«Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται». Έτσι τελείωσε την ομιλία του ο καθηγητής Θάνος Βερέμης μιλώντας στο Συνέδριο «Ιωάννης Καποδίστριας, ο οραματιστής» που έγινε πρόσφατα στην Κέρκυρα. Κι από εκεί πιάστηκα εγώ η μη ιστορικός, η μυθοπλάστρια, προσπαθώντας να δικαιολογήσω την παρουσία μου σε σύναξη ιστορικών – τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Υπενθύμισα ότι αγαπημένη λεία της λογοτεχνίας ήταν και θα είναι πάντα οι μυστικοί κι αντιφατικοί «ήρωες», αφού βασική της τροφή ήταν και θα είναι πάντα το αιώνιο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μ’ αυτό το μυστήριο καταπιάνεται, από άλλη σκοπιά, και η ιστοριογραφία, προσφέροντάς μας έτσι κι εκείνη μοναδικούς ήρωες – με ή χωρίς εισαγωγικά, και με όλες τις σημασίες της λέξης.
Πραγματικά, ανήκω σε εκείνους που δεν βρίσκουν τίποτε πιο συναρπαστικό από τις ιστορίες της Ιστορίας. Ιδιαίτερα όταν αυτή αναγνωρίζει τη συγγένειά της με τη λογοτεχνία και της κλείνει το μάτι: σαν αυστηρός πάτερ φαμίλιας που στρέφεται προς κάποιο εξώγαμο της οικογένειας και του κάνει νόημα να πλησιάσει, παραδεχόμενος ότι, ναι, κάπου συναντώνται, κάποιο κοινό αίμα τρέχει στις φλέβες τους. Συναντώνται σ’ εκείνον τον καμβά τού «μήπως;» πάνω στον οποίο κεντούν τις ιστορίες τους, η καθεμία με διαφορετικά υλικά: η λογοτεχνία διαλέγει ανάμεσα στις μαλακές, εύπλαστες και πολύχρωμες κλωστές της φαντασίας εκείνες που τη βολεύουν, ενώ η Ιστορία ψάχνει και βρίσκει τα ατσάλινα νήματα των σκληρών γεγονότων, βολικών ή μη. Κι ο καμβάς του «μήπως;» γίνεται για τη μεν πρώτη «κι αν ήταν αλήθεια;» (εννοώντας ότι κι αν δεν είναι τι πειράζει; – το γνωστό se non è vero è ben trovato), ενώ για τη δεύτερη: «κι όμως, είναι αλήθεια».
Απολογούμαι έτσι για το σχολιασμό μου, εδώ, ενός αμιγώς ιστορικού βιβλίου. Αλλά κυρίως: εξηγώ ίσως γιατί η Ιστορία, ωραία ειπωμένη, μπορεί να διαβαστεί και σαν μυθιστόρημα, καμιά φορά πιο περίτεχνο και από την πιο ευφάνταστη μυθοπλασία, καμιά φορά σαν ένα συναρπαστικό αστυνομικό θρίλερ – όπως, εν προκειμένω, Ο Μεγάλος Ανορθόγραφος. Που κτίζει αργά αργά και υπαινικτικά το σκηνικό του, στήνει αριστοτεχνικά τους «υπόπτους» του, ερεθίζει με προκλητικά δολώματα τον αναγνώστη του και, τελικά, αποκαλύπτει εκείνον που θέλει να αποκαλύψει πατώντας πάνω στα μονοπάτια της Ιστορίας που γνωρίζει καλά.
Η «Ελληνική Νομαρχία»
Διά τούτο, εις άλλο τι δεν χρισημεύει η παρούσα μου ξεχωριστή Επιστολή, ειμή μόνον διά να σε ειδοποιήσω, ότι, ανίσως ομοιάζεις εκείνους οπού προφέρουσι το όνομα της Ελλάδος χωρίς να αναστενάζωσι, να μην χάσης τον καιρόν σου ματαίως εις το να αναγνώσης το Πονημάτιόν μου τούτο.
Έτσι ξεκινά αυτό το κείμενο ανωνύμου που γράφτηκε, γεμάτο ανορθογραφίες, στην Ιταλία το 1806. Κείμενο που «επηρέασε πολιτικά τους Έλληνες περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σε σημαντικές στιγμές της πορείας τους» και θεωρήθηκε «το σπουδαιότερο πολιτικό κείμενο της ιστορίας μας» (μολονότι δεν θυμάμαι να το διδαχτήκαμε στο σχολείο...). Το βιβλιαράκι, διαστάσεων 13,7 Χ 9,9 εκ. που συντρόφευε κάθε Φιλικό συνωμότη και ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην εθνεγερτική κληρονομιά του σφαγιασμένου Ρήγα (στον οποίο είναι αφιερωμένο) και τους αγωνιστές του ΄21, το «βιβλίο των βιβλίων» της εθνικής μας μνήμης, οδήγησε στην Επανάσταση αλλά, μετά από αυτήν, μυστηριωδώς χάθηκε: επί δεκαετίες ελάχιστοι μιλούσαν γι’ αυτό, μέχρι τον Εμφύλιο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και οι δυο αντίπαλες παρατάξεις υιοθέτησαν τα στοιχεία του. Η Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας είναι δημηγορία, είναι η πολιτική σκέψη της νεωτερικότητας,[1] είναι πολιτικός λόγος «πικρός και καταγγελτικός» που, γράφει ο Παναγιώτης Πασπαλιάρης,
στέριωσε την ιδέα ότι πρέπει μόνοι μας να πολεμήσουμε για την ελευθερία μας, όταν η κυρίαρχη ιδεολογία ήταν άλλη. Κατάφερε να μας απαλλάξει από τη μέγκενη της σουλτανικής κυριαρχίας που προέκριναν τότε οι φαναριώτικες φατρίες. Έβαλε τις πρώτες αρχές διακυβέρνησης, σε καιρούς που οι αντίρροπες της «Νομαρχίας» εθνικές δυνάμεις, οι «Τούρκοι με τα χριστιανικά ονόματα», η πλειονότητα των προεστών δηλαδή, οι εκπρόσωποι του Φαναρίου, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και κάποιοι οπαδοί του Αλή Πασά, ο Κωλέττης πρώτος και καλύτερος, οι δυνάμεις δηλαδή των δύο εμφυλίων, δεν μπορούσαν και ίσως δεν ήθελαν κράτος.
Και ποιος την έγραψε λοιπόν;
Πολλές υπήρξαν οι, σοβαρές και μη, κατά καιρούς υποθέσεις και στη συζήτηση έπεφταν ονόματα λιγότερο ή περισσότερο ηχηρά. Μήπως ο Ιωάννης Κωλέττης; Μήπως ο Χριστοφής Χατζηβασιλείου, δηλαδή ο Χριστόφορος Περραιβός; Σιγά σιγά, ο Πασπαλιάρης αποκλείει τους «υπόπτους» και πυκνώνει τις ενδείξεις: ο συγγραφέας της Νομαρχίας είναι Επτανήσιος και γνωρίζει την ιστορία των Ιονίων νήσων «με όλα τα εγκλήματα των παλιών αρχόντων εκεί»· είναι γιατρός· έχει σπουδάσει στην Ιταλία και έχει ταξιδέψει παντού· γνωρίζει τους αρχαίους Έλληνες μέσω των Γάλλων και Ιταλών διαφωτιστών· έχει επαφές με το λογοτεχνικό/πολιτικό σαλόνι της Ισαβέλλας Θεοτόκη-Albrizzi στη Βενετία, όπου γνωρίζει τον Ούγκο Φόσκολο και συνδέονται με μόνιμη φιλία· έχει βρεθεί στη ρωσική αυτοκρατορική αυλή· είναι ενταγμένος στις ελευθεροτεκτονικές στοές· και πολλά άλλα... Το «γαργάλισμα» του Πασπαλιάρη προς τον αναγνώστη του είναι διασκεδαστικό, καθώς σκαλί σκαλί ανεβαίνει προς εκείνον που θέλει. Γιατί όποιος γνωρίζει έστω και τα στοιχειώδη για τον Ιωάννη Καποδίστρια δεν μπορεί παρά να αρχίσει να υποψιάζεται. Το «μήπως;» γίνεται όλο και πιο έντονο.
Κρατώ ως πολύ συγκινητική την παράθεση ενός επεισοδίου που αναφέρει στις αναμνήσεις του ο πρώσος διπλωμάτης Bartholdy, ο οποίος ταξίδεψε στην Ελλάδα και έγραψε σκληρές και ανθελληνικές αλήθειες (και μισήθηκε γι’ αυτό). Γράφει λοιπόν[2] ότι, περί τα 1800, ο Καντίρ μπέης, έλληνας εξωμότης, γιος παπά που δέκα χρονών «είχε τουρκέψει» και ήταν πια αρχηγός του τουρκικού στόλου στα Επτάνησα, αρρώστησε. Τον θεράπευσε ο γιατρός Καποδίστριας. Για να δείξει την ευγνωμοσύνη του, ο Καντίρ του έδωσε χρήματα για να ανάψει κεριά, εκ μέρους του, στον Άγιο Σπυρίδωνα της Κέρκυρας – γιατί τη χάρη του αγίου ο εξωμότης την αισθανόταν ακόμα. Ο Bartholdy, αν και ανθέλλην, πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να απελευθερωθεί από τους Τούρκους αλλά δεν ήταν αισιόδοξος για το πώς θα γινόταν αυτό. Και εξέφρασε την ευχή να βρισκόταν κάποιος μεγάλος άντρας, πραγματικά προικισμένος ως μεταρρυθμιστής, που θα έκανε την επανάσταση όπως έπρεπε. Κανένας δεν πήρε σοβαρά τις παρατηρήσεις του, εκτός από τον «Ανόνιμο» – και τον Καποδίστρια.
«Ας ξεκινήσουμε από εκείνη την υποσημείωση», γράφει ο Πασπαλιάρης,
του ανθέλληνα Bartholdy. Δυο ελληνόπουλα, ο ένας τουρκεμένος ναύαρχος, ο Καντίρ μπέης, και ο άλλος ιταλόφωνος και υπάλληλος των Ρώσων, ο Καποδίστριας. Ο πρώτος έδωσε στον δεύτερο λεφτά για να ανάψει κεριά στον Άγιο Σπυρίδωνα, επειδή σώθηκε. Έτσι θα ήταν ακόμα τα πράγματα αν ο νεαρός γιατρός δεν αντιλαμβανόταν το νόημα της στιγμής. Μέχρι σήμερα απάτριδες, ανελεύθεροι, υποτελείς θα ήμασταν. Αναγκασμένοι να πολεμούμε ο ένας τον άλλον περιστασιακά, για τα συμφέροντα των ξένων στη δική μας πατρίδα. [...] Τούτο το κείμενο, η Ελληνική Νομαρχία, αν είναι δικό του δημιούργημα [δηλαδή του Καποδίστρια], είναι το κλάμα του για την κατάσταση του έθνους και η απόφασή του για να το αναγεννήσει.
…è ben trovato
Θα επαναλάβω λοιπόν ότι δεν έχω τα προσόντα να αξιολογήσω τις ιστορικές πιθανότητες αυτής της πρότασης. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά για τη συγκίνηση που προκαλεί, καθώς μαζί με την ανάγνωση αυτού του βαθιά επαναστατικού κειμένου αποκαλύπτεται και μια βαθύτερη κατανόηση του Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος, είτε ήταν είτε δεν ήταν ο Μεγάλος Ανορθόγραφος, παραμένει πάντως ώς σήμερα ο Μεγάλος Παρεξηγημένος. Όχι, δεν ήταν αντιδραστικός, φιλομοναρχικός και θρησκόληπτος όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν: ήταν ο άνθρωπος με τις βαθιές δημοκρατικές πεποιθήσεις (ως κυβερνήτης κατάργησε τον δικό του τίτλο ευγένειας και έκοψε κάθε κουβέντα σε όσους του ζητούσαν τίτλους), ο γνώστης των σημαντικών κειμένων του Διαφωτισμού (η προσωπική του βιβλιοθήκη το αποδεικνύει), ο αυστηρός κριτής απέναντι στους ιερείς και μοναχούς (στους οποίους απαγόρευε να βγαίνουν από τα μοναστήρια για να διακονεύουν), που, ναι, θα μπορούσε να έχει συγγράψει στα 30 του χρόνια αυτό το ανατρεπτικό, οργισμένο, «απασφαλισμένο» κείμενο. Ήταν αυτός που έγραφε στον φίλο του Μάριο Πιέρη: «Αυτό που γνωρίζω και αυτό που με παρηγορεί είναι η συνειδητοποίηση και η πάντοτε σφοδρή επιθυμία να είμαι ωφέλιμος σε αυτούς που θέλουν να με τιμήσουν με την εμπιστοσύνη τους».
Και σχολιάζει ο Πασπαλιάρης:
Στα πλείστα όσα κείμενα του Καποδίστρια βρίσκει κανείς αυτό το βασικό στοιχείο τού πώς φιλοσοφεί τη ζωή. Περισσότερες από μια φορές το βρίσκει και στη Νομαρχία. Έχουν και οι δυο εμμονή με αυτή τη σκέψη. Εκεί στις ρωγμές τους, εκεί που «σπάνε», μοιάζουν τόσο πολύ και πιο πολύ ακόμα, όταν σκέφτονται την πατρίδα κι όταν βλέπουν την πίστη να έχει εξοκείλει τόσο, που δεν μπορούν παρά να φωνάξουν, να εξεγερθούν. Τι κρύβεται πίσω από αυτά τα δύο, πατρίδα και πίστη; Τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από τις οικογενειακές αξίες των Καποδίστρια.
Ελπίζω άλλοι, ειδικότεροι εμού, να αποφανθούν για την ιστορική εγκυρότητα αυτής της ενδεχόμενης ταυτοπροσωπίας. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει η απόλαυση του αναγνώσματος: για ένα κείμενο σπουδαίο, καταστατικό, θεμελιώδες για την εθνική μας συνείδηση, και για έναν άνθρωπο που πάντως κατείχε τη συνείδηση, την πίστη, το θάρρος, τη γνώση, το πάθος για να το γράψει.
[1] «Το περίγραμμα των ιδεών και του Ρήγα και του Ανωνύμου της Νομαρχίας και του Κοραή, είναι η πολιτική σκέψη της νεωτερικότητας»: Πασχάλης Κιτρομηλίδης, στην εφημερίδα Τα Νέα, Σάββατο 6/11/2021.
[2] Jakob Ludwig Salomon Bartholdy (1779-1825), Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα 1803-1804, μετάφραση: Φώντας Κονδύλης, Εκάτη, Αθήνα 2007.