Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία: Πώς προέκυψε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως το εμβληματικό –και κατ’ εξοχήν– σύνθημα του Πολυτεχνείου; Και ήταν όντως το κυρίαρχο σύνθημα που συσπείρωνε τους εξεγειρόμενους φοιτητές, τον Νοέμβριο του 1973; Είναι ένα από τα ερωτήματα που απαντώνται στο βιβλίο του ιστορικού Κωστή Κορνέτη, Children of the Dictatorship. Student Resistance, Cultural Politics, and the “Long 1960s” in Greece (Τα παιδιά της δικτατορίας. Φοιτητική αντίσταση, πολιτιστικές πολιτικές και το «μακρύ 1960» στην Ελλάδα). Ωστόσο, δεν πρόκειται για χρονικό ενός από τους ισχυρότερους ιδρυτικούς μύθους της Μεταπολίτευσης, του Πολυτεχνείου, ως συμβόλου της καθολικής αντίστασης στη Δικτατορία. Αποτελεί, θα λέγαμε, την πολιτική και πνευματική βιογραφία αυτού που γνωρίζουμε σχηματικά ως «Γενιά του Πολυτεχνείου». Στην παρούσα μελέτη, τόσο το ίδιο το γεγονός Πολυτεχνείο όσο και οι πρωταγωνιστές του εξετάζονται πέρα από τη σφαίρα του μύθου και της πολιτικής αντιπαράθεσης, στη συμπλοκή της ιδιωτικής «μικρο-ιστορίας» με τα «μεγάλα» πολιτικά γεγονότα.
Το βιβλίο ακολουθεί μια διεπιστημονική προσέγγιση και στηρίζεται σε έναν κορμό προφορικών συνεντεύξεων με τα λεγόμενα «Παιδιά της Δικτατορίας», όσες και όσους δηλαδή εντάχθηκαν στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα στη διάρκεια της επταετίας (1967-1974), ενώ αξιοποιεί ένα πλήθος γραπτών τεκμηρίων των εκπροσώπων τους. Η αφήγηση πλαισιώνεται από τη σκιαγράφηση των πολιτικών, ιδεολογικών και κοινωνικών εξελίξεων στην Ελλάδα των μεταπολεμικών δεκαετιών, σε συνάφεια με την εξέλιξη της καλλιτεχνικής παραγωγής και των αισθητικών προτύπων.
Οι ιδρυτικές συνθήκες, τα χαρακτηριστικά και οι πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης αποτελούν εδώ και χρόνια ένα φορτισμένο θέμα στην ελληνική δημόσια συζήτηση, το οποίο απέκτησε νέα ένταση στην περίοδο της κρίσης. Η «Γενιά του Πολυτεχνείου», ως μετωνυμία της Μεταπολίτευσης, υπήρξε διαδοχικά αντικείμενο εξιδανίκευσης, απομυθοποίησης, ενίοτε και δαιμονοποίησης[1]. Η επισήμανση αυτή είναι σημαντική, καθώς το πραγματολογικό υλικό των συνεντεύξεων αντλείται στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και, αναμφίβολα, το γεγονός αυτό είναι ένα από τα φίλτρα μέσα από τα οποία οργανώνεται το υλικό των προσωπικών αφηγήσεων. Για το ρόλο της μνήμης, στην περίπτωση αυτή, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προσεγγίζεται το υλικό, ο Κορνέτης παρατηρεί ότι «η μνήμη συγχρόνως στρεβλώνει και αποκαλύπτει ενδιαφέροντα φαινόμενα. […] Και ακόμη, παρά τη στρέβλωση αυτή, οι ιστορίες ζωής παρέχουν αυθεντικά στοιχεία υποκειμενικής αναπαράστασης, συχνά συλλογικού χαρακτήρα» (σελ.150).
ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΙ, ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ
Ποια είναι όμως η ταυτότητα των παιδιών της δικτατορίας; Ποιες ήταν οι κοινωνικές τους καταβολές, οι ιδεολογικές και πολιτισμικές αναφορές τους; Ήταν η γενιά του Πολυτεχνείου «ανάμεσα στον Μαρξ και στην Κόκα-Κόλα»[2] κατά τον προκλητικό τίτλο των Schildt και Siegfried; Ο Κορνέτης, απορρίπτει τις διάφορες, αριστερής προέλευσης, ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, οι οποίες τοποθετούνται αρνητικά απέναντι στο φαινόμενο της «αμερικανοποίησης»[3] ή του «εκδυτικισμού» όσον αφορά τα πολιτισμικά πρότυπα της νεολαίας και την επίπτωσή τους στην πολιτικοποίηση και την άμβλυνση του ριζοσπαστισμού της. Αντίθετα, επιμένει πως η μαζική, καταναλωτική, κουλτούρα, της οποίας μετείχαν οι Έλληνες φοιτητές στην επίμαχη περίοδο, η οποία άλλωστε ήταν σε άμεση όσμωση με το ρεύμα της ριζοσπαστικής πολιτικής, αποτέλεσε αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής ταυτότητας και δράσης τους. Έτσι, τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα τελικά αιτήματα του ελληνικού κινήματος προσδιορίστηκαν όχι μόνο από την εσωτερική πολιτική κατάσταση, αλλά και από μια ευρύτερη ροή πληροφοριών και σημασιολογικών κωδίκων, όπως η ένδυση, οι μουσικές και λογοτεχνικές προτιμήσεις, η ρητορική και τα συνθήματα» (σελ. 5-6). Από την ανάλυση, προκύπτει επίσης ότι επρόκειτο, εν πολλοίς, για τα παιδιά της μεσαίας τάξης, που απέκτησαν για πρώτη φορά συνείδηση καταπιεζόμενης κοινωνικής ομάδας στη διάρκεια της δικτατορίας και, σταδιακά, ανέπτυξαν αντίληψη του δικού τους ρόλου ως μιας εθνικής αποστολής.
Παράλληλα, ο συγγραφέας αμφισβητεί το επιχείρημα που θέλει το Πολυτεχνείο να είναι γραμμική συνέχεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων της δεκαετίας του 1950, στο πλαίσιο ενός ενιαίου κύκλου διαμαρτυρίας. Ο Κορνέτης θεωρεί πως η δικτατορία δημιουργεί μία ασυνέχεια, εγκαθιδρύοντας έναν νέο κύκλο διαμαρτυρίας, στον οποίο εντάσσεται το Πολυτεχνείο. Αξιοποιεί, μάλιστα, τη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων προκειμένου να αναδείξει τη σταδιακή διαμόρφωση των ρεπερτορίων δράσης στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, που κορυφώθηκε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973. Η αναλυτική αξία αυτής της επιλογής δεν εξαντλείται μόνο στην ιστορική ανασυγκρότηση των γεγονότων, αλλά και στην κατανόηση των μετέπειτα (και μέχρι τις μέρες μας) κινηματικών δράσεων, καθώς το Πολυτεχνείο υπήρξε το κατ’ εξοχήν υπόδειγμα για τη διαμόρφωση των μεταπολιτευτικών ρεπερτορίων δράσης, μέσω της λειτουργίας της οικειοποίησης.
Μια από τις βασικές υποθέσεις εργασίας του βιβλίου, που συνδέει την ελληνική με τη διεθνή ακαδημαϊκή συζήτηση, αφορά την πρόσληψη και την ερμηνεία της δεκαετίας του 1960. Ήταν η ελληνική δεκαετία του 1960 «μακρά», όπως έχει καθιερωθεί να υποστηρίζεται για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τις ΗΠΑ, ή μήπως υπήρξε «σύντομη»[4]; Ο συγγραφέας τοποθετείται υπέρ της πρώτης ανάγνωσης, υποστηρίζοντας ότι η περίοδος της επταετίας δεν μπορεί να διαχωριστεί από την υπόλοιπη δεκαετία του 1960, καθώς προσφέρει το καθοριστικό εκείνο πλαίσιο εντός του οποίου αποκρυσταλλώνονται και κορυφώνονται οι διεργασίες, που ήταν σε εξέλιξη τα προηγούμενα χρόνια. Με βάση αυτή τη συλλογιστική, η ελληνική μακρά δεκαετία του 1960 ολοκληρώνεται με την κατάρρευση της δικτατορίας το 1974.
Η ΓΕΝΙΑ «Ζ»
Μία σημαντική συνεισφορά της ανάλυσης του Κορνέτη είναι η διάκριση που κάνει ανάμεσα στη «γενιά του Πολυτεχνείου» και στη γενιά που προηγείται αυτής, τη γενιά που ο ίδιος ονομάζει «γενιά Ζ», τη γενιά των Λαμπράκηδων. Στη «γενιά Ζ» εντάσσει τα μέλη του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος που είχαν γεννηθεί μεταξύ 1944 και 1949 και είχαν ενοποιητικό σημείο αναφοράς τη δολοφονία Λαμπράκη. Παρ’ ότι ανήκουν στην ίδια βιολογική γενιά με τη γενιά του Πολυτεχνείου (όπου εντάσσει όσους είχαν γεννηθεί μεταξύ 1949 και 1954), κατά την ανάγνωσή του, διαφοροποιούνται ως προς τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν την πολιτική πραγματικότητα, αντιδρώντας σ’ αυτή. Βασικό σημείο διαφοροποίησης αποτελεί η μνήμη και η διαχείριση της μετεμφυλιακής συνθήκης, η οποία αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα για τη «γενιά Ζ».
Η διάκριση αυτή και η σχετική προβληματική, που αναπτύσσεται, φωτίζει τη συγκρότηση της ελληνικής αριστερής νεολαίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες, οι οποίες καταγράφονται στην ταυτότητά της και στη δράση της. Στο πλαίσιο αυτό, το γνωστό σύνθημα της Μεταπολίτευσης, που αναδύθηκε στα γεγονότα του 1973, «ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Πολυτεχνείο», διερευνάται ως μια δυναμική διαδικασία απόδοσης νοήματος.
Η μελέτη αυτή επιχειρεί επίσης να απαντήσει στο ερώτημα, κατά πόσον η ελληνική περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί ιδιαιτερότητα ή αν συνομιλεί με τις διεργασίες που εκτυλίσσονταν την ίδια περίοδο στη Δύση. Ο Κορνέτης απορρίπτει σαφώς την ανάγνωση μιας ελληνικής εξαίρεσης και, μολονότι είναι προσεκτικός στην επισήμανση των διαφορών της ελληνικής περίπτωσης, αναδεικνύει συστηματικά τις ομοιότητες και τις επιρροές από τα τεκταινόμενα, αφ’ ενός στο πλαίσιο αυτού που μυθολογήθηκε ως Μάης του ‘68, αφ’ ετέρου στο πλαίσιο των μεταβάσεων στις άλλες δύο δικτατορίες του ευρωπαϊκού Νότου, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Από τη σκοπιά αυτή, η συμπλοκή του τοπικού, εθνικού επιπέδου με το υπερεθνικό αποτελεί έναν βασικό άξονα της αφήγησης.
Τέλος, είναι σημαντικό ότι το βιβλίο του Κωστή Κορνέτη έρχεται να εμπλουτίσει την πρόσφατη βιβλιογραφική παραγωγή στα πεδία της πολιτισμικής και κοινωνικής ιστορίας, που θέτει στο επίκεντρό της το φαινόμενο «νεολαία», στις επιμέρους εκφάνσεις του (βλ. Σχετικά: Έφη Αβδελά, Νέοι εν κινδύνω, Πόλις 2013 και Κωστής Κατσάπης, Το Πρόβλημα Νεολαία, 2013).
[1] Κατερίνα Λαμπρινού, «Η γενιά του Πολυτεχνείου στο Καλειδοσκόπιο της Μεταπολίτευσης», Συνέδριο: «Μεταπολίτευση: Από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην οικονομική κρίση;», Αθήνα, 14/12/2012.
[2] Axel Schildt και Detlef Siegfried (επιμ.), Ανάμεσα στον Μαρξ και στην Coca-Cola. Νεανική κουλτούρα και κοινωνική αλλαγή, 1960-1980, μετάφραση: Νίκος Ζαρταμόπουλος, Κασταλία, Αθήνα 2010.
[3] Σχετικά με την αμερικανοποίηση και την ανάπτυξη αντίρροπων τάσεων στη μεταπολεμική Ευρώπη βλ. Alexander Stephan (επιμ.), The Americanization of Europe. Culture, Diplomacy, and Anti-Americanism after 1945, Berghahn Books, New York/Oxford, 2007.
[4] Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «Σύντομη» Δεκαετία του ΄60. Θεσμικό πλαίσιο, κομματικές στρατηγικές, κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτισμικές διεργασίες, Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης - Καστανιώτη, Αθήνα 2008.