Στην παρουσιαζόμενη μελέτη της Βενετίας Αποστολίδου, τέθηκε ως βασικός στόχος η κριτική αναδίφηση της πορείας της Νεοελληνικής Φιλολογίας με όρους χρονικής διαδοχής και συσχέτισης των προσώπων και των κειμένων που συνέβαλαν στη θεμελίωση και στην ανάπτυξή της ως επιστημονικού κλάδου της φιλολογίας.
Τα βασικότερα ζητούμενα, που είχε να αντιμετωπίσει ο συγκεκριμένος επιστημονικός κλάδος τίθενται με σαφήνεια από τη συγγραφέα και συνοδεύουν με αυξομειούμενη την έντασή τους (την εξαρτώμενη και από τα σύνθετα ιστορικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα) τα στάδια ανάπτυξής του: Ποια η σχέση με την Αρχαία Ελληνική Φιλολογία αλλά και τη Νεότερη Ιστορία; Συνύπαρξη ή πλήρης διάκριση φιλολογικής έρευνας και λογοτεχνικής κριτικής; Με ποιες γλωσσικές, κριτικές και θεωρητικές πεποιθήσεις, καθώς και αξίες, προσεγγίζεται το λογοτεχνικό υλικό; Αξιοποίηση της θεωρίας της λογοτεχνίας ή αποστασιοποίηση από αυτήν; Ποιο μορφωτικό κεφάλαιο, στενά συνδεόμενο με τον επιστημονικό οπλισμό του φιλολόγου, εισφέρει η μελέτη της σύγχρονης λογοτεχνίας, εάν συσχετισθεί με τον αδιαμφισβήτητο και περιβεβλημένο με διεθνή αίγλη πλούτο της αρχαιογνωσίας;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα, τόσο με όρους συγχρονίας όσο και με όρους ιστορικής προοπτικής, παραλλάσσονται, εξελίσσονται, συγκρούονται. Άλλες γίνονται κυρίαρχες και άλλες αδυνατίζουν στο πέρασμα του χρόνου, αδιαμφισβήτητα όμως συγκροτούν το σύνθετο πεδίο εξέλιξης της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας και κινητοποιούν την προσπάθεια για νέες απαντήσεις στα ερωτήματα, αναπόδραστα δεμένες με την πολιτισμική δυναμική (επιστημονική, ιδεολογική, αισθητική) της σύγχρονης εποχής.
Θέματα και πρόσωπα
Η μελέτη δομείται σε τρία μέρη, που επικουρούνται από λειτουργική «Εισαγωγή» και από μεστό «Επίλογο». Στο πρώτο μέρος (= «Η Νεοελληνική Φιλολογία στον Μεσοπόλεμο»), διερευνώνται τα θεμέλια της πανεπιστημιακής Νεοελληνικής Φιλολογίας, με, κατά περίπτωση, αξιοποίηση αρχειακού υλικού και με κύριες πηγές το δημοσιευμένο έργο των ανθρώπων, που πρωταγωνίστησαν, καθώς και την πλούσια πλέον βιβλιογραφία για τη συνεισφορά τους. Αναδεικνύονται με ευστάθεια, ο συνδυασμός φιλολογίας και ιστορίας, που προέκρινε ο Νίκος Βέης (καθηγητής Μέσης και Νεωτέρας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών), ο υψηλόβαθμα κριτικός ιδανισμός του Γιάννη Αποστολάκη (= καθηγητής Νεωτέρας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης), η πρόσληψη του νεοελληνικού πολιτισμού από τον Ιωάννη Συκουτρή (= υφηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών) ως βαθύτατα σχετιζόμενου με την αρχαιοελληνική και τη βυζαντινή γραμματεία και ως θεσμικού πεδίου που επηρεάζει την πορεία και της κλασικής, και της βυζαντινής, και της νεοελληνικής φιλολογίας. Ιχνηλατούνται, επίσης, η παρέμβαση και η πολυσήμαντη επιρροή του Κ. Θ. Δημαρά, που παρότι «δάσκαλος χωρίς πανεπιστημιακή έδρα», συνέβαλε τα μέγιστα στη μελέτη της λογοτεχνίας ως απότοκης της ιστορίας των ιδεών και ο κεφαλαιώδης ρόλος δύο μειζόνων ποιητών-κριτικών, του Κωστή Παλαμά και του Γιώργου Σεφέρη (ο πρώτος κλείνει και ο δεύτερος εγκαινιάζει τη θεωρητική και κριτική συνεισφορά του, κατά την εποχή του Μεσοπολέμου): ο λογοτεχνικός κανόνας, που ο Παλαμάς επεξεργάστηκε και εισήγαγε, και οι βαθμιαία σχηματιζόμενες κριτικές προτάσεις των σεφερικών Δοκιμών για επαναξιολόγηση και εμβάθυνση, κυρίως στα κεφάλαια Ερωτόκριτος, Μακρυγιάννης, Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης, σημάδεψαν όχι μόνο βαθιά αλλά και γόνιμα την πορεία της Νεοελληνικής Φιλολογίας.
Το δεύτερο μέρος (= «Οι εκλογές των καθηγητών») είναι το μεγαλύτερο και κεντρικότερο του βιβλίου. Εδώ, η εξεύρεση και η μελέτη ικανού αρχειακού υλικού, σε συνδυασμό με την κριτική αποτίμηση του έργου των αναφερομένων μέχρι την εκλογή τους ή τη συμμετοχή τους σε διαδικασία κρίσης για εκλογή καθηγητή, οδήγησαν τη Βενετία Αποστολίδου να φωτίσει με πληρότητα αφενός τα διακυβεύματα κάθε εκλογής, αφετέρου όλα τα σημεία καμπής της πορείας της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Ο Γεώργιος Ζώρας δεν εκλέχτηκε, αλλά διορίστηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως ήδη εκλεγμένος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ρώμης. Πολύ σωστά, όμως, εξετάζεται από τη συγγραφέα της μελέτης και το έργο του και η συνυφασμένη με το γλωσσικό ζήτημα καθηγεσία του, που άφησαν βαθύ ίχνος στις νεοελληνικές σπουδές, γεγονός που διαπιστώνεται και ως προς την καθηγεσία του Λίνου Πολίτη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο Λίνος Πολίτης και ο αρχικά ανθυποψήφιός του και κατόπιν συνάδελφός του (αλλά στην έδρα της Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) Εμμανουήλ Κριαράς, παρά τη διαφορετική οπτική τους σε ορισμένα ζητήματα (το κυριότερο: ο Πολίτης αποδεχόταν τη λογοτεχνική κριτική ως απαραίτητο συμπλήρωμα της φιλολογικής επιστήμης, ενώ ο Κριαράς όχι), συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό (μεγαλύτερο από άλλους πανεπιστημιακούς μεσαιωνιστές και νεοελληνιστές) στην οροθέτηση και στην οριοθέτηση του επιστημονικού πεδίου της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Στο πλαίσιο της δεκαετίας του 1960 και στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, προωθείται από τον Σταμάτη Καρατζά η μελέτη της ελληνικής γλώσσας ως βασικού υλικού έκφρασης και διαμόρφωσης της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ενώ η εκλογή του Γ. Π. Σαββίδη εγκαινιάζει μία «νέα δυναμική», στην ανάπτυξη της οποίας θα πρωτεύσουν ως περιοχές έρευνας και κριτικής μελέτης, τα ποιητικά συνθέματα του Κ. Π. Καβάφη, του Γιώργου Σεφέρη, του Άγγελου Σικελιανού, αλλά και του Κ. Γ. Καρυωτάκη. Η εκλογή του Απόστολου Σαχίνη, το 1970, επανέφερε τον προβληματισμό ως προς τη σχέση της λογοτεχνικής κριτικής με την επιστημονική δόμηση του κλάδου, ενώ σωστά εξαίρεται από τη συγγραφέα η συνεισφορά του Δ.Ν. Μαρωνίτη στη Νεοελληνική Φιλολογία ως δίαυλος που ενώνει την αρχαιογνωσία με τη νεογνωσία (σε στενό θεσμικό επίπεδο, ο Μαρωνίτης ήταν καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας. Δεν εξελέγη σε θέση νεοελληνιστή, αλλά επέκτεινε τα ενδιαφέροντά του, τη διδασκαλία του και τη συγγραφή του και σε σημαντικές περιοχές της νεοελληνικής λογοτεχνικής έκφρασης). Η επανεξέταση των παλαιότερων κριτηρίων και η χάραξη καινούργιων κατευθύνσεων σημαδεύουν τόσο την κριτική πρακτική, όσο και τη φιλολογική εργασία του Παν. Μουλλά (εξελέγη το 1977), οι οποίες ανορθώνουν και καταδεικνύουν ρήξεις και τομές, συνέχειες και ασυνέχειες, ιδεολογικές, λογοτεχνικές, ευρύτερα πολιτισμικές.
Όσον αφορά τη Φιλοσοφική Αθηνών περί το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι Λέανδρος Βρανούσης, Γιώργος Βελουδής, Βαγγέλης Σκουβαράς και Καριοφύλλης - Κάρολος Μητσάκης υπήρξαν υποψήφιοι για κάλυψη καθηγητικών εδρών. Το έργο των Βρανούση και Βελουδή έχει αναγνωριστεί από την νεοελληνική φιλολογική κοινότητα ως σημαντικότερο και επιδραστικότερο από το έργο των Σκουβαρά και Μητσάκη, οι οποίο τελικώς και εξελέγησαν. Προσέφεραν και αυτοί, βέβαια, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τους, ωστόσο, ειδικώς η παρουσία του Μητσάκη ως συνδεδεμένη πολιτικά και με την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία προκάλεσε κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης ποικίλους κλυδωνισμούς. Η εκλογή (1981) και η επιστημονική παρουσία του Π.Δ. Μαστροδημήτρη, που συγκλίνει στην κεφαλαιώδη και δικαίως θετικά εκτιμώμενη Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, εδραιώνει την επιστημονική θέση της Νεοελληνικής Φιλολογίας και στο Αθήνησι.
Διατριβές-ορόσημα
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου (= «Οι διδακτορικές διατριβές»), εκλαμβάνονται (και σωστά) ορισμένες διδακτορικές διατριβές σαν οδόσημα της πορείας της Νεοελληνικής Φιλολογίας, ακριβώς γιατί υποδεικνύουν και τις κατευθύνσεις αλλά και τις κατακτήσεις της νεοελληνικής φιλολογικής έρευνας, το άνοιγμά της σε νέα πεδία, καθώς και τον μεθοδολογικό εμπλουτισμό της. Η Γενική και Συγκριτική Γραμματολογία, που αρχίζει να καλλιεργείται και διδακτικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 στο ΑΠΘ με την εκλογή του Άλκη Αγγέλου, διευρύνει το πεδίο της με εργαλείο και τις διατριβές του Κώστα Στεργιόπουλου (Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη – 1972 / ΑΠΘ), της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού (Ο Κωστής Παλαμάς και ο γαλλικός παρνασσισμός – 1976 / Πανεπιστήμιο Αθηνών) και της Βασιλικής Τοκατλίδου (Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη, ένταξή τους στο ποιητικό πρωτότυπο έργο των συλλογών του – 1977 / ΑΠΘ). Οι ήδη εξόχως ανεπτυγμένες σολωμικές σπουδές εμπλουτίζονται με ένα νέο σημείο τομής, που καθορίζεται από τη διατριβή της Ελένης Τσαντσάνογλου (Μια λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Σολωμού. Το αυτόγραφο τετράδιο Ζακύνθου αρ. 11. Εκδοτική δοκιμή – 1977 / ΑΠΘ). Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, το αυξημένο ενδιαφέρον για μελέτη του ύφους, ιδίως των ποιητικών κειμένων, οδήγησε στην υφολογική διερεύνηση της σεφερικής ποιητικής γλώσσας μέσω των διατριβών του Ερατοσθένη Καψωμένου (Η συντακτική δομή της ποιητικής γλώσσας του Σεφέρη. Υφολογική μελέτη - 1974) και του Ξ.Α. Κοκόλη («Λέξεις-άπαξ»: Στοιχείο ύφους. Θεωρητική εξέταση – καταγραφή στα «Ποιήματα» του Γ. Σεφέρη - 1975), που εγκρίθηκαν από τη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Από την ίδια Σχολή εγκρίθηκαν και οι διατριβές του Βασίλη Λαμπρόπουλου και του Νίκου Καλταμπάνου, οι οποίες κατά μίαν έννοια εγκαινίασαν τη χρήση της λογοτεχνικής θεωρίας ως εργαλείου φιλολογικής μελέτης. Η θεωρία του Ρομάν Γιακομπσόν για τον παραλληλισμό παρουσιάστηκε και αξιοποιήθηκε για ερμηνεία ευάριθμων ποιημάτων του Γιώργου Σαραντάρη (Λαμπρόπουλος – 1979), ενώ οι φορμαλιστικές προτάσεις του Σκλόβσκι και του Προπ, καθώς και τα συστήματα σχέσεων του Γκριμάς, εφαρμόστηκαν ως άξονας υφολογικής μελέτης της παπαδιαμαντικής Φόνισσας (Καλταμπάνος – 1982). Το κεφάλαιο κλείνει με την προσέγγιση δύο διδακτορικών διατριβών, που, παρότι υπερβαίνουν τον τοπικό και χρονικό ορίζοντα της εργασίας, άσκησαν μεγάλη επίδραση στο πεδίο των νεοελληνικών σπουδών, με σημεία αναφοράς την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Κ.Π. Καβάφη. Η διατριβή του Νάσου Βαγενά (Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη), που είχε εγκριθεί από το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, δημοσιεύτηκε το 1979, ενώ η διατριβή του Γιάννη Δάλλα (Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική) υποστηρίχθηκε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το 1984. Έκτοτε, κάθε φιλολογική εργασία, που διεκδικεί εχέγγυα σοβαρότητας και έχει θέμα την ποιητική του Σεφέρη, είναι αδύνατον να μη συνομιλήσει με τη διατριβή του Βαγενά. Το ίδιο κατ’ αντιστοιχίαν ισχύει για τη διατριβή του Δάλλα, εάν σκεφτούμε εργασίες για την ποιητική του Καβάφη. Κατά τούτο, η προέκταση της εργασίας, ώστε να συμπεριλάβει στην κριτική της εξέταση και τις δύο προαναφερθείσες διατριβές, λογίζεται ως λειτουργική και δίκαιη, παρότι όχι και ως υποχρεωτική.
Στη μελέτη, σαφώς και δεν αγνοείται το ιστορικό συγκείμενο, αλλά ο άξονας είναι προσωποκεντρικός, σμιλεμένος από τη σφαιρική και νηφάλια ματιά της συγγραφέως, ματιά που την οδήγησε σε μεστές κριτικές αποτιμήσεις και όχι σε άνευρες επιστημολογικές καταγραφές. Τώρα πια, που η πάροδος του χρόνου επιτρέπει ψυχραιμότερες προσεγγίσεις, που η επίμοχθη έρευνα μπορεί να συντελεστεί με όρους σχετικής αποστασιοποίησης από τη ζέουσα ορμή του μελετώμενου πεδίου, είναι εφικτό να αποδοθούν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, χωρίς εμπάθεια, με ενδελεχή έρευνα των μελετών και της επιστημονικής δράσης των παλαιότερων νεοελληνιστών, καθώς και με πνεύμα κριτικής δικαιοσύνης. Αυτός ο δύσκολος στόχος επιτυγχάνεται από τη Βενετία Αποστολίδου, με εργαλεία τόσο τη λεπτομερή έρευνα, όσο και την φιλέταιρη αλλά δίκαιη αποτίμηση. Η υφολογική διαύγεια της μελέτης και η λειτουργική δόμηση του υλικού, συνυφασμένες με τον ερευνητικό ζήλο και την υψηλόβαθμη αγάπη της συγγραφέως για το θέμα, συνέβαλαν σε μία λειτουργική και αναγνωστικά ελκυστική χαρτογράφηση ενός σύνθετου και περίπλοκου τοπίου, χαρτογράφηση που συντελέστηκε από τη Βενετία Αποστολίδου με τον καλύτερο τρόπο.
Αλεξία Τσαγκάρη / The Books’ Journal
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης το 2011. H παρουσία και το έργο του υπήρξαν δίαυλος που ενώνει την αρχαιογνωσία με τη νεογνωσία.