Το βιβλίο, A new history of witchcraft, των Alexander Brooks και Jeffrey Russel (ιστορικών, με ειδίκευση στην ιστορία του Μεσαίωνα), ξεκινά με κάποιες αναφορές στα βασικότερα σφάλματα στα οποία «παγιδεύεται» ο κοινός νους, πραγματευόμενος σύνθετα φαινόμενα, όπως λ.χ. αυτό της μαγείας. Οι συγγραφείς θεωρούν πως αν εντρυφήσουμε στο φαινόμενο αυτό, θα ανακαλύψουμε ότι οι περισσότερες από τις ιστορίες που διαβάζουμε στη λογοτεχνία ή βλέπουμε στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση είναι ομοιόμορφα ανιστορικές και εσφαλμένες και σχετικοποιούν –κατά κάποιον τρόπο– την ιστορική και πολιτισμική σημασία της μαγείας, απονευρώνοντας το εύρος του φαινομένου, παρουσιάζοντας μόνο μία πτυχή του. Ένα διαδεδομένο σφάλμα, είναι αυτό που θέλει τη μαγεία να καταδιώκεται εμμανώς κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, καθώς μόλις στον όψιμο Μεσαίωνα εξαπολύθηκαν οι πρώτες κατηγορίες για «διαβολική μαγεία», ενώ οι μεγαλύτερες καταδιώξεις μαγισσών συνέβησαν κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης και του 17ου αιώνα. Εσφαλμένος, επίσης, κατά τους συγγραφείς, είναι και ο ισχυρισμός ότι η ιερά εξέταση και η θεσμική εκκλησία είναι υπεύθυνες για τις καταδιώξεις μαγισσών. Όπως προκύπτει και από τις πηγές που η μελέτη επικαλείται, οι περισσότερες κατηγορίες εναντίον μάγων και μαγισσών κατατέθηκαν κατά βάση από τις πολιτειακές αρχές και λιγότερο από τους εκκλησιαστικούς θεσμούς[1].
Γενικότερα το έργο τηρεί μια μεταμοντέρνα διαλεκτική: ο Brooks και ο Russel υποστηρίζουν ότι «υπάρχουν πολλές οδοί προς την αλήθεια και ότι θα μπορούσαμε να δούμε την πρακτική της μαγείας ως μία τέτοια οδό, η οποία έχει περισσότερο εσωτεριστικά χαρακτηριστικά». Για εκείνους θεωρείται εσφαλμένη η κριτική που ασκείται στο φαινόμενο με όρους φυσικών επιστημών, προτυποποιώντας δηλαδή τις θετικές επιστήμες, επειδή η πρακτική της μαγείας δεν ενείχε ιστορικά κάποια δυνατότητα να ελεγχθεί εξπεριμενταλιστικά και “in vivo” (και αυτό της απαγόρευσε να είναι ανεξαρτήτως ελέγξιμη). Ο Thorndike στο έργο του Ηistory of magic (το οποίο οι συγγραφείς παραπέμπουν με σκοπό να βρουν εξωτερική στήριξη), υποστηρίζει –κατά το μάλλον ή ήττον– ότι η σημερινή επιστήμη ενδεχομένως να θεμελιώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό πάνω στη μαγεία και ίσως και στο ίδιο το αίσθημα του «θρησκεύειν». Προς περαιτέρω υποστήριξη των ισχυρισμών τους, οι συγγραφείς επικαλούνται τις περιπτώσεις σημαντικών διαμορφωτών της σύγχρονης επιστήμης και φιλοσοφίας, όπως ο Νεύτων, ο Τζορντάνο Μπρούνο και ο Ιμμάνουελ Καντ, οι οποίοι είχαν ασχοληθεί συστηματικά με την αλχημεία. Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσο η αλχημεία θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο μιας «μαγικής πρακτικής», καθώς ενδέχεται εδώ να έχουμε να κάνουμε με ένα «κατηγοριακό σφάλμα» στο οποίο υποπίπτουν.
«Υψηλή» και «απλή» μαγεία
«Η μαγεία δεν είναι κάτι ομοιόμορφο» υποστηρίζουν οι συντάκτες του έργου. Υπάρχουν διαφοροποιήσεις μέσα στο πολύπλοκο αυτό φαινόμενο: η μεγάλη ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε αυτόν που ασκεί «υψηλή» –κατά κάποιον τρόπο– μαγεία και σε εκείνον που η μαγεία τους είναι «απλή», δηλαδή ανάμεσα στον “wizard” και στον “sorcerer”, εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο πρώτος πιστεύει στην ιδέα του “cosmos”, ως ένα αδιατάρακτο και αμιγώς αλληλένδετό σύνολο∙ σε ένα «παγκόσμιο σύστημα», στο οποίο όλα τα μέρη είναι συνδεδεμένα και επηρεάζουν το ένα το άλλο όπως επίσης και σε μία σχέση μεταξύ των ανθρώπων από τη μία και των αστεριών, των φυτών, των στοιχείων και των φυσικών φαινομένων από την άλλη. Και η «υψηλή» αλλά και η «απλή» μαγεία υποστηρίζουν πως οι δυνάμεις τους είναι αποτέλεσμα του ότι καταφέρνουν «να καταλάβουν και ώς ένα σημείο να αναπτύξουν μια δυνατότητα να ελέγξουν αυτές τις κρυμμένες σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων». Η «απλή» μαγεία, από την άλλη, χρησιμοποιείται για πρακτικούς σκοπούς, σαν να πρόκειται για μια εναλλακτική μορφή τεχνολογίας: «Ο ένας θα σφάξει ένα βόδι κάτω από την πανσέληνο σε ένα λιβάδι, ενώ ο άλλος θα σπείρει λίπασμα για τον ίδιο σκοπό: την αύξηση της σοδιάς». Είναι αξιοσημείωτη επίσης η διάκριση μεταξύ της ευρωπαϊκής μαγείας και της μαγείας στις χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Η πρώτη συνδέθηκε περισσότερο με το «διαβολισμό» και τη λατρεία των κακών πνευμάτων, ενώ οι υπόλοιπες φάνηκε περισσότερο σαν να «χρησιμοποίησαν» τα πνεύματα αυτά, εν είδει συνδημιουργίας.
Οι μεγάλες διαφορές στις αντιλήψεις για το φαινόμενο της μαγείας μεταξύ των διαφόρων κοινωνιών είναι κάτι φυσικό. Αυτό που αποτελεί έκπληξη είναι ο βαθμός των ομοιοτήτων τους. Αν, για παράδειγμα, συγκρίναμε τις αντιλήψεις που παραθέτουν οι συντάκτες του έργου μεταξύ της ευρωπαϊκής και της αφρικανικής μαγείας, θα βλέπαμε ότι και στις δύο αυτές μορφές τα βασικότερα χαρακτηριστικά τυγχάνει να είναι κοινά. Καλλιεργήθηκε η κοινή πεποίθηση ότι η μαγεία ασκήθηκε κυρίως από γυναίκες (τις περισσότερες φορές ηλικιωμένες), ότι οι μάγισσες συναντιούνταν αποκλειστικά τη νύχτα, αφήνοντας τα σώματά τους και αλλάζοντας την όψη τους με σκοπό να πετάξουν κ.ά. Το γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό περιλαμβάνει αιτίες όπως (i) τυχαιότητας, (ii) ανάμειξης πολιτισμικών παραδόσεων, (iii) αρχετυπικών κληροδοτήσεων όπως επίσης και (iv) ένα ευρύ πολιτισμικό υπόβαθρο που σχετίζεται με την άσκηση μαγικών πρακτικών κατά την αρχαιότητα. Η θεωρία η οποία φαίνεται να είναι προσεγγιστικά αληθής είναι αυτή της «πολιτισμικής κληροδότησης των βασικών χαρακτηριστικών της μαγείας», μάλιστα οι συγγραφείς τη θεμελιώνουν σε μια ψυχο-βιολογική ερμηνεία, στη «θεωρία των μιμιδίων», των πολιτισμικών «γονιδίων», κατατάσσοντάς τη δηλαδή στα πολιτισμικά κληροδοτήματα που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.
H μαγεία στην αρχαιότητα
Η μαγεία στην ευρωπαϊκή ήπειρο ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα και μεταδίδεται μέσω πολιτισμικών ωσμώσεων στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Οι συγγραφείς εντοπίζουν κοινά χαρακτηριστικά στην ελληνική και στη ρωμαϊκή μαγεία με αυτή των Σουμερίων και των Βαβυλωνίων[2]. Ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο για την συνολικότερη κατανόηση του θέματος σχετίζεται με το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο δεν έδειξε κανενός είδους ανεκτικότητα σε καμία μορφή μαγείας. Η μαγεία κατά τη ρωμαϊκή νομική σκέψη εναντιώθηκε στις δημόσιες τελετές, οι οποίες σχετίζονταν με τη θρησκεία, και αντιμετωπίστηκε ως απειλή προς την κοινωνία. Ήδη από την περίοδο της πρώιμης αυτοκρατορικής Ρώμης, το δίκαιο τιμωρούσε τη μαγεία και τους μάγους με θάνατο, κάτι που σχετίζεται με την αυτοκρατορική divinitas και την προσβολή της.
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό το οποίο θα λάβει νευραλγικό ρόλο κατά τη μετάβαση της μαγείας από την κλασική και μετακλασική αρχαιότητα στις φεουδαλικές κοινωνίες, είναι το χαρακτηριστικό ότι υπάρχει μια κάποιου είδους συσχέτιση μεταξύ της ελληνορωμαϊκής «μαγικής σκέψης» και μαγείας με τη δαιμονολογία. Εδώ τίθεται ένα σημαντικό ζήτημα «μεταφραστικής απροσδιοριστίας»: στην αρχαία Ελλάδα, ο Όμηρος σχεδόν ταυτίζει τους δαίμονες με το θείο. Ο Σωκράτης, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένας θεός ο οποίος μιλάει στ’ αυτί του, ένα δαιμόνιο (ο Μπέρναρντ Ράσσελ τον χαρακτήρισε σχιζοφρενή γι’ αυτό). Το όλο ζήτημα ξεκαθαρίζεται κατά τους συγγραφείς με το μαθητή τού Πλάτωνα, τον Ξενοκράτη, ο οποίος διαίρεσε τον κόσμο σε θεούς και δαίμονες: τα «κακά» χαρακτηριστικά των πρώτων αποδόθηκαν αποκλειστικά στους δεύτερους. Από τότε, γράφουν οι Brooks και Russel, η σχέση των μάγων είναι αλληλένδετη με τις δυνάμεις του σκότους.
H μαγεία στο Μεσαίωνα
Όσα αναφέρθηκαν συνεχίστηκαν –με τον ένα ή τον άλλον τρόπο– να επιβιώνουν ώς τον 15ο αιώνα. Η επίδραση του χριστιανισμού αναπροσδιόρισε το status της μαγείας, η οποία επιδιδόταν κατά τη λαϊκή αντίληψη σε «οργιαστικές τελετές, μυστικές συναντήσεις, εξαπάτηση του στενού οικογενειακού κύκλου των μάγων/μαγισσών, δολοφονίες μικρών παιδιών και κανιβαλισμούς». Ακριβώς πάνω σε αυτά τα χαρακτηριστικά θεμελιώθηκε η αρτιγέννητη «παγανιστική μαγεία», οι επιθέσεις ενάντια στην οποία βασίστηκαν στα γραπτά του Αυρήλιου Αυγουστίνου, που υποστήριξε ότι «η παγανιστική μαγεία, όπως επίσης και οι άλλες θρησκείες, ήταν όλες δημιουργημένες από το διάβολο με σκοπό να απομακρύνει την ανθρώπινη φύση από τη χριστιανική αλήθεια». Φαίνεται λοιπόν, πως από εκείνη τη στιγμή οι χριστιανοί θεολόγοι ταύτισαν το «δαιμονικό» με τους μάγους. Κατά τα λεγόμενα του Αυγουστίνου, ακόμα και αν οι μάγοι επικαλούνταν θεότητες παγανιστικές, όπως ο Δίας, ο Απόλλωνας κι άλλες θεότητες του ελληνορωμαϊκού πανθέου, στην πραγματικότητα επικαλούνταν τον ίδιο το διάβολο. Για τον Αυγουστίνο, οι θεότητες αυτές ήταν δαιμόνια, τα οποία τελούσαν υπό την κυριαρχία μιας αρχής: του σατανά. Άξια αναφοράς και η παρατήρηση της μεταστροφής των πολιτισμικών - θρησκευτικών μοντέλων κατά την ανάπτυξη του χριστιανισμού: όσο ο χριστιανισμός κινήθηκε βορειότερα, ταύτιζε συστηματικά τις παγανιστικές θρησκείες των υπολοίπων σκανδιναβικών λαών με το διάβολο.
Οι συγγραφείς προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο στις νέες διαστάσεις που έλαβε κατά τον Μεσαίωνα, προβάλλοντας κάποιες υποθέσεις, η πρώτη από τις οποίες στηρίζει τη θέση ότι «η μαγεία δεν υπήρξε ποτέ, περισσότερο ήταν μία εφεύρεση από τις εκκλησιαστικές αρχές με σκοπό να αναπτύξει περαιτέρω τις δυνάμεις της»[3]. Η δεύτερη ερμηνεία δίνει έμφαση στην ιστορία των ιδεών και χαρακτηρίζει τη μαγεία ως συγκερασμό ετερόκλητων χρονικά στοιχείων, όπως είναι η χριστιανική αίρεση, η θεολογία και ο παγανισμός. Μια τρίτη ερμηνεία, η οποία είναι για τους συγγραφείς και η «πιο πειστική», δίνει έμφαση στην κοινωνική πλευρά της μαγείας, θεωρώντας πως αυτή ήταν μία ευρέως διεσπαρμένη αγροτική δεισιδαιμονία.
Η μαγεία σήμερα
Κατά την άποψη του Α. Brooks, κάτω από το φαινόμενο της καταδίωξης των μαγισσών υφέρπει «μια βαθύτερη ελαττωματική ανθρώπινη συνήθεια ταύτισης της ετερότητας με το κακό, με απώτερο σκοπό την υστερογενή τιμωρία αυτών που την πρεσβεύουν». Κατά το παράδειγμα των συγγραφέων, η ραγδαία ανάπτυξη της σύγχρονης μαγείας οφείλεται στην ανάπτυξη του κινήματος του αποκρυφισμού τη δεκαετία του 1960. Για τους συντάκτες, η μαγεία συνδέεται με το συνολικότερο κοινωνικό συγκείμενο και συγκεκριμένα με τις κοινωνικές ανασφάλειες που προκαλούν στους ανθρώπους οι πολιτικές ή κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές. Με αυτόν τον τρόπο καταλήγουν στο γιατί το φαινόμενο της μαγείας εμφανίζεται περιοδικά όταν δημιουργούνται συνθήκες κοινωνικο-οικονομικών κρίσεων, όπως κατά τον «3ο αιώνα της κρίσης» στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, τον 16ο αιώνα και στα τέλη του 20ού αιώνα.
Ταυτόχρονα, μας δίνουν μία εξήγηση αναφορικά με τις ρίζες της γέννησης της αποκρυφιστικής θεωρίας του “οccult”, τις οποίες εντοπίζουν περί τα μέσα του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα, περίοδο που χαρακτηρίζουν ως την «εκατονταετία της αδυναμίας του χριστιανισμού». Επίσης, κατά τη δεκαετία του 1960, εμφανίζεται μία αντικαθεστωτική κίνηση, μια «πολιτισμική επανάσταση» στη δυτική κοινωνία, κατά την οποία λαμβάνει χώρα μία επίθεση ενάντια στις συντηρητικές κοινωνικές αρχές και αξίες. Η επίθεση αυτή ήταν νομοτελειακό πως θα στραφεί και ενάντια στις θρησκείες, αφού φορέας αυτών των αξιών και ηθών ήταν και ο χριστιανισμός. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως οι ρίζες αυτής της αντιπολιτισμικής κίνησης εντοπίζονται στο κίνημα του ρομαντισμού και βασίζονταν στην ιδέα ότι «η τελειότητα της ανθρώπινης φύσης πρέπει να απελευθερωθεί από τους δεσμούς της παραδοσιακής θρησκευτικής και πολιτικής ποδηγέτησης». Αυτή η «ρομαντικογενής αντιπολιτισμικότητα», σήμερα, εκπροσωπείται –κατά τους συγγραφείς- από την άνθηση της σεξουαλικής απελευθέρωσης, το φεμινισμό, την οικολογία κ.λπ. Στο εν λόγω βιβλίο, υποστηρίζεται η ιδέα πως, σε πλήρη αντιδιαστολή με τον παγανισμό του Μεσαίωνα και της Αρχαιότητας, ο «νεοπαγανισμός» προσπαθεί να συνθέσει ένα μοντέρνο πλαίσιο. Ο νεοπαγανισμός υποστηρίζει πως θα προκαλέσει μια «επιγένεση» νέων συνθηκών γνώσης και, ως εκ τούτου, θα δώσει έμφαση στην ατομική δημιουργικότητα και εκδηλωτικότητα. Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί «χώρος για νέες μορφές τέχνης και γνώσης αλλά και γενικότερα για νέες παραδόσεις».
To βιβλίο αυτό, εμφορείται από πληθώρα καινοφανών στοιχείων αναφορικά με την ιστορική εξέλιξη του φαινομένου της μαγείας, όπως είναι η θέση της μαγείας στη ratio του νομοθέτη της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, στο status της κατά τη νεωτερικότητα και τον σύγχρονο κόσμο κ.λπ. Οι Brooks και Russel αφήνουν τον αναγνώστη να «γλιστρήσει» ανάμεσα σε καινοφανή στοιχεία, επανερμηνεύοντας με ουσιαστικό τρόπο κάποια από τα στοιχεία που στο παρελθόν είχαν παρατεθεί αλλά που δεν έτυχαν προσοχής (λόγω εσφαλμένων ερμηνειών κ.ο.κ.). Αναντίλεκτα θετική η συνταγματική ιστορική σύνταξη του έργου, που το κάνει εύκολα κατανοήσιμο και προσβάσιμο για τον αναγνώστη.
[1] Παρενθετικά, ας μου επιτραπεί να αναφέρω πως κατά την έρευνα εντοπίστηκαν ανασταλτικοί παράγοντες γλωσσολογικού περιεχομένου. Η ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται από διαφάνεια, υψηλή κλιτότητα όπως επίσης και από τη δυνατότητά της να εντάσσει δύσκολες ή πολλές έννοιες σε μία μόνο λέξη (ικανότητα άνευ νοήματος για τη σύγχρονη γλωσσολογία), πέρα από τον πλούτο του λεξιλογίου της. Δυστυχώς μέσα από τη μικρή αυτή κριτική έρευνα προκύπτει ότι τουλάχιστον στο πεδίο αυτό, του φαινομένου δηλαδή της μαγείας, η ελληνική συναντά δυστοκίες στο να ανιχνεύσει και να εντοπίσει κάποιες λεπτές, αλλά βασικές διαφορές που αναπτύχθηκαν εντός του φαινομένου αυτού κατά την πάροδο των αιώνων. Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες ταυτόχρονα, κατάφεραν –όπως και παρακάτω θα διαπιστώσουμε- να διαχωρίσουν εννοιολογικά τις πραγματιστικές αυτές διαφοροποιήσεις του φαινομένου και να τις εντάξουν ομαλά στο λεξιλόγιο τους, όπως για παράδειγμα η Γαλλική και η Αγγλική. Η σύγχρονη γλωσσολογία ισχυρίζεται πως η γλώσσα «δεν δημιουργήθηκε για να ικανοποιήσει τις επικοινωνιακές μας ανάγκες». Παρ’ όλα αυτά, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια υπόθεση άλλη, που να σχετίζεται με την αδυναμία της ελληνικής να αφομοιώσει, κατασκευάσει ή δανειστεί νέες έννοιες, πέρα από την υπόθεση του κοινωνικού συγκειμένου. Συναντάμε λοιπόν ιδιαίτερα μεγάλες δυσκολίες στο να αναφερθούμε στις βασικές διαφορές ανάμεσα στο “witch”, στο “wizard”, στο “sorcerer” και στο “magician”. Κάθε φορά που προσπαθούσαμε να μεταφράσουμε ρηματικά μια από τις παραπάνω λέξεις προέκυπτε ξανά και ξανά η λέξη «μάγος», «μαγεία» κ.ο.κ. Ακροθιγώς, και για την οικονομία αυτής της κριτικής, αναφέρω ότι το “witch” προέρχεται από το ρήμα “wicchan” που σημαίνει «να κάνω ένα ξόρκι» (tο cast a spell). Ετεροπροσδιορίζεται από το “wizard” το οποίο προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη “wiz”, το οποίο προοριζόταν να περιγράψει έναν άντρα ή μία γυναίκα, πρόσωπα που κατείχαν υπερφυσική ικανότητα δύναμης και γνώσης.
[2] Στην Αίγυπτο, κατά τον Α. Brooks, το κοσμοείδωλο το οποίο έχει δομηθεί ήταν λιγότερο «τρομακτικό», αφού οι θεοί και τα πνεύματα θεωρούνταν όλα μέρη ενός μοναδικού ζωντανού κόσμου και δεν μπορούσε να χαραχτεί μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του φυσικού και του υπερφυσικού.
[3] Από αυτά, το νευραλγικότερο φαίνεται να είναι η συμφωνία (Pact), καθώς με αυτόν τον τρόπο μπόρεσαν να κατηγορήσουν το μάγο και την μάγισσα για «ελεύθερη επιλογή» και όχι για δαιμονοκατοχή. Το δίκαιο επιτίθεται στη μαγεία θέλοντας να προστατέψει την εκκλησία η οποία βέβαια αντιμετωπίζει κάθε μορφή μαγείας ως δαιμονική πρακτική. Το Ρωμαϊκό, φαίνεται να είναι αυστηρότερο Δίκαιο, ενώ το Τευτονικό ηπιότερο. Η μαγεία πλέον αντιμετωπίζεται ως κοινωνικό αδίκημα αλλά ταυτόχρονα και ως αίρεση (και ως εκ τούτου ως εκκλησιαστικό αδίκημα).