Οι ιδεολογίες του εθνοκεντρισμού και της δυτικοφροσύνης έχουν διχάσει ήδη από τον πρώιμο 19ο αιώνα την ελληνική κοινωνία και λογιοσύνη και τις βλέπουμε να αναζωπυρώνονται με κάθε ευκαιρία ώς τις ημέρες μας, δίχως να μειώνονται κατά το παραμικρό, παρά τις αλλαγές στα ονόματα και την ορολογία, η ένταση και ο θυμός τους. Η ογκώδης όσο και άκρως πυκνή μελέτη της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη είναι προσανατολισμένη, όπως προκύπτει και εκ του τίτλου της, στο φάσμα της ελληνικότητας και του εθνοκεντρισμού, καλύπτει όμως στοχαστικά και την απέναντι όχθη, όπως κι αν την αποκαλέσουμε: «διαφωτισμό» ή «εκσυγχρονισμό». Και θέλει η Δεληγιώργη, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα της έρευνάς της, όχι να υπερβεί ένα έτσι κι αλλιώς αγεφύρωτο χάσμα, που μας καταδυναστεύει ανέκαθεν, αλλά να υποδείξει και να εντοπίσει το παρατεταμένο αδιέξοδό του, τον εγκλωβισμό των υπερασπιστών και των δύο αντίπαλων ιδεολογικών ρευμάτων σε μια χρονοκαθυστέρηση η οποία το μόνο που έχει καταφέρει επί δύο συναπτούς αιώνες είναι να επαναλαμβάνει μονότονα τον εαυτό της. Κι όλα αυτά αντί να επιλεγεί ο δρόμος της ενηλικίωσης και του προσανατολισμού σε μια «καντιανή ανθρωποκεντρική κριτική της ελευθερίας και της αυτονομίας» (ας μου επιτραπεί να το διατυπώσω με τα δικά της λόγια).
Συγκρούσεις τον 19ο αιώνα
Πώς να ανοίξουμε και πώς να ξεδιπλώσουμε τον ιδεολογικό χάρτη του ελληνισμού;
Πώς να δούμε τη διχασμένη («δυστυχισμένη» με εγελιανούς όρους) συνείδησή του ενόσω ο ίδιος παγιδεύεται σε έναν μόνιμο δυϊσμό; Επιχειρώντας μια νιτσεϊκού ή φουκωικού τύπου γενεαλογία της σύγκρουσης ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, μια γενεαλογία που θα φέρει στο φως τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε ιστορικά το μέτωπο της αντίθεσής τους, η Δεληγιώργη ξεκινάει από την αρχή, όταν οι ριζοσπάστες της κοραϊκής κληρονομιάς, ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Χριστόφορος Παμπλέκης και ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, στρέφονται κατά της παραδοσιοκρατίας και της Εκκλησίας (στην εξίσωση μπαίνουν εδώ και ο Εμμανουήλ Ροΐδης με τον Ανδρέα Λασκαράτο). Ο Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος θα αντιτάξουν σε αυτό το τόξο τις εθνοκεντρικές τους πεποιθήσεις ενώ ο Παύλος Καλλιγάς και ο Δημήτριος Βικέλας θα δώσουν τον καλό αγώνα για τον εκσυγχρονισμό με λογοτεχνική τους προέκταση το ρεαλισμό του Γεωργίου Βιζυηνού, του Ανδρέα Καρκαβίτσα και του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Οι χρονολογίες γέννησης των συγγραφέων και δημοσίευσης των έργων τους παραπέμπουν σε διαφορετικές γενιές και περιόδους, τα δεδομένα όμως τα οποία αντιπαραθέτει και συμπλέκει η Δεληγιώργη δεν έχουν να κάνουν με πρόσωπα και με φιλολογικά ή γραμματολογικά πρωτόκολλα αλλά με το στίγμα των ελληνικών ιδεολογιών του 19ου αιώνα. Περνώντας στον 20ό αιώνα, θα βρεθούμε μπροστά στους ελληνοκεντρικούς: η αισθητική του «ελληνικού φαινομένου» του Περικλή Γιαννόπουλου (η ελληνική υπεροχή ως φύση και ως τέχνη) και η ιδιότυπη εθνική ιδιοσυγκρασία του Ίωνα Δραγούμη (συγκυριαρχία με τους Τούρκους στην Ανατολή, διατράνωση του ρωσικού και του σλαβικού κινδύνου, αυτοκρατορική αναβίωση του ελληνισμού, ναι στην παράδοση του έθνους και όχι στο νεοελληνικό κράτος, εδραίος αντιβενιζελισμός).
Οι νεότερες αντιπαραθέσεις
Προχωρώντας μέσα στον 20ό αιώνα, ο Γεώργιος Σκληρός (θυμίζω το non fiction μυθιστόρημα της Δεληγιώργη, Τρυφερός σύντροφος, 2011) είναι από τους λίγους που θα παρακάμψουν το διχοτομικό σχήμα. Πώς; Μα, μιλώντας για την ταξική βάση της αντιπαράθεσης μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών, όντας επικριτής του απολυταρχισμού του Καποδίστρια και μενσεβίκος και διαθέτοντας διαβαλκανικό όραμα με επιστημονική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Από τη δική του μεριά, ο Γιώργος Σαραντάρης πρεσβεύει τη θερμή πίστη σε μια ζώσα ατομική ύπαρξη, την οποία θα εντάξει σε έναν εκκοσμικευσμένο χριστιανισμό μακριά από το εγελιανό ανάκτορο της γνώσης, αλλά και ενάντια στον ευρωπαϊκό μηδενισμό, με αφετηρία εκκίνησης την ορθόδοξη Ανατολή.
Παρακολουθούμε ήδη τα βήματα της γενιάς του 1930, με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να προβάλει τώρα το μύθο της νέας Ελλάδας, όπου Βυζάντιο και λαϊκός πολιτισμός εναγκαλίζονται την ελληνική αρχαιότητα προκειμένου να αντιπαρατεθούν στα φρονήματα των αριστερών διανοουμένων για την ανάγκη εκδυτικισμού και εκσυγχρονισμού. Στον ανιστορικό κλασικισμό του Τσάτσου, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος θα αντιπαρατάξει (μια ενδοπαραταξιακή αντίκρουση;) το χαμένο κέντρο του ελληνισμού και την υπερεθνική κληρονομιά της ανατολικής ορθοδοξίας και του Βυζαντίου. Ένα ισχυρό αντίδοτο για τον μηδενισμό της Δύσης και τις μοντερνιστικές επιρροές του στην ελληνική λογοτεχνία της εποχής. Ο κύκλος κλείνει με τους μεταπολεμικούς Δημήτρη Χατζή και Χρήστο Μαλεβίτση. Ο Χατζής θα κάνει λόγο για την ασυνέχεια ανάμεσα στο πλέγμα αρχαίας Ελλάδας/λόγιου Βυζαντίου και στη δημώδη παράδοση του ελληνισμού του 11ου αιώνα, υποβιβάζοντας τον λόγιο κλάδο. Εν προκειμένω, θα αναγνωρίσει ο Χατζής ταυτοχρόνως τις νέες δυνατότητες του Καβάφη και του Σεφέρη, αρνούμενος τη σημασία της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας, την οποία θεωρεί ισχνή λόγω του τραύματος της δικτατορίας. Ο Μαλεβίτσης πάλι θα συγκεράσει την τραγική ελευθερία του ανθρώπου ύστερα από τη συντριβή του από τις δυνάμεις της μοίρας και τη θρησκευτική σωτηρία της οικουμένης μέσω της ανάστασης του Θεού.
Αν εξαιρέσουμε τον Σκληρό και τον Νικόλα Κάλας (παραπέμπω στη μελέτη της Δεληγιώργη, Ο μοντερνιστής κριτικός Νικόλας Κάλας, 2018), που μιλάει για την ηθική παράμετρο της τέχνης και την ικανότητά της να υποδεικνύει, ως ζωτική έκφανση της ελευθερίας, το άλυτο των κοινωνικών αντιθέσεων, το τοπίο το οποίο συνοψίζει η ερευνήτρια παραμένει καταθλιπτικά αδιαφοροποίητο. Μονομέρεια της αρχαιότητας, της ορθοδοξίας και του ελληνοκεντρισμού, αλλά και μονολιθική προβολή του λαϊκού στοιχείου ως αντίπαλου δέους. Ο πολίτης-πρόσωπο, το αδιαίρετο πολιτικού, κοινωνικού και ατομικού, θα παραμένει κενό ζητούμενο. Μακριά από την οποιαδήποτε προσπάθεια για αυτοσυνειδησία και παραδοχή του μεταιχμιακού χαρακτήρα του ελληνισμού, μακριά και από την ελπίδα να εννοήσουμε τον ελληνισμό ως σύνθετη και πολυσθενή πραγματικότητα.