Το Adoption, Memory, and Cold War Greece: Kid pro quo? (Υιοθεσία, μνήμη, και Ψυχρός Πόλεμος: Παιδί με τι αντάλλαγμα;) της Gonda Van Steen[i] συνιστά το αποτέλεσμα επταετούς έρευνας γύρω από το μαζικό σύστημα υιοθεσιών παιδιών από την Ελλάδα στην Αμερική τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, αλλά και της προσωπικής εμπλοκής της ίδιας με τις μικροϊστορίες των υιοθετημένων που σήμερα κατοικούν στις ΗΠΑ. Στην αθέατη όχθη της διογκωμένης ακαδημαϊκής παραγωγής γύρω από το «παιδομάζωμα» και το «παιδοφύλαγμα» του Εμφυλίου,[ii] το παρόν βιβλίο χαράζει νέο έδαφος, σκιαγραφώντας το απωθημένο, διαστρεβλωμένο και οδυνηρό παρελθόν του εκτοπισμού παιδιών που δεν ήταν ορφανά πολέμου αλλά πολλαπλώς ανεπιθύμητα. Οι τύχες τους ορίστηκαν αρχικά από την αντικομμουνιστική λογική του ελληνικού κράτους, ωστόσο, περί τα μέσα του 1950, οι υιοθετικές πρακτικές συστηματοποιούνται και πολλαπλασιάζονται για να ικανοποιήσουν την αυξημένη ζήτηση. Η ψυχροπολεμική λογική και η οικονομική εξάρτηση της Ελλάδας από την Αμερική συνέχει τα δύο κύματα. Ποιες είναι, όμως, οι εμπειρίες των υιοθετημένων; Μπορούμε να ακούσουμε τις φωνές τους εξήντα χρόνια μετά;
Η Gonda Van Steen, κάτοχος από το 2018 της Έδρας Κοραή του King’s College του Λονδίνου, είναι διακεκριμένη μελετητήρια της πρόσληψης της αρχαιότητας στη νεότερη Ελλάδα και έχει θητεύσει πρόεδρος στην Ένωση Νέων Ελληνικών Σπουδών στη βόρεια Αμερική (MGSA).[iii] Η μακροχρόνια αγάπη της για τα νέα ελληνικά και τη σύγχρονη Ελλάδα θεμελιώθηκε τη δεκαετία του 1980, κατά την τετραετή παραμονή της στην Αθήνα, ως απόφοιτη κλασικών σπουδών.[iv] Υπό αυτό το πρίσμα, το Kid pro quo? συνιστά μια (απροσχεδίαστη) στροφή της ερευνητικής ατζέντας της Van Steen στα άδυτα της κοινωνικής ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Κατά κάποιον τρόπο, το θέμα του βιβλίου «τη διάλεξε», όταν ο νεαρός Μάικ, η μητέρα και η θεία του οποίου ήταν υιοθετημένες (με σημαίνουσες, όπως θα δούμε, ιστορίες ζωής) επικοινώνησε μαζί της, ζητώντας απαντήσεις.[v]
Το βιβλίο είναι μια σημαντική και απαραίτητη συμβολή στη διεθνή βιβλιογραφία των σπουδών υιοθεσίας (adoption studies) και νεότερης κοινωνικής ιστορίας, καθώς συμπληρώνει την ελληνική περίπτωση στον αστερισμό των ψυχροπολεμικών υιοθετικών πρακτικών (π.χ. Κορέα, Ισπανία του Φράνκο).[vi] Η Van Steen αντλεί επίσης από τις σπουδές μνήμης και τραύματος, για να ερμηνεύσει την επεξεργασία της τραυματικής μνήμης (που συχνά συνοδεύει μια ανεπιθύμητη ή δύσκολη υιοθεσία), από τους/ις υιοθετημένου/ες και τη μεταβίβασή της στις επόμενες γενιές. Έτσι, η πιο γοητευτική πτυχή του βιβλίου είναι η εθνογραφική του διάσταση, καθώς η διαδικασία της συνέντευξης, αναδεικνύει την πολυφωνία της υιοθεσία; ως βιωμένης εμπειρίας.
Ζητούνται ορφανά από την Ελλάδα
Η Ελλάδα βγαίνει από τον εμφύλιο οικονομικά και υλικά κατεστραμμένη, κοινωνικά διχασμένη, και πληθυσμιακά κατακερματισμένη. Το ανθρώπινο κόστος του πολέμου ήταν περίπου 60.000, ενώ 140.000 άνθρωποι έφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη.[vii] Περίπου 700.000 άνθρωποι από την ορεινή Ελλάδα εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν σε παραγκουπόλεις (οι λεγόμενοι «ανταρτόπληκτοι»).[viii] Το 1950 υπήρχαν 18.000 πολιτικοί κρατούμενοι και 31.400 πολιτικοί εξόριστοι.[ix] Υπό αυτό το κλίμα πολιτικής πόλωσης και αστάθειας, τα παιδιά ήταν οι «παράπλευρες απώλειες». Ήδη από την κατοχική περίοδο, περίπου 340.000 παιδιά έμειναν ορφανά.[x] Την περίοδο του Εμφυλίου έρχονται να προστεθούν τα περίπου 50.000 παιδιά πρόσφυγες στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης ή στις Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης. Το επώδυνο ερευνητικό ρώτημα της Van Steen συνοψίζεται ως εξής: «περίσσευαν» στην Ελλάδα του 1950 άλλα 3.200 παιδιά για υιοθεσία;
Στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου, ξεδιπλώνεται το επιχείρημά της. Μεταξύ των ετών 1950 και 1962 κυρίως, ένα μαζικό σύστημα διακρατικών υιοθεσιών λειτούργησε σε Ελληνικά κρατικά ιδρύματα με παγιωμένες προκαταλήψεις κατά των τροφίμων παιδιών από αριστερές οικογένειες ή /και των εξώγαμων παιδιών. Οι υιοθεσίες γίνονταν μέσω τρίτων που παρίσταντο στα ελληνικά δικαστήρια αντί των ξένων θετών γονέων. Οι υιοθετικές πρακτικές αυτής της μορφής επέτρεψαν σε μικρό αριθμό τρίτων προσώπων και μεσαζόντων να κερδοσκοπήσουν με αθέμιτα μέσα και σε άγνοια των θετών γονέων. Ταυτόχρονα, υπήρχε μεγάλη αμέλεια για την καταλληλόλητα της θετής οικογένειας. Το σύστημα υιοθεσιών ελεγχόταν από έναν κύκλο ανθρώπων: φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, διευθυντές βρεφοκομείων, γιατρούς, δικηγόρους, δικαστές και ηγετικές προσωπικότητες κοινοτικών ελληνοαμερικανικών οργανώσεων. Οι υιοθεσίες εκτείνονταν σε ένα φάσμα «νομιμότητας», καλύπτοντας βραδείες γραφειοκρατικές διαδικασίες αλλά και περιπτώσεις απροκάλυπτου χρηματισμού, ψεύδους ή/και εκβιασμού.
Το ερμηνευτικό σχήμα της διακρίνει δύο «κύματα» διακρατικών υιοθεσιών. Το πρώτο (από την αρχή έως περίπου τα μέσα του 1950) συνίστατο κυρίως από υιοθεσίες με πολιτικά κίνητρα που στοχοποίησε παιδιά από αριστερές οικογένειες. Η ψυχροπολεμική λογική κατέστησε την υιοθετική πρακτική απόλυτα θεμιτή και από τις δύο πλευρές. Τα μεν αμερικανικά ζευγάρια ασκούν φιλανθρωπική δράση υιοθετώντας «ορφανά πολέμου» – όρος που, όπως εξηγεί η Van Steen, χρησιμοποιείται αρκετά χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου λόγω της συναισθηματικής και ηθικής του φόρτισης. Από την άλλη, η Ελλάδα διασώζει και αναμορφώνει τα ευπαθή σε πιθανή κομμουνιστική απειλή τέκνα της. Ένα πειστικό παράδειγμα βρίσκεται στην ιστορία της οικογένειας Αργυριάδη. Ο έλληνας κομμουνιστής Ηλίας Αργυριάδης καταδικάζεται σε θάνατο για κατασκοπεία το 1952 (εκτελείται μαζί με τους Νίκο Μπελογιάννη, Νίκο Καλούμενο και Δημήτρη Μπάτση). Λίγους μήνες πριν, η γυναίκα του, Κατερίνα Δάλλα, αυτοκτονεί, και η εφημερία Τα Νέα απηχεί τον ηθικό προβληματισμό της ελληνικής κοινωνίας για την τύχη των παιδιών του Αργυριάδη:
Τι θ’ απογίνουν τώρα τα δυο μικρά, τα ανήλικα όπως γράφουν οι εφημερίδες, τα οποία μένουν πια εντελώς απροστάτευτα; Θα αφήση η κοινωνία να τα περιμαζέψη καμμιά ύποπτος οικογένεια, διά να δηλητηριασθούν στο τέλος κι’ εκείνα; Δεν το φανταζόμεθα. Τη στιγμή που υπάρχει ένα ζήτημα Ελληνοπαίδων, τα οποία θέλομεν να μας αποδοθούν, ανεξαρτήτως του αν έζησαν μέσα εις κομμουνιστικήν ατμόσφαιραν, θα ήτο απάνθρωπον να αφήσωμεν εις την τύχην των αυτά τα δυο τραγικά παιδάκια.[xi]
Πράγματι, η «σωτηρία» των δύο μικρότερων κοριτσιών έρχεται με την υιοθεσία τους σε εύπορη οικογένεια Αμερικανών, παρά τις προσπάθειες της μεγαλύτερης αδερφής, Ευτέρπης Αργυριάδη, να αναστρέψει τη διαδικασία της υιοθεσίας και να έρθει σε επαφή με τις αδερφές της (το τελευταίο δεν το κατόρθωσε ώς τη δεκαετία του 1980). Ένα από τα δύο υιοθετημένα κορίτσια είναι η μητέρα του Μάικ, του οποίου το ενδιαφέρον να ενσκήψει στο οικογενειακό αρχείο πυροδοτεί την έρευνα της Van Steen. Θα επανέλθω σε αυτό.
Για την Van Steen, ένα σημείο τομής στις διακρατικές υιοθεσίες Ελλάδας-Αμερικής είναι το έτος 1953. Με τις αλλαγές στην ισχύουσα αμερικανική μεταναστευτική νομοθεσία (Νόμος για την Αρωγή Προσφύγων / Refugee Relief Act, 1953, με ισχύ μέχρι το 1956) το κύμα υιοθεσιών διευκολύνεται και συστηματοποιείται.[xii] Σε αυτό το κύμα διακρατικών υιοθεσιών δραστηριοποιούνται ενεργά το ΠΙΚΠΑ, ιδιώτες δικηγόροι και ο ελληνικός κλάδος της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας (ΔΚΥ Ελλάδος). Ταυτόχρονα, η «ζήτηση» των άτεκνων ζευγαριών στην Αμερική για λευκά θετά βρέφη αυξάνεται δραματικά τη δεκαετία του 1950 και τα πρώτα χρόνια του 1960. Αποτελεί μια εύκολη και γρήγορη (αν και όχι πάντα οικονομική) λύση υιοθεσίας, η οποία παρακάμπτει τις διακρίσεις που συνεπάγεται η διαφυλετική υιοθεσία.
Όπως συνοψίζει η Van Steen, «το πρώτο κύμα υιοθεσιών ορφανών από την Ελλάδα (1950-1952) αναδύθηκε από το μεταπολεμικό φαινόμενο της εξωτερικής μετανάστευσης και φιλοδόξησε να βρει οικογένειες για παιδιά. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 […] αυτό το κύμα μετατράπηκε σε ένα, υποκινούμενο από την ΑΧΕΠΑ, κίνημα να βρεθούν Ελληνόπουλα για άτεκνες οικογένειες».[xiii]
Ο ρόλος της ΑΧΕΠΑ (Ελληνοαμερικανική Εκπαιδευτική Προοδευτική Οργάνωση / American Hellenic Educational Progressive Association) αξίζει ιδιαίτερη μνεία, καθώς δεν συμπλήρωσε απλά τον αστερισμό των «μεσαζόντων», αλλά αξιοποίησε το δημόσιο κύρος της για την εγκαθίδρυση και επέκταση ενός μονοπωλίου υιοθεσιών.[xiv] Το δίκτυο αυτό λειτούργησε με μικρή διαφάνεια και νομική εγκυρότητα ως υιοθετικός φορέας έως το 1956, με βασικούς υποκινητές του τον Λίο Λάμπερσον (πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ, 1953-4), τον Στίφεν Σκόπας (πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ, δικηγόρος και μετέπειτα δικαστής της Νέας Υόρκης), και τον Μιχαήλ Τσάπαρη (δικηγόρος και υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικού). Μάλιστα, ο Λίο Λάμπερσον συνέχισε τις διακρατικές υιοθεσίες και μετά το 1956, παρά το πλήθος κριτικών (εντός και εκτός της ΑΧΕΠΑ) πως οι δραστηριότητές του είχαν εκφυλιστεί σε «κερδοφόρο παζάρι μωρών».[xv] Οι υιοθεσίες μειώθηκαν αισθητά το 1959, με τη σύλληψη και δίκη του Σκόπα και το σκάνδαλο που ξέσπασε στα αμερικανικά και ελληνικά μέσα ενημέρωσης.[xvi] Η διαφθορά ηγετικών μορφών της ΑΧΕΠΑ κηλιδώνει ειρωνικά τις σχέσεις αλληλεγγύης της οργάνωσης με την οικονομικά και πολιτικά πάσχουσα Ελλάδα και εγγράφεται στην οικονομίστικη και εκμεταλλευτική λογική της αμερικανικής ηγεμονίας.[xvii]
Το βιβλίο της Van Steen στέκεται κριτικά προς αμφότερες τις πλευρές τις υιοθετικής πρακτικής. Αναμφίβολα, εξηγεί, το οδυνηρό τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα για την «αναδόμηση» και την αμερικανική οικονομική ενίσχυση ήταν το εκτεταμένο και πολλαπλώς διαβλητό σύστημα υιοθεσιών. Από την άλλη, στηλιτεύει την ανικανότητα ή ανεντιμότητα με την οποία το ελληνικό κράτος μεταχειρίστηκε τις πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Η αρπαγή των παιδιών της «Ελλάδας» ερμηνεύεται ως διμερής «αντρική» επιχείρηση – νομιμοποιούμενη από τις ανδροκρατούμενες ηγεσίες της Ελλάδας και εκτελούμενη από τους πατριαρχικούς φορείς στην Αμερική.
Η έκταση του φαινομένου σαφώς διευκολύνθηκε από τις πολιτισμικές συνθήκες και τους έμφυλους ρόλους της μετεμφυλιακής Ελλάδας, ειδικά στην επαρχία. Η Van Steen αναφέρει πως νόθα παιδιά (κατά βάση φτωχών νεαρών μητέρων) γίνονταν εύκολα αντικείμενα «εικονικής γέννας» ώστε να αποφύγει η νεαρή μητέρα την κοινωνική κατακραυγή και το παιδί να βρεθεί σύντομα σε μια νέα οικογένεια χωρίς να επιβαρύνει (ή να επιβαρυνθεί από) το χωλαίνον προνοιακό σύστημα. Συνεπώς, οι διακρατικές υιοθεσίες αποτέλεσαν μια συνθετότερη εκδοχή, προσφιλών σε τοπικό/εθνικό επίπεδο, βιοπολιτικών πρακτικών, στις οποίες η ελληνική κοινωνία υπήρξε συνένοχη.
Αναζητώντας τις «ελληνικές ρίζες»
Μετά τη χαρτογράφηση του θεσμικού ορίζοντα των ελληνοαμερικανικών υιοθεσιών, το τρίτο τμήμα το βιβλίου αισθητοποιεί τη μέριμνα της Van Steen να παντρέψει το συλλογικό με το ατομικό, τη μεγάλη ιστορία με τις μικρο-ιστορίες και (μετα)μνήμες των υιοθετημένων στο σήμερα. Η Van Steen παραθέτει βινιέτες υιοθετημένων και δίνει στην αναγνώστρια του βιβλίου της την αίσθηση της αδιαμεσολάβητης επαφής με το αρχείο της ερευνήτριας. Ένα κοινό μοτίβο στους υιοθετημένους είναι το αίτημα της αλήθειας και της απόδοσης δικαιοσύνης. Το πρώτο σχετίζεται με την ανάκτηση πληροφοριών για τους βιολογικούς τους γονείς και την κατασκευή «αργοπορημένων» αναμνήσεων και άρα μιας νέας ταυτότητας. Το δεύτερο στοχεύει στη διόρθωση της συλλογικής αδικίας που διαπράχθηκε 60 χρόνια πριν μέσω της δημόσιας αναπαράστασης και συλλογικής αναγνώρισης της οδύνης που τους επιβλήθηκε.
Οι μικροϊστορίες της Van Steen πάλλονται με την οδύνη της απώλειας ή τη συγκίνηση της οικογενειακής επανασύνδεσης. Απεικονίζουν σε συχνά δραματικό τόνο την οικονομική εκμετάλλευση των άτεκνων ζευγαριών από τους φορείς υιοθεσίας, το συναισθηματικό κόστος των «υιοθεσιών-αστραπή» με συνακόλουθη παραποίηση στοιχείων του βρέφους ή με απουσία συναίνεσης από τη βιολογική μητέρα, τις τραγικές συνέπειες του ανεπαρκούς ελέγχου, της ανεπαρκούς προετοιμασίας των θετών γονέων και, βέβαια, την απουσία μετέπειτα παρακολούθησης της υιοθεσίας. Αυτοί οι παράγοντες συντέλεσαν στις τραυματικές εμπειρίες πολλών από τους υιοθετημένους. Πάντως, παρά τα πολλαπλά προβλήματα και τα αδιέξοδα στην αναζήτηση των φυσικών γονέων, οι υιοθετημένοι έχουν δημιουργήσει οργανώσεις και δίκτυα υποστήριξης τα οποία ενδυναμώνουν την αίσθηση της συλλογικότητας και του ανήκειν.
Λόγου χάριν, ο Διονύσιος Διόνου, γεννηθείς από ορθόδοξη μητέρα, υιοθετήθηκε από μη ορθόδοξη οικογένεια στην Αμερική μέσω της «μαύρης αγοράς» που επέτρεπε σε εβραϊκά ζευγάρια να υιοθετούν αλλόθρησκα παιδιά. Για τον Διόνου, ο οποίος διατηρεί αλγεινές αναμνήσεις από τη θετή του οικογένεια, η ανασύσταση της ορθόδοξης ταυτότητας και η επανασύνδεση με την ελληνική κληρονομιά –η προσπάθεια δηλαδή να επαναδιαπραγματευθεί την ταυτότητά του ως εβραίου αμερικανού πολίτη– επουλώνουν, μερικώς, τα τραύματα της παιδικής του ηλικίας. Επιπρόσθετα, το αίτημα του Διόνου, η αναγνώριση και εδραίωση τόπων και τελετών μνήμης που θα εγγράψουν τις αποσπασματικές ιστορίες των υιοθετημένων στη μεγάλη ιστορία και δημόσια μνήμη της χώρας, βαραίνει στους ώμους της ελληνικής πολιτείας.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα σχήμα κύκλου. Επιστρέφοντας στην τραγική υπόθεση των αδελφών Αργυριάδη, η Van Steen εξετάζει πώς το οικογενειακό τραύμα βαραίνει στη δεύτερη γενιά, οι μεταμνήμες της οποίας κατασκευάζονται μέσω της συναισθηματικής προβολής στο οικογενειακό παρελθόν και της αναδίφησης στο προσωπικό/συλλογικό αρχείο.[xviii] Η περίπτωση του Μάικ επανέρχεται για να φωτίσει την αίσθηση της ευθύνης των απογόνων, οι οποίοι, παρ’ ότι δεν έχουν προσωπικά βιώματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, αισθάνονται την ανάγκη να καλύψουν το κενό μνήμης και να επιδιορθώσουν τα ιστορικά λάθη με τα αφαιρετικά και συμβολικά εργαλεία της τέχνης.
Η συστηματική αρχειακή έρευνα της Van Steen σε πλήθος ελληνικών και αμερικανικών αρχείων (δικαστικά αρχεία, έγγραφα φορέων υιοθεσίας και κρατικών ιδρυμάτων κ.ά.), η σχολαστική και κριτική εξέταση του περίπλοκου νομολογικού πλαισίου των διακρατικών υιοθεσιών και η παράθεση εξαντλητικών βιβλιογραφικών αναφορών αποτελούν τις πλέον εντυπωσιακές πτυχές της μελέτης της. Η αφήγηση διανθίζεται με δύο πολύτιμα παραρτήματα (βλ. ειδικά το Παράρτημα 2: «Πρακτικές πληροφορίες για υιοθετημένους/ες γεννηθέντες/είσες στην Ελλάδα»). Οφείλω να τονίσω πως η Van Steen δεν γράφει σε αυστηρό ακαδημαϊκό ιδίωμα αλλά με ενσυναίσθηση προς τους υιοθετημένους και με αίσθηση της ευθύνης προς το δύσκολο παρελθόν τους. Το βιβλίο της συνιστά πολιτική πράξη που φιλοδοξεί να υποστηρίξει τους υιοθετημένους στην κατανόηση των συλλογικών διαστάσεων της μοναδικής ιστορίας τους και (στην καλύτερη περίπτωση) στη συμπλήρωση του παζλ της φυσικής τους οικογένειας. Σε αντίθεση λοιπόν με την αποστασιοποιημένη ακαδημαϊκή γλώσσα, η γραφή της Van Steen είναι φρέσκια και καθηλώνει ένα ευρύ, ετερογενές αναγνωστικό κοινό.
Παρ’ ότι το βιβλίο της είναι ένα εξαίρετο δείγμα ακαδημαϊκής εμβρίθειας και προσωπικής εμπλοκής, η Van Steen αφήνει κάποια δύσκολα ερωτήματα σχετικά με το σήμερα στην άκρη. Οφείλει το ελληνικό κράτος να απολογηθεί δημόσια στους υιοθετημένους; Υπάρχει τρόπος απονομής δικαιοσύνης αναδρομικά (μέσω ποινών στους «τρίτους» που επωφελήθηκαν οικονομικά από την «εμπορία μωρών») και τι συνέπειες θα είχε αυτό; Πώς είναι δυνατόν σήμερα να διορθωθεί η ιστορική αδικία σε θεσμικό/συλλογικό επίπεδο; Η Van Steen βέβαια δεν είναι φειδωλή στην απόδοση ευθυνών στους μεσάζοντες και στα ελληνικά ιδρύματα (π.χ. Ορφανοτροφείο της Πάτρας ή το δημοτικό βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης Άγιος Στυλιανός που πρωτοστάτησαν στο κύκλωμα υιοθεσιών). Ενδέχεται, λοιπόν, η γράφουσα να κρατά υλικό για μεταγενέστερο βιβλίο.
Το εντυπωσιακότερο κατόρθωμα της Van Steen έγκειται στο μεικτό ύφος (ακαδημαϊκός επαγγελματισμός και ενσυναίσθηση) με τον οποίο χειρίζεται ένα από τα πιο συναισθηματικά και πολιτικά φορτισμένα κεφάλαια της νεοελληνικής ιστορίας. Η συμβολή της είναι διττή: αφ’ ενός, συνυφαίνει το προσωπικό με το συλλογικό αρχείο (η οδύνη της οικογενειακής απώλειας αναδύεται μέσα από την αντικομμουνιστική παράνοια της μετεμφυλιακής Ελλάδας, την κρατική αυθαιρεσία, και την αμερικανική επιρροή). Αφ’ ετέρου, κατορθώνει πληρέστερη (διεθνική και δια-γενεακή) χαρτογράφηση των δύο κοινωνικών ομάδων που υπέφεραν περισσότερο κατά τη διάρκεια του «μακρού Εμφυλίου Πολέμου»: τις γυναίκες και τα παιδιά.
[i] Η ελληνική μεταγραφή του ονόματος της Gonda Van Steen είναι Γκόντα Φαν (άλλοτε Βαν) Στιν. Στην παρούσα βιβλιοκριτική επιλέγω την πρωτότυπη αγγλική γραφή. Οι μεταφράσεις από το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά είναι δικές μου.
[ii] Η βιβλιογραφία είναι εκτενέστατη. Εντελώς ενδεικτικά, L. Baerentzen, «Το Παιδομάζωμα και οι παιδουπόλεις της βασίλισσας», στο: Baerentzen, L., Ιατρίδης, Γ., Smith O. (επιμ.), Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945-1949,137-164, Ολκός, 1992. Μ. Μποντίλα, Πολύχρονος να ζεις, μεγάλε Στάλιν, Η εκπαίδευση των παιδιών των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στα ανατολικά κράτη (1950-1964), Μεταίχμιο, 2004. Τ. Βερβενιώτη, «Τα παιδιά του Εμφυλίου. Παιδομάζωμα ή/και παιδοφύλαγμα», στο: Β. Παναγιωτόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, 1770-2000: η εμπόλεμη Ελλάδα, 1940-1949, 271-280, Ελληνικά Γράμματα, 2003. Ρ.Β. Μπούσχοτεν και Λ. Ντάνφορθ, Παιδιά του ελληνικού Εμφυλίου – Πρόσφυγες και πολιτική της μνήμης, Αλεξάνδρεια, 2015.
[iii] Η Van Steen έχει προσφέρει μελέτες-ορόσημο για τις αριστοφανικές κωμωδίες του 19ου και του 20ού αιώνα και για τις θεατρικές παραστάσεις που παρουσίαζαν οι κρατούμενοι στα νησιά της εξορίας. Βλ. G. Van Steen, Venom in Verse. Princeton University Press, 2000 και G. Van Steen, Stage of emergency, Oxford University Press, 2014.
[iv] Βλ. τη συνέντευξή της στην Καθημερινή: https://www.kathimerini.gr/1012762/gallery/proswpa/geyma-me-thn-k/gkonta-fan-stin-sthn-k-h-ellada-kai-ta-va8ia-nohmata-ths-zwhs
[v] Το όνομα Μάικ είναι ψευδώνυμο. G. Van Steen, Adoption, Memory, and Cold War Greece, xvii-xx.
[vi] Βλ. A. H. Oh, To Save the Children of Korea: The Cold War Origins of International Adoption, Stanford University Press, 2015. Επίσης, R. Vinyes, M. Armengou, R. Bellis, Los Ninos Perdidos Del Franquismo, Debolsillo, 2003.
[vii] Ντ. Κλόουζ, Οι ρίζες του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, Φιλίστωρ, 2003.
[viii] Α. Λαΐου, «Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου», στο Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945-1949, Ολκός, 1992.
[ix] Πολυμέρης Βόγλης, Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο πόλεμο, Αλεξάνδρεια, 2004.
[x] Van Steen, 4.
[xi] Van Steen, Παράρτημα 1.
[xii] Ώς το καλοκαίρι του 1951, για παράδειγμα, 1.346 παιδιά, ορφανά πολέμου, μετανάστευσαν στην Αμερική και υιοθετήθηκαν από συγγενείς ή οικογενειακούς γνωστούς.
[xiii] Van Steen, 117.
[xiv] Η ΑΧΕΠΑ (https://ahepa.org/), ιδρύθηκε το 1922 στην πολιτεία Γεωργία της Ατλάντα. Ήδη από τη δεκαετία του 1940 είχε εδραιώσει σχέσεις με το Παλάτι, παρέχοντας οικονομική υποστήριξη στις φιλανθρωπικές δραστηριότητες της βασίλισσας Φρειδερίκης.
[xv] Van Steen, 124.
[xvi] Ο Σκόπας, ο οποίος δικάστηκε ως βασικός διαμεσολαβητής στο κύκλωμα παράνομων υιοθεσιών, αθωώθηκε με ένα νομικό «παραθυράκι» που υπαγόρευε ότι οι υιοθεσίες ολοκληρώθηκαν σε ελληνικό έδαφος και από ελληνικό δικαστήριο.
[xvii] Αξίζει να γίνει σύντομη μνεία και στις υιοθεσίες προς Ολλανδία (600 μεταξύ 1956-1980) και Σουηδία (40 μέχρι το 1966). Στις περισσότερες εξ αυτών συμμετείχαν παιδιά από το Κέντρο Βρεφών Η Μητέρα, το οποίο κατά την περίοδο αυτή λειτουργούσε υπό την αιγίδα της βασίλισσας Φρειδερίκης. Γι’ αυτά τα κύματα υιοθεσιών οι αρχειακές διαθεσιμότητες είναι ικανοποιητικότερες. Βλ. Van Steen, Παράρτημα 2.
[xviii] Εδώ η Van Steen αντλεί από την ακαδημαϊκό Marianne Hirsch, η οποία χρησιμοποιεί τον όρο μεταμνήμη για να δηλώσει τη σχέση των ανθρώπων μιας δεύτερης γενιάς με τις τραυματικές εμπειρίες των προγόνων τους που (επι)βίωσαν του Ολοκαυτώματος. Βλ. M. Hirsch, The Generation of Postmemory: Writing and Visual Culture after the Holocaust, Columbia University Press, 2012.