Μπορεί η χρονιά που περνά να μη μας χάρισε τις πολυπληθείς εκδηλώσεις και τα χάπενινγκ που αναμένονταν λόγω της συμπλήρωσης 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης –ευτυχώς ίσως, υπό μία έννοια– αλλά τουλάχιστον αποζημιωθήκαμε με κάποιες, όχι όλες ασφαλώς, αλλά οπωσδήποτε αρκετές, και ενδιαφέρουσες εκδόσεις. Πέρα από κάποιες αξιόλογες έως και πολύ αξιόλογες μονογραφίες, ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν, ως επί το πλείστον, τα συλλογικά έργα. Σε πολλά από αυτά, εξειδικευμένοι επιστήμονες μπόρεσαν να δώσουν διάφορες πτυχές της Επανάστασης, αλλά και να διερευνήσουν σοβαρά τι διημείφθη τα 200 χρόνια που πέρασαν από το ξέσπασμά της.
Ένας από τους πιο αξιόλογους τόμους αυτής της κατεύθυνσης ανήκει στη σειρά «Σύγχρονη Ιστορία» των εκδόσεων Παπαδόπουλος, που διευθύνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια σύγχρονης ιστορίας και διεθνούς πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, η οποία, από κοινού με τον διευθυντή ερευνών του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, Σωτήρη Ριζά, επιμελείται τον τόμο, 1821. Από την Επανάσταση στο Κράτος.
Στο συγκεκριμένο συλλογικό έργο η κεντρική ιδέα και ταυτόχρονα το ζητούμενο, όπως το θέτουν στον πρόλογο οι επιμελητές του, είναι «η ανασκαφή στις προσδοκίες των Ελλήνων της Επανάστασης, τόσο εκείνων που πραγματώθηκαν, όσο και εκείνων που διαψεύστηκαν». Οι συγγραφείς του τόμου επιδιώκουν να δουν «τους στόχους και τις πραγματικότητες της προεπαναστατικής και επαναστατικής Ελλάδας όπως και τις αλλαγές στις οποίες προσαρμόστηκαν οι Έλληνες ώστε να μείνουν σταθεροί στις βασικές “εθνικές” επιδιώξεις: ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, εθνική ολοκλήρωση, “εξευρωπαϊσμός”».
Το βιβλίο καλύπτει τον πρώτο αιώνα ζωής του ελληνικού κράτους. Από το ξέσπασμα της Επανάστασης που είχε αίτημα τη δημιουργία ενός νεωτερικού, εθνικού κράτους, σύγχρονου, κατά τα μέτρα της εποχής, μέχρι τη στιγμή που η Ελλάδα βρέθηκε στο τραπέζι των νικητών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου πλάι στις Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν εγγυηθεί την ανεξαρτησία της, οι εσωτερικές διεργασίες και οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί ήταν τεράστιες. Μοχλός του εκσυγχρονισμού υπήρξε η Μεγάλη Ιδέα αφού, όπως επισημαίνουν οι επιμελητές, «η ανάγκη να υπηρετηθεί η Μεγάλη Ιδέα έθεσε σε κίνηση μηχανισμούς εκσυγχρονισμού του κράτους που διαχύθηκαν σαν παλίμψηστο στην οικονομία και στην κοινωνία». Η αδυναμία του νεοσύστατου κράτους να αντιπαρατεθεί με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς δεν διέθετε ούτε ισχυρή οικονομία ούτε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, είχε αποτέλεσμα να αναπτυχθεί από ελληνικής πλευράς μια ιδιαίτερα δραστήρια, στιβαρή όσο και ευέλικτη εξωτερική πολιτική, η οποία αντιστάθμιζε τις λοιπές ελλείψεις της ελληνικής άμυνας. Έτσι, το ελληνικό κράτος εκμεταλλευόταν κάθε ιδανική ευκαιρία για προσάρτηση εδαφών ασκώντας πιέσεις, μαζί με τους «αλύτρωτους», και ασκούσε πιέσεις τόσο στις Μεγάλες Δυνάμεις όσο και στα γειτονικά βαλκανικά κράτη, με τα οποία υπήρχε έντονος ανταγωνισμός καθώς ανέπτυσσαν κι εκείνα τις δικές τους αλυτρωτικές επιδιώξεις, που έρχονταν σε αντίθεση με τις αντίστοιχες ελληνικές.
Πόσο σχετικές ήταν οι εξελίξεις και οι αλλαγές στο νέο ελληνικό κράτος με τις επιδιώξεις των επαναστατημένων του 1821; Πόσο συνδεδεμένη υπήρξε η λαϊκή ευημερία ως ζητούμενο με την ανάγκη αποκοπής από τον αναχρονιστικό τρόπο λειτουργίας του οθωμανικού κράτους και τους παρηκμασμένους θεσμούς του; Αυτά είναι με λίγα λόγια τα ζητήματα που θέτουν οι ερευνητές στο συγκεκριμένο συλλογικό έργο.
Κράτος, θεσμοί, διεθνής θέση
Ειδικότερα, για τον Κώστα Κωστή, σκοπός είναι –ή, πιο σωστά, πρέπει να είναι– «να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την πορεία που ακολούθησε ένα κράτος στη διαδικασία διαμόρφωσής του, τους παράγοντες που επέδρασαν, και να αξιοποιήσουμε τις απαραίτητες έννοιες για να συγκροτήσουμε ένα συνεκτικό αφήγημα». Σε αυτό το πλαίσιο, ο Κωστής αναφέρεται συνοπτικά στα μοντέλα ερμηνείας που ακολουθήθηκαν κατά καιρούς από ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες και καταθέτει τις τέσσερις βασικές διαστάσεις αναλυτικής προσέγγισης ενός κράτους (μέγεθος, ποιότητα και ποικιλία υπηρεσιών που προσφέρει, διακυβέρνηση και, τέλος, «τη συγκρότηση ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού που συγκροτεί το λειτουργικό σύστημα της κρατικής εξουσίας». Αναφέρει επίσης «τη δυναμική της αλλαγής, δηλαδή από πού ένα κράτος αρύεται τα εναύσματα για να μετασχηματιστεί». Μέσω των δεδομένων αυτών αξιολογεί πώς το ελληνικό κράτος κινήθηκε, σε ποιες κατευθύνσεις και πόσο επιτυχημένα, τον 19ο αιώνα.
Ο Σωτήρης Ριζάς μελετά τους πολιτικούς θεσμούς που αναπτύχθηκαν στο ελληνικό κράτος από την Επανάσταση μέχρι την εμφάνιση του Ελευθερίου Βενιζέλου στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών καθορίζεται από τρεις παράγοντες: α) από την προέλευσή τους, πώς δηλαδή εισάγονται στον ελληνικό χώρο από τους ετερόχθονες Έλληνες κάτω από την ισχυρή επίδραση του Διαφωτισμού οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικότητας. β) από το ρόλο που διαδραματίζει ο γεωπολιτικός παράγοντας, πώς δηλαδή επηρεάζονται εξαρχής η εσωτερική πολιτική και οι θεσμοί από τη σχέση της χώρας με τις Μεγάλες Δυνάμεις, και πιο συγκεκριμένα με τις λεγόμενες «Προστάτιδες». γ) από τον τρόπο λειτουργίας των πολιτικών θεσμών. Το ενδιαφέρον στοιχείο στην προσέγγιση του Ριζά είναι ότι καταδεικνύει στην όλη πορεία τις διάφορες αντιφάσεις και ασυνέχειες. Είναι γνωστό, π.χ., ότι στην Ελλάδα, από το 1844, εισάγεται η καθολική ψηφοφορία των ανδρών, παρ’ όλα αυτά όμως «το αντιπροσωπευτικό σύστημα έχει ολιγαρχικά στοιχεία» (ο θρόνος, οι πρόκριτοι και λιγότερο ο στρατός). Αυτό οφείλεται, υποστηρίζει ο Ριζάς, κυρίως στο γεγονός ότι «η ελληνική κοινωνία είναι κατακερματισμένη, το πλαίσιο αναφοράς είναι τοπικό με βασική μονάδα την οικογένεια, και οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις οικοδομούνται με βάση το πελατειακό σύστημα, το οποίο αποτελεί μόνιμο στοιχείο της ελληνικής πολιτικής». Η ουσιαστική αλλαγή –αν και όχι απόλυτη– συντελείται με την εμφάνιση του Ελευθερίου Βενιζέλου και τη δημιουργία του κόμματος Φιλελευθέρων. Το αίτημα για ισότητα ενώπιον του νόμου ήταν το κατεξοχήν φιλελεύθερο θέμα κι έτσι, ενώ «ο φιλελευθερισμός του 19ου αιώνα δεν ανταποκρίνεται πράγματι στις ελληνικές κοινωνικές συνθήκες, η εκδοχή του νέου φιλελευθερισμού των αρχών του 20ού αιώνα ανταποκρίνεται». Ωστόσο, ο Ριζάς δεν παραλείπει να επισημάνει ότι ο Βενιζέλος, ενώ προσπαθούσε να επικοινωνήσει αδιαμεσολάβητα από πελατειακά δίκτυα και τους ισχυρούς τοπικούς πολιτικούς παράγοντες, ταυτόχρονα θεμελίωνε την προσωποπαγή εξουσία. Τα πελατειακά δίκτυα παρέμειναν πάντα ισχυρά, συν τω χρόνω δημιουργήθηκαν και νέα, πλην όμως «συνυπήρχαν με την απευθείας πολιτική κινητοποίηση που πετύχαινε ο Βενιζέλος και τις νέες οργανώσεις [λέσχες]».
Τις σχέσεις των βαλκανικών κρατών μεταξύ τους και ως προς την Ελλάδα σε συνάρτηση με τη σχέση που ανέπτυσσαν σε «κάθετη» διάταξη με τις Μεγάλες Δυνάμεις μελετά η Κωνσταντίνα Μπότσιου. Τα δύο κομβικής σημασίας γεγονότα τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα στη Βαλκανική είναι αφενός η Ελληνική Επανάσταση και η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αφετέρου η αυτονομία της Σερβίας το 1830. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν την αφετηρία «για τη διαμόρφωση των βαλκανικών εθνικών κρατών κατά τη διάρκεια ενός αιώνα, όσο διαρκούσε το αργόσυρτο ψυχορράγημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Τα νέα κράτη που αναδύθηκαν ανέπτυξαν έντονους ανταγωνισμούς το ένα έναντι του άλλου. Ήταν μόνο οι αφυπνισμένες εθνικές συνειδήσεις των βαλκανικών λαών που οδήγησαν στις συγκρούσεις μεταξύ τους ή θα πρέπει να ιδωθεί το όλο ζήτημα και σε συνάρτηση «με τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο»; Όπως δείχνει η Μπότσιου, η σύγκρουση μεταξύ των βαλκανικών κρατών δεν ήταν αναπόφευκτη, καθώς υπήρχαν πολλά κοινά στοιχεία που ένωναν τα έθνη τα οποία, όλα μαζί άλλοτε, αποτελούσαν από κοινού το μιλλέτ των ορθοδόξων, με πρώτο και κύριο συστατικό τη θρησκεία αλλά και τη σχέση που ανέπτυσσαν οι Βαλκάνιοι προς τη Ρωσία, η οποία ήταν η προστάτιδα δύναμη των ορθοδόξων έναντι της Υψηλής Πύλης, ειδικότερα από τον 18ο αιώνα και μετά. Παρά το γεγονός όμως ότι «στις αρχές του 19ου αιώνα τα Βαλκάνια φαίνονταν ώριμα να σχηματίσουν συμμαχίες έναντι της Πύλης και, επίσημα ή ανεπίσημα, υπό την αιγίδα της Ρωσίας ως μοναδικής ορθόδοξης Μεγάλης Δύναμης», εντούτοις, «τελικά κάθε έθνος κινήθηκε μόνο του υπό την αιγίδα μίας ή περισσοτέρων Μεγάλων Δυνάμεων». Ουσιαστικά, η εμπλοκή και τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στη Βαλκανική και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, που έλαβαν την μορφή ανοιχτής πολεμικής σύγκρουσης κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο λίγα χρόνια αργότερα (1853-1856), δεν έπαιξαν απλώς καταλυτικό ρόλο στις σχέσεις ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη. Ουσιαστικά, εξαιτίας αυτών των ανταγωνισμών των Μεγάλων Δυνάμεων τα βαλκανικά κράτη βρέθηκαν να αλληλοσυγκρούονται, αφού στις αρχές του 20ού αιώνα «οι Μεγάλες Δυνάμεις επέτρεψαν έναν περιφερειακό πόλεμο “δι’ αντιπροσώπων”. Αντί να εμποδίζουν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έβλεπαν πλέον τα Βαλκάνια σαν μια ασφαλέστερη ζώνη εκτόνωσης των μεταξύ τους ανταγωνισμών σε σύγκριση με τις υπερπόντιες κτήσεις».
«Η φορολογία αντανακλά κοινωνικές πραγματικότητες και υφιστάμενες οικονομικές δομές και η μελέτη της σε βάθος χρόνου είναι αποκαλυπτική των σχέσεων παραγωγής στην οικονομία και αναπαραγωγής πολιτικής ισχύος σε μια δεδομένη κοινωνία», επισημαίνουν οι Αδαμάντιος Συρμαλόγλου και Μιχάλης Ψαλιδόπουλος στη δική τους έρευνα, η οποία εστιάζει στη φορολογική πολιτική από το 1821 έως το 1909, και στη μετάβαση από τη δεκάτη στο φόρο εισοδήματος.
Μεγάλη Ιδέα, κράτος και εθνική ολοκλήρωση
Οι δύο επόμενες πτυχές της έκδοσης, επίσης με τέσσερις μελέτες καθεμία ισάριθμων ειδικών επιστημόνων, έχουν αντικείμενο τη Μεγάλη Ιδέα και την ταυτότητα της κοινωνίας και την πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση. Δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε σε ένα ένα τα κείμενα που συνθέτουν καθεμία από τις δύο ενότητες. Συνοπτικά, στην πρώτη ενότητα, ο Δημήτρης Μαλέσης, ερευνητής του ρόλου του στρατού τον 19ο και τον πρώιμο 20ό αιώνα, αναφέρεται στις στρατιωτικές κινητοποιήσεις του ελληνικού βασιλείου στο πλαίσιο της αλυτρωτικής πολιτικής του. Ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος διερευνά τη σχέση ανάμεσα στον οικονομικό φιλελευθερισμό και την εθνική ολοκλήρωση, αναζητώντας τα οικονομικά μέσα που διέθετε το ελληνικό κράτος προκειμένου να υλοποιήσει την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Τον Γιάννη Καλπαδάκη απασχολεί η πολιτική που άσκησε ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις και το πώς τελικά έγινε «περισσότερο διαμεσολαβητής ανάμεσα στις δυνάμεις και λιγότερο ο έμπιστος συνολικά της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας» σε συνδυασμό με το πώς η σύνδεσή του με τα ρωσόφιλα συμφέροντα είχε αρνητικές συνέπειες ως προς την προώθηση του γεωστρατηγικού του οράματος. Ο Μανόλης Κούμας ερευνά τη σχέση των Μεγάλων Δυνάμεων με την Ελλάδα κατά τον πρώτο αιώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, από την εποχή του Όθωνα μέχρι την εμφάνιση του Ελευθερίου Βενιζέλου, η πολιτική του οποίου, κατά την πρώτη πρωθυπουργία του, «καταδεικνύει ότι όταν ισχυροποιηθούν οι εθνικοί συντελεστές ισχύος –πρωτίστως η οικονομία, οι ένοπλες δυνάμεις, και βέβαια το εσωτερικό μέτωπο– οι δυνατότητες ακόμη και ενός “μικρού κράτους”, όπως η Ελλάδα, να ελιχθεί στο διεθνές περιβάλλον ενισχύονται σημαντικά και συνακόλουθα η εξάρτηση από τον «ξένο» παράγοντα μειώνεται». Τι πιο επίκαιρο;
Στην τρίτη «πτυχή», ο Θανάσης Χρήστου ερευνά το ρόλο της παιδείας γενικότερα και του Πανεπιστημίου ειδικότερα, καθώς και της εκπαιδευτικής πολιτικής που ανέπτυξε το ελληνικό βασίλειο ώς το 1909, αναδεικνύοντας τη συνάρτησή της προς την κρατική ιδεολογία όσο και τη σημασία που είχε η μόρφωση για το ελληνικό κράτος. Με το γνωστό ζήτημα της διαμάχης των «αυτοχθόνων - ετεροχθόνων» και τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας, της «ελληνικότητας» αλλά και το πώς ο «ρομαντικός κύκλος» του αίματος εναλλασσόταν με τη νεωτερική έννοια της πολιτικής ταυτότητας καταπιάνεται η Ελπίδα Βόγλη, φωτίζοντας «ένα διαχρονικό ζήτημα εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων μέχρι σήμερα». Ο Νίκος Αναστασόπουλος ασχολείται με την εσωτερική ασφάλεια μέσα από το πρίσμα της ληστείας έως και το 1932, θεματική που έχει απασχολήσει και άλλοτε τον ερευνητή στην οποία είναι ειδικός, ενώ, τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη του Θανάση Μπαρλαγιάννη για τις πολιτικές δημόσιας υγείας του ελληνικού κράτους, εκκινώντας από την Επανάσταση και καταλήγοντας στις πολεμικές συγκρούσεις των αρχών του 20ού αιώνα.