«Πού τέτοια όμως τύχη να χαρούν ζεστό χυλό! Την επόμενη Κυριακή άκουσαν και το νέο, πως όλο το κριθάρι πλέον θα πήγαινε στα γουρούνια».
Τζορτζ Όργουελ, Η φάρμα των ζώων
Η Ουκρανία είναι μια τεράστια πεδιάδα, μια στέπα φτιαγμένη από τις προσχώσεις των μεγάλων ποταμών που κατεβαίνουν από την υγρή ενδοχώρα και σήμερα τη διασχίζουν με τους χιλιάδες παραποτάμους τους. Κυριαρχεί ο Δνείπερος που, σαν υδάτινη φλέβα με τεχνητές λίμνες, την κόβει στη μέση, από το Κίεβο μέχρι το Μικολάιβ και τη Χερσώνα στη Μαύρη Θάλασσα. Είναι η περίφημη Μαύρη Γη, που καλύπτει τα δυο τρίτα της χώρας – το άλλο τρίτο καταλαμβάνουν μέρος των Καρπαθίων και ένα επίπεδο δάσος. Η Μαύρη Γη είναι από τα πιο εύφορα εδάφη στον κόσμο, που είχε υμνήσει και ο Ηρόδοτος. «Η καταλεχθείσα πάσα πεδιάς τε γη και βαθύγαιος».[1]
Αυτά τα εύφορα εδάφη, σε συνδυασμό και με το σχετικά ήπιο κλίμα, δίνουν δυο σοδειές σιτηρών το χρόνο, με αντίστοιχες σπορές το φθινόπωρο και την άνοιξη. Αυτός ο σιτοβολώνας του κόσμου δημιούργησε και τις μεγάλες πόλεις του εμπορίου στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, με σημαντικότερη την Οδησσό. Την πόλη, που όπως έχει επισημάνει και ο Πολ Κρούγκμαν (βλ. Καθημερινή, 24/3/2022), το 1913 φαινόταν ότι θα γινόταν μια από τις μεγαλύτερες του κόσμου, με την πολιτιστική της άνοιξη να υπερβαίνει ίσως τη μεγάλη οικονομική της αξία. Κι ύστερα ήρθαν ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι.
Φαντάζομαι ότι η λιμοκτονία των κατοίκων αυτής της εύφορης γης αποτελεί ένα από τα ιστορικά παράδοξα που μόνον ένας μεσσιανισμός όπως ο κομμουνισμός θα μπορούσε να καταφέρει:
Τους σκότωναν με όπλο την πείνα [σε μια γη] όπου μπήγεις ένα κομμάτι ξύλο στο έδαφος και φυτρώνει δέντρο. Και όμως, πέθαιναν, ξεψυχούσαν σαν τα ζώα. Τους τα πήραν όλα, μέχρι και τον τελευταίο σπόρο.[2]
Το Πρώτο Πενταετές Πλάνο του 1928 προέβλεπε την τεράστια αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 20% και την καθιέρωση εργάσιμης εβδομάδας επτά ημερών. Σε συνδυασμό με την κολεκτιβοποίηση της γης που θα οδηγούσε στα μεγάλα κρατικά εκβιομηχανισμένα αγροκτήματα, το νέο καθεστώς πίστευε ότι θα απελευθερώνονταν εργατικά χέρια για τις βιομηχανίες. Η διαφωνία του Νικολάι Μπουχάριν σε αυτή τη βίαιη κολεκτιβοποίηση του χάρισε το πρόσημο του «δεξιού οπορτουνιστή» από τον Στάλιν, την έξοδό του από το Πολιτικό Γραφείο και, αργότερα, την εκτέλεσή του, αν και το 1930 είχε «κατανοήσει», όπως ο ίδιος έχει υποστηρίξει, ότι έπρεπε να καταστραφούν οι κουλάκοι, οι αγρότες δηλαδή που κατείχαν γη έκτασης μεγαλύτερης από περίπου 30 στρέμματα.
Κουλάκοι, αυτοί οι ανυπότακτοι
Η επιτυχία της κολεκτιβοποίησης, η αφαίρεση δηλαδή των ιδιοκτησιών των κουλάκων από το κράτος, ήταν ταυτόσημη με την πολιτική κυριαρχία του Στάλιν στο κόμμα. Έτσι, το χειμώνα του 1929, ο Στάλιν αποφάσισε τη βίαιη κολεκτιβοποίηση της γης. Τα κολχόζ δεν θα ήταν πια οι κρατικοί φορείς που θα συνυπήρχαν με την ατομική ιδιοκτησία της γης, όπως προέβλεπε η ΝΕΠ του Λένιν, αλλά οι, στο τέλος, μοναδικές μονάδες γεωργικής παραγωγής. Οι επαναστάσεις χρειάζονται έναν εχθρό και μια λέξη που θα τον περιγράφει. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εχθρός αυτός ήταν ο κουλάκος, που κατέληξε να σηματοδοτεί όσους αρνούνταν να ενταχθούν στα κολχόζ.
Ούτως ή άλλως, οι αγρότες ποτέ δεν ήταν τα αγαπημένα παιδιά της προλεταριακής επανάστασης. Το 1922, ο Μαξίμ Γκόρκι περιέγραφε τους «ημιάγριους ηλίθιους βραδυκίνητους ανθρώπους των ρωσικών χωριών» που τελικά θα έπρεπε «να εκλείψουν και τη θέση τους να πάρει μια νέα φυλή: μορφωμένοι, λογικοί, εγκάρδιοι άνθρωποι». Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 1961 ώστε ο Βασίλι Γκρόσμαν να παραδεχτεί ότι, ακόμα κι αυτός, όσο ήταν πιστός κομμουνιστής, δεν τους θεωρούσε ανθρώπινα όντα: «Δεν είναι άνθρωποι, είναι κουλάκικα σκουπίδια, αυτό άκουγα ξανά και ξανά, αυτό επαναλάμβαναν οι πάντες».[3]
Χωρίς καμία παράδοση κοινής ιδιοκτησίας της γης, οι ουκρανοί αγρότες αισθάνθηκαν ότι αυτό θα ήταν το πρώτο βήμα για τη μετάβαση στο ιστορικά υπαρκτό στη Ρωσία καθεστώς δουλοπαροίκων. Ως πρώτη αντίδραση, αρνήθηκαν να ενταχθούν. Στη συνέχεια, αποφάσισαν να δράσουν. Όταν τους διέταξαν να παραδώσουν τα ζώα τους στα κολχόζ, άρχισαν να τα σφάζουν. Έτρωγαν το κρέας, το πάστωναν, το πουλούσαν ή το έκρυβαν. Όσοι δεν τα έσφαξαν, τα προστάτευαν. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Μιχαήλ Σόλοχοφ:
Σκότωναν βόδια, πρόβατα, γουρούνια, ακόμα και αγελάδες, έσφαζαν ζώα που τα κρατούσαν για αναπαραγωγή. […] Τα σκυλιά άρχισαν να σέρνουν σπλάχνα και εντόσθια ζώων στους δρόμους των χωριών. […] «Σκοτώστε τα τώρα, δεν είναι δικά μας».[4]
Σε ένα χωριό, είκοσι γυναίκες οπλισμένες με ρόπαλα επιτέθηκαν σε ένα κολχόζ για να πάρουν πίσω τα άλογά τους.
Οι απαιτήσεις παράδοσης των σπόρων της επόμενης σποράς προκάλεσαν ανάλογες αντιδράσεις, με επιθέσεις σε αποθήκες σιτηρών και σε γενικευμένες συγκρούσεις, με νεκρούς. Σε αναφορά της, η OGPU –ομοσπονδιακή εκδοχή της γνωστής μας Γκε-Πε-Ου[5]– καταγράφει σε δεκαέξι περιοχές της Ουκρανίας 35 νεκρούς «της δικής μας πλευράς», 37 τραυματίες και 314 ξυλοδαρμούς.
Τα περιστατικά που παρουσιάζονται σε αυτό το σύντομο σημείωμα είναι ενσωματωμένα στο βιβλίο Ο κόκκινος λιμός της καθηγήτριας Ανν Απλμπάουμ και έχουν προκύψει έπειτα από εμπεριστατωμένη έρευνά της στα ουκρανικά αρχεία, όταν αυτά άνοιξαν, μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας. Τα περισσότερα από τα γεγονότα που αναφέρονται περιγράφονται σε αναφορές τους από τους ίδιους τους μυστικούς πράκτορες της ΟGPU. Ίσως και εκεί, στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, να έχει τις ρίζες του ο, σχεδόν ταυτοτικός τρόπος προσέγγισης των γεγονότων της Ουκρανίας από την κομμουνιστική Αριστερά. Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με εμάς, αλίμονο στην πραγματικότητα.
Για το κομμουνιστικό καθεστώς, και για τους πιστούς του ακόμα και σήμερα, δεν επρόκειτο για αντιδράσεις ανθρώπων που έβλεπαν να χάνουν τις περιουσίες τους αλλά για σχεδιασμένα σαμποτάζ από αντεπαναστάτες. Ώς τις 6 Φεβρουαρίου 1930, μόλις λίγους μήνες από την υποχρεωτική κολεκτιβοποίηση του Νοεμβρίου, οι σοβιετικές αρχές είχαν συλλάβει 15.985 άτομα, το ένα τρίτο των οποίων στην Ουκρανία. Από τις 12 έως τις 17 Φεβρουαρίου 1930, η μυστική αστυνομία έκανε άλλες 18.000 συλλήψεις. Ενθουσιασμένος, τότε, ο Στάλιν δημοσίευσε ένα άρθρο στην Πράβδα (2/3/1930) με τίτλο «Ζαλισμένοι από την επιτυχία», που ξεκινούσε με διθυράμβους επειδή πέτυχε, όπως έλεγε, η κολεκτιβοποίηση. Η επιτυχία ήταν γεγονός, προσέθετε, που ήταν υποχρεωμένοι να το παραδεχτούν και οι εχθροί, καθώς σε μόνο μερικές εβδομάδες είχε γίνει ήδη «ριζική στροφή προς το σοσιαλισμό». Απλώς, μερικά κατώτερα στελέχη, ζαλισμένα από την επιτυχία, δεν είχαν καταλάβει ότι η κολεκτιβοποίηση ήταν εθελοντική.
Ως συνήθως, όμως, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Λίγες εβδομάδες μετά το άρθρο του Στάλιν, που διαβάστηκε και αναλύθηκε σε όλα τα χωριά, οι αντιδράσεις πήραν χαρακτηριστικά εξέγερσης, ένοπλης σε πολλά μέρη, την οποία ένας κομματικός αξιωματούχος περιγράφει ως «Πυρετό του Μάρτη». Αλλά με τη βοήθεια του στρατού, με μαζικές συλλήψεις, μαζικές εκτοπίσεις και βία, η μυστική αστυνομία θριάμβευσε. Ενθουσιασμένο το Πολιτικό Γραφείο, ανέβασε τους στόχους. Ομόφωνα, τότε, η Κεντρική Επιτροπή έθεσε προτεραιότητα την εξάλειψη των κουλάκων ως κοινωνικής τάξης.
Μεθυσμένοι από την επιτυχία, αν και η παραγωγή των κολχόζ ήταν μικρότερη από το αναμενόμενο (αντί για 83 εκατομμύρια τόνους σιτηρά, με δυσκολία ο θερισμός είχε συγκεντρώσει 69,5 εκατομμύρια τόνους), το ΠολίτΜπιρό, δηλαδή ο Στάλιν, αποφάσισε την αύξηση των εξαγωγών σιτηρών, επειδή χρειαζόταν το σκληρό συνάλλαγμα. Από τους 170.000 τόνους το 1929, οι εξαγωγές έφτασαν το 1931 5.200.000 τόνους.
Οι αριθμοί, αν αναλύονταν, θα έδειχναν προφανή αποτυχία. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει, όμως, ότι βασική αιτία ήταν η απουσία του «αισθήματος ευθύνης» των αγροτών, η μοναδική αντίδραση των οποίων δεν μπορούσε πλέον να είναι άλλη από την αδιαφορία. Τον Αύγουστο του 1931, από τα 16.790 τρακτέρ της Ουκρανίας τα 3.600 είχαν αχρηστευτεί. Στις αρχές του 1932, ο αριθμός των διαθέσιμων αλόγων που χρησιμοποιούνταν στα χωράφια είχε μειωθεί στο μισό. Μάταια η κυβερνητική εφημερίδα της Ουκρανίας Βέστι επισήμαινε ανοιχτά ότι, εκείνη την άνοιξη, μόνο τα δύο τρίτα των χωραφιών είχαν σπαρθεί (σελ. 164).
Κολεκτιβοποίηση ή θάνατος
Αλλά η κολεκτιβοποίηση ήταν στενά συνδεδεμένη με τον Στάλιν, καθώς την είχε χρησιμοποιήσει ιδεολογικά για να εξουδετερώσει τους κομματικούς του αντιπάλους. Δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Έτσι, ο Στάλιν, με τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Κομισαρίων του Λαού, τον πρωθυπουργό δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης, Βιάτσεσλαβ Μολότοφ. Αποφάσισε να σκληρύνει τη στάση του. Ο Μολότοφ, που στάλθηκε στο Χάρκοβο, δεν έδειξε κανένα έλεος. Το πλάνο έπρεπε να υλοποιηθεί, το σιτάρι έπρεπε να βρεθεί.
Ένας αγρότης από το χωριό Σομπολίβκα της Δυτικής Ουκρανίας περιγράφει σε ένα γράμμα πώς υλοποιήθηκε ο στόχος:
Στέλνουν τις αποκαλούμενες μπριγάδες, οι οποίες πηγαίνουν σε κάποιο άνθρωπο ή σε κάποιον αγρότη και κάνουν τόσο εξονυχιστική έρευνα, ώστε ψάχνουν ακόμη και στο έδαφος με αιχμηρά μεταλλικά εργαλεία, γκρεμίζουν τοίχους, ψάχνουν στους κήπους, στην αχυρένια στέγη και, αν βρουν έστω και μισό πούτι, το μεταφέρουν σε ένα κάρο. Αυτή είναι η ζωή εδώ. (σελ. 162)
Τα χειρότερα όμως δεν είχαν έρθει ακόμα. Αν και, ήδη, σε αναφορές, καταγράφονται άνθρωποι με πρησμένες κοιλιές από την πείνα που τρώνε ψοφίμια αλόγων αλλά και θάνατοι.
Ανήσυχος ο Στάλιν για την κατάσταση –στην αλληλογραφία του με τον έμπιστο φίλο του και αξιωματούχο του Λάζαρ Καγκανόβιτς, επαναλαμβάνει συχνά: «Κινδυνεύουμε να χάσουμε την Ουκρανία», «Δεν πρέπει να χάσουμε την Ουκρανία»–, αποφασίζει, ενώ κάνει διακοπές στο Σότσι, τον Αύγουστο του 1932, να σκληρύνει τα μέτρα.
Με ειδικό διάταγμα, η ποινή για την κλοπή τροφίμων από κολχόζ αυξάνεται σε δέκα χρόνια σε στρατόπεδα εργασίας ή σε θάνατο. Περήφανη, δέκα μέρες αργότερα, η Πράβδα δημοσιοποιεί την ποινή θανάτου που επιβλήθηκε σε μια κουλάκα, γιατί έκλεψε στάρι από τα χωράφια του κολχόζ «Κόκκινος Οικοδόμος». Ώς τα τέλη του 1932, δηλαδή σε κάτι λιγότερο από έξι μήνες, είχαν εκτελεστεί 4.500 άνθρωποι ενώ περί τους 100.000 είχαν μεταφερθεί σε γκουλάγκ (σελ. 174).
Λιμός μέσα στο λιμό
Αλλά τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1932, ο Στάλιν αποφασίζει να τιμωρήσει τους Ουκρανούς, να μπήξει το μαχαίρι ακόμα πιο βαθιά: αποφασίζει να εξαπολύσει ένα λιμό μέσα στο λιμό. Νομοθετήθηκαν οι επιτάξεις όχι μόνον τροφίμων, όπως το κρέας και οι πατάτες, αλλά ακόμα και των αποθεμάτων σπόρων για σπορά – «η εμμονή [των αγροτών] με τα αποθέματα υπονομεύει το σχέδιο συγκέντρωσης των σιτηρών», του γράφει με καμάρι ο Καγκάνοβιτς. Το 1933, πάντως, η Σοβιετική Ένωση πραγματοποίησε εξαγωγές από την Ουκρανία 5.433 τόνων βουτύρου και 1.037 τόνων μπέικον.
Ακολούθησε η πλήρης απαγόρευση του εμπορίου προϊόντων και η καθιέρωση της «μαύρης λίστας». Σε αυτή καταγράφονταν κολχόζ, αγρότες αλλά και ολόκληρα χωριά που δεν έπιαναν το πλάνο τους, στα οποία απαγορευόταν να πάρουν βιομηχανικά προϊόντα όπως το αλάτι και τα σπίρτα, αλλά και η χρήση τρακτέρ. Επίσης, όσοι ήταν στη «μαύρη λίστα» υποχρεούνταν να επιστρέψουν ό,τι προϊόν μεταποίησης είχαν, όπως ρούχα, έπιπλα και εργαλεία. Η φρίκη της Γολοντομόρ είχε ξεκινήσει, άνθρωποι σκιές αργοπέθαιναν στους δρόμους και τα χωράφια. Η μόνη λύση ήταν να φύγουν. Από τις 15 Δεκεμβρίου 1932 ώς τις 2 Φεβρουαρίου 1933, 95.000 αγρότες είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους. Η απάντηση ήταν σύντομη και απλή. Τον Ιανουάριο του 1933, ο Στάλιν και ο Μολότοφ έκλεισαν τα σύνορα της Ουκρανίας – και τα κράτησαν κλειστά όλη τη διάρκεια του λιμού. Οι Ουκρανοί έπρεπε να μείνουν και να πεθάνουν στην Ουκρανία.
Αυτό που συνέβαινε εκείνη την εποχή στην Ουκρανία, δηλαδή, δεν ήταν ακόμα μια αποτυχία ενός φανταστικού πλάνου αλλά ένα συνειδητό εθνοτικό πογκρόμ ιδεολογικά τεκμηριωμένο, καθώς για την αποτυχία στη συγκομιδή σιτηρών με απόφαση του Πολιτικού Γραφείου (14/12/1932) υπεύθυνη ήταν η «ουκρανοποίηση». Έτσι, σύντομα, ξεκίνησαν εκκαθαρίσεις και στις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας. Εκτός από την καθαίρεση της ηγεσίας, συνελήφθησαν 27.000 μέλη του κόμματος. Για σιγουριά, η Κομσομόλ, δηλαδή η Κομμουνιστική Νεολαία, διέγραψε 18.630 μέλη της. Γιατί, όπως είπε ο σύντροφος Στάλιν, «ένας εχθρός που έχει στην τσέπη του κομματική ταυτότητα θα πρέπει να τιμωρείται σκληρότερα από έναν εχθρό χωρίς ταυτότητα» (σελ. 200).
Σειρά είχε ο πολιτισμός. Χιλιάδες διανοούμενοι, εκπρόσωποι της τοπικής κουλτούρας, συνελήφθησαν ή απομακρύνθηκαν, και δεκάδες ιδρύματα και σύλλογοι έκλεισαν. Την εμβληματική μορφή του ουκρανικού πολιτισμού και συγγραφέα της δεκάτομης Ιστορίας της Ουκρανίας των Ρως, Μιχάιλο Χρουσέφσκι, τον «ξεσκέπασαν» σε δημόσια συζήτηση-δίκη στο Κίεβο ως «ουκρανό εθνικιστή και φασίστα που απεργαζόταν τον αποχωρισμό της Ουκρανίας από την ΕΣΣΔ και την υποδούλωσή της στην καπιταλιστική Δύση» (σελ. 206). Φυσικά, συνελήφθη, εξορίστηκε και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στη χώρα του.
Ταυτόχρονα, τον Ιανουάριο του 1933, το Κόμμα κατήργησε τα μαθήματα της ουκρανικής ιστορίας και γλώσσας στο Πανεπιστήμιο, που είχε καθιερώσει ο Μικόλα Σκρίπνικ. Ο Σκρίπνικ, ο οποίος είχε ηγηθεί της επίθεσης στον Χρουσέφσκι και εφάρμοζε πάντα πιστά τη γραμμή του κόμματος, κατηγορήθηκε ότι είχε προσπαθήσει διά της βίας να «εξουκρανίσει» τα παιδιά των Ρώσων. Απελπισμένος, αυτοκτόνησε στο σπίτι του με μια σφαίρα στο κεφάλι. Τον Μάρτιο, όταν ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους από την πείνα, καταργήθηκαν και τα σχολικά βιβλία που ήταν γραμμένα στην ουκρανική γλώσσα.
Ακολούθησαν οι εκκλησίες. Μόνο στο Κίεβο κατεδαφίστηκαν 69 εκκλησίες και τις καμπάνες τους τις έλιωσαν στα εργοστάσια χαλυβουργίας, ενώ η Ένωση Αρχιτεκτόνων της ΕΣΣΔ επεξεργάστηκε σχέδιο που θα μετέτρεπε το Κίεβο, αυτή «την πόλη των εκκλησιών και των μοναστηριών, σε ένα αρχιτεκτονικά πλήρες σοσιαλιστικό κέντρο». Τέλος, τον Δεκέμβριο του 1934, οι αρχές δημοσίευσαν έναν κατάλογο ουκρανικών βιβλίων, που αποσύρθηκαν από παντού και καταστράφηκαν.
Σε αυτή την έρημη χώρα, εκείνον τον σκληρό χειμώνα, ίσως αυτοί που πέθαναν να ήταν πιο τυχεροί από όσους έβρισκαν τον τρόπο να επιζήσουν, καθώς ήταν ύποπτοι και έπρεπε να εξηγήσουν στις αρχές πώς έγινε αυτό:
Μια μπριγάδα που έκανε έρευνα στο σπίτι του Μιχάιλο Μπαλανόβσκι στην επαρχία Τσερκάσι απαιτούσε να μάθει «πώς είναι δυνατόν να μην έχει πεθάνει ακόμα κανένας σε αυτή την οικογένεια». (σελ. 219)
Ένα μέλος αυτών των μπριγάδων, ο Λεβ Κοπέλεβ, θα εξομολογούνταν αργότερα, δικαιώνοντας τη Χάννα Άρεντ που επισημαίνει ότι οι ιδεώδεις υπήκοοι του ολοκληρωτισμού δεν είναι οι πεπεισμένοι ναζί ή κομμουνιστές, αλλά άνθρωποι για τους οποίους δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε γεγονός και φαντασία, ανάμεσα σε ψεύδος και αλήθεια.[6] Διηγείται λοιπόν ο Κοπέλεβ:
Δεν έπρεπε να ενδώσω στον οίκτο που θα με έκανε αδύναμο. Υλοποιούσαμε μια ιστορική αναγκαιότητα. Αποκτούσαμε σιτάρι για τη σοσιαλιστική πατρίδα. Αυτά έμαθα στο σχολείο στην Κομσομόλ, αυτά διάβαζα στις εφημερίδες και άκουγα στις συγκεντρώσεις. Όλη η νεολαία σκεφτόταν με αυτόν τον τρόπο. (σελ. 222-23)
Ο γάλλος αστυνομικός συγγραφέας Ζορζ Σιμενόν, βρέθηκε την άνοιξη του 1933 στην Οδησσό, όπου έκπληκτος άκουσε έναν αξιωματούχο να μη νιώθει οίκτο για τους λιμοκτονούντες στους δρόμους. Την εμπειρία του από εκείνη την επίσκεψη την κατέγραψε αμέσως σε άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα Le Soir:
Είναι κουλάκοι, δεν μένει τίποτα γι’ αυτούς παρά να πεθάνουν. […] Στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο δεν θα υπήρχε χώρος για τόσους πολλούς άχρηστους ανθρώπους.[7]
Την ίδια εποχή, οι λιμοκτονούντες χωρικοί για να επιβιώσουν καταφεύγουν στον κανιβαλισμό: τρώνε τις σάρκες των νεκρών ανθρώπων τους, σκοτώνουν μερικές φορές για να τραφούν. «Έτεινε να γίνει συνήθεια», περιέγραφε κυνικά ο επικεφαλής της OGPU στην επαρχία Κιέβου (σελ. 247).
Στον Κόκκινο λιμό της Απλμπάουμ καταγράφονται πολλές συγκεκριμένες μαρτυρίες κανιβαλισμού. Ανάλογες μαρτυρίες καταγράφει και η βραβευμένη με Νόμπελ συγγραφέας, Σβετλάνα Αλεξίεβιτς:
Μια μάνα σκότωσε με ένα τσεκούρι το μωρό της για να ταΐσει τα υπόλοιπα παιδιά της. Το ίδιο της το μωρό. Φοβούνταν να αφήσουν τα παιδιά τους έξω από την αυλή. Τα άρπαζαν, όπως αρπάζουν τους σκύλους και τις γάτες.[8]
Ο πόλεμος της αλήθειας
Στις αρχές του 1934, στο 17ο Συνέδριο, το Συνέδριο των Νικητών όπως ονομάστηκε, ο Στάλιν θριαμβολογούσε: «Νικήσαμε τους κουλάκους!». Τα εκατομμύρια των νεκρών δεν συνιστούσαν αποτυχία της πολιτικής του, σηματοδοτούσαν την επιτυχία της! Τα θύματα θεωρήθηκαν οι θύτες. Ο εχθρός είχε νικηθεί και λιμός δεν υπήρξε. Η απογραφή όμως του 1937, που ποτέ δεν επισημοποιήθηκε, ήταν ένα σοκ. Έλειπαν οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι. Οι υπεύθυνοι της απογραφής, σε όλα τα επίπεδα, καρατομήθηκαν, γιατί, όπως έγραψε η εφημερίδα Μπολσεβίκος, «εχθροί του λαού διείσδυσαν στην ηγεσία της Κεντρικής Διεύθυνσης του Λαϊκού Λογιστηρίου με στόχο την αλλοίωση του πραγματικού αριθμού του πληθυσμού» (σελ. 291). Δρομολογήθηκε νέα απογραφή και, αυτή τη φορά, τα νούμερα βγήκαν σωστά. Ο σοβιετικός πληθυσμός είχε αυξηθεί, είχε φτάσει τα 172 εκατομμύρια.
Αυτός ο εφιάλτης αγνοήθηκε τόσο από τη γαλλική αριστερή διανόηση της εποχής (Σαρτρ, Αραγκόν και λοιποί) που απολάμβανε τιμές στη Μόσχα, όσον και από τη βρετανική ιντελιγκέντσια των Εργατικών που τη γοήτευε ο Στάλιν. Ο συγγραφέας Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, μάλιστα, γιόρτασε τα γενέθλια των 75 χρόνων του με επίσημο δείπνο στη Μόσχα, δηλώνοντας ότι είναι «εχθρός όσων διαδίδουν αντισοβιετικές ειδήσεις». Ο πρώην ριζοσπάστης γάλλος πρωθυπουργός Εντουάρ Εριό είχε δει στην Ουκρανία έναν «ολάνθιστο κήπο» (σελ. 297). Όταν ο σοσιαλιστής δημοσιογράφος, Μάλκολμ Μάγκεριτζ, που διέσχισε την Ουκρανία με τρένο, δημοσίευσε ανώνυμα στον Guardian of Manchester τις εφιαλτικές εικόνες που αντίκρισε, σχεδόν λοιδορήθηκε. Η πρώτη ουσιαστική ρωγμή άνοιξε όταν ο Ουαλός Γκάρεθ Τζόουνς, freelancer ρεπόρτερ και πρώην γραμματέας του πρωθυπουργού ΛΛόυδ Τζωρτζ, με νωπή την επιτυχία μιας συνέντευξης από τον Χίτλερ, επισκέφτηκε για τρίτη φορά την ΕΣΣΔ για να διερευνήσει «το βιομηχανικό θαύμα» του πρώτου πενταετούς πλάνου και το μύθο της χρηματοδότησής του από το σιτάρι, τον χρυσό της Σοβιετικής Ένωσης. Είχαν προηγηθεί ανώνυμες εντυπώσεις του, στους Times, από τα προηγούμενα ταξίδια του.
Καταφέρνοντας να πάρει μια άδεια για να επισκεφτεί ένα εργοστάσιο τρακτέρ στο Χάρκοβο, ο Γκάρεθ Τζόουνς κατέβηκε κρυφά από το τρένο πριν φτάσει και διέσχισε για τρεις ημέρες την ουκρανική ύπαιθρο, πριν συλληφθεί και οδηγηθεί ξανά στο Χάρκοβο, όπου κατέγραψε αντίστοιχες εικόνες στους δρόμους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 30 Μαρτίου 1933, σε συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο, περιέγραψε αυτά που είδε διά ζώσης, αλλά και με δελτίο Τύπου που μετέφεραν οι αμερικανοί ανταποκριτές στις εφημερίδες New York Evening Post και Chicago Daily News. Την επόμενη μέρα, η εφημερίδα Standard Evening δημοσίευσε δική του ολοσέλιδη περιγραφή με τίτλο “Famine rules Russia” (Ο λιμός κυβερνά τη Ρωσία).
Αλλά, την ίδια μέρα και ίσως λίγες ώρες νωρίτερα, έχει έρθει η απάντηση μέσα από τις στήλες των New York Times. Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ, την προηγούμενη χρονιά, δημοσιογράφος Γουόλτερ Ντουράντι, με σειρά άρθρων του με τα οποία περιέγραφε τις επιτυχίες της κολεκτιβοποίησης και του πενταετούς πλάνου εκβιομηχάνισης, ανταποκριτής της εφημερίδας στη Μόσχα, διαφωνούσε επίσης με ένα ολοσέλιδο δημοσίευμα: “Russians Hungry but not Starving” (Οι Ρώσοι πεινάνε αλλά δεν λιμοκτονούν). Ολοκλήρωνε μάλιστα τις ενστάσεις του με τη διάσημη πια φράση του: «Για να το πούμε ωμά, δεν μπορείς να κάνεις ομελέτα αν δεν σπάσεις αυγά». Αργότερα, το 1935, ο Ντουράντι συμπλήρωσε ότι «τα δεινά προκαλούνται για ευγενή σκοπό». Όπως όμως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο αμερικανός δημοσιογράφος πλούτισε στη Μόσχα – και αυτό επιβεβαιώνεται με φωτογραφίες της χλιδάτης ζωής του στη ρωσική πρωτεύουσα. Μαζί του, συντάχθηκαν και οι υπόλοιποι ανταποκριτές στην Μόσχα, έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις με τον υπεύθυνο του κόμματος Ουμάνσκι. Όπως δήλωσε αργότερα ένας από αυτούς, «όταν τελειώσαμε τη βρώμικη δουλειά κάποιος παρήγγειλε βότκα και ζακούσκι (μεζεδάκια)» (σελ. 306). Ο Τζόουνς βγήκε ψεύτης και εκεί έληξε το θέμα.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Ρούζβελτ αποφάσισε να αποκαταστήσει πλήρως τις διπλωματικές του σχέσεις με τη Μόσχα. Ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών, Λιτβίνοφ, πήγε στη Νέα Υόρκη για να υπογράψει τη συμφωνία. Κατά τη διάρκεια του πολυτελούς δείπνου στο ξενοδοχείο Waldorf Astoria, οι 1.500 καλεσμένοι αποθέωσαν τον Ντουράντι, που σηκώθηκε όρθιος και υποκλίθηκε.
Στις 22 Ιουνίου 1941, ο Χίτλερ εισέβαλε στην Σοβιετική Ένωση και στις αρχές Νοεμβρίου είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας. Πολλοί, ακόμα και Εβραίοι, καλωσόρισαν τους γερμανούς εισβολείς. Αλλά ο Χίτλερ δεν είχε αντιγράψει μόνο τα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τον Στάλιν, είχε την ίδια αντίληψη με εκείνον για την Ουκρανία. Χρειαζόταν το σιτάρι που θα εξασφάλιζε τη διατροφή του στρατού και της Γερμανίας, αλλά δεν χρειαζόταν τους Ουκρανούς. Ένα νέο «Σχέδιο Πείνας» τέθηκε λοιπόν σε εφαρμογή, όχι τόσο αποτελεσματικό αυτή τη φορά, καθώς περίπου 20.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την πείνα.[9] Ταυτόχρονα, περίπου 800.000 Εβραίοι της Ουκρανίας εκτελέστηκαν ενώ ακόμα 2 εκατομμύρια Ουκρανοί στάλθηκαν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία και ένα ακόμα εκατομμύριο αντιστασιακοί ή αιχμάλωτοι πολέμου κάτοικοι της χώρας οδηγήθηκαν στο απόσπασμα. Από τα 22 εκατομμύρια νεκρούς του μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου του Στάλιν, τα οκτώ ήταν Ουκρανοί.
Μετά το θάνατο του Στάλιν και την αποκάλυψη των εγκλημάτων του, ανάμεσα στα άλλα ζητήματα που ήρθαν στο φως ήταν και οι μαρτυρίες για το Λιμό. Η εύπορη πια ουκρανική διασπορά ενθάρρυνε την ταξινόμηση και την αξιοποίηση του διάσπαρτου υλικού. Έτσι, το 1985, το βραβευμένο σε πολλά φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θερισμός της απόγνωσης προβλήθηκε στη δημόσια καναδική τηλεόραση, ενώ την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το βιβλίο του ιστορικού Ρόμπερτ Κόνκουεστ, Ο θερισμός της θλίψης.[10] Ο ουκρανικός Λιμός είχε έρθει εντυπωσιακά στην επικαιρότητα. Η απανταχού αριστερή ιντελιγκέντσια, αλλά και οι σοβιετικές πρεσβείες, αντέδρασαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα έντασης, η κριτική του Τζ. Αρτς Γκετύ στο London Review of Books και η οργισμένη επιστολή του γραμματέα της σοβιετικής πρεσβείας στο Τορόντο προς την εφημερίδα Globe and Mail, γιατί είχε δημοσιεύσει αποσπάσματα του βιβλίου.
Το 1987 ήρθε και η σχεδόν επίσημη απάντηση της σοβιετικής κυβέρνησης με την έκδοση του βιβλίου, Απάτη, λιμός και φασισμός. Ο μύθος περί γενοκτονίας των Ουκρανών, από τον Χίτλερ στο Χάρβαρντ. Το βιβλίο υπέγραφε κάποιος Ντάγκλας Τοτλ, καναδός συνδικαλιστής. Κι όπως παρατηρεί η Απλμπάουμ, το βιβλίο αυτό όχι μόνο χαρακτήριζε μύθο το λιμό στην Ουκρανία, αλλά υποστήριζε ότι οι αφηγήσεις συνιστούσαν εξ ορισμού «ναζιστική προπαγάνδα» (σελ. 326).
Τον Σεπτέμβριο του 1993, η επέτειος των 60 ετών από το Γολοντομόρ γιορτάστηκε επίσημα σε όλη την ανεξάρτητη πια Ουκρανία. Η χώρα γέμισε μαύρες κορδέλες και πολύς κόσμος, χιλιάδες, βγήκε στους δρόμους. Το Γολοντομόρ ήταν πια εθνική γιορτή πένθους.
Το 2014 ο Πούτιν κατέλαβε την Κριμαία και, την επόμενη χρονιά, η γνωστή ρωσική κυβερνητική ιστοσελίδα Sputnik δημοσίευσε ένα άρθρο στα αγγλικά με τίτλο «Η απάτη περί Γολοντομόρ». Το 2016, η Ρωσία αρνήθηκε επισήμως το Λιμό: «μόνο ναζιστές ισχυρίζονται ότι συνέβη». Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, στις 5 το πρωί, τα πρώτα ρωσικά τανκς πέρασαν τα σύνορα της Ουκρανίας.
Όπως το έλεγε ο Άρης Αλεξάνδρου:
Τώρα που οι πολέμαρχοι συγκροτήσαν θίασο κι απαγγέλλουνε Μιλήτου χορικά. / […] / Πρόκειται για μίμηση πράξεως μεγάλης…[11]
[1] Herodotos, επιμέλεια: Heinrich Stein, βιβλίο Δ, Μελπομένη, Berlin 1864, σ. 189.
[2] Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου, μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Πατάκη, Αθήνα 2016.
[3] Βασίλι Γκρόσμαν, Τα πάντα ρει, μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας, Γκοβόστη, Αθήνα 2016.
[4] Μιχαήλ Σολόχοφ, Ξεχερσωμένη γη, μετάφραση: Διονυσία Μπιτζιλέκη, Δωρικός χ.χ.
[5] Πολιτικό Διευθυντήριο του Κράτους: γνωστή ως Γκε-Πε-Ου (συντ.: OGPU) το 1923, η Επιτροπή του Λαού για την Κρατική Ασφάλεια, από το 1941 έγινε γνωστή και ως Νι-Κα-Γκε-Μπε. Πρόδρομος της Κα-Γκε-Μπε.
[6] Χάννα Άρεντ, Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού. Τρίτο μέρος: «Ολοκληρωτισμός», μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, 2017.
[7] Georges Simenon, “Peuples qui ont faim”. Πρωτοσέλιδο άρθρο στην εφημερίδα Le Jour (4/4/1934).
[8] Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, ό.π.
[9] Timothy Snyder, Αιματοβαμμένες χώρες, μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2017.
[10] Robert Conkwest, The Harvest of Sorrow. Soviet Collectivization and the Terror Famine, Oxford University Press, 1986.
[11] Άρης Αλεξάνδρου, «Φρύνιχος». Από τα Ποιήματα 1941-1975, Καστανιώτη, Αθήνα 1981.