Δεν είναι πάντα εύκολο να παρουσιάσεις ένα βιβλίο και να αποδώσεις στον συγγραφέα του, αλλά και στο προϊόν της προσπάθειάς του, αυτό που κατά τη γνώμη σου τους αναλογεί. Και εδώ δεν εννοώ τις ευκαιριακές παρουσιάσεις, αλλά αυτές που πραγματικά επιδιώκουν να μιλήσουν για ένα βιβλίο και το συγγραφέα του.
Ωστόσο, φέτος βεβαιώθηκα πως στην πατρίδα μας όλοι οι Έλληνες, με πρωτοπόρους τους δημοσιογράφους, αποφάσισαν ότι όχι μόνο γνωρίζουν τόσο καλά την ιστορία μας, και την ιστορία γενικότερα, αλλά είναι και σε θέση να έχουν άποψη για τον ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, είτε ως συγγραφείς είτε ως βιβλιοπαρουσιαστές.
Δεν θυμάμαι πού το έχω διαβάσει ή ποιος το έχει πει, συχνά όμως μού έρχεται στο μυαλό η φράση ότι «δεν είναι απαραίτητο για να γράψει κανείς για ένα βιβλίο να το έχει διαβάσει. Αρκεί να το έχει ξεφυλλίσει». Αυτό συνέβη φέτος κατά κόρον. Γράφτηκαν απίθανα πράγματα για βιβλία που οι συγγραφείς τους πίστεψαν ότι ήσαν ιστορικοί ή ότι είχαν τις ικανότητες να γράψουν ένα βιβλίο ιστορίας, έτσι ώστε χάθηκε κάθε μέτρο. Και φυσικά, τα λίγα βιβλία που πραγματικά είχαν να πουν κάτι πέρασαν απαρατήρητα. Όλα τούτα, φυσικά, δεν ταιριάζουν με μία χώρα που λέει πως επιδιώκει την αριστεία!
Ευτυχώς έρχεται το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ για να μας διευκολύνει να ξεφύγουμε από την κατάσταση αυτή και, ευτυχώς επίσης, τέλειωσε το επετειακό έτος και όσα αυτό συνεπάγεται. Δυστυχώς, ακολουθεί μια άλλη επέτειος, και φοβάμαι πως τα πράγματα θα είναι χειρότερα. Προς το παρόν, όμως, το ερώτημα που τίθεται είναι τι μάθαμε περισσότερο για την Επανάσταση σε σχέση με όσα ξέραμε ώς πριν έναν χρόνο.
Καθώς, λοιπόν, προσπαθούσα να ετοιμάσω αυτό το κείμενο, αισθάνθηκα πολλές φορές αμήχανος ως προς το πώς μπορώ να παρουσιάσω ένα βιβλίο σαν αυτό του Μαρκ Μαζάουερ. Πρόκειται χωρίς καμία αμφιβολία για ένα σπουδαίο βιβλίο, για την ασφαλώς καλύτερη γενική εισαγωγή που διαθέτουμε για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας[2]. Στο σημείο αυτό πρέπει, για να μη φανώ άδικος, να επισημάνω ότι όταν τελειώσει και ο δεύτερος τόμος από την εργασία του Αριστείδη Χατζή, και εφόσον είναι εφάμιλλης ποιότητας με τον πρώτο, τότε, ακόμη καλύτερα, θα έχουμε δύο εισαγωγικά έργα υψηλής ποιότητας για την ιστορία της Επανάστασής μας.
Πώς φτάσαμε στην Επανάσταση
Επιστρέφοντας τώρα στο βιβλίο του Μαζάουερ επισημαίνω ότι η αμηχανία μου στο τι ακριβώς πρέπει να προβάλω οφείλεται, φυσικά στο ότι τα ζητήματα που θέτει είναι τόσα πολλά, ώστε θα μπορούσε να μιλάει κανείς επί ώρα χωρίς να εξαντλεί το θέμα.
Έκρινα τελικά ότι θα ήταν πιο χρήσιμο για τους μη ειδικούς να προσπαθήσω να επισημάνω ποια είναι τα βασικά προβλήματα, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, στη μελέτη του Πολέμου της Ανεξαρτησίας και από εκεί και πέρα να εξετάσω πώς εντάσσεται το βιβλίο του Μαζάουερ στην οπτική αυτή.
Η αφετηρία στη μελέτη της Επανάστασης δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την αναζήτηση της πορείας μέσω της οποίας φτάσαμε στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή το έκανε ο Αδαμάντιος Κοραής και μάλιστα, όσο και αν κάτι τέτοιο φαντάζει παράξενο, πριν από την Επανάσταση, όταν παρουσίαζε την άνοδο των Ρωμιών στα γράμματα και την οικονομία, τέτοια που τους επέτρεπε να έρθουν σε επαφή με τα Φώτα και από Ρωμιοί να γίνουν Έλληνες. Την ίδια στιγμή, οι Οθωμανοί, μέσα στο Δεσποτισμό τους που ο Κοραής τον θεωρούσε ταυτόσημο με την καθυστέρηση, δεν μπορούσαν παρά να παρακμάζουν.
Όπως θα έχετε ίσως υπόψη σας, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας ακολουθεί αυτό το σχήμα: άνοδος των Ελλήνων, παρακμή των Οθωμανών. Θα το συναντήσουμε και στον Σπυρίδωνα Τρικούπη και την Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασής του, αλλά και σε όσους ακολουθούν: στον Κορδάτο αλλά και τον Πιπινέλη, τον Δημαρά, τον Δασκαλάκη, τον Ζακυθηνό, τον Σβορώνο, τον Φίλιππο Ηλιού ή τον Κρεμμυδά. Οι απόψεις αυτές έχουν διάφορες παραλλαγές, αλλά συγκλίνουν πάντοτε προς το ίδιο σχήμα. Εξακολουθεί δε να αναπαράγεται ακόμη και σήμερα από ορισμένους ιστορικούς ή ιστοριολογούντες.
Με βάση τα δεδομένα ωστόσο της σημερινής ιστοριογραφίας, νομίζω ότι η εμμονή σε τέτοια σχήματα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί παρά αναχρονισμός – και ο Μαζάουερ ως καλός ιστορικός τον αποφεύγει.
Οι γνώσεις μας πια για την Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι τέτοιες ώστε μάλλον έχουμε αρχίσει να εντάσσουμε τους Ρωμιούς στους μετασχηματισμούς οι οποίοι πραγματοποιούνται στους κόλπους της, υπό την πίεση των αναγκών προσαρμογής της στις πιέσεις που δέχεται από το διεθνές σύστημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Οθωμανοί δεν βρίσκονται σε παρακμή – ή, τουλάχιστον, σε μεγαλύτερη παρακμή από όλες τις υπόλοιπες αυτοκρατορίες. Θυμίζω μόνο ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία παύει να υπάρχει από κοινού με τις άλλες αυτοκρατορίες μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά δεύτερο λόγο, σε αυτό το πλαίσιο μετασχηματισμών και οι Ρωμιοί επωφελούνται από τα νέα συστήματα οργάνωσης της Αυτοκρατορίας που υιοθετούνται από τα τέλη του 17ου αιώνα και κυρίως από τα συστήματα εκμίσθωσης των προσόδων αλλά και των οφικίων, ώστε να διαμορφώσουν προοδευτικά τη δική τους πολιτεία. Μία υποτελή πολιτεία το δίχως άλλο, αλλά συνάμα και με μία αυτοτέλεια που δεν υπήρχε προηγουμένως. Οι εργασίες που διαθέτουμε για το millet, πλέον, πιστοποιούν την άποψη αυτή.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι η Ελληνική Επανάσταση πρέπει να μελετηθεί μέσα στο πλαίσιο των μετασχηματισμών της Αυτοκρατορίας. Στην αντίθετη περίπτωση θα είναι σαν να μελετάς τη Γαλλική ή τη Ρωσική Επανάσταση δίνοντας σημασία μόνο στους εξεγερμένους και χωρίς να λαμβάνεις υπόψη σου τίποτε άλλο.
Ποιοι δεν συμμετείχαν στην Επανάσταση
Από το σημείο αυτό και πέρα, το πρόβλημα που προκύπτει είναι ο εντοπισμός των προσώπων που ξεκινάνε την Επανάσταση. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από όσους συμμετέχουν στη Φιλική Εταιρεία.
Γνωρίζουμε πλέον ικανοποιητικά, χάρη στη διατριβή του Γεωργίου Φράγκου, τα μέλη της Εταιρείας, ή έστω και ένα μέρος τους. Έτσι, μπορούμε να οδηγηθούμε στην πιστοποίηση των θεωριών του ιστορικού κοινωνιολόγου Jack Goldstone, ενός πρωτεργάτη στη μελέτη της ιστορίας των Επαναστάσεων, ότι και στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας πρωτοστατούν οι περιθωριακές ελίτ, δηλαδή μέλη των ελίτ που για κάποιο λόγο βρίσκονται μακριά από την εξουσία, πολιτική, οικονομική και κοινωνική. Τα μεγάλα ονόματα της Ρωμιοσύνης δεν φαίνεται να συμμετέχουν στη Φιλική Εταιρεία και αυτό είναι φυσιολογικό, καθώς η συμμετοχή τους σε μια επαναστατική οργάνωση θα αναιρούσε την ίδια την ισχύ που αντλούσαν από τη συμμετοχή τους στην οθωμανική διοίκηση ή οικονομία.
Πέραν τούτου, όμως, την πολυπλοκότητα του φαινομένου της Επανάστασης έρχεται να μας διευκολύνει να αντιμετωπίσουμε η διατριβή του Sukru Ilicak, η οποία μας υποδεικνύει πως, την εποχή που πραγματοποιείται η Ελληνική Επανάσταση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία γνωρίζει μεγάλο αριθμό αντίστοιχων κινημάτων, εξεγέρσεων, στάσεων κ.λπ. σε όλη της την έκταση. Μήπως θα έπρεπε να λάβουμε σοβαρά τις διαπιστώσεις αυτές;
Πιστεύω πως ναι – και αν το κάνουμε μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα δύο πράγματα. Πρώτα, τη συμμετοχή των τοπικών ελίτ και των αρματολών στη Φιλική Εταιρεία. Πρόκειται για δύο ομάδες οι οποίες πλήττονται πρώτα από τις προσπάθειες του Αλή Πασά, αλλά στη συνέχεια και των μεταρρυθμιστών σουλτάνων Σελίμ και Μαχμούτ, στην προσπάθειά τους να εκσυγχρονίσουν την Αυτοκρατορία, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποδυναμώσουν τους αγιάνηδες, τις τοπικές εξουσίες δηλαδή που είχαν ενισχυθεί ιδιαίτερα στη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Κατά δεύτερο λόγο μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το γεγονός που και προηγουμένως ανέφερα, ότι η ηγεσία των Ρωμιών δεν συμμετέχει στην Επανάσταση. Το κόστος που καταβάλλει, όταν το καταβάλλει, είναι τελικά το κόστος της θέσης, του επαγγέλματός της. Κάτι τέτοιο ισχύει για την Εκκλησία, το ίδιο ισχύει για τους Φαναριώτες, αλλά και για τους μεγαλέμπορους ή τους λογίους. Επισημαίνω εκ νέου ότι ουδείς από τις κορυφαίες ελίτ που διατηρούν την εξουσία δεν συμμετείχε στην προετοιμασία της Επανάστασης, στη Φιλική Εταιρεία δηλαδή. Συμμετέχουν οι Υψηλάντηδες και οι Μαυροκορδάτοι, αλλά αυτοί είναι εκτός παιγνιδιού και επιδιώκουν να ξαναμπούν. Ο Κοραής, άλλωστε, ο πιο γνωστός έλληνας λόγιος, είναι επίσης κατά την Επανάστασης, εκτιμώντας ότι οι Έλληνες δεν είναι ώριμοι να διοικηθούν μόνοι τους. Τα παραδείγματα εδώ θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν.
Αν τώρα παρατηρήσουμε το φαινόμενο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας με μεγαλύτερη προσοχή, τότε θα διαπιστώσουμε πως δεν αποτελούσε ένα ενιαίο, μονολιθικό φαινόμενο, όπως συνήθως παρουσιάζεται, όταν για παράδειγμα κάνουμε λόγο για μια αστική επανάσταση. Αντιθέτως, στην Επανάσταση συγκλίνουν πολλά συμφέροντα, επιδιώξεις, φιλοδοξίες και καθεμία απ’ αυτές βλέπει με το δικό της μάτι τον Πόλεμο. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ευελπιστεί να πάρει πίσω τα εδάφη που κάποτε είχε κυβερνήσει ο πατέρας του, οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου να διατηρήσουν την ισχύ τους, οι Ρουμελιώτες να επιβιώσουν από την πίεση των Οθωμανών. Παντού το τοπικό στοιχείο είναι εξαιρετικά έντονο, αλλά σε ποιαν επανάσταση δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, συμπεριλαμβανομένων και των Μεγάλων Επαναστάσεων. Πρόκειται για σημεία τα οποία ο Μαζάουερ πραγματεύεται με μεγάλη επιτυχία.
Εδώ βρίσκεται η πραγματολογική βάση των εμφυλίων πολέμων. Ο Μαρκ Μαζάουερ έχει γράψει στο βιβλίο του εξαιρετικές σελίδες για το θέμα αυτό, οι δε περιγραφές των πρωταγωνιστών είναι αριστουργηματικές. Ειδικά δε η περιγραφή του Κολοκοτρώνη είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί για την απίθανη αυτή προσωπικότητα του Αγώνα. Μαθαίνουμε, έτσι, πώς ένας ήρωας της Επανάστασης υπήρξε ένας κοινός άνθρωπος, με τα πάθη και τις φιλοδοξίες του. Επίσης, επιτέλους, ξεφεύγουμε από το αφελές κατά τη γνώμη μου δίλημμα Κολοκοτρώνης ή Μαυροκορδάτος και προχωράμε στη μελέτη των εμφυλίων πολέμων ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της πάλης για την εξουσία σε ένα υπό διαμόρφωση κράτος, αυτό δηλαδή που είναι ένας εμφύλιος πόλεμος. Και μέσα στην αφήγηση αυτή μπορούμε να συναντήσουμε και τη θερμιδωριανή περίοδο της Επανάστασης με το καποδιστριακό εγχείρημα.
Ερωτήματα ζητούν απαντήσεις
Δύο σημεία έχουν ακόμη σημασία για να κατανοήσουμε το γενεσιουργό της ύπαρξής μας φαινόμενο. Πρώτα απ’ όλα, το γεγονός της θέσης που καταλαμβάνει η Ελληνική Επανάσταση στο διεθνές περιβάλλον. Ο Μαζάουερ επισημαίνει ότι, όταν γιορτάστηκαν τα 150 χρόνια της, επί δικτατορίας δηλαδή, η Επανάσταση αντιμετωπιζόταν ως μεμονωμένο φαινόμενο. Θα προσέθετα ωστόσο ότι ο Έρικ Χόμπσμπαουμ, που γράφει πάνω κάτω στα ίδια χρόνια, περιλαμβάνει τον Πόλεμο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας στην Εποχή των Επαναστάσεων και βρίσκω μάλλον φτωχό το επιχείρημα ομάδας ελλήνων ιστορικών που υποστηρίζουν ότι κεκτημένο της επετείου είναι η ένταξη της Ελληνικής Επανάστασης στο σχήμα αυτό.
Η Ελληνική Επανάσταση ασφαλώς και δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί παρά μόνο αν την δούμε ως κομμάτι του επαναστατικού κύματος κατά Mark Katz, που ξεκινάει από το 1760 και φτάνει ώς το 1830. Μια πολύ πλούσια διεθνής φιλολογία για τις Επαναστάσεις υπάρχει για να πιστοποιήσει το επιχείρημα αυτό.
Βεβαίως, από το σημείο της ένταξης της Επανάστασης στην Εποχή των Επαναστάσεων μέχρι του να τη θεωρήσουμε μείζον διεθνές γεγονός, η απόσταση είναι μεγάλη. Εδώ βρίσκεται ένα σημείο στο οποίο διαφωνώ με τον Μαρκ Μαζάουερ: οι «διαπιστώσεις» που επανειλημμένως έγιναν για την παγκόσμια σημασία της Ελληνικής Επανάστασης δύσκολα μπορούν να βρουν εμπειρικό έδαφος για να στηριχθούν. Και χωρίς κάτι τέτοιο, η «διαπίστωση» δεν μπορεί να γίνει διαπίστωση. Ωστόσο, το να μην τεκμηριώνεται η σημασία της Επανάστασης ως μείζον διεθνές γεγονός δεν σημαίνει ότι η δημιουργία του ελληνικού κράτους δεν επηρέασε τις διεθνείς ισορροπίες. Ως προς αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.
Αλλά πέρα απ’ αυτό δεν βλέπω πώς θα μπορούσαμε να τεκμηριώσουμε τον ισχυρισμό για την εξαιρετική βαρύτητα της Επανάστασης στο διεθνές πεδίο. Ποιες είναι οι μελέτες που θα μας επέτρεπαν να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο; Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μας κολακεύει ο ισχυρισμός μιας ελληνικής πρωτοπορίας, αλλά αυτό θα πρέπει να μπορεί να θεμελιωθεί σε πιο ισχυρές βάσεις από ό,τι έχουμε σήμερα.
Κάτι που συχνά λησμονούμε είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει μία μοναδικότητα κατά την ίδρυσή της. Αλλά δημιουργείται παράλληλα με δύο άλλα κράτη, το Βέλγιο και την Ελβετία, στη δημιουργία δε της τελευταίας σημαντικός ήταν και ο ρόλος του Καποδίστρια, για να παίξουν το ρόλο buffer states μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Όπως είπα και προηγουμένως, θα μπορούσε κανείς να μιλάει για ώρα για το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ και να μην εξαντλούνται τα ζητήματα προς συζήτηση. Καθώς δεν έχω τον χρόνο, θα ήθελα να κλείσω με την ευτυχή κατάληξη του Πολέμου, δηλαδή τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Στην Ελλάδα έχουμε την τάση να δημιουργούμε πολωτικές αντιθέσεις: είπαμε ήδη για την αντίθεση Μαυροκορδάτου και Κολοκοτρώνη, αλλά και την αντίθεση μεταξύ εκείνων που πίστευαν ότι το ελληνικό κράτος ήταν ένα απόλυτο δημιούργημα των Μεγάλων Δυνάμεων και της ναυμαχίας του Ναβαρίνου, σε αντίθεση με εκείνους που αποδίδουν την ύπαρξή του αποκλειστικά στον Αγώνα των Ελλήνων. Ο Μαζάουερ δίνει μια ωραία απάντηση σε αυτό το δίλημμα: χωρίς την επίδειξη μιας άνευ προηγουμένου ανθεκτικότητας από τους πληθυσμούς που εξεγέρθηκαν δεν θα ήταν δυνατόν να παρέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο Κολοκοτρώνης δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τον Μαυροκορδάτο.
Το ελληνικό κράτος είναι ένα δημιούργημα των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Αλλά, σίγουρα, η Επανάσταση που είχε αυτή την κατάληξη ξεκίνησε με άλλες προοπτικές, όχι απαραίτητα τις ίδιες για όσους συμμετείχαν στην οργάνωση και την εκτέλεσή της. Μέσα σε δέκα χρόνια, από το 1821 έως το 1832, πολλά έχουν αλλάξει και οι Ρωμιοί, μέσα από τις δοκιμασίες της Επανάστασης, μεταμορφώνονται σταδιακά σε Έλληνες. Νομίζω ότι σε αυτήν την πολυπλοκότητα του φαινομένου της Επανάστασης βρίσκεται και όλη η γοητεία της μελέτης της. Μια γοητεία που ο Μαζάουερ είναι σε θέση να αναδείξει με το υπέροχο γράψιμό του.
eefshp
Ευρωπαίοι εθελοντές από διάφορα μέρη συγκεντρώνονται για να συνδράμουν την Επανάσταση των Ελλήνων, 1822. Τύπωμα του Α. Cheyere.
[1] Το κείμενο αποτελεί τη συμβολή μου στην παρουσίαση του βιβλίου του Μαρκ Μαζάουερ στο Πολεμικό Μουσείο, στις 28 Ιανουαρίου 2022. Έκανα κάποιες προσθαφαιρέσεις, όπως επίσης και κάποιες διορθώσεις συντακτικές και φραστικές, αλλά επί της ουσίας οι αλλαγές αυτές είναι ήσσονος σημασίας.
[2] Δεν είναι εδώ η θέση για τέτοιες αναλύσεις, αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να διευκρινίσω στο σημείο αυτό ότι χρησιμοποιώ εναλλακτικά τους όρους Επανάσταση, Πόλεμος και Αγώνας της Ανεξαρτησίας, κυρίως γιατί οι δύο τελευταίοι όροι εντάσσονται ως υποκατηγορία στην τυπολογία των Επαναστάσεων.