ελπίς, Αουρέλια: από αυτή την άποψη ο Κατσάπης, σε αγαστή συνενοχή με τον Φαίδωνα Ταμβακάκη, συνεισφέρει στη διερεύνηση πτυχών της ιστορίας της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας και της ελληνικής επιχειρηματικότητας.

Αναλόγως αναπτύσσεται και η αφηγηματική σκηνοθεσία, το νήμα της αφήγησης που, λεπτουργημένο ιστορία την ιστορία, κλώθεται ώστε να συντεθεί σε Αυστραλία, αξιοποιώντας διάφορες τεχνικές της αφήγησης –διαλόγους, εξομολογητικό τόνο μαρτυριών, μικρές αγγελίες, αφηγηματικές εισαγωγές–, αξιοποιώντας, χωρίς στιγμή να κυριαρχεί η μνημορραγία, προφορικές μαρτυρίες, που ακόμα μια φορά αποδεικνύονται θησαυρός. Ένας θησαυρός που ο Κατσάπης τον αξιοποιεί, λαμβάνοντας υπόψη, ως έμπειρος πια ιστορικός,   τα γεγονότα, τις αντικειμενικές συνθήκες και τις απόψεις των αφηγητών, αξιοποιώντας και τον γόνιμο σχετικό προβληματισμό της Λουίζας Πασερίνι[1]. Αναλόγως αξιοποιεί  αρχειακό υλικό, όπως αυτό της ελληνικής κοινότητας του Σίδνεϊ το 2011 ή του υπουργείου Εξωτερικών.

Η μνήμη δεν είναι ένα παθητικό αποθετήριο γεγονότων αλλά μια ενεργή διαδικασία παραγωγής νοημάτων. Αυτά δεν τα δημιουργούν οι άνθρωποι εν κενώ, αλλά μέσα σε συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο. Τα δεδομένα της προφορικής ιστορίας συνιστούν και συστήνουν πάντοτε το αποτέλεσμα μιας σχέσης ανάμεσα στον ερευνητή και στον αφηγητή, μέσα σε συγκεκριμένο πολιτισμικό περιβάλλον. Τα αρχεία υπάρχουν πριν ξεκινήσει να εργάζεται ο ιστορικός, διά των αρχείων τίθενται τα ερωτήματα. Αντιθέτως, στην προφορική ιστορία ο ερευνητής είναι αυτός που θέτει τα ερωτήματα. Ωθεί, έτσι, τον αφηγητή στο ιστορικό προσκήνιο, του δίνει λόγο και φωνή, τον συστήνει ως πρωταγωνιστή της ιστορίας.

Η Αυστραλία του Κατσάπη επιβεβαιώνει ότι η προφορική ιστορία, η μελέτη της μνήμης, παρέχουν τρόπους να κατανοήσουμε το παρελθόν, λαμβάνοντας υπόψη όχι ποια γεγονότα θυμούνται οι άνθρωποι, όχι τι θυμούνται, αλλά πώς τα θυμούνται, ποιο νόημα δίνουν, ποια σημασία αποδίδουν. Η μνήμη και η ιστορία, αν έχω δίκιο σε όσα προσπάθησα να πω, αλληλοσυμπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Και η πολιτισμική μνήμη, η οποία επανακαθόρισε τη συλλογική μνήμη, ακριβώς συνίσταται σε μια βαθύτερη σχέση του παρελθόντος με το παρόν. Η πολιτιστική μνήμη, μας  δείχνει ο Κατσάπης,  είναι ένα είδος συλλογικής μνήμης, κοινή για μια ομάδα ανθρώπων. Το παρόν, ας πούμε, «στοιχειώνεται» από το παρελθόν και το παρελθόν διαμορφώνεται, επινοείται, ανακαλύπτεται και ανακατασκευάζεται από το παρόν.

 

Λογοτέχνες ή ιστορικοί;

Ο Μένης Κουμανταρέας συνήθιζε να λέει ότι  πιθανόν η ιστορία γράφεται πιο πιστά από τους λογοτέχνες παρά από τους ιστορικούς. Ο ιστορικός Κώστας Κατσάπης, στην Αυστραλία, παντρεύει την επιστήμη του με λογοτεχνικούς τρόπους για να περιγράψει μια «μεθοριακή ζωή στη γεωγραφία της ευτυχίας» για όσους εκπατρισμένους βρέθηκαν εκεί (αφού εντέλει κάθε ταξίδι είναι μια άσκηση εκπατρισμού),  τη δεκαετία του 1960, οργανώνοντας ο καθείς κατά τα μέτρα του τη δική του στρατηγική επιβίωσης (ή) και αντίστασης. Ο Κατσάπης αφηγείται δέκα (και δύο) τροχιές σε διασταύρωση, με ευαισθησία πληθυντική, γιατί το βιβλίο του αυτό  συστήνει μία ηθική της λογοτεχνίας, ηθική της κατανόησης, του δισταγμού, της απόχρωσης, της αμφιβολίας, της ερωτηματοθεσίας.  

Άραγε το παρελθόν είναι κεκτημένο ή ερωτηματικό;

 

[1] H Λουίζα Πασερίνι είναι ιταλίδα ιστορικός, συγγραφέας και καθηγήτρια της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, που ξεκίνησε την καριέρα της ως ερευνήτρια στην Τανζανία και στη Ζάμπια. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιστρέφονται γύρω από την ιστορία της υποκειμενικότητας, την προφορική ιστορία και τη μελέτη των πολιτισμικών διαδικασιών συγκρότησης της ευρωπαϊκότητας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Ηλίας Καφάογλου

Δημοσιογράφος, επιμελητής, συγγραφέας, κριτικός. Πρόσφατα βιβλία του: Ελληνική αυτοκίνηση 1900-1940 (2013), Ελύτης εποχούμενος (2014), Πεζός. Ένας μικρός επαναστάτης (2016), Η δημοκρατία στην παραλία (2018), Η Γυφτοπούλα. Μια γυναίκα ερωτευμένη και η εποχή της (2019).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.